Ένα μαζικό κίνημα στην «Ανατολή»
Η Πολωνία δεν παύει να ανησυχεί το ρώσικο ιμπεριαλισμό, όπως και τις κρατικές αστικές τάξεις της Ανατολής. Κι αυτό όχι για τα αντιρώσικα αισθήματα του πληθυσμού της, πράγμα κοινό σε όλες τις ανατολικές χώρες, αλλά γιατί στην Πολωνία περισσότερο από οπουδήποτε αλλού είναι υπαρκτό ένα πραγματικό αντιπολιτευτικό κίνημα ΜΑΖΙΚΟΥ χαρακτήρα, με βάσεις στην εργατική τάξη∙ ένα κίνημα που έχει μάλιστα κατακτήσει μέσα από αλλεπάλληλες εργατικές κινητοποιήσεις και εξεγέρσεις ένα επίπεδο ελευθερίας δράσης ανώτερο από οπουδήποτε αλλού.
Το Πολωνικό κίνημα έχει δείξει μέχρι σήμερα μια τεράστια ζωτικότητα και έχει πετύχει σημαντικές κατακτήσεις. Το 1956 η εξέγερση των εργατών του Πόνσταμ (Πόζναν) οδήγησε στην επιστροφή στην εξουσία του «φιλελεύθερου» Γκομούλκα. Το 1963 εμφανίζεται η πρώτη προσπάθεια ανάλυσης από τα αριστερά της Πολωνικής κοινωνίας, με τους Κούρον και Μοντζελεφσκι, και δημιουργείται ένα παράνομο «Μαρξιστικό-λενιστικό» κόμμα, με σημαντική δύναμη.
Το 1968 παρουσιάζεται το πρώτο μαζικό κίνημα των Πολωνών φοιτητών, με μεγάλες κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις. Όμως η καταπίεση χτύπησε άγρια αυτό το κίνημα που δεν συνάντησε καμιά υποστήριξη από την εργατική τάξη. Η μεγάλη εργατική εξέγερση της Βαλτικής το 1970 οδηγεί στην ανατροπή του Γκομούλκα. Όμως και πάλι εργατική τάξη και διανόηση μένουν χωρισμένοι. Η εργατική εξέγερση δεν βρήκε καμιά υποστήριξη και συμπαράσταση από τη διανόηση.
Όμως από το 1976 τα πράγματα αλλάζουν. Η νέα εργατική εξέγερση ενάντια στον Γκέρεκ δεν οδηγεί πια σε αλλαγές μέσα σ’ ένα κόμμα, που δεν έχει καμιά δυνατότητα ανανέωσης μπρος σε μια εργατική δυσαρέσκεια που ογκώνεται και ξεπερνάει οριστικά τα πλαίσια του καθεστώτος. Το εργατικό κίνημα βγαίνει πια έξω από την επιρροή του και δημιουργείται ένα αυτόνομο ΚΙΝΗΜΑ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ. Αυτή τη φορά αντιπολιτευτική διανόηση και φοιτητές ενώνονται στη συμπαράσταση με το εργατικό κίνημα. Έτσι δημιουργήθηκε το ΚΟR (Επιτροπή Συμπαράστασης στους εργάτες) που μεταβλήθηκε αργότερα σε Επιτροπή Κοινωνικής Αυτοάμυνας.
Από κει και πέρα το κίνημα πλάτυνε οδηγώντας στη δημιουργία της εργατικής εφημερίδα «Ρομπότνικ», του κινητού Πανεπιστημίου, πολιτικών οργανώσεων κλπ. Έτσι σε αντίθεση με άλλες ανατολικές χώρες δεν έχουμε να κάνουμε απλά με ένα κίνημα διαφωνούντων διανοούμενων, αλλά με ένα μαζικό πολιτικό κίνημα, δεμένο με την εργατική τάξη. Ένα μέτρο αυτής της εξέλιξης μας δείχνει και το έργο του Βάϊντα «άνθρωπος από μάρμαρο». Ο Βάϊντα παλιός διανοούμενος του καθεστώτος ξέφυγε απ’αυτό και έδωσε μια πραγματική ιστορία της εργατικής τάξης, τα τελευταία 30 χρόνια και την πρόσφατη συνάντησή της με τη διανόηση.
Τα κείμενα που ακολουθούν σκοπεύουν να δώσουν μια εικόνα της σημερινής κατάσταση, δίνοντας το ρόλο στους ίδιους, σε πρωταγωνιστές του Πολωνικού κινήματος. Τα κείμενα είναι του KOR, του Μπάσα Γκίνζομπουργκ, που μαζί με το Γράνκο Πιπέρνο έκαναν το κείμενο για τις πολιτικές οργανώσεις, του Γιάν Λιτίνσκι, διευθυντή του «Ρομπότνικ», του Άνταμ Μίνσκ για το κινητό Πανεπιστήμιο∙ τα περισσότερα οικονομικά στοιχεία τα πήραμε από ένα άρθρο του Αλεξάντερ Σμόλαρ. Όσο για «τον άνθρωπο από Μάρμαρο», οι περισσότεροι το έχουν δει.
Τα περισσότερα κείμενα πάρθηκαν από το ιταλικό περιοδικό ΜΕΤROPOLI και η συλλογή είχε γίνει από τον Μπ. Γκίνζμπουργκ και τον Φράνκο Πιπέρνο.
Κάλεσμα στην κοινωνία της «Επιτροπής Κοινωνικής Αυτοάμυνας» ΚΟR
Η εργατική διαμαρτυρία του Ιούνη 1976 αποκάλυψε την βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση της χώρας. Η περίοδος των δυο χρονών που πέρασαν υπήρξε αρκετά μεγάλη ώστε να περιμένει κάνεις πως το καθεστώς θα έβαζε τουλάχιστον ωρισμένες προοπτικές για τη λύση της κρίσης. Παρόλα αυτά, στα δυο χρονιά που πέρασαν, όχι μόνο δεν εξαλείφτηκαν τα αίτια της εξέγερσης, αλλά αντίθετα εμφανίστηκαν νέα μέτωπα αντιθέσεων. Η αποδιοργάνωση και ο αυξανόμενος μαρασμός ξαπλώθηκαν στην οικονομική, κοινωνική, και πολιτιστική ζωή της χώρας. Γι’ αυτό θεωρούμε καθήκον μας ν’ απευθυνθούμε στην πολωνική κοινωνία με μια εκτίμηση της κατάστασης και μια προσπάθεια να υποδειχτούν οι δυνατές διέξοδοι.
1. Η αύξηση των τιμών των τροφίμων που αποκρούστηκε από τους εργάτες τον Ιούνη του 1976 υποκαταστάθηκε με μια καλυμμένη αύξηση. Η πιο διαδεδομένη οικονομική πραχτική είναι να βγαίνουν στην αγορά ακριβότερα προϊόντα με νέες ονομασίες και να αποσύρονται εκείνα που είναι φτηνότερα. Αυτή η ταχτική εφαρμόζεται σε αναρίθμητα βιομηχανικά προϊόντα και για το μεγαλύτερο μέρος των τροφίμων, ακόμα και για το ψωμί. Η αύξηση των τιμών στον κρατικό τομέα του εμπορίου αντανακλάται και στον ιδιωτικό τομέα, προκαλώντας τον πολλαπλασιασμό των τιμών στα λαχανικά και στα φρούτα. Είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε την ακριβή έκφραση αυτού του φαινομένου, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο πληθωρισμός, παίρνοντας υπόψη και την τεχνητή αύξηση των τιμών είναι πολύ πιο μεγάλος απ’ αυτόν που αναγνωρίζουν οι κυβερνητικές πήγες.
Οι δυσκολίες εφοδιασμού τόσο σε βιομηχανικά προϊόντα, όσο και σε τρόφιμα γίνονται όλο και πιο μεγάλες. Στα μαγαζιά πολλά προϊόντα είναι αδύνατο να τα βρει κανείς χωρίς να στηθεί στις ουρές, χωρίς να χάσει τεράστιο χρόνο, χωρίς να χρησιμοποιήσει διάφορα μέσα ή χωρίς να καταφύγει στην διαφθορά.
Το πρόβλημα του εφοδιασμού σε κρέας δεν έχει λυθεί. Και είναι δύσκολο να θεωρήση κανείς λύση την δημιουργία του δικτύου μαγαζιών, των λεγόμενων “εμπορικών”, όπου η τιμή ενός κιλού σαλάμι έχει φτάσει το επίπεδο του μέσου εργατικού μεροκάματου (150-200 ζλοτν το κιλό). Πρόσφατα, σε μερικές δεκάδες εργοστάσια (ανάμεσα σ’ άλλα, στη χαλυβουργία ‘ΉUΤΑ WARSZAWA” και στις εγκαταστάσεις “ROSA LUXEMBOURG”) άρχισε να χρησιμοποιείται δελτίο για το κρέας. Δεν ξέρουμε αν αυτή τη στιγμή είναι αναγκαίο το σύστημα του δελτίου για το κρέας. Όσο οι αρχές δεν δημοσιεύουν έναν ολοκληρωμένο απολογισμό για το κρέας (παραγωγή, εξαγωγή, κατανάλωση) θα είναι αδύνατο να εκφράσουμε μια γνώμη πάνω σ’ αυτό το θέμα. Ωστόσο είναι σίγουρο ότι μια ενδεχόμενη εφαρμογή του δελτίου θα πρέπει να αφορά το σύνολο του πληθυσμού και να γίνει αποδεκτό απ’ αυτόν. Η καλυμμένη αύξηση των τιμών και οι δυσκολίες ανεφοδιασμού, προκαλούν μια σημαντική άνοδο του κόστους ζωής που χτυπάει κύρια τα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα.
2. Οι υγειονομικές υπηρεσίες βρίσκονται σε πολύ ανησυχητική κατάσταση. Η χρόνια έλλειψη επενδύσεων, που παρατείνεται εδώ και χρόνια έχει προκαλέσει τον τελευταίο καιρό μια παραπέρα μείωση του ήδη χαμηλού αριθμού κρεββατιών στα νοσοκομεία (ψυχιατρική, μαιευτική: Στατιστική Επετηρίδα ’77). Η έλλειψη χώρου και η κατάσταση από τεχνική άποψη ενός τεράστιου αριθμού νοσοκομείων, που είχαν ανάγκη επισκευής και ανανέωσης αμέσως μετά τον πόλεμο, έχουν ρίξει σε τέτοιο βαθμό το επίπεδο των συνθηκών υγειονομικής περίθαλψης, που είναι πια επικίνδυνο για τη ζωή των ασθενών να νοσηλεύονται στους διάδρομους των νοσοκομείων. Η ανεπάρκεια τροφής και η έλλειψη φαρμάκων στα νοσοκομεία και στο εμπόριο, βάζουν ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια στις θεραπείες.
Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, η ανέγερση ενός υπερσύγχρονου κυβερνητικού νοσοκομείου στην Μιεντζιλεσία που προορίζεται αποκλειστικά για τους αξιωματούχους του κόμματος και είναι εφοδιασμένο με όλα τα φάρμακα, δείχνει ότι ενώ οι αρχές έχουν πλήρη γνώση της κατάστασης που επικρατεί στις υγειονομικές υπηρεσίες, ταυτόχρονα μεταβάλλει την επιβολή στο πληθυσμό εισφοράς για το Κοινωνικό Υγειονομικό Ταμείο σε κυνική εξαπάτηση.
3. Ακόμα η κατάσταση των κατοικιών δεν υπέστη καμιά βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Ο αριθμός αυτών που περιμένουν ν’ αποκτήσουν σπίτι αυξάνει κάθε χρόνο και η περίοδος αναμονής παρατείνεται. Αυτό συνοδεύεται από τη συστηματική αύξηση του κόστους κατασκευής στην οικοδομή που βαραίνει όλο και πιο πολύ στον οικογενειακό προϋπολογισμό (το μηνιάτικο νοίκι μαζί με την πληρωμή των δανείων φτάνουν το ποσό των 3000 ζλοτυ το μήνα στους συνεταιρισμούς σπιτιών).
4. Οι αρχές προσπαθούν να αντισταθμίσουν την αποδιοργάνωση της οικονομίας με την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης των εργατών. Ο μέσος εργάσιμος χρόνος αυξήθηκε για πολλές κατηγορίες εργαζόμενων. Οδηγοί, ανθρακωρύχοι, οικοδόμοι, και πολλοί άλλοι κλάδοι εργαζόμενων, δουλεύουν 10 – 12 ώρες τη μέρα. Η κατάργηση για τους ανθρακωρύχους της αργίας του Σαββάτου (ή άλλων αντίστοιχων ημερών), η υποχρεωτική δουλειά την Κυριακή και το σύστημα των μισθών σύμφωνα με το οποίο μια απουσία, ακόμα κι αν οφείλεται σε σοβαρότατο λόγο (αρρώστεια, θάνατος ενός συγγενούς) συνεπάγεται την απώλεια ενός ποσοστού 20% περίπου της μηνιαίας αποδοχής – όλα αυτά μπορούν να συγκριθούν μονάχα με την εκμετάλλευση που γινόταν άλλοτε από τον καπιταλισμό.
