Οι εργάτες του Πίτσου νικήθηκαν; Από πρώτη άποψη, ναι. Τελικά, μετά από 6 μήνες του σκληρότερου απεργιακού αγώνα πού έχει δοθεί μετά τη μεταπολίτευση, (η ΖΗΜΕΝΣ, ο ΣΒΒ και η κυβέρνηση κέρδισαν το παιγνίδι. Το εργοστασιακό σωματείο του Πίτσου, μετά από 5 χρόνια, ηττήθηκε κι αυτό ακολουθώντας άλλα εργοστασιακά σωματεία που γνώρισαν τα τελευταία χρόνια παρόμοια τύχη.
Σίγουρα αυτή η ήττα είναι σημαντική για όλο το εργατικό κίνημα. Ήταν ένα χτύπημα για όλους τούς εργάτες, για όλους μας.
Όμως σε αντίθεση ίσως με πολλές άλλες απεργίες, αυτή η ήττα δεν υπήρξε ποτέ ήττα των εργατών του Πίτσου, ίσως δεν ήταν καν μια ήττα. Ήταν το ξεπέρασμα της ίδιας της δομής του εργατικού κινήματος, της ίδιας της πραγματικότητας και της σύνθεσης του μεταπολιτευτικού εργατικού κινήματος.
Τι εννοούμε μ’ αυτό. Κατ’ αρχήν, κι αυτό ήταν φανερό σ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα, οι εργάτες του Πίτσου δε λύγισαν με βάση το συσχετισμό πάλης ανάμεσα σ’ αυτούς και τ’ αφεντικά τους. Αντίθετα, (σχεδόν μέχρι το τέλος συνέχισαν να είναι σχεδόν αήττητοι. Η ήττα τους βρίσκεται αλλού. Στο συνολικό συσχετισμό των δυνάμεων.
Δηλαδή, ενώ από την πλευρά τους τ’ αφεντικά αντιμετώπισαν τον Πίτσο σα βασικό πεδίο αντιπαράθεσης με το ΣΥΝΟΛΟ της εργατικής τάξης, και η ταχτική τους ήταν αντίστοιχη, από την πλευρά του εργατικού κινήματος δεν έγινε κάτι τέτοιο. Το εργατικό κίνημα δε μπόρεσε νά αντιμετωπίσει ανάλογα την επίθεση των αφεντικών πού εκδηλώθηκε στον Πίτσο.
Αυτό σημαίνει πώς το εργατικό κίνημα έχει μια δομή πού δεν ανταποκρίνεται πια στην αναγκαιότητα της πάλης. Εξακολουθεί να κυριαρχείται από μια διπλή κατάσταση αδυναμίας. Από την μια πλευρά από εργοστασιακά σωματεία αδύναμα, κουρασμένα και διασπασμένα, που φυτοζωούν σε μερικά εργοστάσια, κι από την άλλη, σε ένα γενικότερο επίπεδο, από την αθλιότητα των διάφορων ΣΑΔΕΟ και παρατάξεων που είναι ικανές μόνο για κάποια τελετουργική “κινητοποίηση” και όχι για σκληρό αγώνα.
Έτσι οι εργάτες του Πίτσου έμειναν μονάχοι τους να τα βγάλουν πέρα μ’ όλα τα αφεντικά και τούς μηχανισμούς τους. Ο αγώνας ήταν άνισος. Και όμως έδωσε τόσα πράγματα. Και πάνω απ’ όλα αποκάλυψε πια για τα καλά, ακόμα και σ’ όποιον ήταν τυφλός, πως τα πράγματα δε μπορούν να συνεχιστούν έτσι.
Δεν είναι δυνατό, όταν οι εργάτες του Πίτσου φτάνουν να καταλαμβάνουν τα γραφεία των διευθυντών, όταν κυνηγάνε τους λακέδες του κεφάλαιου, όταν αψηφούν τους νόμους των αφεντικών, νά έχουν ένα σωματείο-ηγεσία που υπνοβατεί διαρκώς, που φρενάρει διαρκώς, που το (μόνο που έκανε για έξη μήνες ήταν να έχει μια ταχτική που οδηγούσε στο σπάσιμο της απεργίας.
Δεν είναι δυνατό, όταν δίνεται ένας πρωτοπόρος και αποφασιστικός αγώνας, τα διάφορα “ενωτικά όργανα” της εργατικής τάξης να κάνουν συγκεντρώσεις στο Ακροπόλ και να μην υπάρχει κανένα επίπεδο ενότητας της εργατικής τάξης γύρω από έναν αποφασιστικό αγώνα.
Δεν είναι δυνατό, όταν στους εργάτες του Πίτσου αναπτύχθηκε μια ταξικότητα, μια αντίληψη του ταξικού ανταγωνισμού με το κεφάλαιο που δεν έχει καταχτηθεί σε κανένα εργοστάσιο, να έχουμε να κάνουμε με ένα κυρίαρχο κλίμα ανταλλαγής φιλοφρονήσεων, παρουσίας του Καρακίτσου και του οποιουδήποτε εργατοπατέρα, και με κενά εθνικά κακαρίσματα των διάφορων Ανδρέηδων.
Οι εργάτες του Πίτσου, πολύ μπροστά από το βάλτο της υπόλοιπης πραγματικότητας του “εργατικού κινήματος”, βρέθηκαν μόνοι να δίνουν μια μάχη πρωτοπορίας.
Βγαίνοντας μέσα από το παλιό, προϊδέασαν το καινούργιο: την αντίσταση στη βία των αφεντικών, το ξεπέρασμα στην πράξη της διοίκησης του σωματείου, το προχώρημα της αντίληψης της πάλης με το κεφάλαιο που εκφράστηκε με το “στα παλιά μας τα παπούτσια κι αν κλείσει το εργοστάσιο”, και ένα σύνολο από άλλες καταχτήσεις. Οι εργάτες του Πίτσου υψώθηκαν στις αναγκαιότητες της πάλης ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ, γι’ αυτό και νικήθηκαν, γιατί το εργατικό κίνημα έχει μείνει σ’ ένα χτες. Κι όταν αυτό το χτες ήταν κάτι το πραγματικό, δηλαδή όταν συνέβαινε πράγματι χτες, ήταν κάτι το ζωντανό και καινούργιο. Σήμερα είναι ένα υπόλειμμα.
Είναι πια φανερό πως το παλιό εργοστασιακό σωματείο, με τη δομή που είχε, δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σημερινής πάλης! Κι ας φωνάξουν με αγανάχτηση οι μεγάλοι υπερασπιστές των εργοστασιακών σωματείων, που ήταν ενάντια τους όταν το 1974-75 παλεύαμε και μεις για να χτιστούν. Ε, σήμερα λοιπόν το λέμε καθαρά, το εργοστασιακό σωματείο δεν αρκεί, είναι ένα υπόλειμμα. Κι αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στον Πίτσο. Σ ένα εργοστάσιο όπου δινόταν ένας αγώνας πολύ πιο ανεβασμένος, οι εργάτες αυθόρμητα ξεπέρασαν το σωματείο, τόσο σαν ηγεσία όσο και σα μορφή. Δρούσαν πολύ περισσότερο ΑΥΤΟΝΟΜΑ. Και ότι καινούργιο έγινε πραγματοποιήθηκε ακριβώς μέσα από την ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΔΡΑΣΗ. Το Σωματείο, εκφράζοντας πια το μέσο όρο της “ειρηνικής περιόδου”, ενώ ξεκίνησε σαν η πρώτη (μορφή οργάνωσης) μετά τη μεταπολίτευση και οικοδομήθηκε μέσα από αγώνα, δεν ανταποκρίνεται πια στις ανάγκες ενός σκληρού ταξικού αγώνα.
Είναι φανερό πως, με τις μορφές που έχει πάρει σήμερα, που είναι περισσότερο διοίκηση, στο επίπεδο των αποφάσεων και της λειτουργίας, παρά εργατικό σύνολο, δε μπορεί να τα βγάλει πέρα. Είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν νέες συνθήκες που μονάχα μια εργατική πρωτοπορία μπορεί ν’ αρχίσει να τις διαμορφώνει, συνθήκες μεγαλύτερου και ουσιαστικότερου ρόλου των εργατών στις (διαδικασίες, συνθήκες μιας άμεσης δημοκρατίας από τη μια και αγώνα πιο σκληρού από την άλλη. Και κάτι τέτοιο δε μπορεί να γίνει σήμερα από τα εργοστασιακά σωματεία όπως έχουν καταντήσει.
Μα θα πει κανείς, αυτό σημαίνει πώς είμαστε πια ενάντιοι στα εργοστασιακά σωματεία; Όχι βέβαια. Όμως είμαστε πια ενάντιοι σ’ εκείνη την αντίληψη που αρκείται στα εργοστασιακά σωματεία. Σήμερα, για νά προχωρήσει ένας οποιοσδήποτε αγώνας, χρειαζόμαστε κάτι πέρα από τα σωματεία αυτά όπως διαμορφώθηκαν. Κι αυτό ισχύει και σ’ ένα άλλο επίπεδο. Το επίπεδο της ενότητας ανάμεσα στα εργοστάσια και τους αγώνες. Σήμερα, τα εργοστασιακά σωματεία αποδείχτηκαν ανίκανα νά καλύψουν αυτές τις ανάγκες. Και αν δε θέλουμε να μείνουμε στα διάφορα ΣΑΔΕΟ θα πρέπει νά παλέψουμε για να οικοδομηθούν νέες μορφές ενότητας και αλληλεγγύης.
