Όχι αυτό δεν είναι αλήθεια, δεν είναι μόνο έτσι.
Σήμερα στην Ελλάδα, πίσω από την επιφάνεια των συρρικνωμένων κομματιδίων της παλιάς άκρας αριστεράς, πίσω από τη μαζική αποχώρηση των «παλιών» αυτού του χώρου και την ένταξη τους στα κόμματα και το κράτος, διαγράφεται ή μάλλον αχνοφαίνεται μια άλλη διάσταση, μια νέα πραγματικότητα. Η πραγματικότητα ενός κινήματος ή εν δυνάμει κινήματος. Ενός κινήματος πολύμορφου, νέου και ζωντανού, ενός κινήματος που κινείται και ζει εμβρυακά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της χώρας, μέσα κι έξω από τους θεσμούς, μέσα κι έξω από τα κόμματα, μέσα κι έξω από τους χώρους εργασίας.
Οι έξι, οκτώ ή δέκα χιλιάδες άνθρωποι που κατέβηκαν στους δρόμους της Αθήνας, οι πάνω από χίλιοι στη Θεσσαλονίκη, κάποιες εκατοντάδες στα Χανιά, στα Γιάννενα και αλλού, οι χιλιάδες άλλοι που ευαισθητοποιήθηκαν και κινητοποιήθηκαν σε όλη την Ελλάδα δεν ήταν κύρια κάποιοι παλιοί «σύντροφοι» που ευαισθητοποιήθηκαν. Αντίθετα στην πλειοψηφία τους οι «παλιοί σύντροφοι» δεν κινητοποιήθηκαν.
Το βάρος της κινητοποίησης το σήκωσε ένα νέο υποκείμενο, ένας νέος κόσμος, (και όχι πάντα νέοι από άποψη ηλικίας) και από τους παλιούς, εκείνοι οι σύντροφοι που εξακολουθούν με τον ένα ή άλλο τρόπο να είναι ενταγμένοι σε κάποιες πραγματικές διαδικασίες, σε κάποιες ομαδοποιήσεις, σε κάποιες κοινωνικές πραγματικότητες.
Οι μερικές χιλιάδες άνθρωποι –που οπουδήποτε κυμαίνονται σε όλη την Ελλάδα ανάμεσα στις δέκα με δεκάδες χιλιάδες– που κινητοποιήθηκαν με τον ένα ή άλλο τρόπο αποτελούν τη βάση ενός κινήματος που δεν θα λέγαμε υπάρχει –αλλά μπορεί να υπάρξει.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του κόσμου; Σε τι διαφέρει από τις δυνάμεις της άκρας αριστεράς πριν από μερικά χρόνια, ποιο δηλαδή είναι αυτό το νέο συλλογικό υποκείμενο;
Α. Ένα νέο κοινωνικό υποκείμενο
Κέντρο αυτού του υποκειμένου είναι η νεολαία. Μια νεολαία που έχει κατανοήσει και πρακτικά πως δε χωράει μέσα στα πλαίσια και την πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Μια νεολαία που δε θα αναζητηθεί σήμερα σε κάποιο «περιθώριο» των Εξαρχείων, όπως ισχυρίζεται το κράτος και τα κόμματα, αλλά αποτελεί πια σημαντικό κομμάτι του συνόλου των νέων.
Πριν μερικά χρόνια γράφαμε πως στην Ελλάδα ακόμα η πλειοψηφία της νεολαίας βρίσκεται στην ΚΝΕ, ή ακριβέστερα εκφράζεται από τη λογική της ΚΝΕ. Σήμερα αυτό έχει τελειώσει. Αυθόρμητα η συντριπτική πλειοψηφία των νέων βρίσκονται πέρα από την ΚΝΕ, που συνεχίζει να επιβιώνει μάλλον για γενικούς πολιτικούς λόγους και εξαιτίας της δύναμης της οργανωτικής αδράνειας και για τίποτε άλλο. Η κοινωνικοποίηση και τα προβλήματα της νεολαίας στην Ελλάδα του 1985 είναι προβλήματα άρνησης της σοσιαλ-καπιταλιστικής ιεραρχίας, προβλήματα ανεργίας, προβλήματα αναζήτησης μιας νέας ταυτότητας και βέβαια αρχικά αυτή η αλλαγή εκφράζεται και σαν αποπολιτικοποίηση, αλλά υπάρχουν και μεγάλα –για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλη έκταση– κομμάτια της νεολαίας που δυναμικά μπορούν να αποτελέσουν υποκείμενο και βάση ενός εναλλακτικού επαναστατικού κινήματος.