5. Μια σύγκριση ανάμεσα στους μισθούς των εργατών και τις τιμές που ισχύουν στα “εμπορικά” μαγαζιά δείχνει ένα άλλο ανησυχητικό γεγονός: το βάθαιμα των κοινωνικών διαφοροποιήσεων. Η ψαλλίδα των μισθών είναι τεραστία (και ελάχιστα δεμένη με την ειδίκευση). Το ίδιο τεράστια είναι και η ψαλλίδα των συντάξεων. Είναι πολλές οι οικογένειες που ζουν στο κατώτατο όριο επιβίωσης και λίγες εκείνες που δεν έχουν κανένα υλικό πρόβλημα. Ένας άλλος παράγοντας που αυξάνει την κοινωνική ανισότητα είναι η ύπαρξη προνομίων για τις ομάδες που είναι δεμένες με την εξουσία: ο προνομιακός ανεφοδιασμός, οι ειδικές υγειονομικές υπηρεσίες, η παραχώρηση διαμερισμάτων οικοπέδων, συναλλάγματος, τα ειδικά κέντρα ανάπαυσης και, διακοπών – αποτελούν λίγες μόνο από τις διευκολύνσεις που προορίζονται για περιορισμένες ηγετικές ομάδες. Αποτέλεσμα είναι η κοινωνική απομόνωση που αναπτύσσεται γι’ αυτές τις ομάδες που είναι δεμένες με την εξουσία και μαζί και η αδυναμία τους να δουν οτιδήποτε έχει σχέση με τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας. Όταν μαθαίνουμε ότι τα χρήματα που προορίζονται για την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση ενός κυβερνητικού τουριστικού κέντρου στο Μπιεστσαντυ και ότι ο ντόπιος πληθυσμός διώχτηκε κατά συνέπεια (το χωριό Βολοσατε), ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορούμε παρά να το θεωρήσουμε απόδειξη της απόλυτης αποξένωσης της εξουσίας από την κοινωνία των πολιτών.
Η πραχτική κληρονόμησης της προνομιούχας θέσης των γονιών γενικεύεται όλο και περισσότερο. Η αρχή σύμφωνα με την οποία η νεολαία έχει ίσες ευκαιρίες στο ξεκίνημα έχει γίνει μια σκέτη αυταπάτη. Σε μια περίοδο που η οικονομική κρίση χτυπάει όλη την κοινωνία και ιδιαίτερα τα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα η εξασφάλιση προνομίων για τις ηγετικές ομάδες γεννάει μια δίκαιη οργή και ηθική αγανάκτηση.
Το χαρακτηριστικό στοιχείο της οικονομικής, κοινωνικής, και πολιτικής κατάστασης της χώρας τα τελευταία χρόνια είναι η προοδευτικά αυξανομένη κρίση της αγροτικής οικογενειακής οικονομίας. Παρόλα αυτά, η παραγωγή ενός εκταρίου καλλιεργημένου στην οικογενειακή οικονομία παραμένει μεγαλύτερη από εκείνη ενός εκταρίου καλλιεργημένου στην κρατικοποιημένη οικονομία. Γιγαντιαία ποσά εξακολουθούν να επενδύονται στις Κρατικές Αγροτικές Επιχειρήσεις (Κ.Α.Ε.) και στις κολλεκτιβοποιημένες επιχειρήσεις παρά το γεγονός ότι το κόστος διατήρησης των Κ.Α.Ε. είναι ψηλότερο από την αξία της παραγωγής τους.
Τα τελευταία χρονιά εκδηλώθηκαν με ιδιαίτερη οξύτητα οι δυσκολίες που συνδέονται με την γενική κρίση της αγροτικής οικονομίας: έλλειψη άνθρακα, λιπασμάτων, ζωοτροφών, αγροτικών μηχανών, υλικών οικοδομής. Αυτά μειώνουν σημαντικά τις δυνατότητες επένδυσης για μια αγροτική εκμετάλλευση και έχουν σαν αποτέλεσμα τη φυγή των νέων από την επαρχία.
Η αποδιοργάνωση και η διαφθορά που επικρατεί στα ιδρύματα τα δεμένα με τη μαζική κατανάλωση, προκαλούν απώλειες στα ήδη παραχθέντα προϊόντα.
Σήμερα, μετά την εφαρμογή της εισφοράς για τις αγροτικές συντάξεις, οι οικονομικές υποχρεώσεις μιας αγροτικής ιδιοκτησίας απέναντι στο κράτος, φτάνουν συχνά να ξεπερνούν το μισό του εισοδήματος της. Η απόφαση να μη πληρώσουν τις εισφορές για την σύνταξη που πήραν σ’ ολόκληρη τη χώρα, πάνω από 250 χιλιάδες αγρότες, είναι η καλύτερη ένδειξη για το τρόπο που αντιμετωπίζει την αγροτική πολιτική του κράτους ο πληθυσμός της επαρχίας.
7. Η παραβίαση της νομιμότητας, που εκδηλώθηκε στη διάρκεια των γεγονότων του Ιούνη ’76, έχει μεταβληθεί σε συνολική πολιτική. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που οι συλληφθέντες ξυλοκοπούνται από άντρες της πολιτοφυλακής∙ οι συνοπτικές διαδικασίες της πολιτοφυλακής επικυρώνονται από τις ανώτατες αρχές.
Τα υλικά που έχει συλλέξει το Γραφείο Επέμβασης της Επιτροπής Κοινωνικής Αυτοάμυνας (KΟR) και που δημοσίεψε στα Ντοκουμέντα Παρανομίας, δείχνουν καθαρά ότι η πολιτοφυλακή και οι Μυστικές Υπηρεσίες μπορούν να ενεργούν ατιμώρητα. Ακόμα και τα σοβαρότερα γεγονότα, όπως η δολοφονία κάποιου ατόμου που έχει συλληφθεί, δεν έχουν καμία συνέπεια για τα μέλη της πολιτοφυλακής που ευθύνονται για το έγκλημα. Στην περίπτωση της δολοφονίας του Γιαν Ζμπροζυνα προκειμένου να καλύψουν τους πραγματικούς ενόχους, δε δίστασαν να παραποιήσουν το ανακριτικό υλικό και τη δίκη, πράγμα που έφτασε στο αποκορύφωμα με το θάνατο στη φυλακή του κυριοτέρου μάρτυρα και την καταδίκη σε πολλά χρονιά φυλακή δυο ανθρώπων χωρίς να αποδειχτεί η ενοχή τους.
Σ’ ότι αφορά τη δραστηριότητα των Συμβουλίων για τις Παραβάσεις, που οι αρμοδιότητες τους έχουν διευρυνθεί σημαντικά σε βάρος των δικαστηρίων, μπορούμε να πούμε ότι δεν κρατάνε πια ούτε τα προσχήματα του σεβασμού των νόμων. Η Γενική Εισαγγελία δεν αντιδρά στα παράπονα και τις καταγγελίες πολιτών, παρόλο που αυτό επιβάλλεται από το νόμο: το Συμβούλιο του Κράτους, η Ντιετα (Κοινοβούλιο) και το Υπουργείο Δικαιοσύνης κλείνουν τ’ αυτιά τους στις διαμαρτυρίες για τον εκφυλισμό και την αναρχία που επικρατούν στην πολιτοφυλακή και τη δικαιοσύνη.
8. Το αποκλειστικό δικαίωμα, που έχει σφετεριστεί το κόμμα (POUP), ανεξέλεγκτης καθοδήγησης, απόφασης και κρίσης, σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής δίχως καμία εξαίρεση αποτελεί μια ιδιαίτερα σοβαρή απειλή για την επιστήμη και την κουλτούρα της Πολωνίας. Ο σημαντικός περιορισμός της ελευθερίας της επιστημονικής έρευνας, καθώς και της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων, ιδιαίτερα στις ανθρωπιστικές επιστήμες όπως η φιλοσοφία, οικονομία, κοινωνιολογία και ιστορία∙ ο δογματικός χαρακτήρας της θεωρίας που έχει επιβληθεί και που εδώ και πολύ καιρό έχει χάσει τα χαρακτηριστικά της ιδεολογίας για να μεταβληθεί σ’ ένα σύνολο από δόγματα και διαταγές που εξαγγέλλει αυθαίρετα το κόμμα∙ η προώθηση σε θέσεις επιστημονικής έρευνας ανθρώπων που είναι αναρμόδιοι αλλά υπάκουοι στην εκτέλεση των διαταγών που βγαίνουν από τον πολιτικό μηχανισμό, όλα αυτά αποτελούν πλήγματα για την πολωνική κουλτούρα, εμποδίζοντας την όχι μόνο να αναπτυχτεί αλλά ακόμα και να διατηρήσει την υπάρχουσα κληρονομιά. Η λογοτεχνία, το θέατρο, ο κινηματογράφος – τομείς όπου κυριαρχεί ο λόγος, βρίσκονται ιδιαίτερα εκτεθειμένοι στην αυθαίρετη καταπάτηση της ελευθερίας της σκέψης, στην καταστροφή της δημιουργικής δραστηριότητας. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, ο πολιτισμός πεθαίνει. Η λογοτεχνία – ένας τόσο σημαντικός παράγοντας της πνευματικής ζωής του έθνους, μολονότι δε μπορεί να μετρηθεί ποσοτικά – έχει περιοριστεί στο ρόλο του εκτελεστή των επιταγών της εξουσίας και έχει εξαναγκαστεί σ’ έναν τέλειο αποχωρισμό από την αληθινή κοινωνική πραγματικότητα ενώ γίνεται ανεχτή μονάχα σαν ένα ακίνδυνο λουλούδι στη μποτουνιέρα.
Στα τέλη του 1975 γίνεται μια συζήτηση γύρω από την προοπτική αλλαγών στο σύνταγμα που πρότεινε το καθεστώς. Οι προτάσεις που διαμορφώθηκαν μ’ αυτή την ευκαιρία στα γράμματα και τα διαβήματα των πολιτών μπορούν να θεωρηθούν μια καινούργια προσέγγιση στο πρόβλημα της οικοδόμησης μιας αυτόνομης κοινωνικής δραστηριότητας. Αυτή συνίσταται στην εξασφάλιση της ελευθερίας των ιδεών και της έκφρασης, της ελευθερίας της οργάνωσης και της συγκέντρωσης, της ελευθερίας του τύπου, της υπευθυνότητας των αρχών απέναντι στην κοινωνία. Η δραστηριότητα που θα στόχευε σ’ αυτά τα προβλήματα θα μπορούσε να δημιουργήσει την κοινωνική συνοχή που έχει καταστραφεί από μια μονοπωλιακή και συγκεντρωτική εξουσία. Αυτή θάπρεπε να εξασκείται ανεξάρτητα από τις υπάρχουσες επίσημες οργανωτικές δομές.
Και μόνο μια αποφασιστική διεκδίκηση, αξιοπρεπής και με πίστη στα ίδια της τα δικαιώματα, και όχι ένα κλαψούρισμα, μπορεί να οδηγήσει στην επανάκτηση αυτών των δικαιωμάτων και να αποτελέσει το δρόμο της σωτηρίας του δημοκρατικού καθεστώτος. Η πρόταση ενός κοινωνικού προγράμματος, που δημοσιεύτηκε τον Οχτώβρη του 77 (Διακήρυξη του Δημοκρατικού Κινήματος), ξεκίνησε απ’ αυτή την πεποίθηση. Διαμορφώθηκε μέσα στα πλαίσια του KOR και υπογράφτηκε και από άλλα 100 άτομα. Το πρόγραμμα μιας κοινωνικής αυτοάμυνας, που διαγράφεται σ’ αυτό το κείμενο, αποτελεί μια εναλλακτική λύση απέναντι στον αυξανόμενο κίνδυνο μιας αυθόρμητης κοινωνικής εξέγερσης, που θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα σε μια εθνική καταστροφή.
Η ορθότητα αυτού του προγράμματος έχει κιόλας επιβεβαιωθεί από την εμφάνιση” μιας σειράς αυτόνομων κοινωνικών πρωτοβουλιών:
– Για την υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων εκδόθηκε η δισεβδομαδιαία εφημερίδα RΟBΟTNIK (Ο εργάτης).
– Μπρος στον ολοκληρωτικό ξεπεσμό των επίσημων συνδικάτων στη Σιλεσία και το Γκντάνσκ, δημιουργήθηκαν ομάδες πρωτοβουλίας για την οργάνωση ελεύθερων συνδικάτων∙
– Στα τέλη του Ιούλη του ΄78 ιδρύθηκε η Προσωρινή Επιτροπή Αγροτικής Αυτοάμυνας της περιοχής του Λιούμπλιν και στις αρχές του Σεπτέμβρη, η Επιτροπή Αγροτικής Αυτοάμυνας της περιοχής του Γκρόγιεκ. Αυτές οι επιτροπές αποτελούν την αυτόνομη αντιπροσώπευση 16 χωριών του νομού του Λιούμπλιν και 20 χωριών του νομού του Ράντομ. Για τα προβλήματα του χωριού βγαίνει η δισεβδομαδιαία εφημερίδα GΟSPΟDARZ (Ο Αγρότης).
– Η αποκάλυψη της παραβίασης των νόμων και η βοήθεια στα θύματά της αποτέλεσαν τη βάση (για τη γέννηση του Γραφείου Επέμβασης της Επιτροπής Κοινωνικής Αυτάμυνας – KΟR.
– Σε πολλά πανεπιστήμια δημιουργήθηκαν επιτροπές Φοιτητικής Αλληλεγγύης, που έχουν στόχο τους να σπάσουν το μονοπώλιο της SZSP (φοιτητική ένωση του καθεστώτος) και να ανασυστήσουν ένα αυτόνομο κίνημα υπεράσπισης των συμφερόντων των φοιτητών και της εκπαίδευσης.