Μ’ αυτή την έννοια λοιπόν μιλάμε για μια ιστορική “ήττα”. Με μια διπλή έννοια. Από τη μια το οριστικό πια τέλος και κύκνειο άσμα μιας παλιάς φάσης του εργατικού κινήματος, και από την άλλη, μέσα από έναν προχωρημένο αγώνα, το προϊδέασμα του καινούργιου. Γιατί ο αγώνας του Πίτσου έτεινε νά σπάσει την παλιά μορφή των αγώνων και να περάσει σε μια νέα. Έτσι έδειξε τις νέες κατευθύνσεις του αύριο:
α) Σκληρός αγώνας μέσα στο εργοστάσιο. Εκεί δηλαδή που υπάρχει το μάξιμουμ της δύναμης των εργατών ενάντια στο συγκεκριμένο αφεντικό, και όχι τυπική απεργία. Από κει μέχρι την κατάληψη, το βήμα δεν ήταν μεγάλο. Όμως οι γενικές συνθήκες, το συγκεκριμένο σωματείο και διοίκηση, δεν επέτρεψαν να γίνει, μια και έτσι θα πέρναγε το ίδιο σε μία λογική άρνησης της νομιμότητας της ιδιοκτησίας.
β) Μεταφορά της σύγκρουσης ενάντια στους συγκεκριμένους φορείς και όργανα του κεφάλαιου, διευθυντές, “μηχανικούς”, απεργοσπάστες, σύγκρουση που πήρε επιθετικό και αδιάλλακτο χαρακτήρα.
γ) Άρνηση του φτωχοπροδρομισμού της ιδεολογίας “εμείς οι φτωχοί εργάτες”, και κατάχτηση μιας άλλης συνείδησης, επιθετικής, αγωνιστικής, “κλειστό το Νταχάου”, “αντίσταση στη βία των αφεντικών”. Και εδώ βρίσκεται ίσως η σημαντικότερη κατάχτηση που αποκαλύπτει τη νέα ιδεολογική και πολιτική σύνθεση του προλεταριάτου ή τουλάχιστον ενός τμήματος του.
δ) Ξεπέρασμα, σε πολλές φάσεις του αγώνα, του σωματείου σα διοίκησης, και οργάνωση εμβρύων μιας αυτόνομης πάλης.
ε) Ξεπέρασμα ενός αγώνα για “αιτήματα” και μεταβολή του σ’ έναν αγώνα για εξουσία, για την εξουσία των εργατών πάνω στα αφεντικά, πάνω στο ρυθμό και τους νόμους της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
στ) Παρά την ήττα, θεμελίωση ενός άλλου παραδείγματος αγώνα. ο Πίτσος αποτέλεσε τελικά, παρά την ήττα, ένα φραγμό στα αφεντικά, στην επίθεση τους ενάντια στην εργατική τάξη. Όταν τα αφεντικά, για να τσακίσουν ένα σωματείο, τους εργάτες, είναι υποχρεωμένοι να χάνουν 500 εκατομμύρια, να γκρεμίζεται η ιεραρχία στο εργοστάσιο, να πασχίζουν 6 μήνες μ’ όλες τους τις δυνάμεις ενωμένες για να τους λυγίσουν, αυτό σημαίνει ότι βρήκαν μπροστά τους μια εργατική τάξη ΔΥΝΑΤΗ κι όχι αδύναμη. Σημαίνει πως το κόστος της επίθεσης ενάντια στους εργάτες είναι μεγάλο. Άρα τ’ αφεντικά, κι αυτό είναι ένα μάθημα (που πήραν στον Πίτσο, καταλαβαίνουν ότι υπάρχουν όρια στην επίθεση που μπορούν να κάνουν στους εργάτες. Κ αύτή την έννοια, ο αγώνας των εργατών του Πίτσου είχε και στοιχεία ΝΙΚΗΣ για τους εργάτες, παρόλη την άμεση ήττα.
ζ) Τελικά, ο αγώνας του Πίτσου άνοιξε το δρόμο, που αργά ή γρήγορα θα πιαστεί και από την υπόλοιπη εργατική τάξη, για ένα νέο επίπεδο των εργατικών αγώνων, ένα νέο επίπεδο οργάνωσης και πάλης των βιομηχανικών εργατών. Και το γεγονός ότι με την “ήττα” του ήρθε νά επισφραγίσει το τέλος μιας εποχής ίσως βοηθήσει τουλάχιστον νά ξεπεράσουμε πιο εύκολα μία κατάσταση πού έχει κιόλας πεθάνει και να ετοιμαστούμε, να παλέψουμε για να έρθει μια νέα, που σε μεγάλο βαθμό θα στηρίζεται στο δίδαγμα του Πίτσου, σαν κύκνειο άσμα του παλιού, που έδειξε τις δυνατότητες αλλά και τα όρια του παλιού εργοστασιακού σωματείου, αλλά και σαν πρώτη εμφάνιση με τόσο ολοκληρωμένο τρόπο του μέλλοντος.
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
Δυόμιση μήνες μετά το αρχίνισμα του αγώνα στον Πίτσο, στις 2 Ιούλη, η πάλη περνάει σε μια νέα φάση. Η εταιρία σταματάει το λόκ-αουτ και καλεί τους εργάτες να ξαναρχίσουν τη δουλειά, χωρίς όμως να υποχωρεί καθόλου στα αρχικά αιτήματα, δηλαδή την επαναπρόσληψη των φαντάρων. Έτσι, μετά από μια μέρα οι εργάτες αρχίζουν 3ωρες στάσεις και μείωση παραγωγής.
Τώρα πια τα πράγματα οδηγούν σε νέα κλιμάκωση. Αρχίζει η ουσιαστική φάση του αγώνα.
Μετά από χρόνια, η ΖΗΜΕΝΣ προχωράει πια σε απολύσεις στα ίσα.
Την πρώτη μέρα των στάσεων 3 ‘Ιούλη, στέλνουν τις πρώτες απολύσεις. Φυσικά, ανάμεσα στους πρώτους απολυμένους είναι και οι “εξτρεμιστές”.
Όμως την επόμενη μέρα, οι 5 απολυμένοι κάνουν κάτι πού έχει πολύ καιρό να γίνει σ’ εργοστάσιο. Μπαίνουν μέσα, παρά την παρουσία της αστυνομίας. Την επόμενη μέρα όμως οι απολυμένοι δε ξαναμπαίνουν μέσα, η διοίκηση μας λέει πώς κάτι τέτοιο δε σηκώνει, είναι “εξτρεμιστικό”. Όμως νέα αντίθεση ξεπηδάει. Στην πόρτα εμποδίζουν δυο εργάτες ακόμα να μπουν μέσα στο εργοστάσιο, χωρίς να τούς έχει έρθει απόλυση.
Όμως και πάλι αυτή η απόπειρα δε μένει έτσι. Ο ένας από τούς δυο, την ώρα της στάσης, πηδάει από τα κάγκελα μέσα στο εργοστάσιο. Οι μπάτσοι που βρίσκονται μέσα στο εργοστάσιο παρεμβαίνουν και μετά από αψιμαχία τον πιάνουν. Τον πηγαίνουν στο τμήμα αλλά μετά από κάποια ώρα υποχρεώνονται να τον αφήσουν ελεύθερον
Μέσα στο εργοστάσιο βγαίνει ελάχιστη παραγωγή. Ούτε το ένα πέμπτο της κανονικής. Δεν πρόκειται για στάσεις τυπικές τρίωρες και μετά δουλειά. Την επόμενη μέρα, 5 ‘Ιούλη, απολύεται όλη η Διοίκηση του Σωματείου.
Έτσι αρχίζει μια διαδικασία αγώνα που οι όροι του είναι καθαροί. Νίκη του ενός ή του άλλου. Συμβιβασμός δε χωράει .
Ένας αξεπέραστος ανταγωνισμός
Εκεί που έχουν φτάσει τα πράγματα στο (εργοστάσιο, που ο έλεγχος των αφεντικών πάνω στους εργάτες έχει φτάσει (στο κατώτερο σημείο του, που η εργατική “εξουσία” πάνω στους όρους δουλειάς, τούς ρυθμούς, το δικαίωμα απόλυσης, έχει φτάσει στο ανώτερο σημείο της, δεν υπάρχει άλλη λύση για τα αφεντικά από τη μάχη μέχρι τέλους. Δε χωράει συμβιβασμός.
Αυτή είναι και αίσθηση των εργατών. Γ’ αυτό και οι ενέργειές μας, η μια μετά την άλλη, οδηγούν σε παραπέρα όξυνση την αντιπαράθεση.
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πρωταγωνιστές της σύγκρουσης υπάρχουν όμως κι εκείνοι που πιστεύουν στις δυνατότητες συμβιβασμού. Η διοίκηση του Σωματείου πιστεύει ακόμα ότι χωράει συμβιβασμός και μέχρι το τέλος θα σέρνεται πίσω από τα γεγονότα προσπαθώντας να τα μετριάσει, φρενάροντας και ακολουθώντας, μερικές φορές, τους εργάτες, βλέποντας όμως πάντα την αντίσταση των εργατών σαν ένα απλό “μέσο πίεσης”. Είχαν μείνει πίσω. Είχαν μείνει σ’ εκείνη την περίοδο που οι συμβιβασμοί ήταν ακόμα δυνατοί και πιθανοί. Είχαν μείνει σ’ εκείνη την εποχή που ήταν ακόμα δυνατό τα πράγματα να κανονίζονται με συνομιλία και συλλογικές συμβάσεις. Αυτή η στάση της διοίκησης αποτέλεσε και το μεγάλο πρόβλημα της απεργίας που οδήγησε τελικά στην “αναστολή”, δηλαδή σπάσιμο της απεργίας στις 7 Σεπτέμβρη.
Μέχρι τότε όμως υπήρχαν ακόμα πολλά να γίνουν. Ο ασυμφιλίωτος ανταγωνισμός ανάμεσα σε εργάτες και αφεντικά πρόκειται να ξεδιπλωθεί για 3 ολόκληρους μήνες.