Σήμερα η νεολαία –ένα κομμάτι της νεολαίας– δεν αποτελούν βάση ενός εναλλακτικού αυτόνομου κινήματος μόνο και μόνο με βάση την επαναστατικότητα ή τον ενθουσιασμό της νεολαίας, όπως σε μεγάλο βαθμό συνέβαινε μετά τη μεταπολίτευση, αλλά και γιατί αντιπροσωπεύουν σαν υποκείμενο ένα νέο τρόπο ζωής, μια νέα ευαισθησία, νέες ανάγκες –κομμουνιστικού θα λέγαμε χαρακτήρα– ανάγκες δημιουργικότητας και αυτοπραγμάτωσης, που θεμελιώνουν μια σίγουρη και διευρυνόμενη βάση για το επαναστατικό κίνημα. Δεν πρόκειται για κάποιους που «σκέφτονται» διαφορετικά τη ζωή τους αλλά για κάποιους που την βιώνουν ή θέλουν να την βιώσουν διαφορετικά, ήδη από σήμερα.
Δίπλα στη νεολαία, ένα τεράστιο μωσαϊκό από ομάδες και κατηγορίες, ενώ μωσαϊκό από εργαζόμενους, γυναίκες, άνεργους, κ.λπ., που έχει σαν κοινό παρανομαστή την άρνηση της σοσιαλ-καπιταλιστικής αθλιότητας και την αναζήτηση άλλων προτύπων ζωής. Ένας κόσμος με τις πιο ποικίλες ευαισθησίες και ιδιαιτερότητες, που όμως χαρακτηρίζεται από κάποιες κοινές σταθερές. Την ανάγκη για μεταβολή της εργασίας σε δημιουργικότητα, την άρνηση του κρατισμού και της κρατικής παρέμβασης στην ζωή μας, την αναζήτηση της ισότητας σε όλα τα πεδία της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής, τη θέληση σύζευξης ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, τη θέληση για αυτονομία. Κάποιες σταθερές που ξεκινάνε από τη διεκδίκηση της μείωσης των ωρών εργασίας και φθάνουν μέχρι την ανάγκη να προωθηθεί ένας νέος τύπος ανάπτυξης που δε θα προβάλλει την ευημερία των δεικτών και των ποσοστών ανάπτυξης αλλά θα έχει σαν κέντρο της την αναζήτηση της ευτυχίας του ανθρώπου.
Όλα αυτά βέβαια ανάκατα, συγκεχυμένα, αναντάμ παπαντάμ, με πολλές αυταπάτες, ουτοπισμούς, αντιθέσεις κ.λπ.
Και όμως υπάρχουν και ζουν, σαν ένα δίχτυ από έντυπα, ομάδες, στέκια, εργασιακές ομάδες, παρέες, βιβλία, εκδόσεις. Υπάρχουν, ζουν και θα τολμούσαμε να πούμε πως μετά από κάποια χρόνια κρίσης, από το 1980 και μετά – σήμερα αναπτύσσονται και πάλι.
Τέλος, μια τρίτη κατηγορία, που κι αυτή ογκώνεται. Ένας κόσμος που βρίσκεται μέσα στα κόμματα και που διαφωνεί όλο και πιο έντονα, χωρίς όμως να βρίσκει κάποια διέξοδο, και ο οποίος σε πάρα πολλά σημεία συμφωνεί με τον εκτός των κομματικών τειχών κόσμο. Αυτός έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πρόσφατα γεγονότα υπονομεύοντας από τα μέσα το κατασταλτικό μέτωπο του κράτους των κομμάτων. Ένα μεγάλο ποσοστό απ’ αυτό τον κόσμο απομακρύνεται συνέχεια από τα αριστερά κόμματα μετά από τρία χρόνια σοσιαλιστικής διαχείρισης.
