Αρχική » Ο Ανανισμός μετά το Σχέδιο

Ο Ανανισμός μετά το Σχέδιο

από admin

Ομιλία από την εκδήλωση της 12ης Οκτωβρίου 2011

του Άριστου Μιχαηλίδη

Ακούγοντας τον τίτλο της εκδήλωσης, μου φάνηκε αρχικά πολύ γενικός, και αόριστος. Και διερωτήθηκα: Η τρα­γωδία στη ναυτική βάση είναι ένα μεμονωμένο γεγονός, άσχετο με όσα προηγήθηκαν; Ή είναι αποτέλεσμα; Το πιο τραγικό αποτέλεσμα μιας πορείας πολλών χρόνων, όπου επικράτησε ο μηδενισμός, η ευθυνοφοβία, η αμέλεια, η ανεπάρκεια, ο κυνισμός. Και, η σκόπιμη υποβάθμιση κάθε αξίας και κάθε ίχνους εθνικής συνείδησης και ανησυχίας για την πατρίδα.
Δεν θέλω να πω πολλά για το τι έγινε μετά το 2004, είναι γνωστά. Κυρίως, η απίστευτη προσπάθεια ηγετών να πείσουν το λαό ότι ο τόπος βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού και πρέπει να βγάλουμε έναν πρόεδρο, για να μας σώσει. Βέβαια, η σωτηρία που είχαν υπόψη τους δεν διέφερε από τη φιλοσοφία Ανάν.
Αλλά, η φιλοσοφία Ανάν είναι κατά βάση φιλοσοφία νεοθωμανισμού. Για να βρει εφαρμογή, πρέπει να υπάρχουν νεόδουλοι να υπηρετήσουν τους νεοσουλτάνους. (Αυτούς, που ανακάλυψε πρόσφατα και ο πρόεδρός μας).
Προτεραιότητα λοιπόν, η εξάρθρωση της λαϊκής βούλησης, ώστε την επόμενη φορά να μην παρακούσει τις συμβουλές της ηγεσίας. Ο ίδιος ο αρχηγός του κυπριακού κράτους, ο πρόεδρος λύσης, καταχειροκροτούμενος από τον αρχηγό της αντιπολίτευσης, ανέλαβε τον πρώτο ρόλο για τη δημιουργία τύψεων στους Ελληνοκύπριους. Έκαναν το πραξικόπημα και ήρθε η ώρα να πληρώσουν. Σκότωσαν Τουρκοκύπριους τη δεκαετία του ’60. Είναι φασίστες, ρατσιστές, κρατούν τους Τουρκοκύπριους σε απομόνωση.
Δημιούργησαν ένα κλίμα, σαν να έφταιγαν οι Ελληνοκύπριοι που δεν φτάσαμε σε λύση τόσα χρόνια. Δεν ήταν δηλαδή οι τουρκικοί σχεδιασμοί το πρόβλημα, δεν ήταν η βουλιμία των νεοσουλτάνων, παρότι μας το έλεγαν με κάθε τρόπο και οι ίδιοι, προπάντων ο Νταβούτογλου. Ότι, η Τουρκία δεν βρίσκεται στην Κύπρο για να προστατεύσει τους Τουρκοκύπριους, αλλά τη γεωπολιτική στρατηγική της. Το πρόβλημα, ειδικά για τον πρόεδρό μας, ήταν οι Ελληνοκύπριοι, που δεν ήθελαν να χωνέψουν ότι έκαναν μεγάλα κακά πριν από το 74. Αυτή η λογική, που δεν ήταν πλέον οι δοξασίες ενός κόμματος, αλλά οι επίσημες θέσεις της κυπριακής κυβέρνησης, έπρεπε να ενισχυθεί με κάθε τρόπο.
Την περίοδο της ταλατοποίησης του Κυπριακού, είχαμε τη δραματικότερη έξαρση του φαινομένου. Ήταν η περίοδος που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατάφερε να πείσει όλο τον κόσμο, εκτός από ελάχιστους τότε, ότι θα λύσει το Κυπριακό επειδή έχει χημεία με τον Ταλάτ κι έτσι τα πάντα περιστράφηκαν γύρω από την εξυπηρέτηση αυτής της ουτοπίας. Υποτιμώντας βεβαίως το ρόλο της Άγκυρας, ακόμα και όταν ο ίδιος ο Ταλάτ δήλωνε ότι, μέχρι και τις σημειώσεις του από τις συνομιλίες, τις έστελλε στην Άγκυρα για έλεγχο.