– Μια απάντηση στην υποδούλωση και τη φαλκίδευση της επιστήμης δόθηκε με την ίδρυση της “Ένωσης Επιστημονικών Παραδόσεων (Κινητό Πανεπιστήμιο). Μερικές δεκάδες από φημισμένους επιστήμονες, που είναι μέλη αυτής της Ένωσης, οργάνωσαν, στη διάρκεια του περασμένου ακαδημαϊκού έτους, μια σειρά εξαμηνιαίων παραδόσεων, στις οποίες αρκετές χιλιάδες φοιτητών μπόρεσαν να σπουδάσουν, σε μια ατμόσφαιρα σοβαρότητας και αλήθειας, που δεν περιορίζεται από τη λογοκρισία και την πολιτική προπαγάνδα∙
– Το εκδοτικό μονοπώλιο του κράτους έσπασε με τη δημιουργία και την ανάπτυξη ενός ανεξάρτητου τύπου. Κοινωνικοπολιτικά περιοδικά και ο εκδοτικός οίκος NIEZALEZNA ΟFICYΝΑ WYDAWNICZA – που δημοσιεύει έργα συγγραφέων που αποκλείονται από το καθεστώς – αποτελούν απόδειξη της αναγέννησης της πολιτιστικής ζωής.
Δεν είναι πολλά άλλα αρκετά για να αποδείξουν πως είναι δυνατή μια αυτόνομη οργανωμένη και αποτελεσματική κοινωνική δραστηριότητα. Και όσο πιο μαζικές θα γίνονται οι αυτόνομες οργανώσεις τόσο λιγότερο εκτεθειμένοι στην καταπίεση θα είναι αυτοί που συμμετέχουν και τόσο πιο αποτελεσματική θα γίνει η δουλειά τους.
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟ-ΑΜΥΝΑΣ- KΟR
Βαρσοβία, 10 Δεκέμβρη 1978
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ
του JEAN LITYNSKI διευθυντή του περιοδικού “ROBOTNIK”
Η ιδέα για μια εργατική εφημερίδα παρουσιάστηκε πολλές φορές – αλλά παραμελήθηκε – από την αρχή κιόλας των μεγάλων απεργιών τα χρονιά του ’70. Ξαναεμφανίστηκε σαν επιταχτική ανάγκη μεταξύ του Φλεβάρη και Σεπτέμβρη του ’77 όταν η πρωτοβουλία του K.O.R. (επιτροπή άμυνας των εργατών) βρισκόταν στη φάση της ανάπτυξης της με επιτυχίες μεγάλης σημασίας.
Ομάδες εργατών παίρνοντας επαφή με την KΟR κατά την διάρκεια της καμπάνιας για την απελευθέρωση των συλληφθέντων εργατών στο RADΟM και την URSUS, μετά τις απεργίες του Ιούνη του ’76 πρότειναν με διάφορες μορφές να πλατύνουν την πλατφόρμα της επιτροπής από τα θέματα της νόμιμης άμυνας σ’ εκείνα της εργατικής οργάνωσης. Έτσι πήρε σάρκα και οστά, κάτω από την πίεση των εργατών το σχέδιο ενός οργανωτικού δικτύου που γεννήθηκε και στήθηκε στα εργοστάσια γύρω από την εφημερίδα, με σημείο αναφοράς την πληροφόρηση πάνω στην κατάσταση και τις συνθήκες ζωής των εργατών.
Εκείvoι που μοίραζαν την εφημερίδα καθώς και οι ανταποκριτές κατά εργοστάσιο ή εργοστασιακό τμήμα λειτουργούσαν φυσικά, σαν οι κόμποι ενός οργανωτικού δικτύου, αν και τυπικά δεν ήταν οργανωμένοι· ήταν ωστόσο αδύνατο να εξοντωθούν και μπορούσαν να εισδύσουν σ’ όλες τις πτυχές του εργοστάσιου και να ξεφύγουν από τη λύσσα και τη μανία των γραφειοκρατών του κόμματος και των μανατζερς των εργοστάσιων.
Οι εσωτερικές μεταπτώσεις και περιπέτειες της KΟR εμπόδισαν να συγκεκριμενοποιηθεί αυτή η πρωτοβουλία μέχρι τον Οκτώβρη του ’77, όταν ήδη άρχισε να χάνεται ένα πλατύ ρεύμα εργατικών επαφών από ανικανότητα να προωθηθούν και να αξιοποιηθούν προς μία κατεύθυνση.
Όμως παρ’ολα αυτά έμειναν αρκετά σταθερές οι επαφές με τις εργατικές ομάδες στο RADΟM και στην SLESIA. Και γύρω απ’ αυτές τον Οκτώβρη του ’77 γεννήθηκε η εφημερίδα “ROBOTNIK” (που σημαίνει εργάτης). Η σύνταξη απαρτιζόταν στην αρχή από 4 εργάτες, έναν μηχανικό, και 5 διανοουμένους.
Στο πρώτο νούμερο τα άρθρα ήταν ανώνυμα. Με το δεύτερο όμως αρχίσαμε να υπογραφούμε τα άρθρα, και όχι μόνο αυτό αλλά να δίνουμε ονόματα και διευθύνσεις ανταποκριτών στα εργοστάσια.
Η εφημερίδα που είχε στην αρχή ένα τιράζ δέκα χιλιάδες φύλλα σαν μηνιαία έκδοση, διαδίδονταν χέρι με χέρι από τους εργάτες, που χρησιμοποιούσαν τις προσωπικές τους γνωριμίες. Σήμερα που το τιράζ είναι εικοσιπέντε χιλιάδες φύλλα και η έκδοση δισεβδομαδιαία, η διάδοση της ξεπέρασε το χειροτεχνικό της στάδιο. Οι εφημερίδες αφήνονται συστηματικά σε πακέτα στην είσοδο των εργοστάσιων και οι εργάτες τις παίρνουν μπαίνοντας. Άλλες φορές στο εσωτερικό των τμημάτων χρησιμοποιούνται. τα ίδια τα κλαρί των εμπορευμάτων, για να μοιραστεί η εφημερίδα μεταξύ των εργατών. Πάρα πολύ συχνά δε, ειδικά στη SLESIA, το μοίρασμα της εφημερίδας γίνεται μπροστά στις πόρτες των εργοστάσιων από φοιτητές και εργάτες που απολύθηκαν για πολιτικούς λόγους.
Οι αρχές προσπάθησαν πολλές φορές και με πολλούς τρόπους να εμποδίσουν και να σταματήσουν την κυκλοφορία της εργατικής εφημερίδας. Στη πραγματικότητα όμως η καταπιεστική παρέμβαση είχε διαφορετικό χαραχτήρα σε διαφορετικές περιοχές της χώρας. Πολλές φορές μάλιστα είδαμε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ενός κι άλλου εργοστάσιου σε ίδια πόλη. Από έλλειψη μιας καθορισμένης δεσμευτικής γραμμής από μέρους της κυβέρνησης, η καταπίεση είναι έτσι διαρθρωμένη που διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με τα ειδικά χαραχτηριστικά της. Δηλαδή, κατ’ αρχήν από την δύναμη που έχει το κίνημα στα εργοστάσια καθώς και από τις πολιτικές ομάδες που βρίσκονται στις τοπικές διοικήσεις του κόμματος και των αποκεντρωμένων οργάνων του κράτους. Παίρνοντας ορισμένα παραδείγματα θα δούμε στην CRACOVIA αυτοί που μοιράζουν απ’ τα έξω την εφημερίδα, συλλαμβάνονται συστηματικά και κρατούνται για καμία ώρα. Στο LODZ η αστυνομία παρεμβαίνει αιφνιδιαστικά, αλλά όλες τις φορές που σταμάτησε κάποιον, τον συνέλαβε και τον πήγε μπροστά στους δικαστές, οι οποίοι, ως συνήθως, τον καταδίκασαν σε ένα χρόνο φυλακή. Στην VARSOVIA και το DANZIG όσον αφορά τα ναυπηγεία, τον ρόλο της καταπίεσης τον έχει αναλάβει το ίδιο το επιτελείο των διευθυντών του εργοστασίου, που απολύει τους εργάτες που συλλαμβάνει να μοιράζουν ή και να διαβάζουν μόνο την “ROBOTNIK”. Όλο αυτό μοιάζει να δείχνει πως η επιλογή αυτή των αρχών είναι να δοκιμάζει “εκατό τύπους καταπίεσης” διαφορετικούς, ώστε να συσσωρεύσει αρκετά στοιχεία για να κατανοήσει την δύναμη του κινήματος, την ριζοσπαστικοποίηση του, την δυνατότητα να το προσαρμόσει και να το χωνέψει, καθώς και την αντίσταση του στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Όπως και νάχει, στη θέση μιας σκληρής και αδιάλλακτης καταπίεσης στρατιωτικού τύπου που υπήρχε εδώ κι ένα χρόνο, μπήκε ένα είδος “λιγώτερο αδιάλλακτης καταπίεσης”.
Η εφημερίδα που βγαίνει μόνο με δυο σελίδες είναι δομημένη γύρω από ειδήσεις των εργοστασίων ή γενικά πληροφόρηση πάνω στις συνθήκες δουλιάς. Η γλώσσα που γράφεται είναι θεληματικά διαφορετική από εκείνη του παραδοσιακού εργατικού κινήματος, για το λόγο ότι αυτή η γλώσσα είναι για μας το “σήμα κατατεθέν” του καθεστώτος. Επιπλέον, κατά τη γνώμη μας αυτή η γλώσσα έχει ήδη μετατραπεί σε ένα τύπο με φτωχό περιεχόμενο πληροφόρησης και υπενθυμίζει άθλιες εικόνες.
Συχνά στην εφημερίδα υπάρχει ένα γενικό άρθρο που πιάνει ορισμένες απόψεις ή θέματα ή και συνθήματα γενικής σημασίας για πολωνούς εργάτες. Παράδειγμα, σε παλιότερα νούμερα υπήρχαν στοιχεία για την πολιτική δημοκρατία και την οικονομική δημοκρατία, για το πρόβλημα έλλειψης ειδών στις πωλήσεις των εργοστασίων καθώς και στα καταστήματα τροφίμων πρώτης ανάγκης (κρέας, βούτυρο κλπ.), πάνω στο θέμα της αυτοοργάνωσης των εργατών έξω από τα κυβερνητικά συνδικάτα, πάνω στην “περιορισμένη κυριαρχία” που βαραίνει τη χώρα μας, σαν απόρροια των δεσμών με το σοβιετικό καθεστώς. Στο τελευταίο νούμερο, το κύριο άρθρο ήταν αφιερωμένο στην 60η επέτειο της εθνικής ανεξαρτησίας.
Ήδη από το ξεκίνημα της η εφημερίδα προκάλεσε ζωηρή συζήτηση στις εργατικές πρωτοπορείες, πάνω στα βασικά ζητήματα με τα οποία καταπιάνονταν αλλά και ειδικώτερα πάνω στη διαδικασία και τα στάδια ανάπτυξης μιας εργατικής αυτόνομης οργάνωσης. Αυτή η συζήτηση παράλληλα διαπέρασε και διαίρεσε την ίδια τη συνταχτική επιτροπή. Οι αντιλήψεις που αντιπαρατέθηκαν και συνεχίζουν να αντιπαρατίθενται είναι ουσιαστικά δύο: Η πρώτη, που έχει γενικά σαν σημείο αναφοράς τις εμπειρίες των ισπανικών εργατικών επιτροπών, επιμένει στον κοινωνικό χαραχτήρα της εργατικής οργάνωσης, στα αυτόνομα χαραχτηριστικά της, στην ικανότητά της να εκφράζει πέρα από κάθε ιδεολογικοπολιτική διάσταση, τις ανάγκες, τις ελπίδες και τα προβλήματα των εργαζομένων.
Η άλλη αντίληψη ξαναδένεται με την παραδοσιακή θεματική των εργατικών συμβουλίων, θεματική που στην Πολωνία έχει μακριά κι όχι πάντα λαμπρή ιστορία και που κατά τη γνώμη μου βρήκε το οριστικό της τέλος στην προσπάθεια που διάρκεσε κανά χρόνο, μέσα στο κύμα του ενθουσιασμού του “56”, να χτιστεί στο εργοστάσιο μια δημοκρατία βάσης μέσα απ’ τα συμβούλια διαχείρισης. Ήδη ξέρουμε πως τελείωσε αυτή η ιστορία. Τα συμβούλια έχασαν πολύ γρήγορα κάθε συγκεκριμένο εργατικό περιεχόμενο και επέζησαν σαν φαντάσματα-σκιές, κενοί μηχανισμοί συγκατάθεσης στην πολιτική του καθεστώτος.
Στην πραγματικότητα σε βάρος της θεματικής των συμβουλίων διαχείρισης βαρύνουν, έκτος από το εφιαλτικό παρελθόν κι άλλοι παράγοντες. Κατ’ αρχήν η προσπάθεια να σχηματιστούν σαν όργανα πολιτικής εξουσίας, χωρίς να υπάρχουν οι συνθήκες για άσκηση εξουσίας. Κατά δεύτερο, η ίδια η σύνθεση της πολωνικής εργατικής τάξης που – όπως θα δούμε με συντομία πιο κάτω– είναι στην πλειοψηφία της σχηματισμένη πρόσφατα και προέρχεται από την αγροτιά. Χωρίς λοιπόν καμία επαγγελματική παράδοση και κουλτούρα που νάχει στη βάση της εξάσκησης μιας ειδικότητας που να την κάνει ικανή να αξιοποιήσει πολιτικά όργανα σαν τα συμβούλια διαχείρισης, οι εργατικές πρωτοπορείες δεν εμπιστεύονται ιδιαίτερα την συμβουλιακη κατεύθυνση. Μεταξύ τους επικρατεί αρκετά καθαρά η ιδέα της οργάνωσης, πιο πολύ όμως σαν άμυνα απέναντι στην εξουσία, παρά σαν πάρσιμο ή διαχείριση της εξουσίας.