Αυτά πιστεύουμε ήταν τα τρία συστατικά του κόσμου που εκδηλώθηκε και κινητοποιήθηκε στα τελευταία γεγονότα. Δεν πρόκειται για εκδήλωση συμπαράστασης και μόνο, ή κύρια. Το κυρίαρχο για μας είναι πως τα γεγονότα του Κάραβελ έδωσαν την ευκαιρία να εκφραστεί μια υπόγεια και ογκούμενη νέα αντιπολίτευση, μια αυτόνομη και εναλλακτική πολιτική δύναμη. Και η διάταξη των δυνάμεων που περιγράψαμε εκδηλώθηκε, πλήρως στην πράξη. Στην διαδήλωση στο Κάραβελ, από τα 1.500 άτομα, ελάχιστοι ανήκαν στους παλιούς του χώρου. Από τους συλληφθέντες στα γραφεία της Ρήξης, ένας μόνο ήταν πάνω από 30 χρονών. Στη συνέχεια, η δεύτερη μερίδα τον κόσμου έπαιξε –πάντα βέβαια μαζί με τους νέους– αποφασιστικό ρόλο στην καμπάνια που έγινε για να αντιμετωπιστεί η ΠΑΣΟΚική καταστολή και για να γίνει η μεγάλη διαδήλωση της Αθήνας, και τέλος η τρίτη δύναμη έπαιξε σημαντικό ρολό στη διάρρηξη από τα μέσα τον μετώπου των κομμάτων.
Αυτή η διάταξη δείχνει και που θα στηριχτεί μια οποιαδήποτε συγκρότηση.
Β. Πέρα από τους -ισμούς
Ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτό το κίνημα στις βασικές μαζικές συνιστώσες του είναι το ξεπέρασμα των -ισμών κάθε είδους, δηλαδή το ξεπέρασμα του ιδεολογισμού –ξεπέρασμα που έχει γίνει για την ώρα περισσότερο στην πράξη χωρίς να θεωρητικοποιείται. Δηλαδή αυτό το δυνητικό κίνημα τείνει να ξεπεράσει τις διχοτομήσεις που ο 20ός αιώνας, και μάλιστα στα τέλη του, εξακολουθεί να κουβαλάει σαν κληρονομιά του 19ου! Και η κληρονομιά αυτού του χώρου είναι βαριά. Τα κομματίδια, τα γκρουπούσκουλα, οι ομαδοποιήσεις, τον έχουν καταταλαιπωρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο χώρος της «άλλης» αριστεράς χωριζόταν στους αριστεριστές και τους αναρχικούς, που ο ένας απέκλειε τον άλλο, παρ’ όλο που τόσο συχνά βρίσκονταν μαζί, ενώ αντίστοιχα αναρχικοί και αριστεριστές χωρίζονταν σε αναρίθμητες ομάδες και ομαδούλες. Ο 19ος αιώνας διαιωνιζόταν μέσα από στείρες αντιπαραθέσεις και συζητήσεις. Όμως τελικά τίποτε δεν πάει χαμένο, ακόμα και η αρνητική πείρα.
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα όπου οι αρχικές ομαδοποιήσεις εξασθενούν. Σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων του χώρου, νέων και παλιότερων δεν αυτοπροσδιορίζονται σαν αναρχικοί ή σαν «αριστεριστές», προσδιορίζονται σαν «εξωκοινοβουλευτικοί», αυτόνομοι, αντιεξουσιαστές, οικολόγοι, «άλλοι», αλλά δεν πιστεύουν στις παλιές απόλυτες και μανιχαϊστικές κατηγορίες. Σήμερα ο μέσος όρος του νέου επαναστατικού υποκειμένου είναι γενικά μαρξιστικός, πολύ λίγο λενινιστικός, έντονα αντιεξουσιαστικός και αντικρατικός, με αποκλίσεις από εδώ και από κεί. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως έχουν πάψει να υπάρχουν οι αντίστοιχες ομάδες και γκρουπούσκουλα που αποπειρώνται ένα «δεύτερο γύρο». Ωστόσο τα γεγονότα του «Κάραβελ» ήταν αποκαλυπτικά ακόμα και εδώ: η συντριπτική πλειοψηφία των ομάδων της άκρας αριστεράς δε συμμετείχε στην πορεία ενάντια στον Λεπέν. Σε αντίθεση με την προηγούμενη αντιπαράθεση του Πολυτεχνείου του ’80, όπου συμμετείχαν όλες –οι τότε αρκετά ισχυρές– ομάδες της άκρας αριστεράς, αυτή τη φορά συμβαίνει το αντίθετο. Έχει διανυθεί ένας σημαντικός δρόμος. Στη συνέχεια, αυτές οι ομάδες προσπαθούν να μειώσουν τη σημασία των γεγονότων και να εμποδίσουν την άμεση και μαζική απάντηση της Τρίτης 11 Δεκεμβρίου. Αυτό όμως όχι μόνο δεν πέτυχε αλλά για πρώτη φορά έχουμε μια διαδήλωση με ποιοτικά νέα χαρακτηριστικά από την άποψη της συμμετοχής. Η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου δε βρίσκεται ούτε στο «μπλοκ» των ακροαριστερών ομάδων, ούτε σ’ εκείνο των αναρχικών, βρίσκεται έξω απ’ αυτούς, αποτελεί ένα νέο υποκείμενο.