Να σημειώσω μόνο ένα γεγονός: Στο πλαίσιο εκείνου του αλήστου μνήμης «καλού κλίματος», Ελληνοκύπριοι χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι τον Ταλάτ, επειδή τους έκανε την τιμή να τους επισκεφθεί, στον Άγιο Μάμα στη Μόρφου, όπου τους επέτρεψε να κάνουν λειτουργία. Δεν πείραζε κανέναν αν το κατοχικό καθεστώς εκδίωξε χριστιανούς, που πήγαν να προσευχηθούν στον Απόστολο Βαρνάβα, ή ότι απαγόρευσε στον Επίσκοπο Καρπασίας να λειτουργήσει στον Απόστολο Ανδρέα, για να μην αναγνωρίσει την εκκλησιαστική εξουσία του.
Όμως, τα πιο σοβαρά είναι αυτά που μας έμειναν: Η υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αναβάθμιση του ψευδοκράτους, όχι μόνο στη συνείδηση των διεθνών παραγόντων, αλλά και στη συνείδηση των Ελληνοκυπρίων. Διότι ο στόχος ήταν να χωνέψουμε ότι, μέσα στην κατεχόμενη πατρίδα μας, υπάρχει πια ένα άλλο κράτος, και αντί να μαλώνουμε, αφού πέρασαν και τα χρόνια, καλύτερα να συνεταιρέψουμε μαζί του σαν καλοί γείτονες.
Όσα περιστράφηκαν γύρω από αυτή την περίοδο, εξυπηρέτησαν τέλεια τη στρατηγική των νεοσουλτάνων. Από τη συμφωνία της 23ης Μαΐου 2008 μέχρι τη συμφωνία του Λιμνίτη.
Η συμφωνία της 23ης Μαΐου έδωσε στο κατοχικό καθεστώς τα όπλα για να προβάλλει ως δεδομένη την αναγνώριση, από τους Ελληνοκύπριους, του ξεχωριστού τουρκοκυπριακού κράτους.
Να μην πούμε για τις γνωστές προτάσεις του προέδρου, που εξυπηρετούν τέλεια τη στρατηγική των νεοσουλτάνων.
Να μην πούμε ούτε για το ότι ο πρόεδρός μας αποδέχτηκε να μην συζητά στις συνομιλίες τον εποικισμό, αλλά το κεφάλαιο: «Μετανάστευση, ιθαγένεια, αλλοδαπών και ασύλου». Λες και το διεθνές έγκλημα πολέμου θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο της μεταναστευτικής πολιτικής για τις Κινέζες και τους Πακιστανούς.
Να μην θυμηθούμε τη συμφωνία για το Λιμνίτη όπου, επειδή δεν θέλαμε να γίνουμε εντελώς εξευτελισμένοι και να τους επιτρέπουμε να μεταφέρουν από το οδόφραγμα καύσιμα για τις γεννήτριες του κατοχικού στρατού που είναι στα Κόκκινα, αποφασίσαμε να τους δώσει η ΑΗΚ ηλεκτρισμό για να μην χρειάζονται ούτε τις γεννήτριες, ούτε τα καύσιμα.
Είναι πολλά, είναι μάλλον το σύνολο της πολιτικής, που τα τελευταία χρόνια δημιούργησε ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τους Ελληνοκύπριους.  Αλλά, προπάντων, δημιούργησε ένα νέο πολιτικό περιβάλλον γύρω τους. Που, τελικά, τους απογοητεύει, τους αποθαρρύνει, τους κάνει να διερωτώνται αν είναι όλα τελειωμένα και δεν μπορούν να κάνουν τίποτε.
Αυτή η απογοήτευση έχει επιδράσει σε όλο το βίο μας. Εξάλλου, είναι ένα κλίμα που επιβαρύνεται και από την οικονομική κρίση και από την κομματική άλωση του κράτους, το ρουσφέτι, τα σκάνδαλα.
Αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να είχε άλλο αποτέλεσμα από αυτό που ζούμε σήμερα: Την τραγωδία της 11ης Ιουλίου και την πολιτική ανωμαλία, που κορύφωσε η αντίδραση του κυβερνητικού στρατοπέδου στο πόρισμα Πολυβίου. Διότι, δεν είναι μόνο «μια θλιβερή ιστορία ανικανότητας και παραγνώρισης σαφών και προβλεπτών κινδύνων», όπως λέει το πόρισμα. Είναι η πολιτική φιλοσοφία που δημιούργησε αυτό το φαινόμενο. Είναι η φιλοσοφία που θέλει τους πολίτες, τα στελέχη του στρατού, τα στελέχη της κρατικής μηχανής, να συμπεριφέρονται όπως ακριβώς συμπεριφέρθηκαν όσοι ασχολήθηκαν με τα κοντέινερ. Άβουλα και ευθυνόφοβα. Ώστε να κάνουν πάντα αυτό που θέλει η πολιτική ηγεσία και αυτό που εξυπηρετεί τα παιχνίδια της και όχι αυτό που πρέπει.