«Κλειστό το Νταχάου»
Οι απολύσεις αυξάνονται συνεχώς, όμως μέσα στο εργοστάσιο η παραγωγή γίνεται όλο και πιο ανύπαρκτη. Κάθε νέα απόλυση γεννάει όλο και μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στους εργάτες. Οι απολυμένοι, που μέσα στον Ιούλη φτάνουν και ξεπερνάνε τους 100, έχουν ολόκληρη τη συμπαράσταση των συντρόφων μας που δουλεύουν μέσα. Κάθε Παρασκευή μαζεύονται από τους μέσα χρήματα για τους έξω. Οι απολυμένοι δεν είναι κομμένοι από τους μέσα. Τόσο στη διάρκεια των στάσεων, που τους χωρίζουν μόνο τα κάγκελα όσο και στη διάρκεια της “δουλειάς”, που βγαίνουν, πληροφορούν τους έξω τους φέρνουν καφέ, κλπ. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Φτιάχνεται ένα κλίμα όπου μέσα και έξω νοιώθουν το ίδιο και μάλιστα πολλοί λένε, μακάρι να μας απολύσει κι εμάς ώστε να βρεθούμε έξω. Γι αυτό και οι προσπάθειες των αφεντικών στρέφονται στο σπάσιμο αυτής της ενότητας, στο διώξιμο των έξω. Από τη μια η αστυνομία προσπαθεί να διώχνει τους απολυμένους από τον χώρο του εργοστάσιου από την άλλη η ΖΗΜΕΝΣ κάνει ότι μπορεί για να σπάσει την φυσική ενότητά μας με τους μέσα. Αρχίζει να φτιάχνει το Νταχάου. Στην αρχή βάζει λαμαρίνες στα κάγκελα και συρματοπλέγματα από πάνω. Φυσικά όλα αυτά δεν εμποδίζουν τίποτα γιατί ανεβαίνουμε πάνω στο πεζούλι. Αργότερα θα βάλει και πλάγιες λαμαρίνες για να μη μπορούμε ν’ ανέβουμε καθόλου. Τότε παίρνουμε από το Δήμο της Νίκαιας μια εξέδρα, την τοποθετούμε κι ανεβαίνουμε επάνω. Τη στήνουμε και τη λύνουμε κάθε μέρα. Και κάθε φορά που η αστυνομία επιχείρησε να μας εμποδίσει, η εξέδρα τελικά στήθηκε χάρη στην αντίστασή μας.
Εκείνη την περίοδο γίνεται και ένα “κατέβασμα” των εργατών στο κέντρο, με συγκέντρωση μπροστά από το υπουργείο Εργασίας, με την μορφή πίεσης για τις συνομιλίες που έγιναν στις 14 Ιούλη με τον Λάσκαρη.
Στη συνέχεια κλείνεται ραντεβού της Διοίκησης με την εταιρία, με “μεσολαβητή” τον Λάσκαρη. Γύρω απ’ όλες αυτές τις διαβουλεύσεις σπέρνονται διάφορες φήμες και σκορπίζονται αυταπάτες για δήθεν δυνατότητες του περιβόητου συμβιβασμού. Γίνεται μάλιστα και ιδεολογική προετοιμασία στον κόσμο για την πιθανότητα να απολυθούν έστω ορισμένοι από τους “εξτρεμιστές”. Όμως για άλλη μια φορά αποδείχνεται πόσο έξω από την πραγματικότητα μιας αντιπαράθεσης βρισκόταν μια ρεφορμιστική γραμμή. Η δήλωση των υπεύθυνων της εταιρίας ήταν ξεκάθαρη: “Προτιμούμε να κλείσουμε το εργοστάσιο”. Και τότε φάνηκε πώς τέτοιες απειλές δεν πιάνανε πια στους εργάτες του Πίτσου.
Με τον ίδιο τρόπο που δεν τους ενδιέφερε να απολυθούν, με τον ίδιο τρόπο δεν είδανε την απειλή των αφεντικών σαν φόβητρο αλλά αντίθετα σαν απόδειξη της δύναμής του. Και το σύνθημά τους ήταν άμεσο: “Κλείστο, κλείστο το Νταχάου”. Οι εργάτες του Πίτσου είχαν πια αλλάξει το στόχο τους. Τώρα πια λέγαμε: Ή θα μας πάρει μέσα όλους τους απολυμένους ή ας το κλείσει.
Οι μόνοι που πανικοβληθήκανε απ’ αυτή την απειλή ήταν και πάλι η διοίκηση, οι ΕΣΑΚτζήδες όπως και όλες οι πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονταν πίσω τους, ΠΑΣΟΚ, ΚΚεξ, εφημερίδες. Γι’ αυτούς το πρόβλημα ήταν πως τ’ αφεντικά, οι “πολυεθνικές”, θέλουν να κλείσουν το εργοστάσιο ενώ οι “καλοί εργάτες” δε θέλουν κάτι τέτοιο. Έτσι κοντράριζαν όσο μπορούσαν το σύνθημα “Κλειστό το Νταχάου” που έδειχνε μια τεράστια ριζοσπαστικοποίηση και ανέβασμα της εργατικής συνείδησης. Οι εργάτες δε φοβόντουσαν αυτό το κλείσιμο, αντίθετα περηφανεύονταν γι’ αυτό. Περηφανεύονταν γιατί θα υποχρέωναν το αφεντικό να κλείσει. Η “απειλή” λοιπόν ανέβασε τους εργάτες και βύθισε λίγο ακόμα τις “ηγεσίες”.
Χίλιοι εργάτες απόρριπταν τη λογική του “φτωχού εργάτη” και έβλεπαν σα νίκη τους το κλείσιμο. Έκφραζαν έτσι, έστω κι αν δε το συνειδητοποιούσαν απόλυτα, μια καινούργια θέση για τα εργατικό μας κίνημα. Οι εργάτες δεν έχουν ανάγκη τ’ αφεντικό, αυτός μας έχει ανάγκη. Η διοίκηση, όπως είχε κάνει και σε άλλες περιπτώσεις (για παράδειγμα έκανε ότι μπορούσε να μη γράφονται συνθήματα μέσα στο εργοστάσιο, να μη γιουχάρονται οι διευθυντές και οι απεργοσπάστες, κλπ. προσπάθησε να εμποδίσει κι αυτό. Δε χώραγε βλέπεις στο “συμβιβασμό” της.
Η οργάνωση της συμπαράστασης
Όμως, αν τα πράγματα μέσα στο εργοστάσιο έχουν μια δυναμική, “έξω” δεν πάνε καθόλου καλά. Με την έννοια ότι δεν οργανώνεται ούτε προωθείται καθόλου μια δουλειά αλληλεγγύης προς τα έξω. Και εκεί βρισκόταν το αδύνατο σημείο της απεργίας. Ενώ μέσα, και μάλιστα στο βαθμό που το Δ.Σ. βρισκόταν έξω, τα πράγματα μπορούσαν να στηριχτούν στη δύναμη των εργατών, έξω η κινητοποίηση προς τα έξω, περνούσε σε μεγάλο βαθμό από τα χέρια της διοίκησης. Και εκεί, που επρόκειτο για ένα αποφασιστικό σημείο για την απεργία, η διοίκηση έκανε ακόμα λιγότερα από οποιαδήποτε άλλη φορά. Αρκούνταν μονάχα στους βουλευτές και τους δημάρχους που έρχονταν σχεδόν καθημερινά. Ενώ ήταν φανερό ότι για τ’ αφεντικά εκείνο που μπορούσε να σπάσει την απεργία δεν ήταν η εσωτερική δυναμική, που είχε αποδειχτεί ανεξάντλητη από την πλευρά των εργατών, αλλά η εξωτερική απομόνωση. Δηλαδή, παρόλο πού γινόταν κάθε προσπάθεια να μπλοκάρονται τα πράγματα και σε σχέση με το μέσα, ωστόσο εκεί υπήρχε μια μεγαλύτερη δύναμη και εξουσία των εργατών, πράγμα που έκανε αδύνατο, για ένα μεγάλο χρονική διάστημα, το σπάσιμο ή την υποχώρηση. Έτσι, η έκβαση εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το τι γινόταν έξω.
Σε σχέση μ’ αυτό το ΕΞΩ, ήταν δοσμένο πως τ’ αφεντικά έβλεπαν σα ΣΥΝΟΛΟ την υπόθεση του Πίτσου, σαν το αποφασιστικό χτύπημα στα εργοστασιακά σωματεία, και φυσικά και η κυβέρνηση μαζί τους. Άρα, από τη μια έχουμε σα δεδομένο ότι οι εργάτες του Πίτσου αντιμετώπιζαν ολόκληρο το καθεστώς. Τι αντιπαραθέτομε εμείς σ’ αυτό το μέτωπο; Ελάχιστα πράγματα. Κι αυτό όχι μόνο γιατί το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση, όχι μόνο γιατί το ΚΚεξ δεν έκανε τίποτα για μια απεργία επειδή δεν ήταν δική του, όχι μόνο γιατί το ΠΑΣΟΚ αρκέστηκε σε πλατωνικές δηλώσεις, αλλά και γιατί δεν έγινε σχεδόν τίποτε που να προκαλέσει μια πλατύτερη συμπαράσταση στην απεργία.
Και σ’ αυτό το θέμα ιδιαίτερος ήταν ο ρόλος της διοίκησης. Γιατί απ’ αυτήν περνούσε υποχρεωτικά η πρωτοβουλία για μια δραστηριότητα προς τα ΕΞΩ. Έτσι, ενώ αποφασιστικό όπλο για να προχωρήσει ή απεργία ήταν να μεταβληθεί σε υπόθεση πλατύτερων μαζών και να υπάρξει αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, δεν έγινε σχεδόν τίποτα. Για ολόκληρους μήνες δεν έβγαινε ούτε καν μια προκήρυξη ή μια αφίσσα από το σωματείο.