Γι’ αυτό και έχουμε φαινόμενα πολιτικού εκφυλισμού στο χώρο των -ισμών. Τόσο την αποτυχημένη προσπάθεια των ομάδων που δεν συμμετείχαν στην κινητοποίηση να αποδείξουν πως ήταν ήττα του κινήματος (!) όσο και την αντίστοιχη προσπάθεια αναρχικών ηγετίσκων να πολώσουν τους νέους αντιεξουσιαστές ενάντια στους «κακούς» αριστεριστές, και ιδιαίτερα ενάντια στη Ρήξη, ακριβώς γιατί η Ρήξη ποτέ δεν επιτέθηκε στους αναρχικούς συνολικά, όπως κάνουν οι αριστερίστικες ομάδες, αλλά πάντα κριτίκαρε συγκεκριμένες πρακτικές συγκεκριμένων αναρχικών και αριστεριστών. Ο αντιαριστερίστικος και αντιαναρχικός, αντίστοιχα, μανιχαϊσμός των διάφορων γκρουπούσκουλων άρχισε να ξεφτάει και γι’ αυτό διάφορες ομαδούλες ή ηγετίσκοι προσπαθούν να τον διατηρήσουν με ενέσεις μισαλλοδοξίας. Όμως το νέο κίνημα αποτελεί σύνθεση μαρξιστικών και ελευθεριακών ιδεών μέσα στις πραγματικότητες του σήμερα, και όποιος δε θέλει να το καταλάβει είναι άξιος της τύχης του. Στα γεγονότα του Κάραβελ δεν πέρασε στην πρώτη γραμμή ένα νέο κοινωνικό υποκείμενο μόνο, αλλά και ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, ένα υποκείμενο που ξεπερνάει τις παλιές διαιρέσεις και αυτοπροσδιορίζεται γενικά σαν αυτόνομο εναλλακτικό επαναστατικό κίνημα.
Πιστεύουμε πως αυτό το νέο υποκείμενο, μέσα από πισωγυρίσματα και ανόδους, θα επιβεβαιώνεται αδιάκοπα στα χρόνια που έρχονται, θα γίνεται από δυνατότητα πράξη.
Γ. Και η συγκρότηση;
Αυτόματα λοιπόν ξεπηδάει από πολλούς συντρόφους το ερώτημα: και η συγκρότηση; Μια και μιλάμε για ένα νέο υποκείμενο κοινωνικά και πολιτικά, δε θα πρέπει να περάσει σε ένα ανώτερο στάδιο συνοχής, να «συγκροτηθεί»; Να λοιπόν η μαγική λέξη, ρίχνεται, η συγκρότηση!
Από την αρχή λέμε πως όταν ακούμε αυτή τη λέξη, έτσι γενικά, κουμπωνόμαστε. Δεν υπάρχει καμιά συγκρότηση σαν γενική κατηγορία. Υπάρχουν συγκεκριμένες συγκροτήσεις, σε συγκεκριμένα επίπεδα, και πολύ λίγες στιγμές γενικευμένης συγκρότησης ενός κοινωνικού και πολιτικού υποκείμενου. Και νομίζουμε πως σήμερα δε βρισκόμαστε σε μια τέτοια φάση. Το νέο υποκείμενο είναι ακόμα πολύ νέο, πολύ αβέβαιο για να μπορούμε να μιλάμε για μια γενικευμένη συγκρότηση.