Όταν, για παράδειγμα, οι αξιωματικοί του στρατού βλέπουν να καταργούνται στρατόπεδα -εννιά με δέκα επί διακυβέρνησης Χριστόφια και γύρω στα τριάντα φυλάκια πρώτης γραμμής, και όταν οι κομισάριοι στην ηγεσία του στρατού δεν ασχολούνται με την πραγματική αποστολή τους, αλλά με τις κομματικές μεταθέσεις και τις προαγωγές, μπαίνει στο πετσί τους η αδιαφορία. Γιατί να ασχοληθούν σοβαρά με την άμυνα του τόπου ή, έστω, με την ασφάλεια της ναυτικής βάσης, όταν η πολιτική ηγεσία έχει άλλα σχέδια στο μυαλό της;
Η κρίση λοιπόν, που οδήγησε στην όλη διαχείριση του φορτίου και τελικά στη φονική έκρηξη, δεν είναι περιστασιακή. Είναι κρίση αξιών, πολιτικής και προτεραιοτήτων.
Να πω κάτι χαρακτηριστικό. Πρόσφατα, δημοσιεύσαμε ένα από τα αποκαλυπτικά έγγραφα του Ουίκιλικς. Ήταν τηλεγραφήματα δυο Αμερικανών πρεσβευτών, που ενημέρωναν την Ουάσιγκτον για την ασφάλεια ζωτικών χώρων στην Κύπρο. Ένα τηλεγράφημα έλεγε το εξής: «Σε γενικές γραμμές, οι περισσότεροι πολιτικοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις δεν θεωρούν ότι οι υποδομές και οι πόροι της νήσου βρίσκονται κάτω από απειλή και επιδεικνύουν ελάχιστη έμφαση στην προστασία τους». Οι μονάδες αφαλάτωσης, σημειώνει σαν παράδειγμα, «είναι σχεδόν αφύλακτες και κατ’ επέκταση ευπαθείς σε δολιοφθορά».
Δεν ξέρουμε τι έλεγαν για τη ναυτική βάση, αλλά μπορούμε να φανταστούμε.
Αυτή ακριβώς η αδιαφορία έχει να κάνει με ένα μόνο γεγονός: Ότι η ηγεσία μας είναι προσανατολισμένη στην ψευδαίσθηση ότι μπορεί να λύσει το Κυπριακό, αν ο κ. Χριστόφιας φάει ψάρι στο Βόσπορο με τον Ερντογάν και του εξηγήσει το όραμά του, ή αν πείσει το λαό ότι το πρόβλημά μας είναι ψυχολογικό και θα το ξεπεράσουμε με ψυχοφάρμακα. Έτσι, ακόμα κι αυτά που οι Αμερικάνοι τα θεωρούν αυτονόητα σε μια χώρα υπό κατοχή, δηλαδή η ασφάλεια των ζωτικών χώρων, οι δικοί μας ούτε καν τα σκέφτονται. Μπορεί να τα θεωρούν και εθνικισμούς.
Μέσα σε αυτό το κλίμα των ψευδαισθήσεων, της υποτίμησης του πραγματικού προβλήματός μας, που δεν είναι βεβαίως άλλο από την ομηρία μας στα τουρκικά συμφέροντα, κινούνται δυστυχώς και πολλοί δημοσιογράφοι, όπως και πανεπιστημιακοί. (Για να λέμε και τα δικά μας.) Έχουν πεισθεί, μετά από μακρόχρονη πλύση εγκεφάλου σε εξευτελιστικά σεμινάρια, ότι το μέλλον της Κύπρου είναι στην αγκαλιά της μεγάλης Τουρκίας. Και εργολαβικά, στρατευμένοι συνειδητά πια στη λογική του νέο-οθωμανισμού και της νέας παγκόσμιας τάξης, μολύνουν την κοινή γνώμη, εξυμνούν τον δήθεν πανέξυπνο Νταβούτογλου και διαβάλλουν όσους θεωρούν εχθρούς των οραμάτων τους. Και δεν έχουν πια ούτε την αναστολή του στιγματισμού. Διότι η φιλοσοφία τους δεν διαφέρει από την πολιτική της ηγεσίας. Τόσο στρατευμένοι είναι, που αισθάνονται και περήφανοι, γιατί οι πρεσβείες και ο Ντάουνερ τους θεωρούν φιλικούς και προοδευτικούς.