Οι ίδιες οι απεργιακές επιτροπές που εκλέχτηκαν από τους εργάτες κατά τη διαρκεί α του μεγάλου αγώνα τον χειμώνα του `70, δεν ξαναβγήκαν τον Ιούνη του ’76. Ήταν πολύ εύκολο για το καθεστώς να διαχωρίσει τα στελέχη της εξέγερσης, να τα απομονώσει, να τα παρακολουθεί και ν’ αποκεφαλίσει τον αγώνα. Στα εργοστάσια επικρατεί μια μαζική γραμμή που περιστρέφεται γύρω από το αυθόρμητο και τον άτυπο οργανωτικό χαρακτήρα . Από πολλές πλευρές, μπορεί να πει κανείς ότι στο επίπεδο των εργατών στην Πολωνία, ζούμε όπως σε μια προσοσιαλιστικη εποχή. Γεννιέται ένα εργατικό κίνημα που πέταξε από πάνω του το κομμουνιστικό παρελθόν, ψάχνει να βρει τη δική του ταυτότητα, πειραματίζεται με τις δικές του μορφές οργάνωσης, μετρά πάντα τη δική του δράση με μεγάλη σύνεση για ν’ αποφύγει τον κίνδυνο να μη καθυστερήσουν ή ακόμα και εκμηδενιστούν από την αντίδραση του εχθρού τα πρώτα υπόγεια δίκτυα επικοινωνίας κι αγώνα που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρονιά στα πολωνικά εργοστάσια.
Αποφασιστικής σημασίας για να πλατύνει και να δυναμώσει αυτό το δίκτυο φαίνεται να’ναι η διασύνδεση των επιπέδων του κινήματος έτσι ώστε να καθορίζονται στόχοι και μορφές αγώνα σε σχέση με τη συγκεκριμένη ανάπτυξη του κινήματος εργοστάσιο με εργοστάσιο. Το ζήτημα των εργατικών επιτροπών είναι συναφές μ’ αυτή την προοπτική, γιατί προτείνει μια μορφή οργάνωσης που να μπορεί να προσαρμόζεται από περιοχή σε περιοχή στον εργατικό αυθορμητισμό.
Η “ROBOTNIK” λειτουργεί μ’ αυτή την έννοια σαν φύλλο αγκιτατσιας, χρησιμεύει για να προωθεί άλλες πρωτοβουλίες σε σχέση με τα αιτήματα στο εργοστάσιο, να βοηθάει τη γέννηση κι άλλων εργατικών εφημερίδων και ειδικά εφημερίδων κατά εργοστάσιο και κατά περιοχή. Σ’ αυτό το επίπεδο, ένα πρώτο θετικό αποτέλεσμα υπήρξε στο Νταντσιχ, με την εμφάνιση εδώ κι ένα μήνα μιας εργατικής εφημερίδας που καταπιάνεται με τα προβλήματα των εργοστασίων της βαλτικής ακτής.
Ένα άλλο θέμα που η σύνταξη της “ROBOTNIK” δίνει ιδιαίτερη προσοχή είναι εκείνο της μείωσης των ωρών δουλιάς με διατήρηση του μισθού. Για να καταλάβουμε τη σπουδαιότητα αυτού του θέματος χρειάζεται να θυμίσουμε ότι στην Πολωνία οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν πολύ τις υπερωρίες. Έτσι το επίσημο εβδομαδιαίο ωράριο των 46 ωρών που αντιστοιχεί σ’ ένα μέσο εβδομαδιαίο μισθό 110 ζλοτυ (περίπου 1.500 δρχ.) πάνω στον οποίο στην πραγματικότητα προστίθεται ο έμμεσος μισθός από μια σειρά βοηθητικές υπηρεσίες δωρεάν ή ημιδωρεάν, φτάνει στο σημείο να’χει μια λειτουργία καθαρά ενδεικτική. Το επίσημο ωράριο, είναι πραγματικό ωράριο μόνο ελάχιστες εβδομάδες το χρόνο. Στην παραγωγή μετάλλου π.χ. δουλεύουν ακόμα και 58 ώρες τη βδομάδα και στον τομέα των μεταφορών, η επιχείρηση GLIVICE τον Δεκέμβρη του ’78 έφτασε στις 300 ώρες δουλιάς για κάθε εργάτη.
Ανάμεσα στις εργατικές πρωτοπορείες, ωριμάζει το αίτημα για τις 40 ώρες δουλειά τη βδομάδα, πληρωμένες 46. Φυσικά κανείς δεν ελπίζει σε μια άμεση επιτυχία, αλλά η μείωση των ωρών δουλειάς φαίνεται να’ναι η λεωφόρος για ν’ αντιμετωπιστεί όχι μόνο η απάνθρωπη πολύωρη μέρα δουλειάς αλλά και τα επακόλουθα θα φάνουν μετά από κανά χρόνο, μετά από τη μείωση της ζήτησης εργατικών χεριών που προβλέπει το νέο οικονομικό πλάνο.
Παράλληλα, στο θέμα της μείωσης των ωρών δουλειάς, μεγάλη σπουδαιότητα έχει το πρόβλημα της μείωσης της “νόρμας”, δηλαδή της παραγωγικότητας που δένεται με το καταπληκτικό ξάπλωμα της δουλειάς με το κομμάτι, καθώς κι όλο το ζήτημα του εφοδιασμού της παραγωγής του εργοστάσιου. Ήδη πολύ συχνά δεν βρίσκονται τ’ αγαθά πρώτης ανάγκης ή τουλάχιστον εκείνα που έχουν σταθερές τιμές, γι’ αυτό κι ο εργάτης είναι υποχρεωμένος να βρει τα εμπορεύματα στη μαύρη αγορά ή να προμηθευτεί αντίστοιχα προϊόντα που δεν βρίσκονται στον επίσημο τιμαριθμικό κατάλογο πρώτων αναγκών που έχει καθορίσει το κράτος με σταθερές τιμές, μ’ αποτέλεσμα οι τιμές να είναι ανεβασμένες. Μ’ αφορμή αυτό αξίζει να θυμηθούμε ότι η εξέγερση του ’70 κι οι μεγάλες απεργίες του ’76, γεννήθηκαν γύρω από το πρόβλημα της έλλειψης αγαθών πρώτης ανάγκης και των τιμών τους.
Οι εργάτες, οι πιο ευαίσθητοι στα γενικά θέματα των συνθηκών της εργατικής τάξης άρα και της δραστηριότητας της εφημερίδας “ROBOTNIK”, είναι γενικά οι ίδιοι που δυναμικά μπορούν να γίνουν μέλη της κομμουνιστικής οργάνωσης του εργοστάσιου ή των καθολικών ενώσεων.
Πολύ συχνά, η σύνταξη διατηρεί τις στενώτερες και συστηματικώτερες πολιτικές επαφές της με κομμουνιστικά στελέχη. Αυτά εξασκούν σχεδόν πάντα ένα ρόλο πρωτοπορείας στα εργοστάσια και, παρ’ ότι ανήκουν στο Ρ.Ο.U.Ρ (στο κόμμα), έχουν ένα σημαντικό κύρος μεταξύ των εργατών. Έχουν πάρει στα σοβαρά την επίσημη ιδεολογία που φαντάζεται την εργατική τάξη σαν τάξη ηγεμονική, μ’ ένα δικαίωμα-καθήκον στην άσκηση της εξουσίας. Φυσικά όλ’ αυτό, κάνει τα κομμουνιστικά στελέχη να ταυτίζονται πέρα απ’ όλα, με την τύχη της επιχείρησης – ανάπτυξη, παραγωγικές επιτυχίες, κλπ., και για όλα αυτά να δικαιώνουν την πολιτική που κάνουν. Παρ’ όλα αυτά, επειδή ακριβώς είναι ένα πολιτικό εργατικό στρώμμα που’χει βγει αυθόρμητα – δεν μπήκαν στο εργοστάσιο γιατί ήταν κομμουνιστές, αλλά έγιναν κομμουνιστές στο εργοστάσιο – οι επιθυμίες και τα βάσανα, προβλήματα της δουλείας που τα μοιράζονται μαζί με τους άλλους εργάτες, επιδράν πάνω τους και τους επιρρεάζουν βαθειά. Κατά κάποιο τρόπο, επειδή είναι φυσικοί “αρχηγοί” μέσα στους εργάτες, είναι υποχρεωμένοι να πρωτοστατούν και να τους εκπροσωπούν. Ανάλογο ρόλο παίζουν κι οι εργάτες που δουλεύουν στις ενώσεις των καθολικών, όπου σε πολλές περιπτώσεις βρίσκουν από την θρησκευτική τους εμπειρία ένα ιδεολογικό όπλο για να κριτικάρουν και ν’ αντιπαραθέσουν μια αυτόνομη κουλτούρα στο καθεστώς και στους διευθυντές του εργοστάσιου. Εξ άλλου, δεν είναι πια σπάνια η περίπτωση όπου η συμμετοχή των εργατών στο P.O.U.P να συνδυάζεται και με συμμετοχή σε θρησκευτικές οργανώσεις.
Αυτή η “εργατική μαζική πρωτοπορεία” που συνοπτικά περιγράψαμε, αποτελεί το 10- 15% των εργαζόμενων στην βιομηχανία. Το υπόλοιπο, η πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού, είναι ακόμα συνθλιμμένο από την αγροτική καταγωγή του. Πρόκειται για εργάτες που μεταναστεύσαν πρόσφατα από αγροτικές περιοχές. Στην καλύτερη περίπτωση, βρίσκονται στη δεύτερη γένια του εργοστασίου, αλλά συχνά βρισκόμαστε ακόμη στην ανάμικτη φιγούρα του εργατο-αγρότη: δηλαδή του εργάτη που ολοκληρώνει το μισθό καλλιεργώντας τη γη.
Αυτοί οι εργάτες, με δεδομένη την πρόσφατη ιστορία της χώρας, δεν έχουν καμμιά συνδικαλιστική εμπειρία ή ακόμα πιο απλά, κι από στοιχειώδη οργάνωση στη βάση στοιχειωδών αναγκών όπως υπάρχουν στη Δύση (εργατικές ασφαλίσεις κλπ). Δουλεύοντας λοιπόν σαν εργάτες γραμμής σε παραγωγικούς κύκλους (αλυσσίδα) με μοντέρνα τεχνολογία, δεν κουβαλάνε στις πλάτες τους καμμιά επαγγελματική παράδοση, ούτε μπορούν ν’ αποκτήσουν ώστε να γεννήσουν μια νέα οντότητα και μια επαγγελματική φιγούρα. Η σχέση τους με τη δουλεία είναι βασισμένη αποκλειστικά στην ανάγκη του μισθού. Η κοινωνική τους συλλογική οντότητα, και η δυνατότητα για κοινωνική επικοινωνία βρίσκονται έξω από το εργοστάσιο, στις παραδόσεις του αγροτικού τους κόσμου απ’ όπου προέρχονται.
Είναι φυσικό λοιπόν, η κοινή βάση της κουλτούρας τους, πολύ συχνά μάλιστα η κουλτούρα τους συνολικά, να βρίσκεται γύρω από την καθολική θρησκεία. Η εκκλησία, η ενορία, είναι το κοινό τους κέντρο συχνά το μοναδικό μέρος κοινωνικοποίησης τους, καθόλου από τα έξω, αλλά προσαρμοσμένο στις δικές τους ανάγκες ανταλλαγής και επικοινωνίας.
Έτσι εξηγείται όχι μόνο η “Πολωνική ανωμαλία” – το καθεστώς εγκατέλειψε στη δεκαετία του ’50, την προσπάθεια να εξαλείψει την καθολική εκκλησία σαν ένα δίκτυο ενωτικό και ανεξάρτητο, και σήμερα ανέχεται την ανάπτυξη της και το δυνάμωμα της, προσπαθώντας μόνο ν’ αποσπάσει κέρδη – αλλά και η εξαιρετική προσοχή που όλες οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης και οι ίδιες εργατικές πρωτοπορείες, αφιερώνουν στον πολωνικό καθολικισμό.
Κατά βάθος οι εκκλησίες είναι οι μοναδικοί δημόσιοι χώροι που οι εργάτες και οι αγρότες της Πολωνίας θα’ταν διατεθειμένοι να υπερασπίσουν μ’ οποιοδήποτε τρόπο. Μάλιστα μπορεί κάνεις να στοιχηματίσει ότι η επερχόμενη άφιξη του Πάπα στην Πολωνία, θα είναι ευκαιρία για μια μεγάλη μαζική εκδήλωση ενάντια στο καθεστώς, όπως συνέβη με τον Χομεϊνί στο Ιράν.
Όλα αυτά φυσικά, έχουν μια βαθιά επιρροή στην κοινή συμπεριφορά της εργατικής τάξης. Η ψυχή της αγροτιάς βαραίνει πάνω στην πολωνική εμπειρία σαν μια αρρώστεια της καρδιάς. Οι αγώνες ανάβουν ξαφνικά μετά από μακρές περιόδους παθητικότητας και παίρνουν ταχύτατα, τα χαρακτηριστικά της αγροτικής εξέγερσης – ερήμωση, καταστροφή κ’ φωτιές, όλα δείχνουν κάθε φορά να σπρώχνουν προς μια απρόβλεπτη εξέγερση, όχι προκαθορισμένη.
Η υπομονετική, ανατρεπτική πρακτική που μέρα με τη μέρα συσσωρεύει τον ανταγωνισμό και τον ακονίζει με μεγάλη καθαρότητα, μέσα από τη σύγκρουση στα τμήματα παραγωγής μέσω του σαμποτάζ, είναι στην ουσία, άγνωστα στην Πολωνία.