Αντίθετα μπορούμε να μιλήσουμε ήδη για άνοδο του επίπεδου συγκρότησης, πέρα απ’ αυτά που έχουν κατακτηθεί μέχρι σήμερα. Μορφές που μπορούν να ξεκινάνε από συζητήσεις πάνω σε ιδεολογικά και θεωρητικά ζητήματα, να αρθρώνονται γύρω από γενικές καμπάνιες και συντονισμένες παραβάσεις και να φτάνουν μέχρι γενικές πολιτικές παρεμβάσεις ακόμα και σε εκλογικό επίπεδο, αν χρειαστεί. Άλλα βήματα μπορούν να γίνουν στην κατεύθυνση εντύπων, εκδόσεων, δημιουργίας στεκιών, κ.λπ. Αυτό είναι σήμερα το πραγματικό επίπεδο των δυνατοτήτων συγκρότησης του χώρου αυτού. Δεν μπορούν να πάνε πιο πέρα, γιατί το πιο πέρα θα είχε σαν συνέπεια ένα νέο γκρουπουσκουλισμό, γκρουπουσκουλισμό που μπορεί να εμφανιστεί και πίσω από πολύ «νέες» και «μοντέρνες» απόψεις, ακόμα και οικολογικές. Σήμερα, κάθε προσπάθεια να ξεπεράσουμε το επίπεδο της υποκειμενικότητας του εναλλακτικού – αυτόνομου χώρου θα είχε σαν συνέπεια τη δημιουργία νέων διαχωρισμών. Αυτό βέβαια δε σημαίνει από την άλλη πλευρά να μείνουμε σ’ αυτά που έχουμε και ξέρουμε. Πρέπει να προχωρήσουμε έχοντας συνείδηση την ανάγκη επιβεβαίωσης του νέου αυτόνομου και εναλλακτικού υποκειμένου.
Πιο συγκεκριμένα οι στόχοι που μπαίνουν σ’ αυτή την περίοδο μπορούν να κλιμακωθούν ως εξής:
Επιβεβαίωση και σταθεροποίηση του κινήματος της νεολαίας. Εδώ βρίσκεται η κύρια βάση του νέου κινήματος. Αυτή. θα πρέπει να σταθεροποιηθεί και να επεκταθεί προωθώντας την ανάπτυξη δραστηριοτήτων σ’ όλους τους χώρους που ζεί, σπουδάζει και δουλεύει η νεολαία. Χωρίς αυτό σαν βάση δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Και αυτό σημαίνει ένα πολύμορφο κίνημα που αρχίζει από το στρατό, περνάει από τη γειτονιά, τη δουλειά, το σχολείο και φτάνει μέχρι τη διασκέδαση, τις προσωπικές σχέσεις. Το κίνημα μας πρέπει να πιάσει όλα αυτά τα ζητήματα και να επεξεργαστεί πολιτικές γι’ αυτά.
Επέκταση σε άλλους κοινωνικούς χώρους. Έχοντας πάντα σαν κεντρική κοινωνική βάση μας τη νεολαία, σ’ αυτή την περίοδο, πρέπει ήδη να βάλουμε σαν στόχο την επεξεργασία μιας πολιτικής στους υπόλοιπους κοινωνικούς χώρους και στρώματα, τη μεταβολή της ατομικής παρουσίας ανθρώπων μέσα σε εργασιακούς χώρους σε συλλογική παρέμβαση, την επεξεργασία προγράμματος παρέμβασης σε όλους τους κοινωνικούς χώρους. Έχοντας σαν κέντρο την παρέμβαση γύρω από τα προβλήματα που προκαλεί η κρίση –κλείσιμο εργοστασίων, ανεργία– παρεμβαίνουμε σε όλους τους τομείς και θέματα.