Και φυσικά, η έλλειψη πλατύτερης συμπαράστασης έξω δενόταν με το μπλοκάρισμα μέσα και αντίστροφα. Όταν δηλαδή σε κάθε σύγκρουση στην απεργία η στάση της διοίκησης ήταν να μπλοκάρει και να περιορίζει τη σύγκρουση, ήταν φυσικό νά μη δημιουργείται και κανένα πλατύτερο κίνημα συμπαράστασης. Όσο η διοίκηση προσπαθούσε να κρατήσει μια πρωτοπόρα σύγκρουση στα πλαίσια μιας ρουτινιάρικης απεργίας, τόσο λιγότερο “κινδύνευε” να βρεθεί μπρος σ’ ένα κίνημα συμπαράστασης που θα την ξεπέρναγε ακόμα περισσότερο.
Κι αυτό φάνηκε πολλές φορές. Και ιδιαίτερα μετά το ξύλο στους διευθυντές, που άρχισαν να έρχονται μερικοί άνθρωποι για συμπαράσταση, πέρα από βουλευτές και δημοσιογράφους, πράγμα που δεν άρεσε καθόλου σε διοίκηση και ΕΣΑΚ, κι αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος για να μπλοκάρουν τα πράγματα μέσα.
Και φυσικά ισχύει και το αντίστροφο. Μια ενίσχυση της συμπαράστασης θα σήμαινε ενίσχυση της σύγκρουσης. Γι’ αυτό και η διοίκηση έκανε συνειδητά, από ένα σημείο και μετά ότι μπορούσε για να γίνουν όσο το δυνατό λιγότερα προς τα έξω. Έτσι, ενώ τ’ αφεντικά χρησιμοποιούσαν συνειδητά το ενιαίο τους μέτωπο, από την άλλη καταστρεφόταν συνειδητά η δυνατότητα ενός μετώπου γύρω από τους εργάτες.
Κι αυτή η στάση δεν ήταν τυχαία. Απέναντι σ’ οποιαδήποτε κινητοποίηση προς τα έξω, η διοίκηση έδειχνε φόβο γιατί δεν ήθελε νά οδηγήσει σε “σύγκρούση” ή “επεισόδια”. Αυτή ακριβώς η αντίληψη αποκαλύπτει κι όλη της τη γραμμή. Ελπίζοντας πως με πιέσεις θα πετύχαινε μέσα ένα ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟ δεν ήθελε να “εξωθήσει” την κατάσταση σε ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ, κι έτσι χαντάκωσε τις δυνατότητες να μεταβληθεί η απεργία του Πίτσου σε πόλο συσπείρωσης για το εργατικό κίνημα και να αντιτάξει έτσι μια άλλη δύναμη απέναντι στην ενιαία δύναμη των αφεντικών.
«Βία στη βία των αφεντικών»
Μια νέα ευκαιρία να φανεί η δυνατότητα “συμβιβασμού” και ταυτόχρονα η ανάπτυξη του ανταγωνισμού των εργατών με το κεφάλαιο δόθηκε με τη δίκη που έγινε στις 30 Ιούλη με θέμα παράνομες απολύσεις.
Και πάλι, γύρω απ’ αυτή τη δίκη, σπέρνονται στον κόσμο οι γνωστές αυταπάτες: “Αν κερδίσουμε το δικαστήριο…” “Όμως στην πράξη τι έγινε στο δικαστήριο; Πέρα από το ότι εμφανίστηκε η σπάνια περίπτωση ενός εισαγγελέα που δε θέλησε να ταυτιστεί με την ταξική δικαιοσύνη και την κατάγγειλε, για να φτάσει όπως μαθαίνουμε στη Βόρεια Ελλάδα, το κλίμα που δημιούργησαν οι εργάτες στο δικαστήριο κάθε άλλο παρά συμβιβαστικό ήταν. Κυνηγούσαν παντού τους διευθυντές και τους απεργοσπάστες “μάρτυρες”, τους έρριχναν δίφραγκα σα ζώα σε τσίρκο, τους χτυπούσαν όπου μπορούσαν να τους ξεμοναχιάσουν. Κι αυτά μέσα στο “ιερό” δικαστήριο. Δε φοβόντουσαν ούτε την αστυνομία ούτε την “τυφλή” εξουσία. Και πάλι οι εργάτες έβγαιναν έξω από το σενάριο που έβλεπε η διοίκηση του σωματείου.
Εμπρός σ’ αυτούς τους “εξτρεμισμούς” των εργατών, επεμβαίνουν όλοι οι “συνετοί” για να επιβάλουν την “τάξη”. “Έτσι, τις υπόλοιπες μέρες στο δικαστήρια (γίνεται κάθε προσπάθεια οι εργάτες να πάψουν να βρίσκονται σ’ ένα χώρο όπου έχουν την ευκαιρία να κυνηγάνε διευθυντές και απεργοσπάστες, και να μεταφερθούν στο …”δικαστήριο”, δηλαδή να μπουν μέσα στο κλίμα της δίκης και να περιμένουν (πια να βγει κάτι απ’ αυτή. Κ’ αυτό τον τρόπο οι ρεφορμιστές περνούσαν το συμβιβασμό τους στους εργάτες.
Και επειδή η δίκη φυσικά χάθηκε (!), για δυο μέρες επικρατεί παγωμάρα στο εργοστάσιο.
“Αντίθετα, διευθυντές, προϊστάμενοι, εργοδηγοί εντείνουν τις πιέσεις. Οι 15 απεργοσπάστες διπλασιάζονται.
Είναι φανερό πως χρειάζεται μια απάντηση. Η ίδια η διοίκηση του σωματείου, που τόσο καιρό κρατάει τους εργάτες μέσα για να μην κάνουν τίποτα, υποχρεώνεται να τους δώσει το “ελεύθερο”. Και στις 7 Αυγούστου γίνεται το επόμενο σημαντικό βήμα: Βία στη βία των αφεντικών. Αυτό το “προβοκατόρικο” σύνθημα περνάει επιτέλους στην πράξη.
Μαζικά, εκατοντάδες εργάτες γυρίζουν σ’ όλο το εργοστάσιο, κυνηγάνε τους απεργοσπάστες, τους διευθυντές και εργοδηγούς με κλωτσιές. Το κεντρικό σύνθημα της πορείας είναι: “Όπου και να πάτε, το ξύλο θα το φάτε”, “Έξω όλοι οι πουλημένοι”, καθώς και η “πολεμική κραυγή” των εργατών του Πίτσου: “Εε-οοπ”, που ενώ από πρώτη άποψη δε λέει τίποτα, όμως έλεγε τόσα πολλά για τους εργάτες ώστε η δεξιά της απεργίας (διοίκηση, ΕΣΑΚτζήδες, υπεύθυνοι) έκανε ότι μπορούσε για να μην ακούγεται. Πάνω στους διευθυντές πέφτουν καφέδες, σκουπίδια και νερά. Τζάμια τινάζονται. Μπρος σ’ αυτή την πορεία των εργατών, φεύγουν πανικόβλητα τα ανθρωπάρια, οι λακέδες του αφεντικού.
Οι εργάτες ανεβαίνουν στα γραφεία συνεχίζοντας το κυνηγητό στους διευθυντές, προϊστάμενους και υπάλληλους που τρέχουν να κλειδωθούν μέσα. Βγαίνουν από τα παράθυρα και με γροθιές υψωμένες χαιρετάνε τους απολυμένους. Το εργοστάσιο, μέσα σ’ ένα παραλήρημα ενθουσιασμού, έχει επιτέλους καταληφθεί στην πράξη. Έστω και για λίγο.
Το μίσος των εργατών ξεσπάει συγκεκριμένα, όχι ενάντια στα αφηρημένα αφεντικά, την “Ανώνυμη Εταιρία, αλλά ενάντια στα όργανα του κεφαλαίου, ενάντια σε διευθυντές, εργοδηγούς, χαφιέδες. Και μ’ αυτούς έγινε η φυσική αντιπαράθεση.
Σ’ αυτόν βοήθησαν πολλά. Κατ’ αρχήν το ότι η πάλη δινότανε μέσα στο εργοστάσιο. Άρα αντιμετώπισε άμεσα τον ιεραρχικό μηχανισμό του κεφάλαιου.
Και το κυριότερο, ότι σ’ αυτή την απεργία υπήρχαν ελάχιστοι απεργοσπάστες, ενάντια στους οποίους εκδηλώνεται συνήθως το μίσος των απεργών. Στον Πίτσο, αυτοί οι διάμεσοι ανάμεσα στο κεφάλαιο και τους εργάτες δεν υπήρχαν. Έτσι ο αγώνας μπόρεσε να αποχτήσει έναν πολύ καθαρότερο χαραχτήρα αντιπαράθεσης.
Κι αυτό είναι δεμένο και με τη φύση της κινητοποίησης, που δεν πρόκειται για μισθολογικές αυξήσεις αλλά για πάλη εξουσίας, για την εξουσία των εργατών να παρεμβαίνουν στους νόμους του κεφάλαιου.