Αυτοί, εξυμνούσαν τον Δημήτρη Χριστόφια, όταν πίστευαν ότι μπορούσε να παρασύρει τη λαϊκή βούληση, μαζί με το σύντροφο Ταλάτ. Αλλά, πρώτοι άρχισαν να τον κατηγορούν, όταν διαπίστωσαν ότι δεν προχωρεί όπως περίμεναν. Δεν κατηγόρησαν ποτέ την τουρκική πλευρά για την αδιαλλαξία και τις διχοτομικές προτάσεις της, αλλά δεν είχαν κανένα δισταγμό να κατηγορούν τον Χριστόφια ότι κωλυσιεργεί ή ότι δεν είναι τόσο πρόθυμος όσο θέλει ο Ντάουνερ.
Πώς αντέδρασαν αυτοί, μαζί με την ηγεσία που τους κανακεύει, σε δυο επίκαιρα ζητήματα.
Στην κρίση του ηλεκτρισμού, ολοπρόθυμα έτρεξαν στο κατοχικό καθεστώς.
Προσέξτε: Από το 1964 μέχρι σήμερα η ΑΗΚ δίνει ηλεκτρικό ρεύμα στις τουρκοκρατούμενες περιοχές. Μέχρι το 2010  η αξία του ρεύματος ήταν 266,7 εκατομμύρια €. Και δεν τα πλήρωσαν οι Τουρκοκύπριοι, αλλά οι Ελληνοκύπριοι, διότι αυτό το κόστος μοιράζεται στους λογαριασμούς μας. Όταν λοιπόν χρειάστηκαν οι Ελληνοκύπριοι ηλεκτρισμό, δεν υπήρχε θέμα συζήτησης. Έγιναν συμφωνίες και πληρώθηκε το κόστος από το ένα κράτος στο άλλο (το παράνομο) χωρίς καμιά αναστολή. Το κατοχικό καθεστώς δεν μας δίνει ρεύμα επειδή μας λυπήθηκε. Αλλά επειδή μπορεί μέσω αυτού να υπογραμμίσει την κρατική του οντότητα. Όπως ακριβώς και οι απαιτήσεις για το φυσικό αέριο. Δεν είναι γιατί λιμπίστηκαν τα πετροδολάρια, αλλά γιατί, εκτός από τα μεγάλα γεωπολιτικά συμφέροντα της Τουρκίας, θέλουν να υποδείξουν ότι έχουν κράτος και ότι δεν μπορεί να παίρνει αποφάσεις για το φυσικό πλούτο του νησιού μόνο η ελληνοκυπριακή πλευρά.
Κι όμως, υπάρχουν Ελληνοκύπριοι, που ζητούσαν να μπούμε σ’ αυτή τη λογική. Υποστήριξαν ότι έπρεπε να τεθεί και αυτό το ζήτημα στο τραπέζι των συνομιλιών, να μην προχωρούμε μόνοι μας και να βάζουμε σε κίνδυνο τις συνομιλίες. Ήθελαν, δηλαδή, να αποδεχτούμε ότι δεν μπορεί η Κυπριακή Δημοκρατία να ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα, αφού τα αμφισβητεί η Άγκυρα και οι Τουρκοκύπριοι εταίροι μας.
Θα μου πείτε, με όλα αυτά, υπάρχει σωτηρία;
Θα πω μόνο το εξής: Τίποτα δεν είναι τελειωμένο. Υπάρχουν σημαντικές εξελίξεις και ανατροπές. Το φυσικό αέριο μπορεί να ανατρέψει τα πάντα. Η τουρκική αλαζονεία φέρνει άλλα δεδομένα. Το Ισραήλ, η Ρωσία και η Ευρώπη μπαίνουν στο παιχνίδι κάτω από νέους όρους. Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας έχει παγώσει πίσω από το κυπριακό εμπόδιο.
Μόλις την περασμένη βδομάδα, είχαμε νέο ψήφισμα από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, που καταδίκαζε και το ψευδοκράτος και τις τουρκικές εγγυήσεις και τις βρετανικές βάσεις.
Οι συνθήκες και οι προοπτικές υπάρχουν. Όπως υπάρχει και η κρίση του λαού, που είμαι σίγουρος ότι δεν κατάφεραν να υποτάξουν. Το θέμα είναι αν έχουμε ηγεσία ικανή να αλλάξει τις προτεραιότητές της και να διαχειριστεί τις εξελίξεις.

* Ο Άριστος Μιχαηλίδης είναι διευθυντής συνταξης της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» της Λευκωσίας

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