Γι’ αυτό και η εργατική εξέγερση δημιουργεί ηγέτες σα τον Μπαλούκα, ήδη γνωστό όπως μου λένε στην Δύση, προσωπικότητα στην οποία, η πολιτική ευφυΐα και ο δυναμισμός συμβαδίζουν με εξαιρετική διαθεσιμότητα για οποιονδήποτε τυχοδιωκτισμό: έτσι, αν αφαιρέσει κανείς την αγροτική του προέλευση που αποτέλεσε τη βάση για να γίνει ένας πολιτικός πόλος, δεν μένει παρά ένας ξεριζωμένος, ένας μικρός εξόριστος παπα-Γκαμπόν.
Η εμπειρία των πολωνών εργατών είναι εντελώς ξένη με τους μεγάλους κύκλους των αγώνων της Δύσης, κι όχι μόνο γιατί το δυτικό εργατικό κίνημα απόφυγε οποιαδήποτε σχέση, έστω και σαν συμπαράσταση, αλλά και γιατί στα μάτια των πολωνών εργατο-αγροτών, η Δύση, με τον μυθικό της πλούτο και τη διαδεδομένη διαφθορά της, η Δύση όπου η ευημερία πληρώνεται με την ανασφάλεια, την ανωνυμία και τους σκληρούς ρυθμούς παραγωγής είναι ένα είδος Ελντοράντο, που είναι περισσότερο ξένο, παρά εχθρικό. Εξ άλλου, το μοναδικό διεθνές αίσθημα που είναι ξαπλωμένο στους πολωνούς εργάτες, είναι το μίσος για τον Ρώσο: σαν ξένος δεσπότης, ο σοβιετικός είναι πάνω απ’ όλα ένας ρώσος. Και η αδιάκοπη αλληλεγγύη κι προσοχή για τους Τσεχοσλοβάκους και Ούγγρους εργάτες έχει τη ρίζα της στην κοινή αντίθεση που φαντάζονται ότι υπάρχει με την σοβιετική αυτοκρατορία. Έτσι οι πολωνοί εργάτες ζουν, παλεύουν, χάνουν ή κερδίζουν σ’ έναν κόσμο απομονωμένο, δεν έχουν συμμάχους.
Κατά βάθος, η φωνή της Δύσης μοιάζει γι’ αυτούς με τη φωνή του Ρ.Ε.Ε. – ολ’ αυτά τα χρονιά η μοναδική βοήθεια ήρθε από τις εκπομπές στα πολωνικά του Ραδιοφώνου της Ελεύθερης Ευρώπης – εκπομπές που καλύπτουν εν μέρει την άβυσσο της αποπληροφόρησης που κάνει το καθεστώς. Πληροφορίες που μερικές φορές είναι ανακριβείς, αλλά ποτέ ψεύτικες. Γεγονός που, σ’ ένα κόσμο όπου το ψέμμα είναι ο κανόνας, δημιούργησε μια μαζική εμπιστοσύνη γι’ αυτές τις εκπομπές, παρά τη γνώση πως ο πομπός διευθύνεται από τις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες.
Δεκεμβρης’78
Σημείωση για την Πολωνική Οικονομία
Η Πολωνία είναι μια χώρα 35 εκατομμυρίων, που μέσα στα τελευταία χρόνια μεταβλήθηκε από αγροτική σε βιομηχανική. Από το 1950 ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας ήταν το 1951-55 8,6% το χρόνο, το 1956-60 6,5%, το 61-65 6,2%» και το 66-70 6,0%. Ταυτόχρονα με την επιβράδυνση του ρυθμού στην δεκαετία του 60 παρατηρήθηκε στασιμότητα στο ρυθμό ανάπτυξης της παραγωγικότητας, και οι εργατικοί μισθοί έμεναν στάσιμοι για ολόκληρη τη δεκαετία. Η οικονομική “μεταρρύθμιση” που πραγματοποίησε η κυβέρνηση Γκομούλκα από το 56 και μετά με την “αποκατάσταση” της αγροτικής μικροιδιοκτησίας και την “απελευθέρωση” του εμπόριου προκάλεσε τελικά έντονες αυξητικές (τάσεις στις τιμές ειδών πρώτης ανάγκης. Το αποτέλεσμα ήταν η εργατική εξέγερση του 70 πού προκάλεσε την πτώση (της κυβέρνησης Γκομούλκα και την άνοδο της “τεχνοκρατικής” ομάδας Γκέρεκ.
Η κυβέρνηση Γκέρεκ ακολούθησε μια διπλή πολιτική στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 70. Από την μια αύξηση των εργατικών εισοδημάτων και από την άλλη μια νέα φάση “άγριας” βιομηχανοποίησης. Αυτή η πολιτική οδήγησε το ποσοστό των επενδύσεων από 25% του συνόλου, που ήταν μέχρι το 70 σε 38%(!),ποσοστό ανώτερο και από της Ιαπωνίας. Για 5 χρόνια το εθνικό εισόδημα αυξάνονταν κατά μέσο όρο 12% το χρόνο, οι πραγματικοί μισθοί 7°/ο και η συνολική κατανάλωση 9,2%. Όμως μια τέτοια διπλή πολιτική ήταν από τη φύση της αντιφατική. Γι’ αυτό στηρίχτηκε σε μεγάλη κλίμακα στον εξωτερικό δανεισμό, και βασικά σε μικροπρόθεσμες εμπορικές πιστώσεις, όπως και σε μια τεράστια ανάπτυξη των εμπορικών ανταλλαγών με τη Δύση, που έφτασαν σχεδόν στο 45% του συνόλου. Το αποτέλεσμα ήταν η επιδείνωση του εμπορικού ισοζύγιου και αύξηση του δανεισμού πού έφτασε τα 14-15 δισεκ. δολλάρια το 1979. Επακόλουθο αυτής της πολιτικής ήταν και η αύξηση του πληθωρισμού.
Η προσπάθεια “εξυγίανσης” που δοκίμασε το 1976 η κυβέρνηση Γκέρεκ, με την άνοδο των τιμών και το μπλοκάρισμα των μισθών, συνάντησε και πάλι την εργατική αντίσταση με την εξέγερση του Ράντομ και του Ούρσους. Και έτσι το “Πολωνικό θαύμα” όπως έσπευσαν να το αποκαλέσουν οι Δυτικοί, δεν διάρκεσε πάνω από 5 (χρόνια και μπήκε σε κρίση. Ήδη το 1976 ο ρυθμός ανάπτυξης έπεσε στο 7,1 % και το 1979 που προβλέπονταν 2,8% το πιθανώτερο είναι πως θα υπάρξει απόλυτη στασιμότητα, δεδομένου ότι στους 6 πρώτους μήνες του χρόνου έφτασε μόνο το 0,6% ενώ προβλέπονταν 5,0%. Για το ίδιο εξάμηνο οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 14% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Έτσι αρχίζει σταδιακά από το 76 και μετά μια εποχή “λιτότητας”. Όμως ο πληθωρισμός ανεβαίνει διαρκώς, και το 1978 έφτασε στο ρεκόρ του 8,5 στα εκατό, που αποτελεί τεράστιο ποσοστό για ανατολική χώρα, και που είναι μόνο το επίσημο ποσοστό πληθωρισμού. Ταυτόχρονα η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους έφτασε τα 4 δισεκ. δολλάρια που αντιπροσωπεύουν το ΜΙΣΟ των εξαγωγών(!) Έτσι η αντίσταση της εργατικής τάξης εμποδίζοντας την κρατική αστική τάξη να φορτώσει στο σύνολό της την κρίση στους εργάτες, έσπρωξε σε κρίση την οικονομία.
Η προσπάθεια να αντιμετωπιστεί αυτή η κρίση με τη μείωση των εισαγωγών, με τον πληθωρισμό κλπ. οδηγεί σε πάρα πέρα επιδείνωση της οικονομίας. Πολλά εργοστάσια μένουν ακινητοποιημένα εξ’ αιτίας της έλλειψης ανταλλακτικών, που επρόκειτο να εισαχθούν και μετά τα μέτρα λιτότητας δεν εισάγονται.
Πάντως για να μπορέσει αυτή η πολιτική να πετύχει και να αυξηθεί η “ανταγωνιστικότητα” της Πολωνικής οικονομίας σε σχέση με το εξωτερικό, θα πρέπει να αυξηθεί η “παραγωγικότητα. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει σήμερα με την ανανέωση του βιομηχανικού εξοπλισμού, όπως έγινε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 70. Σήμερα το βάρος αυτής της παραγωγικής “προσπάθειας” πρέπει να πέσει στην εργατική τάξη να μειωθεί το απασχολούμενο προσωπικό, να αυξηθούν οι ρυθμοί δουλείας, και η “αποδοτικότητα”. Να πέσει το πραγματικό εισόδημα των εργατών μέσω του πληθωρισμού, εισόδημα που τα τελευταία χρόνια μένει απλά στάσιμο. Όμως αυτό σημαίνει απέναντι σε ένα υπαρκτό εργατικό κίνημα, πάρα πέρα ανάπτυξη της αντίθεσης με την εργατική τάξη.
Οι πολιτικές οργανώσεις
Το KOR (Επιτροπή για την Υπεράσπιση των Εργατών) δημιουργήθηκε στις 27 Σεπτέμβρη του 1796, με στόχο τη δημόσια κινητοποίηση για την αποφυλάκιση των εργατών που πιάστηκαν στη διάρκεια των απεργιών του Ιούνη, στο Ούρσους και το Ράντομ. Η σύνθεση του KOR (που αρχικά αποτελούνταν από 14 μέλη) αντανακλούσε και συνεχίζει να αντανακλά τη διαφορετική προέλευση των ομάδων της αντιπολίτευσης. Ανάμεσα στα μέλη του βρίσκονταν ο Εντουαρντ Λιπίνσκι, 80 χρονών, γνωστός οικονομολόγος, μέλος, πριν από τον πόλεμο, του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος Αντόνι Πάζντακ, 76 χρονών, ένας από τους δικηγόρους υπερασπιστές των πολωνών ηγετών που δικάστηκαν στη Μόσχα το 1945∙ ο Γιαν Λίπσκι, 52 χρονών, ιστορικός της φιλολογίας και παρτιζάνος ηγέτης στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής.
Όμως η πιο σημαντική ομάδα προέρχεται από τη γενιά του 68. Οι σπουδαιότεροι ηγέτες του φοιτητικού κινήματος, που ήταν ήδη μέλη των νεολαιίστικων κομμουνιστικών οργανώσεων, και που η ηλικία τους είναι ανάμεσα στα 30 και τα 40, συσπειρώθηκαν στο KΟR και αποτέλεσαν την κυριότερη δύναμή του. Ο Γιάσεκ Κούρφον με έξη χρόνια φυλακή, και ο Ανταμ Μίσνικ, με δύο χρόνια φυλακή, είναι οι δύο πιο γνωστές προσωπικότητες στη Δύση. Αλλά ένα όμοια σημαντικό ρόλο παίζουν ο ιστορικός Αντόνι Μάσιεζιέφκς καθώς και ένας νέος μηχανικός που ωρίμασε μέσα από την εμπειρία της φυλακής και τη δουλειά σαν εργάτης στο εργοστάσιο, ο Γιάν Λίτίνσκι! Δίπλα τους κινείται και μια νεότερη γενιά που προέρχεται βασικά από τις καθολικές οργανώσεις. Μερικοί από τους ηγέτες του 68 θεωρούν τον εαυτό τους κριτικό μαρξιστή και αναφέρονται στις δυτικές πολιτικές εμπειρίες (σοσιαλδημοκρατία, ευρωκομμουνισμός, αυτόνομα αντιαυταρχικά κινήματα, νέα αριστερά). Άλλοι έχουν θέσεις ριζοσπαστικού καθολικισμού∙ και τέλος, άλλοι αναφέρονται στη φιλελεύθερο-δημοκρατική παράδοση.
Το όργανο του KΟR είναι ένα πολυγραφημένο πληροφοριακό δελτίο στο οποίο δημοσιεύονται όλες οι ανακοινώσεις.
Το καθεστώς, παρ’ όλο που επιτέθηκε στα μέλη του KΟR σαν “όργανα του δυτικού ιμπεριαλισμού και της ντόπιας αντίδρασης”, υποχρεώθηκε, την άνοιξη του 77, να απελευθερώσει όλους τους κρατούμενους εργάτες, αμέσως μετά τις διαδηλώσεις για τη σκοτεινή δολοφονία ενός φοιτητή της Κρακοβίας, οπαδού του KΟR.
Μετά απ’ αυτή την επιτυχία, η επιρροή του KΟR διευρύνθηκε σε τεράστια κλίμακα και το πεδίο παρέμβασής του επεκτάθηκε από την υπεράσπιση των διωκόμενων εργατών στη γενική θεματολογία των πολιτικών δικαιωμάτων, της πολιτικής ελευθερίας, των προσπαθειών για την οργάνωση των κοινωνικών κινημάτων.
Έτσι, το KΟR πήρε μια νέα ονομασία: KSS (Επιτροπή Κοινωνικής Αυτοάμυνας). Τα μέλη του φτάνουν πια τα 39 και στο εσωτερικό του αναπτύχθηκε μια σημαντική διαφοροποίηση, βασικά σε σχέση με τις μορφές πάλης ενάντια στο καθεστώς. Μέσα απ’ αυτή τη διαφοροποίηση, δημιουργήθηκε, τον Οχτώβρη του 77, η πρώτη εργατική εφημερίδα, ROBOTNIK (Εργάτης), που τη διευθύνει ο Γιάν Λιτίνσκι, στην προοπτική της εργατικής αυτό-οργάνωσης.