Έτσι, (με βάση αυτή την κατάσταση), η σύγκρουση πήγε πιο πέρα. Έγινε σύγκρουση με όλο τον ιεραρχικό μηχανισμό εξουσίας του κεφάλαιου, με όλους εκείνους που μας επιβάλουν συγκεκριμένα τους νόμους των αφεντικών, μας ελέγχουν, μας επιβάλουν τους ρυθμούς δουλειάς, μας επιβάλουν τη “γνώση” και την επιστήμη” του κεφάλαιου. Κι αυτό ήταν μια κατάχτηση τεράστιας σημασίας. Από τη μια για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση, η εξάσκηση της βίας των εργατών, από την άλλη η όξυνση της αντιπαράθεσης με τον επιστημονικό μηχανισμό καταπίεσης του κεφάλαιου. Αυτό επέτρεψε να γίνει ένα άλμα στην ταξική συνείδηση της μάζας των εργατών. Οι εργάτες κατάλαβαν πως “επιστήμονας” θα πει όργανο του κεφάλαιου για το καλύτερο ξεζούμισμά μας. Κι όπως είπαν σ’ ένα μικρό χαφιεδάκο που τον είδαν με τα βιβλία στο χέρι: “Διαβάζεις, ε, για να μάθεις πως να εκμεταλλεύεσαι καλύτερα τους εργάτες”. Οι “μορφωμένοι”, που παραδοσιακά τους θαύμαζε ο λαός μας, χάσανε αρκετό από το φωτοστέφανό τους στον Πίτσο, με κλωτσιές.
Αυτό το γεγονός αποτελούσε πράγματι και το αποκορύφωμα της απεργίας. Ο ενθουσιασμός είχε φτάσει στο ψηλότερο σημείο του. Έντρομοι οι διευθυντές υποχρεώθηκαν να (δεχτούν το σωματείο μέσα στο εργοστάσιο για να καλμάρουν τα πράγματα. Από κει και πέρα θα κρινόταν πράγματι η τύχη της απεργίας. Και εδώ, για μια ακόμη φορά, φάνηκε η έλλειψη μιας άλλης εργατικής πρωτοπορίας, που θα τραβούσε τα πράγματα στη συνέχειά τους. Όμως αντί γι’ αυτή την εργατική πρωτοπορία το μόνο που υπήρχε ήταν μια διοίκηση που νόμισε πως είχε πετύχει μια νέα πίεση. Και τώρα θάπρεπε να σταματήσει. Έτσι, αντί για κλιμάκωση διάλεξε τη φθορά. Γιατί ήταν φανερό. Μετά απ’ αυτή τη μέρα, υπήρχαν δυο δυνατότητες ή να συνεχιστεί η εργατική επίθεση, που θα σήμαινε στην πράξη “κατάληψη”, έστω και αν δεν έπαιρνε την τυπική μορφή μιας κατάληψης, αλλά θα σήμαινε τον αποκλεισμό και το κυνήγι των απεργοσπαστών, την ουσιαστική κατοχή των εργατών πάνω στο εργοστάσιο. Αυτό το γεγονός εξάλλου θα πλάταινε από μόνο του και τη λαϊκή συμπαράσταση. Ή θα άρχιζε η φθορά της απεργίας.
Κι αυτή ήταν η γραμμή πού ακολουθήθηκε. Η γραμμή της φθοράς.
Η φθορά
Μετά από λίγες μέρες αναταραχής και μικροδιαδηλώσεων (όπου πέφτει και το σχετικό ξύλο), που όμως εμποδίζονται από τη διοίκηση, αρχίζει μια μακρόχρονη περίοδος φθοράς. Μια περίοδος που κράτησε κοντά ένα μήνα.
Αρχικά απολύονται άλλοι 70 απ’ αυτούς που είχαν συμμετάσχει στην “πορεία ενάντια στα γραφεία”. Οι απολυμένοι ξεπερνάνε πια τους 200. Μέσα στο εργοστάσιο, στο βαθμό που εμποδίζεται η κλιμάκωση, τ’ αφεντικά παίρνουν σιγά-σιγά το πάνω χέρι. Οι προκλήσεις τους, όπως το να δουλεύουν οι ίδιοι οι προϊστάμενοι την ώρα της στάσης, περνάνε. Οι απεργοσπάστες αυξάνονται σταδιακά και αρχίζουν να δουλεύουν το απόγευμα. Τελικά ένα κομμάτι τής παραγωγής αρχίζει να βγαίνει.
Είναι φανερό πως η εσωτερική δυναμική έχει σχεδόν εξαφανιστεί, εκτός από αναλαμπές. Και οι μέσα ζητάνε από εμάς τους απ’ έξω να πάρουμε την πρωτοβουλία. Όμως έξω τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα, στο βαθμό που δεν παίρνεται καμιά πρωτοβουλία, και αντίθετα γίνονται συστάσεις στους απολυμένους να πιάσει δουλειά όποιος έχει ανάγκη. Και άλλωστε, στο βαθμό που σπάει η δυναμική “μέσα” στο εργοστάσιο, η απεργία αρχίζει να “ξεχνιέται” ακόμα και από τις εφημερίδες και γίνεται όλο και πιο δύσκολο το έξω.
Με την εξέδρα τα πράγματα δυσκολεύουν όλο και περισσότερο. Από τη μια η αστυνομία προσπαθεί να την κόψει, από την άλλη η διοίκηση κάνει ότι μπορεί για νά μην αποτελεί θέμα αντίθεσης με την αστυνομία και πόλο συσπείρωσης του κόσμου. Η κατάληξη ήταν ότι τελικά η ίδια η διοίκηση κατάργησε την εξέδρα. Είναι φανερό πως δεν αντέχει άλλο αυτό τον αγώνα και θέλει να βρει τρόπο να τον τελειώσει. Πρόκειται για έναν αγώνα τέτοιας έκτασης και κλίμακας που την ξεπερνούσε μερικές χιλιάδες μίλια.
Κι αυτό πια εντείνεται μετά την περιβόητη συνέλευση των μετόχων της εταιρίας στις 29 Αυγούστου, που πάλι η δεξιά γραμμή περίμενε πως “κάτι θα έδινε”. Ήταν η “τελευταία ευκαιρία”. Όταν όμως αποδείχτηκε ότι τίποτα δε μπορούσε να βγει κι από κεί, η δεξιά πήρε πια οριστικά την απόφασή της: η απεργία έπρεπε νά λήξει.
Μπροστά σ’ αύτή την κατάσταση αρχίζουν νά πληθαίνουν ανάμεσα στους εργάτες και κείνοι πού αρχίζουν πια νά βλέπουν τη φύση της διοίκησης κι αναζητάνε κάτι άλλο. Αυτό πού υπάρχει από την αρχή, η μόνιμη παρεμπόδιση του αγώνα, αρχίζει να συνειδητοποιείται. Ορισμένοι εργάτες, βλέποντας ότι τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο, δοκιμάζουν νά επέμβουν.
Απεργοσπάστες και ξεπούλημα
Όπως είδαμε, μερικές δεκάδες εργάτες αρχίζουν να ξεπερνάνε πια τη διοίκηση και τη δεξιά ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ. Βλέπουν την αναγκαιότητα να κάνουν κάτι άλλο. Τα απογεύματα έρχονται έξω από το εργοστάσιο και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τους απεργοσπάστες. Ήδη τους έχουν κυνηγήσει στα αυτοκίνητά τους, από δω κι από κεί. Αυτό γίνεται προσπάθεια να γίνει πιο συστηματικά τα απογεύματα. Συνολικά καμιά πενηνταριά εργάτες νοιώθουν την ανάγκη νά δράσουν.
Στις 4 Σεπτέμβρη, το θράσος ενός απεργοσπάστη οδηγεί σε ξύλο. Πιάνονται μερικοί εργάτες και ένας απ’ αυτούς βασανίζεται από το φασίστα Σκομπλάκη, διοικητή της ασφάλειας του Ρέντη και μέτοχο στη σκευωρία ενάντια στο Σερίφη. Μια εργάτρια πού πηγαίνει κουβέρτες στο τμήμα χτυπιέται από τον ίδιο φασίστα.
Την επόμενη μέρα η αστυνομία διώχνει τούς απολυμένους μπροστά από το εργοστάσιο κουβαλώντας κλούβες: και ΜΑΤ που μένουν πια μόνιμα εκεί. Και τότε η διοίκηση αποφασίζει να δώσει τη χαριστική βολή. Ξαφνικά, χωρίς να πουν τίποτα σε κανένα, στις 7 Σεπτέμβρη κηρύσσουν “αναστολή” της απεργίας για συνομιλίες”, μέσα σε συνθήκες αστυνομοκρατίας και τρομοκρατίας μέσα στο εργοστάσιο, δηλαδή για το ουσιαστικό της σπάσιμο.
Η δυσαρέσκεια ανεβαίνει, ακούγεται η λέξη “πουλημένοι” για πρώτη φορά. Μετά από λίγες μέρες η αναστολή παίρνεται πίσω αλλά τώρα πια έχει δοθεί το τελικό χτύπημα.
Και τότε οι ΕΣΑΚτζήδες (που αποτελούσαν μια ασήμαντη μειοψηφία αλλά είχαν ήδη παίξει το ρόλο τους σαν “υπεύθυνοι”) κρίνουν πως είναι καιρός να περάσουν στην “επίθεση”. Αφού πρώτα κριτικάρουν από τα “αριστερά” τη διοίκηση σε σχέση με την αναστολή, και ενώ πια αρκετοί έχουν μπει μέσα (περίπου 100 εργάτες), προτείνουν να μη γίνει πια απεργία αλλά “στάσεις”, δηλαδή ένας κόσμος πού είναι πια αρκετά αδύναμος να βρεθεί μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες τρομοκρατίας ώστε να σπάσει εντελώς (κι. αυτό όταν όλη την προηγούμενη περίοδο ζητούσαν να σταματήσουν οι στάσεις και να γίνει απεργία, για να κάνουν τους “αριστερούς”). Ο στόχος τους είναι σαφής. Ήδη υπάρχουν δικοί τους απεργοσπάστες μέσα στο εργοστάσιο. Υπολογίζοντας ότι η απεργία και το σωματείο έχουν πια τελειώσει, θέλουν να ξαναμπεί μέσα ο κόσμος για να μπορέσουν να ξαναστήσουν το κλαδικό τους, αφού πια θάχει σπάσει το εργοστασιακό που “πούλησε”.