Διεύρυνση των ρηγμάτων στα αριστερά κόμματα. Μέσα από την επέκταση των δραστηριοτήτων μας, την επεξεργασία και διαμόρφωση εναλλακτικών πολιτικών και οράματος, διεύρυνση των ρηγμάτων στα αριστερά κόμματα.
Τα όργανα αυτής της συγκρότησης είναι προφανές ότι δεν μπορεί παρά να είναι όλων των ειδών. Όμως αποφασιστικό ρόλο αποκτούν πολιτικές πρωτοβουλίες που συνδυάζουν αυτά που συνδύαζε το Κάραβελ. Δυνατότητα έκφρασης ενός ριζοσπαστικού περιεχόμενου –ακόμα και μορφικά– μαζική συναίνεση και τέλος εκμετάλλευση ενός πολιτικού κενού. Τέτοιου τύπου πολιτικές πρωτοβουλίες συσπειρώνουν, μπορούν να συσπειρώσουν και να φέρουν σε επαφή τις τρεις δυνάμεις που επισημάναμε παραπάνω. Επομένως, πέρα από τις επιμέρους παρεμβάσεις, έχουμε ανάγκη από γενικές πολιτικές παρεμβάσεις που να προκαλούν τη συσπείρωση και την επέκταση των τριών δυνάμεων που σχηματικά επισημάναμε.
Να λοιπόν σήμερα οι στόχοι της οποιασδήποτε «συγκρότησης»: στηριγμένοι στη νεολαία να κινητοποιήσουμε τους υπόλοιπους και να οξύνουμε τα ρήγματα στα κόμματα.
Το κίνημα μας πρέπει να βασίζεται σε δύο ποδάρια. Να είναι εναλλακτικό και αυτόνομο, επαναστατικό, αντιθεσμικό και ταυτόχρονα να χρησιμοποιεί τους θεσμούς, να στηρίζεται στη νεολαία και να προσπαθεί να επεκταθεί πέρα απ’ αυτή. Μέσα σ’ αυτή την οπτική πρέπει να δούμε και τα βήματα μιας οποιασδήποτε συγκρότησης.
Το εξωκοινοβουλευτικό κίνημα στο παρελθόν είχε πάντα αυτή την αδυναμία. Ήταν μονοσήμαντο και μονομερές. Γί’ αυτό και οδήγησε σε αδιέξοδο. Σήμερα πιστεύουμε στην ανάγκη ενός κινήματος πολύμορφου και πολυσήμαντου. Γι’ αυτό πιστεύουμε στον πλουραλισμό του. Μόνο αυτός μπορεί να μας διασφαλίσει τόσο από το ένα λάθος, τη θεσμική ένταξη και ενσωμάτωση –τέτοια που σήμερα απειλεί τους Πράσινους στην Γερμανία– ή τη μονοσήμαντη αντιθεσμικότητα και άρνηση της μεσολάβησης που κατέστρεψε το κίνημα της αυτονομίας στην Ιταλία.
Το κίνημα μας για να συγκροτηθεί πρέπει να αναγνωριστεί στην πραγματικότητα του, πολύμορφο, πλουραλιστικό, αυτόνομο, εναλλακτικό.
Πέρασαν 5 χρόνια από το Νοέμβρη του 1980. Από εκείνη τη στιγμή που το πολιτικό υποκείμενο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς έκανε «χαρακίρι» μετά το θάνατο δύο συντρόφων μας, καθώς οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς έδειξαν την καθολική τους αδυναμία να απαντήσουν στις σύγχρονες ανάγκες. Τότε υποστηρίξαμε πως η άκρα αριστερά, σαν πολιτικό υποκείμενο, τελείωσε ουσιαστικά. Αυτό δεν το επαναλαμβάνουμε σήμερα για κάποια δικαίωση. Αλλά γιατί πιστεύουμε πως πέντε χρόνια μετά, ένα άλλο γεγονός ήρθε να σφραγίσει την απαρχή μιας νέας διαδικασίας, ενός νέου πολιτικού υποκειμένου. Το Κάραβελ του ’84 ήταν η πρώτη μακρινή ρεβάνς για την σφαγή του ’80, ρεβάνς απέναντι στις δυνάμεις καταστολής απ’ όλες τις απόψεις — ο νοών νοείτω. Πιστεύουμε πως δεν ήταν παρά η αρχή!