Παράλληλα οργανώνονται ακαδημαϊκές παραδόσεις, έξω από τον έλεγχο του καθεστώτος. Αυτή η δραστηριότητα ονομάστηκε Κινητό Πανεπιστήμιο, από το όνομα μιας ανάλογης πρωτοβουλίας που είχε εμφανιστεί (στη Βαρσοβία στις αρχές του αιώνα στη διάρκεια της τσαρικής κατοχής.
Το KSS-KΟR αποτελεί σήμερα τη σημαντικότερη αντιπολιτευτική ομάδα ακολουθεί μία πολιτική ανάπτυξης και ριζώματος στον κοινωνικό ιστό και θεωρεί επικίνδυνη και αναγκαίο να αποφευχθεί η ριζοσπαστικοποίηση των μορφών πάλης κάτω από τις σημερινές συνθήκες..
Το Μάρτη του 77 ιδρύθηκε στη Βαρσοβία και το Λόμπζ το Κίνημα για την Υπεράσπιση των Ανθρώπινων και Πολιτικών Δικαιωμάτων (RΟPCIΟ), που αρχικά αποτελούνταν από 18 μέλη που ανάμεσά τους βρίσκονταν ένας παλιός στρατηγός της περιόδου του Πιλσούντζκι, ο Μπορούτα-Σπιέχοβιτς∙ ο ηγέτης του παλιού Χριστιανο-δημοκρατικού κόμματος, Σ. Καερορόβσκι· η δημοσιογράφος Λ. Μοκτσούλσκι· επίσης μια ομάδα νέων διανοουμένων, πού ήταν ήδη μέλη της παράνομης οργάνωσης RUCΗ, υπεύθυνης, στις αρχές της δεκαετίας του 70, για μια σειρά απόπειρες. Η προσωπικότητα με το μεγαλύτερο κύρος, μέσα σ’ αυτή την ομάδα είναι ο Αντρέϊ Κζούμα, που το καλοκαίρι του 78 υποχρέωσε το Μοκτσούλσκι να φύγει από το RΟPCIΟ και ανάλαβε οριστικά την ηγεσία του. Όργανο αυτής της ομάδας είναι η πολυγραφημένη εφημερίδα ΟΡΙΝΙΑ (Γνώμη). Οι πολιτικές δυνάμεις που συσπειρώνονται γύρω από το RΟPCIΟ είναι απόλυτα ξένες στις σοσιαλιστικές παραδόσεις και τη μαρξιστική κουλτούρα και αναφέρονται σ’ εκείνους τους πολιτικούς θεσμούς που είχε η Πολωνία στο μεσοπόλεμο. Κεντρικό θέμα στη δραστηριότητα αυτής της οργάνωσης είναι, εκτός από τα πολιτικά δικαιώματα και την υπεράσπιση των διωκόμενων από το καθεστώς, και εθνική ανεξαρτησία.
Ανάμεσα στο ΚSS-KOR και ROPCIO εξελίσσεται μια ανοιχτή πολεμική που αφοράει την ηγεμονία πάνω στο κίνημα της αντιπολίτευσης. Και φυσικά δεν παύουν να εκτοξεύονται από τη μια και την άλλη πλευρά κατηγορίες για συνεργασία με το καθεστώς. Το RΟPCIΟ κατηγορεί το KSS-K0R για τη μετριοπαθή και ρεαλιστική του πολιτική απέναντι στο καθεστώς .
Το KSS-KΟR, το RΟPCIΟ και πολυάριθμες καθολικές πολιτικές οργανώσεις, που είναι αδύνατο να απαριθμήσουμε εδώ, παρόλο που βρίσκονται στην παρανομία, έχουν μια δημόσια δράση, μέσα από γραφεία γνωστά και έντυπα με πλατιά κυκλοφορία.
Τέλος, το καλοκαίρι του 1977, εμφανίστηκε η σημαντικότερη από τις παράνομες ομάδες: η ΡΝΝ (Πολωνική, Ένωση Ανεξαρτησίας). Αυτή η οργάνωση παράγει ένα μεγάλο αριθμό από έντυπα που κυκλοφορούν παράνομα, στα οποία καταγγέλλονται οι παραβιάσεις, η διαφθορά και η βία της εξουσίας∙ προτείνονται μορφές οργάνωσης και πάλης τέτοιες πού να αποφεύγεται ο αστυνομικός έλεγχος∙ ζητούν από τον κόσμο να καταγγέλλει τις αυθαιρεσίες των υπεύθυνων του κόμματος. Αλλά η πιο σημαντική συνεισφορά του ΡΝΝ βρίσκεται στο ότι άνοιξε τη συζήτηση πάνω στην αναγκαιότητα της ένοπλης πάλης. Απέναντι στις ρεαλιστικές τοποθετήσεις του KSS-KΟR, πού επιμένουν πάνω στην αδυναμία, για λόγους εθνικούς και διεθνείς, οποιασδήποτε προσπάθειας πολιτικής εξέγερσης στη Πολωνία, το ΡΝΝ, αποδεχόμενο με περηφάνεια την παράδοση των αντι-ρώσικων εξεγέρσεων της Πολωνίας, υποστηρίζει πως η χώρα κατάχτησε έστω και μερικά την εθνική, της αξιοπρέπεια μόνο χάρη σε εκατό αποτυχημένες εξεγέρσεις (και όχι από τη σύνεση της REAX POLITIK Και μονάχα με την αποδοχή αυτής της κληρονομιάς, σα μια σημερινή πραχτική, είναι δυνατό, σύμφωνα με το ΡΝΝ, να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης της πολωνικής αντιπολίτευσης και των διεθνών διασυνδέσεων με όρους που να είναι προσαρμοσμένοι στο κεντρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Πολωνία. Η κατάχτηση της ελευθερίας δεν είναι εσωτερικό πρόβλημα: η λύση του περνάει μέσα από την ανατροπή μιας αυτοκρατορίας που είναι από τις πιο συγκεντρωμένες και εκτεταμένες της σύγχρονης ιστορίας, της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας.
ΜΠΑΣΑ ΓΚΙΝΖΜΠΟΥΡΓΚ
ΦΡΑΝΚΟ ΠΙΠΕΡΝΟ
Το κινητό πανεπιστήμιο
Το κινητό πανεπιστήμιο έχει ήδη σχεδόν 2 χρόνια ζωής.
Η πρωτοβουλία ξεκίνησε από μια ομάδα διανοουμένων, που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές, όπως ο Γιάν Γιούσεφ Τσίπσκι, 58 χρονών, φιλελευθερο-δημοκρατικής προέλευσης∙ η Ανιέλα Στάϊνζιμπεργκ, 80 χρονών, μέλος του σοσιαλιστικού κόμματος στο μεσοπόλεμο∙ ο Γιάν Λιτίνσκι, 33 χρονών, πρώην μέλος της νεολαιίστικης κομμουνιστικής οργάνωσης∙ συντονίζεται από μια επιτροπή (Ένωση Επιστημονικών Παραδόσεων, ΤΚΝ) που σήμερα αποτελείται από 80 μέλη. Ανάμεσά τους βρίσκονται και ορισμένοι διανοούμενοι, που είναι μέλη του Κομουνιστικού Κόμματος ορισμένοι καθολικοί παπάδες. Η ελευθερία έρευνας και διδασκαλίας αποτελεί και την κοινή πλατφόρμα όλων όσων συμμετέχουν στο ΤΚΝ. Για να αποφευχθεί η διείσδυση προβοκατόρων, χαφιέδων και σαμποταριστών, η είσοδος στην Ένωση γίνεται με επιλογή.
Εκείνο το στοιχείο που δικαιολογούσε και εξακολουθεί να δικαιολογεί αυτή την πρωτοβουλία είναι η πάλη ενάντια στη λογοκρισία και την ακρωτηριασμένη ή φαλκιδευμένη γνώση που προσφέρει το καθεστώς. Τα θέματα των παραδόσεων είναι περιορισμένα, παρά τη ζήτηση που υπάρχει από τους φοιτητές, εξαιτίας της έλλειψης διδασκόντων, και αφορούν βασικά τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές (κοινωνιολογία, σύγχρονη οικονομική ιστορία, ιστορία του πολωνικού εργατικού κινήματος, ιστορία της πολωνικής φιλολογίας, κλπ).
Τα μαθήματα, στα οποία συμμετέχουν περίπου 3.000 φοιτητές, γίνονται στη Βαρσοβία, τη Κρακοβία, το Γκντανσκ, το Πόζναμ, το Λόντζ .
Η κοινωνική προέλευση των φοιτητών είναι παρόμοια μ’ εκείνη, των πολωνικών πανεπιστημίων (κυριαρχία των υπαλληλικών στρωμάτων της πόλης) αλλά συγκριτικά υπάρχει πιο έντονη παρουσία εργαζόμενων φοιτητών (κύρια υπάλληλοι χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση). Η ίδρυση και η επιτυχημένη ανάπτυξη του κινητού πανεπιστήμιου προκάλεσε μέσα σε λίγους μήνες την εμφάνιση και άλλων ανάλογων πρωτοβουλιών, που συχνά δεν έχουν σχέση μεταξύ τους. Σήμερα πια βρισκόμαστε μπροστά σ έναν αληθινό πολλαπλασιασμό τους που, έστω και ανάμεσα σε διφορούμενα, σε αντιθέσεις και σε θεωρητικές και οργανωτικές ελλείψεις, αποδείχνει πόσο βαθειά είναι η “θέληση για γνώση” στην πολωνική κοινωνία, η ανάγκη για μια γνώση που δεν πνίγεται από τη χειραγώγηση της εξουσίας.
Αυτές οι πρωτοβουλίες ξαπλώνονται και στις εκκλησιαστικές κοινότητες που είναι και οι πιο ανοιχτές στο κίνημα: για παράδειγμα, στην Κρακοβία, το εναλλακτικό Πανεπιστήμιο οργανώθηκε από μια φοιτητική ομάδα που διαμορφώθηκε και βρίσκεται ακόμα σε στενή σχέση με τους δομινικανούς παπάδες. Το διδακτικό προσωπικό αποτελείται από διανοούμενους που, είτε εξασκούν τις δραστηριότητές τους μέσα στον κρατικό μηχανισμό (πανεπιστήμιο, εκδοτικοί οίκοι, εφημερίδες, ερευνητικά κέντρα, κλπ.) είτε από εκείνους (όπως συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό για την πολιτική γενιά του 68) που το καθεστώς τους έχει στερήσει την εργασία και επιβιώνουν όπως μπορούν, με χειρωνακτικές δουλειές, με δουλειές μισής μέρας ή με την πολιτική συμπαράσταση. Οι παραδόσεις, τα σεμινάρια, οι συζητήσεις γίνονται σε ιδιωτικά σπίτια, που παραχωρούν οι συμπαθούντες. Πράγματι, η χρησιμοποίηση των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων αποκλείεται εξαιτίας της λυσσαλέας αντίδρασης των αρχών, αλλά κύρια εξαιτίας του δυσμενούς για την ώρα συσχετισμού των δυνάμεων που δεν επιτρέπει την κατάληψη και την χρησιμοποίηση των δημόσιων χώρων. Ορισμένες συγκεντρώσεις έχουν γίνει στη Μητρόπολη του Αγ. Μαρτίνου, στη Βαρσοβία.
Τα θέματα των παραδόσεων, τα ωράρια κι οι χώροι όπου θα δοθούν, αν όχι και τα ονόματα των διδασκόντων, γνωστοποιούνται με μαζικό μοίρασμα προκηρύξεων, στους δρόμους, τα γραφεία και τα πανεπιστήμια, ένα μήνα πριν από την έναρξη των μαθημάτων. Τα πιο σημαντικά μαθήματα και σεμινάρια συγκεντρώνονται σε τόμους που εκδίδει ο εκδοτικός οίκος “Επιστημονικά Τετράδια”, που εξαρτάται από το ΤΚΝ.
Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι, μετά το 68, είναι η πρώτη φορά που υπάρχει μια σύνδεση ανάμεσα στη διανόηση και το φοιτητικό κίνημα και σε αντίθεση με τότε, η σύνδεση αυτή τη φορά, δίχως να’χει τις βολονταρίστικες και ιδεολογικές πλευρές του 68 (θεσμικός κομμουνιστικός ρεφορμισμός), στηρίζεται σε μια σταθερή και πλατιά βάση που διαμορφώνεται από τις ίδιες τις αναγκαιότητες τις πραχτικές της τεχνικο-επιστημονικής διανόησης.
Το κινητό πανεπιστήμιο δημιουργήθηκε πάνω σε μια βάση κύρια πολιτική –πάλη ενάντια στη λογοκρισία και τον αυταρχικό περιορισμό της γνώσης. Και γι’ αυτό είναι σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτο ότι αυτή η εμπειρία διαπερνιέται από μια φιλελευθερο-δημοκρατική θεματολογία πάνω στα πολιτικά δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες –κι αυτό έχει σα συνέπεια την ηγεμονία πολιτικών θέσεων που αναφέρονται στα μοντέλα και τη μαζική συμπεριφορά των δυτικών κοινωνιών.