Τελικά, σε συνέλευση που παρόλα αυτά συμμετέχουν 500 άτομα και όπου επικρατεί τρομερός ενθουσιασμός, αποφασίζεται απεργία.
Όμως πια με τις μανούβρες των ΠΑΣΟΚτζήδων της διοίκησης από τη μια και των ΕΣΑΚτζήδων από την άλλη, ο στόχος των εργατών, να κλείσει το “Νταχάου”, πέτυχε μόνο μερικά (μια και τελικά στο εργοστάσιο βρέθηκαν 350 εργάτες).
Δίκη και τέλος
Και γίνεται η δίκη, του σωματείου για παράνομη απεργία. Νέες … ελπίδες. Αν το δικαστήριο… Κι όμως, πάνω από 250 άτομα έρχονται στη δίκη, μέσα στους διαδρόμους και στο δρόμο “περιποιούνται” όσο μπορούν τους λακέδες των αφεντικών, κάνουν και διαδήλωση στο Πειραιά.
Φυσικά το δικαστήριο καταδικάζει το σωματείο. Και αρχίζει να μπαίνει μέσα στο εργοστάσιο κι άλλος κόσμος, με βάση τη γραμμή να μπούμε μέσα για να μη χαθεί η κατάσταση. Μέσα στο εργοστάσιο βασιλεύει ο πιο μαύρος φασισμός. Το τέλος φτάνει πια μετά και από εκλογές που κάνει το σωματείο όπου εκδηλώθηκε σε ασύλληπτο βαθμό η εκλογοθηρική αλητεία των ΕΣΑΚτζήδων με κομπίνες και ψηφοθηρίες πάνω στο νεκρό πια σώμα της απεργίας μας.
Η απεργία σβήνει. Αλλά εκατοντάδες εργάτες έχουν φύγει πια από το εργοστάσιο και δεν πρόκειται να ξαναπατήσουν. Παρόλες τις πιέσεις και τις “ταχτικές” δε θα ξαναμπούν σ αυτό το εργοστάσιο πού τόχανε κάνει κέντρο του εργατικού κινήματος και που τώρα έχει παραδοθεί στην εκδίκηση των κορακιών του κεφάλαιου.
Σε μια από τις τελευταίες συγκεντρώσεις, στη Θηβών, ένας εργάτης σηκώνεται και μιλάει. Μιλάει για πρώτη φορά. Αλλά εκείνη τη στιγμή μίλαγε η εργατική τάξη. Μιλάει για το ότι ακόμα και οι τρακόσοι που έχουν απομείνει μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα. Μιλάει για τις παρατάξεις που είδαν όλοι ότι δεν κάνουν τίποτε. Μιλάει για το νόημα του αγώνα. Αυτού του αγώνα που οι εργάτες του Πίτσου θα συνεχίσουν αλλού. Γιατί πια, μετά από 6 μήνες αγώνα και ξεπουλήματα, και οι “τρακόσοι” δε θα μπορέσουν στον Πίτσο. Αλλού πια
Μια εργατική πρωτοπορεία στον Πίτσο;
Είναι φανερό απ’ όσα ήδη αναφέραμε, όπως και απ’ όλη την ιστορία των αγώνων του Πίτσου πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα εργοστάσιο που έφτασε σε ένα επίπεδο αγώνων πρωτοείδωτο για οποιοδήποτε ελληνικό εργοστάσιο μέσα (στα τελευταία χρόνια. Το ιστορικό των αγώνων του Πίτσου είναι ένα ολόκληρο βιβλίο.
Οπότε μπαίνει αυτόματα το ερώτημα: γιατί στον Πίτσο, ενώ από την αρχή υπήρχαν στο εργοστάσιο αγωνιστές της άκρας αριστεράς που πήραν την πρωτοβουλία για το Σωματείο, που αποτέλεσαν πάντα μια πρωτοπόρο δύναμη σ’ όλους τους αγώνες, που προσπάθησαν να προωθήσουν νέες πραχτικές στο εργοστάσιο, για ποιο λόγο δε δημιουργήθηκε, δε “βγήκε” μια εργατική πρωτοπορία που θα μπορούσε να πάρει στα χέρια της τον αγώνα;
Μ’ αυτό το ζήτημα πιάνουμε κατ’ αρχήν ένα γενικότερο θέμα που σχετίζεται με όλη την ιστορία των πέντε χρόνων αγώνα των εργοστασιακών σωματείων. Το ότι δηλαδή, ΠΟΥΘΕΝΑ, σε κανένα εργοστάσιο δεν είδαμε να σχηματίζεται μια τέτοια πρωτοπορία με μια κάποια σταθερότητα και συνέχεια. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα αποφασιστικό πρόβλημα. Με το πρόβλημα του ίδιου του επίπεδου των αγώνων του εργοστάσιου, με τα όρια της συνείδησης που διαμόρφωνε. Και είναι φανερό πως σε μια φάση αγώνων που το κέντρο βρισκόταν ΜΟΝΟ στο εργοστάσιο, που ο χαρακτήρας των αγώνων δεν ξεπέρναγε χοντρικά ορισμένα οικονομικά αιτήματα, που ακόμα δεν είχαν αναπτυχθεί αγώνες ενάντια στην ιεραρχία, για συνθήκες δουλειάς, ατυχήματα, και το σπουδαιότερο που δε μπόρεσαν να υπάρξουν αγώνες που να ΞΕΠΕΡΝΑΝΕ το ατομικό εργοστάσιο, είναι φανερό ότι το επίπεδο συνείδησης που διαμορφώνονταν δε μπορούσε να ξεπεράσει ορισμένα όρια. Κι αυτά ήταν τα όρια της εργατικής πρωτοπορίας που διαμορφώθηκε τα πρώτα χρόνια στα εργοστάσια: δημιουργία του σωματείου, πάλη ενάντια στις απολύσεις, μεροκάματα. Αυτά απαιτούσε η πραγματικότητα, αυτό μπόρεσε να γίνει στα εργοστάσια. Τα όρια αυτής της φάσης έχουν αρχίσει μόλις να φαίνονται τα τελευταία χρόνια και δεν είναι εύκολο να ξεπερασθούν. Έτσι, σ’ όλους τους τελευταίους αγώνες, που απαιτούσαν μια πρωτοπορία που να ξεπερνάει αυτό το επίπεδο, ήταν χαρακτηριστική η αδυναμία του εργατικού κινήματος να προχωρήσει πιο πέρα.
Και στον Πίτσο; Εδώ η κατάσταση ήταν σχετικά διαφορετική. Είχαμε ένα εργοστάσιο που για 5 χρόνια δε λύγισε, ένα εργοστάσιο όπου, μέσα από αλλεπάλληλους αγώνες, δημιούργησε ένα ΑΝΩΤΕΡΟ επίπεδο συνείδησης. Ένα επίπεδο συνείδησης που έφτασε αυθόρμητα να τείνει να ΞΕΠΕΡΑΣΕΙ το επίπεδο του υπόλοιπου εργατικού κινήματος. Και υπήρχαν μέσα στο εργοστάσιο και μερικά στοιχεία της άκρας αριστεράς που δεν ήταν περιθωριακά. Γιατί λοιπόν εδώ δεν είχαμε τη δημιουργία μιας τέτοιας σχετικά μαζικής εργατικής πρωτοπορίας;
Εδώ θα πρέπει να δούμε την ιδιομορφία του Πίτσου. Ο Πίτσος ήταν ένα εργοστάσιο σχετικά μεγάλο, 1.200 εργάτες, κι όχι όπως τα περισσότερα ελληνικά εργοστάσια με 200-500 εργάτες. Ταυτόχρονα, μέσα στο εργοστάσιο, με 5 χρόνια αγώνες, είχε καταχτηθεί τόσο ένα σχετικά ψηλό μισθολογικό επίπεδο όσο και αρκετές εγγυήσεις (ενάντια στην απόλυση, πολλά διαλείμματα, πολύ χαμηλώτεροι ρυθμοί δουλειάς). Και όλα αυτά είχαν καταχτηθεί μέσα από τη μορφή Σωματείο.
Αυτή η πραγματικότητα έκανε τους εργάτες του Πίτσου να βρίσκονται μέσα στο εργοστάσιο που δε συγκρινόταν με τα υπόλοιπα, απ’ όλες τις απόψεις. Αυτή η αναντιστοιχία με το υπόλοιπο εργατικό κίνημα και τις συνθήκες δουλειάς των υπόλοιπων εργατών, που τα τελευταία 2 χρόνια ήταν εξαιρετικά μεγάλη, επέτρεπε ένα προχώρημα της συνείδησης του σύνολου των εργατών (ή τουλάχιστον της πλειοψηφίας τους) χωρίς να χρειάζεται ή να μπαίνει πρόβλημα κάποιου επόμενου βήματος, κάποιου ξεχωρίσματος μιας σημαντικής πρωτοπορίας. Μπορούμε νά πούμε ότι οι εργάτες του Πίτσου ήταν ΣΑ ΣΥΝΟΛΟ μια εργατική πρωτοπορία για όλο το εργατικό κίνημα. Μέσα σε συνθήκες που στα υπόλοιπα εργοστάσια αυξάνονταν η εντατικοποίηση, οι απολύσεις, κλπ., ο Πίτσος φάνταζε σα μια όαση αυξημένης εργατικής εξουσίας και δικαιωμάτων. Έτσι, με βάση τις συνολικές συνθήκες της εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος, δεν υπήρχε καμιά ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ για κάποιο βήμα παραπέρα.
