Όταν ένα νόμισμα στριφογυρνάει στον αέρα όλοι στοιχηματίζουν κεφάλη ή γράμματα. Η πιθανότητα αυτό το νόμισμα να σταθεί κατακόρυφο είναι από μηδαμινή ως ελάχιστη. Αυτό το ξέρουν όλοι όσοι στοιχηματίζουν. Αυτό τo ήξερε και ο Λαλιώτης και ο Γεωργακάκης και πήγαν το στοίχημα:κεφάλι γιατί χάναμε, γράμματα γιατί κέρδιζαν. Όμως «Λαλιώτη – Γεωργακάκη η νίκη είναι δική μας» και το νόμισμα στάθηκε κατακόρυφο.
Χρόνια τώρα αυτές οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος εμπόδιζαν κάποια πράγματα να καταφέρουν, έστω και στιγμιαία, να γίνουν υλική δύναμη μέσα στον κόσμο, τροφοδοτώντας, συνεχώς, η μία την άλλη. Απ’ τη μια αυτοί που μονοπωλούσαν τη βία, από την άλλη αυτοί που πέρα από κάποιες συζητήσεις, κάποια περιοδικά και κάποιες αναφορές στην επανάσταση, δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν vα προχωρήσουν ποτέ παραπέρα, δε έφτασαν ποτέ στην σύγκρουση. Και οι δυο κατάφερναν να επιβιώνουν επισείωντας ο ένας το σκιάχτρο του άλλου, οδηγώντας νομοτελειακά τις οποιεσδήποτε κινήσεις σε σίγουρες ήττες, τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά.
Να που όμως το νόμισμα στάθηκε κατακόρυφα και για πρώτη φορά οι περισσότερες συγκρούσεις που δόθηκαν όχι μόνον υπερασπίστηκαν πολιτικά, και απόδωσαν, αλλά κατάφεραν να γίνουν αυτές ένας πόλος αναφοράς ενός τόσο μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Αυτό ακριβώς ήταν και το στοιχείο που κατατρομοκράτησε και τις δύο πλευρές.
Από τη μια μεριά γι’ αυτούς που μονοπωλούσαν τη βία και που το μονοπώλιο τους έσβησε όπως άναψε το Καραβελ. Δεν το περίμεναν οι πρώτες αλυσίδες να καταφέρουν να φτάσουν μπροστά στο Κάραβελ σπάζοντας τους κλοιούς, να το σπάσουν και να πετάξουν μολότοφ. Για αυτό άλλωστε και πολλοί σύντροφοι στις πρώτες αλυσίδες χτυπήθηκαν από μακριά από πίσω, την ώρα που δίνανε τη μάχη, γι’ αυτό και οι πρώτες μολότοφ που πέσανε απ’ αυτούς ̶ και δεν ανάψανε ̶ πέσανε στα πόδια της πρώτης αλυσίδας. Όπως και δεν περίμεναν να βγει η “Επιτροπή” μετά και vα υπερασπιστεί την ενέργεια του Κάραβελ (παίρνοντας τη ρεβάνς του ’80) σπάζοντας έτσι το μύθο ότι μόνο ένα κομμάτι του κινήματος ξέρει να δίνει μάχες και συγκρούσεις με όλους τους τρόπους, άσχετα βέβαια με το αν πάντα τις χάνει. Το παραξένισμα γίνεται μανία όταν από τη μία μεριά δεν ήταν πρώτοι στο Κάραβελ από την άλλη είναι αναγκασμένοι λόγω της τεράστιας καταστολής να μην δίνουν ανοιχτές συγκρούσεις στο δρόμο ακολουθώντας έτσι, λίγο-πολύ λογικές άλλων. Μανία που εκφράστηκε μέσα απ’ το υλικό τους, που ο κύριος εχθρός του κινήματος δεν ήταν πλέον το κράτος των κομμάτων μιας και για τα κόμματα και την καταστολή περιέλαβαν ελάχιστα πράγματα, αλλά οι αριστεριστές.
Από την άλλη, αυτοί που ήταν σίγουροι ότι η ενέργεια του Κάραβελ ήταν η μεγαλύτερη βλακεία της άκρας αριστεράς, αυτοί που κόβαν το χέρι τους ότι ήταν η μεγαλύτερη πολιτική ήττα από την μεταπολίτευση και μετά, αυτοί που το μόνο πρόβλημα που είχαν ήταν να καταγγείλουν τα επεισόδια της Νομικής, τους αναρχικούς, που τα σπάνε και άλλα ευτράπελα που θυμίζουν την στάση του αριστερισμού το ’80.
Σημαντικό να αναφερθεί, για να μην παρανοηθεί, είναι ότι για πρώτη φορά στο αντιεξουσιαστικό κομμάτι υπήρχε μια διάσταση. Τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσ/νίκη, οι αντιεξουσιαστές κράτησαν στην πλειοψηφία τους θετική στάση, σκεπτόμενοι, ίσως για πρώτη φορά, πολιτικά. Αυτό οφείλεται τόσο στη μεγάλη έκταση της καταστολής όσο και στο ότι στο επίπεδο της πρακτικής κυριαρχούν κάποιες μεγαλύτερες και με περισσότερες εμπειρίες ηλικίες απ’ ότι παλιότερα.
Όμως πέρα απ’ αυτούς που μονοπωλούσαν τη βία, που τη σύγκρούση με το κράτος την φαντάζονται σαν σύγκρουση της παρέας τους με τους μπάτσους πέρα απ’ αυτούς, που έψαχναν αρχικά μέρος για να κρυφτούν και να καταγγείλουν τους αναρχικούς, πέρα απ’ τους αμφότερους χοντρούς θεατρινισμούς και των δύο (οι ίδιοι που προσπαθούσαν να τελειώσουν τη Νομική και την άλλη μέρα διαφωνούσαν ή που έδιναν στους πανκ το χαρακτηρισμό του κοινωνικού φασισμού, είναι αυτοί που στα έντυπα φέρονται να είναι κολλητοί με τους πανκ και να υπερασπίζονται θεωρητικά τη Νομική, οι Συσπειρώσεις που στην πορεία κάνουν χωριστό μπλοκ από την επιτροπή…) κυριάρχησε μια τρίτη άποψη. Μια τρίτη άποψη που την σύγκρουση με το κράτος δεν τη φαντάζεται σαν σύγκρουση συμμοριών-μπάτσων αλλά σαν σύγκρουση κοινωνίας – κράτους, που τις γενικές θεωρητικές αναζητήσεις επιδιώκει να τις μετατρέψει σε υλική δύναμη. Μια αντίληψη που ξεκινάει με αναφορά τον κόσμο και όχι σε αντιπαράθεση μ’ αυτόν, είτε στη λουμπενική του έκφραση (η σύγκρουση της ομάδας με το κράτος όπου η κοινωνία – κυρα Κατίνα είναι σε στάση θεατή) είτε στην ελιτίστικη έκφραση (η ομάδα που θα καθοδηγήσει και θα εμφυσήσει την επανάσταση στην κοινωνία) άποψη που μπορεί να επικαλεστεί την ορθότητα της από την πορεία της Τρίτης. Ήταν η πρώτη φορά που οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος η μια πίσω απ’ τον αναρχισμό, ή άλλη πίσω απ’ τον λενινισμό, και οι δυο με μίσος και περιφρόνηση για την υπόλοιπη κοινωνία, χάσανε. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα είναι η τελευταία.