Ωστόσο έχει ήδη αρχίσει στο εσωτερικό του ΤΟΝ μια συζήτηση πάνω σε μια εναλλακτική χρήση της επιστήμης: μ’ άλλα λόγια, η ίδια η ανάπτυξη της πρωτοβουλίας μας μας βάζει μπροστά στο πρόβλημα να ξεπεράσουμε την έρευνα και την υπεράσπιση της ελευθερίας της γνώμης και της έρευνας κει να προχωρήσουμε σε επίπεδα συλλογικής δράσης, κοινωνικών πραχτικών που μπορούν να επέμβουν στο ίδιο το επίπεδο των σχέσεων παραγωγής και διανομής. Πόλοι αναφοράς, έστω και κριτικά, είναι από τη μία πλευρά η εμπειρία των κινέζων και μοζαμβικανών “ξυπόλητων γιατρών”, και από την άλλη οι αγώνες στη Δύση πάνω στο θέμα της πυρηνικής ενέργειας, της υγείας, της προληπτικής ιατρικής, της πληροφόρησης.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση συναντάμε διάφορα εμπόδια που έχουν σχέση με το βασικά “πολιτικό” χαρακτήρα του κινήματος, καθώς και με το ότι βρίσκεται από πολλές απόψεις στο στάδιο της γέννησής του. Με άλλα λόγια, η δυσκολία της ένταξης σ’ αυτή την κατεύθυνση σημαντικών στρωμάτων του τεχνικο-επιστημονικού τομέα είναι αποτέλεσμα όχι μόνο των προνομίων πού απολαμβάνουν στην κοινωνία μας αλλά πάνω από όλα γιατί η ενεργοποίησή τους προς εναλλακτικές λύσεις απαιτεί έναν πλούτο κοινωνικών σχέσεων, εργαλείων, τεχνικών δυνατοτήτων, που το κίνημα δε διαθέτει ακόμα.
Ανάλογες σκέψεις μπορούν να γίνουν για τη σχέση ανάμεσα στο εναλλακτικό πανεπιστήμιο και τους εργάτες των μεγάλων εργοστάσιων. Το ΤΚΝ βλέπει με μεγάλο ενδιαφέρον, την ιταλική εμπειρία των 150 ωρών (σημ. οι ιταλοί εργάτες έχουν δικαίωμα να παρακολουθούν μαθήματα στο πανεπιστήμιο, 150 ώρες τον χρόνο που αφαιρούνται από τον εργάσιμο χρόνο τους). Αλλά στην Πολωνία, βρισκόμαστε ακόμα στα πρώτα βήματα: είναι ανάγκη να αναπτυχθούμε ακόμα, να αποκτήσουμε μια πιο συγκεκριμένη πολιτικο-κοινωνική ταυτότητα, προτού μπορέσουμε να πιάσουμε συγκεκριμένα το ζήτημα (που ήταν τραγικό για μας αν σκεφτούμε το 68) της σχέσης διανοουμένων-εργατών. Σε σχέση με αυτό θα πρέπει να πούμε ότι έχει πια αρχίσει να κινείται κάτι, και το τείχος της δυσπιστίας άρχισε να γκρεμίζεται∙ για παράδειγμα, εγώ ο ίδιος προσκλήθηκα σε μια εργατική συγκέντρωση στο Ράντομ με την ευκαιρία των 60 χρόνων της πολωνικής ανεξαρτησίας.
Αξίζει τον κόπο να περιγράψουμε με λίγα λόγια τις αντιδράσεις του καθεστώτος απέναντι στο κινητό πανεπιστήμιο. Στην αρχή η εξουσία χρησιμοποιούσε σε μεγάλη κλίμακα την αστυνομία. Ορισμένοι από τους διδάσκοντες (όπως ο Βάλκι, ο Κούρον και ο συγγραφέας αυτού του άρθρου) συλλαμβάνονταν συχνά μερικές ώρες πριν από τα μαθήματα και κρατούνταν για μέρες στα αστυνομικά τμήματα. Παράλληλα, η αστυνομία απειλούσε και έπιανε είτε αυτούς που παρακολουθούσαν τα μαθήματα είτε εκείνους που διέθεταν τα σπίτια τους γι’ αυτά.
Ιδιαίτερα τον Ιούνιο του 78 έγινε μια συστηματική εκστρατεία εκφοβισμών και συλλήψεων των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων που συνεργάζονται με το ΤΚΝ, χρησιμοποιώντας δήθεν τις νομοθετικές διατάξεις που αφορούν τη σταθερότητα των κτιρίων: η αστυνομία άδειαζε τα σπίτια όπου γίνονταν τα μαθήματα υποστηρίζοντας πως το διαμέρισμα κινδύνευε να καταρρεύσει. Έτσι, τον Ιούνιο του 78, στην Κρακοβία, οι αστυνομικοί επεμβήκανε για ν’ αδειάσουνε το δωμάτιο όπου γινόταν ένα σεμινάριο, και για να εμποδίσουν την κατάρρευση άνοιξαν τα κεφάλια διάφορων φοιτητών και διδασκόντων και συνέλαβαν 20 άτομα.
Πρόσφατα, η πολιτική του καθεστώτος απέναντι στο ΤΚΝ φαίνεται να έχει αλλάξει, η πίεση μειώθηκε και οι αστυνομικές επεμβάσεις έγιναν λιγότερο χοντροκομμένες. Το Δεκέμβρη, στη διάρκεια ενός σεμινάριου, παρέμβηκαν στη συζήτηση και δυο ανώτερα στελέχη του κόμματος, που ανάπτυξαν τις απόψεις τους και αντιπαρατέθηκαν στους εισηγητές. Όλα έγιναν σα να υπήρχε ελευθερία έκφρασης και διαφωνίας . Φυσικά είναι νωρίς για να βγάλουμε γενικά συμπεράσματα από ένα παρόμοιο επεισόδιο. Πάντως είναι βέβαιο ότι η διεύρυνση της πρωτοβουλίας και η επιτυχία της, στη διαμόρφωση μιας κοινής γνώμης λιγότερο υποταγμένης και με αυξημένη επαγρύπνηση είναι η μόνη πραγματική εγγύηση για την ανάπτυξη και την υπεράσπιση της ίδιας της πρωτοβουλίας από την υστερική αντίδραση του καθεστώτος.
ΑΝΤΑΜ ΜΙΣΝΙΚ
Δεκέμβρης 78
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟ ΜΑΡΜΑΡΟ
Το να γράψουμε ένα άρθρο για τι έργο του Βάϊντα ήταν από παλιά πρόθεσή μας. Ιδιαίτερα μετά από τις διάφορες κριτικές που γράφτηκαν στον τύπο και που στην ουσία όλες τους σχεδόν διαστρέβλωσαν το έργο, είτε για να το εκθειάσουν, είτε για να το κατακρίνουν. Στο βαθμό όμως που είχε περάσει πολύ καιρός και το ζήτημα ξέφευγε από την επικαιρότητα, θεωρήσαμε πιο σωστό να μην ασχοληθούμε μ’ αυτό, κι’ έτσι εγκαταλείψαμε την ιδέα.
Με την ευκαιρία όμως αυτής της “Ρήξης”, όπου δημοσιεύουμε ένα ειδικό αφιέρωμα στην Πολωνία, ξαναγυρνάμε στη πρώτη μας ιδέα, πιστεύοντας ότι πρόκειται για ένα έργο που δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα της Πολωνικής πραγματικότητας και μπορεί να αποτελέσει μια βάση στο επίπεδο της τέχνης βέβαια, για να κατανοήσει κανείς τη σημερινή κατάσταση. Φυσικά δεν πρόκειται νά κάνουμε μια ολοκληρωμένη κριτική (στο βαθμό που μετά από τόσο καιρό έχουμε ξεχάσει πολλά και ίσως σημαντικά κομμάτια του έργου, και άλλωστε αυτό πια δεν έχει τόση σημασία), όσο να δούμε το ιδεολογικό περιεχόμενο της ταινίας από τη μια, και από την άλλη τον τρόπο που δόθηκε από τους διάφορους κριτικούς που κατά τη γνώμη μας ο καθένας το είδε όπως ήθελε, σύμφωνα με τις δικές του ιδεολογικές επιλογές και το προσάρμοσε όπως μπορούσε σ’ αυτές.
Και πρώτα – πρώτα για όσους δε τόχουν δει, θα πρέπει να κάνουμε μια παρουσίαση του έργου.
Με πρόσχημα τη διπλωματική εργασία μιας νεαρής σκηνοθέτριας που τελειώνοντας τη σχολή κινηματογράφου, πρέπει να φτιάξει μια ταινία. Ο Βάϊντα μας δίνει την ιστορία ενός εργάτη-μοντέλλο, “ήρωα της σοσιαλιστικής εργασίας”, τον Μπιρκούτ, και μέσα απ’ αυτόν, την ιστορία της μεταπολεμικής Πολωνίας μέχρι τις μέρες μας.
Η πρώτη περίοδος είναι η εποχή που η Πολωνία “χτίζει το σοσιαλισμό” μέσα σε κλίμα “επαναστατικού πυρετού”. Ο Μπιρκούτ φαίνεται να το πιστεύει αυτό, θέλει όλοι οι εργάτες ν’ “αποκτήσουν σπίτι”. Και κάνει ότι μπορεί για να το πετύχει. Αυτή του τη θέληση θα την εκμεταλλευτούν όλοι, ο καθένας για λογαριασμό του. Ο καρριερίστας σκηνοθετάκος πού βλέπει μέσα από τη δημιουργία ενός εργάτη-μοντέλλο τη δυνατότητα να φτιάξει ένα φίλμ που θα τον βγάλει από την αφάνεια της κινηματογράφησης επίκαιρων, ο γραμματέας του κόμματος της περιοχής, πού βρίσκει τον τρόπο να αυξήσει τις “επαναστατικές” μετοχές του, και φυσικά το καθεστώς που βρίσκει την ευκαιρία να αυξήσει την παραγωγικότητα κρατώντας σταθερά τα μεροκάματα. Έτσι ο Μπιρκούτ θα κατορθώσει να χτίσει 30.000 τούβλα μέσα σε μια μέρα και θα γίνει προσωπικότητα. Γιγαντιαία πορτραίτα του θ’ αναρτηθούν σ’ όλη τη χώρα, θα γίνει ήρωας κινηματογραφικής ταινίας (“σοσιαλρεαλιστικής τεχνοτροπίας” και θ’ αρχίσουν να τον περιφέρουν από πόλη σε πόλη για να κάνει επίδειξη της τεχνικής του στους υπόλοιπους εργάτες ώστε ν’ αυξηθεί η παραγωγή.
Οι εργάτες όμως καταλαβαίνουν τι σημαίνει αυτό και αντιμετωπίζουν με έχθρα τον Μπιρκούτ, ώσπου κάποτε του κάνουν σαμποτάζ δίνοντάς του πυρακτωμένα τούβλα που του κατακαίνε τα χέρια, για να μην μπορέσει να ξανακάνει αυτή τη δουλειά. Αυτό θα τον κάνει να συνειδητοποιήσει τι ρόλο έπαιζε τελικά παρά την θέλησή του, και θα τον φέρει σιγά-σιγά σ’ αντίθεση με το καθεστώς, ειδικά μετά τη στημένη δίκη ενός συντρόφου του που δικάζεται σαν “πράχτορας της αντίδρασης”, “χαφιές” κλπ. Στη δίκη ο Μπιρκούτ θα υπερασπιστεί ανοιχτά το σύντροφό του, πράγμα που θα του στοιχίσει πολλά χρόνια φυλακή καθώς και την εξαφάνιση των πορτραίτων του και του μαρμάρινου αγάλματός του που θα πεταχθεί στα υπόγεια κάποιου μουσείου για να το βρει, ανασκαλεύοντας το παρελθόν η νεαρή σκηνοθέτρια, Ανιέσκα.
Μετά την εξέγερση του Πολωνικού λαού και την άνοδο στην εξουσία του Γκομούλκα , το 1956, ο Μπιρκούτ βγαίνει από τη φυλακή μαζί με τους υπόλοιπους πολιτικούς κρατουμένους. Νοιώθει όμως ότι και η καινούργια εξουσία δεν είναι εξουσία των εργατών κι άλλωστε αυτός δεν μπορεί να “βγάζει λόγους” και να συμβιβαστεί με το καθεστώς, όπως τα καταφέρνει ο παλιός του σύντροφος. Ψάχνει να βρει τη γυναίκα του που στο μεταξύ τον έχει “αποκηρύξει” και έχει φύγει. Βρίσκει το γιο του και ζει στο περιθώριο, δουλεύοντας και προσπαθώντας να τον μεγαλώσει.
Όλα αυτά γίνονται βέβαια γνωστά μέσα από τις Έρευνες της Ανιέσκα, που προσπαθεί, να βρει τούς παλιούς φίλους και γνωστούς του Μπιρκούτ και που της αφηγούνται κομματιαστά την ιστορία του. Ο καθένας απ’ αυτούς έχει τη δικιά του εξέλιξη. Ο καρριερίστας, σκηνοθετάκος έχει. γίνει πια ο μεγαλύτερος και πιο διάσημος σκηνοθέτης της Πολωνίας, που ζει μέσα στη πολυτέλεια, στη βίλλα του, με υπηρέτριες και ένα “τρισχαριτωμένο” παιδάκι (η αυτοκριτική διάθεση του Βάϊντα είναι πεντακάθαρη). Ο παλιός σύντροφος, που είχε μάλιστα πολεμήσει στην Ισπανία, “αποκαταστημένος” πια, είναι διευθυντής σ’ ένα τεράστιο βιομηχανικό συγκρότημα και παρασυρμένος από τα “επιτεύγματα” του σοσιαλισμού, δε θέλει ν’ ασχολείται με ασήμαντη λεπτομέρειες, όπως ο Μπιρκούτ και η σχέση του μ’ αυτόν. Ο χαφιές – μάνατζερ που συνόδευε σα σκιά τον Μπιρκούτ στις περιοδείες του επίδειξης της τεχνικής του, σήμερα πια έχει γίνει πραγματικός μάνατζερ που ανακαλύπτει ταλέντα για τα καμπαρέ, ενώ η γυναίκα του Μπιρκούτ έχει μια τραγική κατάληξη ζώντας μέσα στη δυστυχία, και τη διαφθορά και καταφεύγοντας στο πιοτό.