Γι’ αυτό το λόγο και η άκρα αριστερά του εργοστάσιου, που προχωρούσε τις προβληματικές ενός νέου προχωρήματος στον Πίτσο, πάλη ενάντια στην ιεραρχία, άρνηση της εντατικοποίησης, παρόλο που κατόρθωνε νά συσπειρώνει λίγους εργάτες στην αντίθεση με την ταχτική του σωματείου συνεργασίας με τη διεύθυνση του εργοστάσιου, δε μπορούσε ΑΚΟΜΑ να μαζικοποιηθεί, και πολλές φορές βρέθηκε απομονωμένη. Γιατί αυτά που είχε να προτείνει φάνταζαν στα μάτια της μάζας των εργατών σαν εξαιρετικά προχωρημένα πράγματα, σαν παραμύθια μπροστά στην πραγματικότητα του σύνολου του εργατικού κινήματος.
Επιπλέον και το ΕΞΩ από το εργοστάσιο, δηλαδή η γενική πολιτική κατάσταση, δεν ευνοούσε μια τέτοια συνειδητοποίηση. Ακόμα περισσότερο μάλιστα που η συνείδηση ενός ισχυρού και μεγάλου σωματείου ΜΕΣΑ στο εργοστάσιο δεν δημιουργούσε την ΑΝΑΓΚΗ για την αναφορά προς τα ΕΞΩ. Ο καθένας που ψάχνει για κάτι ΕΞΩ από το χώρο του, έξω από την δουλειά του, το κάνει μόνο όταν νοιώθει ότι το ΜΕΣΑ δεν αρκεί, δε μπορεί να τον καλύψει. Και οι εργάτες του Πίτσου ένοιωθαν πως ήταν τόσο δυνατοί μέσα, ώστε η εξωτερική τους πολιτικοποίηση δεν ξεπέρναγε μια απλή στροφή προς τα αριστερά και μια αφηρημένη αναφορά στα αριστερά κόμματα.
Έτσι, τους “εξτρεμιστές” μέσα στο εργοστάσιο, οι εργάτες τους εκτιμούσαν, τους θεωρούσαν πρώτους στους αγώνες, τους πιο αλύγιστους υπερασπιστές των εργατικών δικαιωμάτων αλλά (δεν έβλεπαν το λόγο για τον οποίο θα πήγαιναν μαζί τους. Η στάση τους αυθόρμητα ήταν: “Μας χρειάζονται και οι εξτρεμιστές αλλά μας χρειάζεται και μια ρεφορμιστική διοίκηση πού, έστω κάτω από πιέσεις, τελικά εξασφαλίζει τα δικαιώματα και τις καταχτήσεις μας”.
Αυτή η κατάσταση, της ύπαρξης μιας “μαζικής πρωτοπορίας” και της αδυναμίας να δημιουργηθεί μια πρωτοπορία άλλου τύπου, επρόκειτο να μπει σε κρίση μόνο μέσα από την ΗΤΤΑ. Έπρεπε να φανεί, μέσα από την απεργία, το τι μπορεί να δώσει μια ρεφορμιστική ηγεσία, να φανεί το τι σημαίνει η απομόνωση από το υπόλοιπο εργατικό κίνημα, να φανεί ο ρόλος των κομμάτων και των παρατάξεων, για να αρχίσουν να μπαίνουν τα πρώτα ερωτήματα. Μόνο μέσα από την αντίθεση, μόνο μέσα από την αντιμετώπιση άλυτων άμεσα προβλημάτων, μπορούν να μπουν οι βάσεις για το πέρασμα σ’ ένα ανώτερο επίπεδο.
Και πραγματικά άρχισε πια να μπαίνει ένας άλλος προβληματισμός. Για πρώτη φορά φάνηκε τι σημασία είχε η αντιμετώπιση των απεργοσπαστών και τι ρόλο έπαιξε η διοίκηση. Φάνηκε τι σημασία είχε η σύνδεση με το υπόλοιπο εργατικό κίνημα και τι ρόλο παίζουνε τα κόμματα. Έτσι, οι εργάτες που στην αρχή βλέπανε τους βουλευτές σαν πολύ συμπαθητικά άτομα, που έρχονται να τους βοηθήσουν, στο τέλος λέγανε: “Γιατί δε μας δίνουν το μισό τους μισθό”! Απόχτησαν συνείδηση λίγο για το ρόλο του βουλευτή Απέναντι στις “παρατάξεις” και τα κόμματα, η θέση τους ήταν “Τι τις θέλουν τις συγκεντρώσεις στο Ακροπόλ και δεν έρχονται εδώ πέρα; Τι τον κάνουν αυτό τον κόσμο πού κατεβάζουν;” Πριν, όλα αυτά τα πράγματα τους ήταν ξένα. Τώρα άρχισαν να μπαίνουν στο νόημα.
Και αυτό το πάρσιμο συνείδησης πάει παραπέρα. Πάει παραπέρα μέσα από την αντιμετώπιση των νέων συνθηκών δουλειάς μπρος στις οποίες βρίσκονται. Πηγαίνουν στα άλλα εργοστάσια, σε άλλες δουλειές και εκεί ή τους διώχνουν αμέσως μόλις ακούνε Πίτσο, ή όπου δουλεύουν αρχίζουν αμέσως τις διαμαρτυρίες, τις φωνές (μάλιστα, σε δυο-τρεις περιπτώσεις κιόλας άρχισαν και κινητοποιήσεις των υπόλοιπων εργατών. Οι εργάτες του Πίτσου που έφτασαν στο “Κλειστό το Νταχάου”, στο “Βία στη βία των αφεντικών”, σ’ ένα επίπεδο πάλης δηλαδή που ξεπερνάει το παλιό εργατικό κίνημα, ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΟΥΝ αυτή την άλλη πραχτική τους ΜΕΤΑ, μετά την ήττα.
Τώρα, τουλάχιστον για ένα κομμάτι των εργατών, μπορεί να γίνει εκείνο το ιδεολογικό άλμα που θα τους οδηγήσει παραπέρα. Φυσικά, για τους περισσότερους, σχεδόν όλους, έξω πια από τον Πίτσο.
ΜΕΡΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο αγώνας του Πίτσου ήταν ταυτόχρονα το κύκνειο άσμα της φάσης του εργατικού κινήματος “δημιουργία εργοστασιακού σωματείου” και από την άλλη το προϊδέασμα μιας άλλης πραχτικής, μιας άλλης φάσης.
Φάνηκε ξεκάθαρα απ’ αυτόν τον αγώνα πως το εργατικό κίνημα φτάνει αυθόρμητα μπρος στην αναγκαιότητα άλλων πραχτικών, που να ανταποκρίνονται στις σημερινές συνθήκες του αγώνα, ενώ από την άλλη η μορφή πού είχε το εργοστασιακό εργατικό κίνημα δεν μπορεί να εκφράσει αυτήν την αναγκαιότητα. Όταν δηλαδή χρειάζονται αγώνες που για να νικήσουν έχουν ανάγκη:
α. Από ένα επίπεδο οργάνωσης και συνείδησης που να ξεπερνάει την παλιά μορφή, δηλαδή τη διοίκηση που κάνει ότι θέλει, που κάνει τις διαπραγματεύσεις και τον αγώνα, ενώ οι εργάτες απλά συμμετέχουν σε μια απεργία, που γίνεται σχετικά “ήσυχα”, χωρίς να μπορούν να αντιμετωπίσουν την αστυνομία ή τους απεργοσπάστες.
Σήμερα χρειάζεται κι’ έχει φανεί, ανώτερο επίπεδο συμμετοχής των εργατών, πάει να πει και άλλο επίπεδο ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ. Κι’ αυτό είναι δεμένο και με την μορφή των αγώνων. Δεν μπορείς να νικήσεις σήμερα με την παραδοσιακή απεργία . Μόνο με μια διαρκή πάλη, έναν ανταρτοπόλεμο στο εργοστάσιο, που δεν αφήνει στιγμή ήσυχο το αφεντικό, μόνο με απεργίες που ξεπερνάνε την παραδοσιακή τους ησυχία και χτυπάνε σκληρά το αφεντικό και τους λακέδες του. Αυτές οι πραχτικές, που εμφανίστηκαν στον ΙΙίτσο, αλλά μόνο εμφανίστηκαν, απαιτούν άλλη οργάνωση, δεν αρκεί το σωματείο με τη μορφή που είχε Δεν αρκεί ένα σωματείο δεμένο απ’ τον 330 και την “νομιμότητά” του, που λειτουργεί σαν κεφάλι και σώμα χωριστά. Χρειάζεται οργάνωση των εργατών, στη γραμμή, σε μικρή ομάδα πού κάνει συγκεκριμένες δουλειές, συνολικά με κέντρο τη Συνέλευση. Και οι εργάτες του ΙΙίτσου δεν αποτελούν ένα υπόδειγμα είναι γιατί αυτά τα χρόνια προχώρησαν προς μία τέτοια πραχτική ανταρτοπόλεμου, γιατί στην τελευταία απεργία τους ξεκίνησαν νέες πραχτικές. Όμως αυτό μένει μισό γιατί δεν κατόρθωσε νά ξεπεράσει την παλιά οργανωτική δομή και άρα την παλιά ηγεσία. Και φυσικά δεν ήταν δυνατό ένα εργοστάσιο μόνο του, πού ήταν ήδη εξαιρετικά προχωρημένο, να λύσει, να δώσει έτοιμη τη λύση γι’ αυτά τα προβλήματα. Το ζήτημα πάντως είναι ότι η βάση για μία τέτοια αλλαγή υπάρχει μια και οι νέες πραχτικές εμφανίστηκαν σε μαζικό επίπεδο στον Πίτσο.
β. Το δεύτερο αποφασιστικό στοιχείο είναι η ανάγκη πλατύτερης ενότητας του εργατικού κινήματος. Πάει να πει πώς πια δεν αρκεί το κάθε εργοστάσιο να κατεβαίνει μόνο του σε απεργία, και νά παλεύει απομονωμένο. Πια χρειάζεται να αρχίσει να υπάρχει κάποιο εργατικό μέτωπο, απέναντι στο μέτωπο που ήδη έχουν φτιάξει τ’ αφεντικά. Το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να τα βγάζει πέρα μένοντας κομματιασμένο.
Πως γίνονται αυτά τα βήματα, βήματα που αφορούν μια ολόκληρη ιστορική περίοδο;
Και εδώ μπαίνουν τα προβλήματα. Μέσα στο εργατικό κίνημα δεν υπάρχει σήμερα μια τέτοια πρωτοπορεία που να μπορεί να απαντήσει σ’ αυτά τα δυο προβλήματα. Γιατί όπως φάνηκε και στον Πίτσο, για νά μπορέσει μια νέα πραχτική, μία νέα τάση να γίνει ηγεμονική, χρειάζεται παρέμβαση μιας κάποιας εργατικής πρωτοπορίας. Με τον ίδιο τρόπο που μερικά χρόνια πριν υπήρξε μια πρωτοπορεία εργατών ικανή να ξεκινήσει την οικοδόμηση των εργοστασιακών σωματείων.
Το ίδιο και σε ακόμα μεγαλύτερη έκταση, ισχύει και για την ενοποίηση, του εργατικού κινήματος, που είναι ένα καθήκον που απαιτεί ακόμα περισσότερα πράγματα.
Έτσι ενώ, κι’ αυτό είναι το δίδαγμα του Πίτσου, υπάρχουν μέσα στην εργατική τάξη τάσεις και ανάγκες μιας νέας πραχτικής, αυτές δεν έχουν μεταβληθεί σε μια συνειδητή πραχτική και κατεύθυνση. Λείπει δηλαδή μια σχετικά ομοιογενοποιημένη εργατική πρωτοπορεία. Κ αυτό έχει φανεί γενικώτερα ενώ στους τελευταίους αγώνες έχουν αρχίσει να μπαίνουν όλο και καινούργια, ποιοτικά, αιτήματα (συνθήκες δουλειάς, ατυχήματα κλπ.), όμως αυτή η αλλαγή δεν έχει εκφραστεί ακόμα και στο επίπεδο μιας συνειδητής κατεύθυνσης. Το αποτέλεσμα είναι η ήττα αυτών των κινητοποιήσεων (Αμιαντίτ στην Πάτρα, Πετζετάκις κλπ.).
Είναι απλό και εύκολο να πούμε. Θα πρέπει να παλαίψουμε για να γίνει. Πάει να πει να προωθήσουμε και να προπαγανδίσουμε νέες πραχτικές και την αναγκαιότητά τους, να προετοιμάσουμε το έδαφος για μια νέα φάση.
Όμως αυτό δεν αρκεί. Δεν αρκεί να πεις: Κάποτε το κίνημα θα φτάσει ως εκεί, και εγώ βοηθάω. Για να μπορέσεις να επιταχύνεις τη διαδικασία θα πρέπει με βάση την πραγματικότητα να γίνει μια σωστή επιλογή για τον κύριο χώρο, και κατεύθυνση της παρέμβασης.
Δηλαδή η εμφάνιση και η μαζικοποίηση πραχτικών στο εργοστάσιο δεν περνάει μόνο και πάντα μέσα από το ίδιο το εργοστάσιο. Περνάει πολύ συχνά ΕΞΩ απ’ αυτό, από την γενική πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα.
Κι’ ας το δούμε πιο συγκεκριμένα.
Η αναγκαιότητα της πάλης και της οργάνωσης στο εργοστάσιο είχε φανεί και στη διχτατορία και είχαν γίνει αρκετές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση.
Όμως ακριβώς από την έλλειψη μιας πρωτοπορίας – σχετικά μαζικής – μέσα στο εργοστάσιο, αυτό δεν μπόρεσε να γίνει. Μπόρεσε νά γίνει μόνο μερικούς μήνες μετά τη μεταπολίτευση.
Κι’ αυτό γιατί σ’ ένα πολιτικό κλίμα, που άρχισε από το Πολυτεχνείο και που κορυφώθηκε μετά τη μεταπολίτευση μπόρεσαν να διαμορφωθούν τόσο οι γενικώτερες πολιτικές πρωτοπορείες, όσο και οι συγκεκριμένες εργατικές και εργοστασιακές, που μπόρεσαν να δώσουν την ώθηση για το ξεκίνημα στο εργοστάσιο, μέσα σ’ ένα γενικό πολιτικό κλίμα πού έκανε δυνατή την πρωταρχική οργάνωση και πάλη.
Σήμερα όταν ΜΕΣΑ στα εργοστάσια δεν είναι διαμορφωμένες αυτές οι νέες πρωτοπορείες που χρειάζονται για μια νέα φάση αγώνα, θα είναι ουτοπικό να περιμένουμε πως η ανάπτυξη του κινήματος θα περάσει αυτόματα μέσα από τη δουλειά στο εργοστάσιο και μόνο.
Σήμερα μια νέα εργατική πρωτοπορεία χρειάζεται για να διαμορφωθεί, το χρειάζεται πολύ περισσότερο απ’ ότι τα προηγούμενα χρόνια, χρειάζεται επιτακτικά και το ΕΞΩ από το εργοστάσιο.
Χρειάζεται την ανάπτυξη εκείνου του γενικού πολιτικού και κοινωνικού κινήματος, πού θα επιτρέψει την ταχύτερη διαμόρφωση αυτών των πρωτοπορειών μέσα σε μια αντικαπιταλιστική ιδεολογία, που θα δώσει ΑΥΡΙΟ απάντηση και στο πρόβλημα της ανάπτυξης ενός ΝΕΟΥ κινήματος μέσα στα εργοστάσια.
Σήμερα οι εργατικές πρωτοπορείες, περνάνε μέσα από την Αγία Βαρβάρα μέσα από την άρνηση του αστικού σχολείου, μέσα από τα γενικά κοινωνικά κινήματα, περνάνε μέσα από τη διαδήλωση, τον άλλο τρόπο διασκέδασης ακόμα περνάνε μέσα απ’ τη γειτονιά, τη δουλειά στη γειτονιά, μέσα τελικά κι’ από τη γενική πολιτική πάλη, στον ίδιο βαθμό τουλάχιστο με την Αμιαντίτ, τον Πετζετάκι, τον Πίτσο.
Φυσικά ταυτόχρονα δεν παύουν νά εκφράζονται στους χώρους δουλειάς, αλλά μια συνειδητή αντίληψη, ακόμα εκφράζεται ατομικά και μειοψηφικά.
Όμως μόνο ένα κίνημα έμπραχτης κριτικής των γενικώτερων θεσμών της κοινωνίας και του κράτους θα μπορέσει ν’ ανοίξει το δρόμο, να ενισχύσει τις δυνατότητες ΜΕΣΑ στο εργοστάσιο.
Γι’ αυτό όχι μόνο μια γενική πολιτική δραστηριότητα αυτού του τύπου του κινήματος της νεολαίας π.χ., ανοίγει το δρόμο και για το εργατικό κίνημα, αλλά από τα σήμερα η προσπάθειά μας θα πρέπει να στραφεί στην συμμετοχή ήδη στοιχείων της εργατικής τάξης και ειδικά της νεολαίας σ’ αυτό το κίνημα, δουλειά προπαγάνδας και προετοιμασίας σε σχέση με τις γενικώτερες ανάγκες.
Ενώ παράλληλα θα πρέπει νά συνεχίζεται η προπαγάνδιση και η προώθηση μέσα από το εργοστάσιο αυτών των νέων αναγκαιοτητών.
Πάντως χωρίς ένα νέο πολιτικό – ιδεολογικό κίνημα – συνολικώτερο – η διαδικασία στο χώρο του εργοστάσιου θα πάει πολύ αργά.
Ο Πίτσος τελικά κλείνοντας οριστικά μια παλιά φάση, γεννιώντας τα πρώτα έμβρυα μιας νέας, μας βάζει μπρος το πρόβλημα της συνέχειας. Από που θα περάσει; και πιστεύουμε πως η απάντηση είναι καθαρή. Την δίνει ήδη η πραγματικότητα:
Με στήριγμα πάντα την πραγματικότητα του εργοστάσιου προωθώντας ακόμα εκείνους τους αγώνες που συνεχίζουν να γίνονται, προωθώντας τις πρωτοπόρες πραχτικές ΜΕΣΑ στο εργοστάσιο (κι άρα όχι ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ του εργοστάσιου) ανάπτύξη ενός κινήματος έξω απ’ αυτό. Μόνο έτσι μπορεί εκείνο το θεμελιακό στοιχείο που έλειπε από τα 5 χρόνια αγώνων, δηλαδή το δέσιμο του εργοστάσιου με το έξω, να πραγματωθεί. Κι’ αυτό σήμερα είναι ανάγκη.
Ο Πίτσος είναι το όριο της παλιάς φάσης.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Οι διεκδικήσεις των εργαζομένων πρέπει να βασίζονται σε μια σωστή εκτίμηση του τι είναι δυνατό να γίνει χωρίς να καμφθεί η ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης. Σε αντίθετη περίπτωση οι διεκδικήσεις θα οδηγήσουν σε μείωση των πωλήσεων, σε μείωση της παραγωγής και σε απώλεια θέσεων εργασίας. Ίσως και σε κλείσιμο της επιχείρησης ή πώλησης της κοψοχρονιά σε ξένη συνήθως ανταγωνιστική επιχείρηση που είναι το ίδιο. Αυτό έγινε και με τον Πίτσο, και με την Ελκο, και με την Ιζόλα, αλλά και σε μεγάλο αριθμόι ακμαίων άλλοτε ελληνικών επιχειρήσεων.