Όμως οι διερευνήσεις της Ανιέσκα αρχίζουν να γίνονται ενοχλητικές για το καθεστώς, που βρίσκει ένα πρόσχημα και της αφαιρεί την άδεια να γυρίσει το φιλμ. Η κοπέλλα απογοητεύεται και σταματάει να ψάχνει. Θα βρεθεί όμως ο πατέρας της, ένας ταχυδρόμος, που θα την προτρέψει να συνεχίσει τις έρευνες, αυτόν δεν τον ενδιαφέρει η ταινία αλλά “γιατί θέλει να μάθει τι απόγινε ο Μπιρκούτ”. Και η κοπέλλα παίρνει άλλο κουράγιο για να συνεχίσει, που δεν είναι πια το κουράγιο της “περιέργειας” και της ακαδημαϊκής γνώσης του διανοούμενου, αλλά θέληση του να μάθει την αλήθεια, να τη δώσει στο λαό και μέσα απ’ αυτήν να αποχτήσει μια άλλη σχέση μαζί του.
Έτσι θα βρει τελικά τον γιο του Μπιρκούτ (ο πατέρας του έχει πεθάνει), που δουλεύει εργάτης στα ναυπηγεία, του Γκντάνσκ. Η αναφορά στην εξέγερση των εργατών του Γκντάνσκ είναι καθαρή, αν και καλυμμένη, για να περάσει από τη λογοκρισία. Μάλιστα αρχικά η ταινία δείχνει το Μπιρκούτ να σκοτώνεται στην εξέγερση του ’70 αλλά κόπηκε από τη λογοκρισία και έτσι υποχρεώθηκε να το δώσει πιο έμμεσα, τριγυρίζοντας το φακό του επίμονα σ’ όλη τη γύρω περιοχή από τα ναυπηγεία, εκεί όπου ξετυλίχτηκαν τα γεγονότα της εξέγερσης. Η επαφή με το νέο εργάτη είναι τρομερά δύσκολη και η Ανιέσκα πρέπει να επιμείνει πολύ για να σπάσει την άρνησή του να της μιλήσει. Τελικά τα καταφέρνει και η τελευταία σκηνή όπου η κοπέλλα, ήρεμη πια και σίγουρη για τον εαυτό της, μπαίνει μαζί με τον εργάτη, στα κινηματογραφικά στούντιο αποτελεί και έναν σαφή υπαινιγμό ότι η ταινία θα πραγματοποιηθεί. Η ιστορία δηλαδή, θα γραφτεί, θέλουν δε θέλουν οι γραφειοκράτες, γιατί υπάρχει ο εξεγερμένος εργάτης των ναυπηγείων που τη γράφει και δεν αφήνει να θαφτεί.
Πρόκειται για ένα πραγματικά επικό φιλμ, με ξεκάθαρο περιεχόμενο, που κατά τη γνώμη μας δε χωράει καμμιά παρεξήγηση σε σχέση μ’ αυτό που θέλει να δώσει :
1. Τη διαδικασία μέσα από την οποία η καινούργια αστική τάξη πήρε την εξουσία και καβάλησε και πάλι στο “σβέρκο των εργατών, κι’ αυτό όχι μέσα από κανένα “πραξικόπημα” αλλά μέσα από μια εντελώς φυσιολογική πορεία μακρόχρονης απαλλοτρίωσης της εργατικής τάξης και συγκέντρωσης της εξουσίας στα χέρια των γραφειοκρατών του κομματικού μηχανισμού (πού αργότερα φυσικά μπορούν να έχουν την πολυτέλεια να γίνουν ακόμα και “φιλελεύθεροι”).
2. Τη φιγούρα του εργάτη που είναι ο μοναδικός που βρίσκεται έξω από το παιχνίδι της εξουσίας, αλλά ταυτόχρονα και ο μοναδικός πρωταγωνιστής στην ιστορία, αυτός τελικά θα γράψει και την ιστορία.
3. Τη σχέση του διανοούμενου με το λαό και πιο συγκεκριμένα την εργατική τάξη. Μια σχέση πού μπορεί να γίνει οργανική και δημιουργική μονάχα στο βαθμό που ο διανοούμενος θα θελήσει να γνωρίσει την αλήθεια όχι για να φτιάξει μια ταινία ή ένα οποιοδήποτε έργο, αλλά γι’ αυτή καθαυτή την αλήθεια που βρίσκεται μέσα στο λαό, που την γεννάει η ζωή και η δράση του λαού.
Πιστεύουμε πως όλα αυτά, που στο έργο ήταν εντελώς καθαρά και χωρίς κανένα υπονοούμενο, παρεξηγήθηκαν συνειδητά από όλους σχεδόν τους “κριτικούς” στην προσπάθειά τους να βολέψουν το έργο με τις πολιτικές τους αντιλήψεις. Όλοι έχουν ένα κοινό παρανομαστή, είτε τους αρέσει, είτε όχι το έργο. Εκείνο που είδαν στην ταινία του Βάϊντα είναι η καταγγελία του κακού σταλινισμού, και ο εξωραϊσμός του σημερινού καθεστώτος, κι αυτή την αντίληψη προσπάθησαν να περάσουν από τα έντυπα και εφημερίδες τους.
Από τη μια οι ρεβιζιονιστές, μη τολμώντας να κατακρίνουν έναν “αναγνωρισμένο” σκηνοθέτη, έκαναν ότι μπορούσαν για να τον διαστρεβλώσουν. Μ’ όλη την αγωνία του πουλημένου κοντυλοφόρου, μπας και γίνει αντιληπτό το πραγματικό περιεχόμενο του έργου, σπεύδουν να καλύψουν το φανερό μήνυμά του στο τέλος διαβεβαιώνοντας πως ο σοσιαλισμός συνεχίζει να οικοδομείται στην Πολωνία παρά τα “λάθη” και τις “αβλεψίες” του παρελθόντος.
“Γι’ αυτούς τους τελευταίους, τούτη η καταπληκτική ταινία του Βάϊντα γυρισμένη ασφαλώς με την έγκριση του κόμματος (σημ. δικιά μας: κάνεις πως δεν ξέρεις τίποτα από τις ταλαιπωρίες που τράβηξε η ταινία μέχρι να περάσει από τη λογοκρισία είναι μια αποστομωτική απάντηση: Στο σοσιαλισμό όσο κι αν παραποιηθεί η αλήθεια πρόσκαιρα, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, δεν πρόκειται ποτέ να εξαφανιστεί” Ραφαηλίδης στο “ΒΗΜΑ”.
Πιστεύουμε ότι μόνο το όραμα αφθόνων ρουβλίων μπορεί να κρύψει και να συσκοτίσει το πασιφανές περιεχόμενο του έργου από τα “έμπειρα” μάτια ενός κριτικού τόσο γνωστού, για τον εστετισμό του και τις λεπτολόγες παρατηρήσεις του.
Γιατί θέλει πραγματικά φιλότιμες προσπάθειες για να κάνεις επί τρεις ώρες (τόσο διαρκεί το φιλμ) ότι δεν καταλαβαίνεις πως για τον Βάϊντα η σημερινή κατάσταση στην Πολωνία είναι ίδια και χειρότερη από τη προηγούμενη και μάλιστα φυσική συνέπειά της.
Όσο για το Ριζοσπάστη περιττεύει ακόμα και να αναφερθούμε μια και η κριτική του χαρακτηρίζεται από τη γνωστή και μόνιμη επωδό: “βασανιστικά και ηρωϊκά οικοδομείται μια καινούργια κοινωνία”. Βέβαια, η κοινωνία των “φιλελεύθερων” διευθυντών εργοστασίων, των μάνατζερ για καμπαρετζούδες – πρώην χαφιέδων, των αλκοολικών και δυστυχισμένων γυναικών, των άγρια εκμεταλλευόμενων εργατών, που το καθεστώς των Γκιέρεκ και Γκομούλκα δε διστάζει να ματοκυλήσει όταν ξεσηκώνονται για το δίκιο τους.
Αλλά βέβαια, το περίεργο δεν είναι αυτές οι κριτικές, που άλλωστε τις περιμέναμε . Το περίεργο είναι ότι μαζί τους συμφωνεί (αλλά για να καταδικάσει το έργο) και ένα μέρος της λεγόμενης “άκρας αριστεράς”. Έτσι στο περιοδικό “Προοδευτικός κινηματογράφος” διαβάζουμε μια κριτική σύμφωνα με την οποία ο “άνθρωπος από μάρμαρο” είναι μια “τυπικά ρεβιζιονιστική ταινία”.
Τα στοιχεία που στηρίζουν αυτή την άποψη είναι κατ’ αρχήν ότι ο Βάϊντα απορρίπτει ολοκληρωτικά την περίοδο πριν από το ’56. Έτσι ενοχλεί τους εκκολαπτόμενους ηγετίσκους η παρουσίαση των γραφειοκρατών του κόμματος και του κάθε καρριερίστα που καβάλησε στο σβέρκο των εργατών. Λες και δε βγήκε μέσα απ’ αυτούς η καινούργια αστική τάξη, αλλά έπεσε από τον ουρανό το ’56. Αλλά βέβαια, ξεχάσαμε, το ’56 έγινε “πραξικόπημα”, κι’ αυτό θα’πρεπε να δείξει και ο Βάϊντα για να είναι “συνεπής”. Πριν από το 56 είναι γνωστό ότι την εξουσία την είχαν οι εργάτες, (παρόλα τα “λάθη”), χαφιέδες δεν υπήρχαν, η τρομοκρατία εξασκούνταν μονάχα ενάντια στους “πράχτορες του εχθρού” που ως γνωστόν, όλη η προηγούμενη επαναστατική τους δράση δεν ήταν παρά στάχτη στα μάτια, για να διεξάγουν ανενόχλητοι την κατασκοπεία τους υπέρ του ιμπεριαλισμού.
Ενοχλούνται όλοι οι υποψήφιοι γραφειοκράτες από την κριτική του σταχανοβισμού μια και το σταχανοβισμό τον αποδέχονται απόλυτα (αλλά βέβαια μόνο όταν αυτοί βρίσκονται στη θέση του γραμματέα ή του σκηνοθέτη κι’ όχι στη θέση του εργάτη που χτίζει 30.000 τούβλα τη μέρα). Και είναι ανίκανοι να δουν πως ο Βάϊντα κάνει μια σαφέστατη διάκριση ανάμεσα στο σταχανοβισμό του εργάτη, που θέλει να χτίσει σπίτια για να μένουν οι εργάτες, και το σταχανοβισμό σα θεωρητική δικαιολόγηση της κομματικής ή καλλιτεχνικής καρριέρας των ανθρώπων που βρίσκονται στην εξουσία.
Το αποκορύφωμα όμως της διαστρέβλωσης (και ανοησίας συνάμα) είναι όταν κατακρίνουν το Βάϊντα ότι εξωραΐζει το σημερινό καθεστώς. Επειδή όμως το έργο είναι τόσο καθαρό, δε βρίσκουν παρά τη γελοία δικαιολογία ότι το να δείχνεις ορισμένα πράγματα δε σημαίνει κιόλας ότι τα καταγγέλλεις. Έτσι, τι σημασία έχει κι’ αν δείχνει τα ναυπηγεία του Γκντάνσκ, αναφερόμενος στην εξέγερση των εργατών; Τίποτα, μια και για τους “μαρξιστές – λενινιστές” κριτικούς μας δε σημαίνει τίποτα μια εργατική εξέγερση.
Και το επιχείρημα είναι, ότι αυτά όλα που δείχνει δε συνιστούν καταγγελία μια και δε δείχνει τις αιτίες που οδήγησαν σ’ αυτά. Το ζήτημα είναι όμως ότι όταν ο Βάϊντα , τις έδειχνε, στο πρώτο μέρος του έργου, δεν τους άρεσαν και άρα έκαναν πως δεν τις είδαν.
Και το αποκορύφωμα: Γιατί θα επιτρέπανε την ταινία αν δεν ήταν εντελώς ανώδυνη για το καθεστώς; Αφού επιτράπηκε, και μεις βγάζουμε το συμπέρασμα ότι βοηθάει την εξουσία των ρεβιζιονιστών. Αλλά βέβαια, όταν είσαι γεννημένος γραφειοκράτης, δε μπορεί ποτέ να καταλάβεις ότι η εξουσία της αστικής τάξης είναι ανίσχυρη μπροστά στον αγώνα των εργατών, όσο κι’ αν φαίνεται παντοδύναμη. Κι’ αυτό είναι το νόημα της τελευταίας σκηνής, ότι δηλαδή αν μπόρεσε η ταινία του Βάϊντα να εγκριθεί είναι γιατί “εισέβαλαν μέσα στα κινηματογραφικά στούντιο”, τελικά εισέβαλαν, στην ιστορία, οι εξεγερμένοι εργάτες του Γκντάνσκ υποχρεώνοντας το καθεστώς να υποχωρήσει. Όπως το’χουν υποχρεώσει να υποχωρήσει και να ελευθερώσει όλους τους εργάτες που είχε φυλακίσει μετά την εξέγερση του ’76, όπως το έχουν κάνει ανίκανο να χτυπήσει την αντιπολίτευση που όλο και αναπτύσσεται, ανίκανο να εμποδίσει την κυκλοφορία της παράνομης εργατικής εφημερίδας σε 30.000 αντίτυπα, ανίκανο να πνίξει τις εστίες αντίστασης που σήμερα πια ξεπηδάνε από παντού, ανίκανο να εμποδίσει την ένωση των προοδευτικών διανοούμενων με την εργατική τάξη στην πάλη τους για το γκρέμισμα της φασιστικής εξουσίας των κρατικο-καπιταλιστών.