Αυτό το κείμενο δεν φιλοδοξεί τόσο ν’ αναλύσει το τι σημαίνει για την πανεπιστημιακή συγκυρία η εφαρμογή του νόμου-πλαίσιο, ούτε να κάνει μια ιστορική αναδρομή του φοιτητικού κινήματος μέχρι τα σήμερα. Εξάλλου έχουν γραφτεί τόσα πολλά, έχουν ειπωθεί άλλα τόσα που νομίζω πως θα ήταν και κάπως περιττή μια τέτοιου τύπου προσέγγιση στο θέμα. Αντίθετα αισθάνομαι την ανάγκη πρώτα να γίνει μια κριτική παρουσίαση των λειτουργιών του χώρου των συσπειρώσεων σε συνάρτηση με την ήδη διαμορφωμένη κατάσταση στις σχολές.
μια μικρή αναδρομή
Ήδη έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που άνοιξε μια διαδικασία σε κεντρικό επίπεδο στον φοιτητικό χώρο, που έφερε στην επιφάνεια τα χαρακτηριστικά της νέας συγκυρίας βάζοντας παράλληλα κάποια ζητήματα παρέμβασης: (βλέπε 3ήμερο-2ήμερο συζήτησης και προβληματισμού των φοιτητών που αγωνίζονται ενάντια στο νόμο πλαίσιο κτλ).Και εδώ θα ήθελα να σταθώ παραπάνω: αν θα θέλαμε να δούμε την κατάσταση που επικρατούσε στις σχολές τα 2 τελευταία χρόνια θα λέγαμε ότι το φοιτητικό κίνημα δεν είναι τίποτα άλλο από μια νοσταλγική ανάμνηση του παρελθόντος. Εννοώντας την πλήρη απουσία της ζωντάνιας και της δυναμικής κάποιων μαζικών διαδικασιών βλέπε γενικές συνελεύσεις, αποχές, καταλήψεις και την υποκατάσταση τους με το δυνάμωμα μιας συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ελέω θεού(διοικητικά συμβούλια, συνεδρίασες συνδιοικιτικών οργάνων, ΕΦΕΕ). Βέβαια αναθρεμμένη από την παραίτηση τον εφησυχασμό, την ιδιώτευση, την κρίση αξιών που βασιλεύει.
Για έναν εναλλακτικό λόγο στο Πανεπιστήμιο
Η πλειοψηφία των παλαιοτέρων έχοντας πάρει τον δρόμο της φυγής ανεπιστρεπτί και η πλειονότητα της γενιάς των πανελληνίων διαπαιδαγωγημένη στην ξέφρενη εντατικοποίηση, στην αυθεντία του καθηγητή, στην ιεραρχία, στην αυστηρή επιλογή. Αρκεί να φανταστείτε ότι n αντιγραφή, στις εξετάσεις, έχει γίνει είδος πολυτελείας. Είναι αρκετό το αυστηρό ύφος της επιτήρησης νια να σκύψουν όλοι πάνω στα γραπτά τους και να απομονώσουν τους λίγους αμετανόητους λουφατζήδες. Όσο για την μαζική προσέλευση, στο μάθημα ο αυτή είναι πια γεγονός μαζί βέβαια με την απουσία της οποιαδήποτε παρέμβασης στο μάθημα είτε αυτή θα είχε τον χαραχτήρα της κριτικής στο γνωστικό αντικείμενο, είτε της αντίστασης στην ισοπέδωση τής εξουσίας-αυθεντίας τού διδάσκοντα. Στην πλειοψηφία του Φοιτητικού χώρου κυριαρχεί η συναίνεση, η συνυπευθυνότητα για να ξεπεραστεί η γνωστή κρίση τού εκπαιδευτικού μηχανισμού. Το πανεπιστήμιο πια έρχεται να εναρμονιστεί με την κοινωνία.
Και εδώ ξαναγυρνάμε στην προσπάθεια ανασυγκρότησης των συσπειρώσεων μέσα από μια κεντρική πρωτοβουλία μιας και είναι δύσκολο να αποκατασταθούν οι επιμέρους συλλογικότητες δηλαδή συγκρότηση και λειτουργία ομάδων ανά σχολή εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Όπως είπαμε και πιο πάνω ήδη έχει περάσει ένας χρόνος και λίγο ή πολύ έχει γίνει αντιληπτό πως αν είναι προβληματική η έλλειψη παρέμβασης στον κάθε επιμέρους χώρο (σχολή) πολύ περισσότερο είναι αισθητό το κενό προοπτικής.
Και γιατί αυτό; Σ’ όλη αυτήν την πορεία αν κάτι αποτέλεσε αιχμή παρέμβασης από την πλευρά μας ήταν: νόμος πλαίσιο ίσον πειθαρχημένο πανεπιστήμιο συνοδευόμενο με το όχι στα εξάμηνα-όχι στην εντατικοποίηση στα πλαίσια πάντα τού γνωστού αστικού εκσυγχρονισμού.
και τωρα;
Και όσον αφορά τα συνδιοικητικά όργανα και την συμμετοχή μας ή όχι με τη πάροδο του χρόνου και την απόχτηση μιας πρώτης εμπειρίας ξεπεράστηκε ευτυχώς η πούρα αντίληψη πού έλεγε ότι ή παρουσία μας και μόνο σε τέτοιες διαδικασίες νομιμοποιούσε την συμμετοχή. Έτσι πάνω κάτω ο κύκλος των θεμάτων είχε κλείσει: παρέμβαση στην συνδιοίκηση ανάλογα με την κάθε συγκυρία και πάντα για την επιβολή κάποιων δικών μας όρων και παραπέρα δυναμική αντιπαράθεση με την φοιτητική αστυνομία (ΚΝΕ- ΠΑΣΠ) ενάντια στην επικείμενη ψήφιση των εξαμήνων. Και ή φιγούρα όλης αυτής τής κίνησης, από την μία ορισμένοι εναπομείναντες τού κινήματος των καταλήψεων πού όμως δεν έχουν οργανική σχέση πια με το φοιτητικό χώρο και από την άλλη κάποιοι νέοι φοιτητές που ασφυκτιούν στις αίθουσες διδασκαλίας, που θέλουν όμως να κατοχυρώσουν έτος, που δεν έχουν την επαφή και την σχέση με την πολιτική, όπως οι προηγούμενοι και βάζουν ζητήματα νέων μορφών προσωπικών σχέσεων και προβλήματα όπως μοναξιά, επικοινωνία, ελεύθερος χρόνος, αλλά και κάποια σπέρματα συλλογικότητας, συνολικότερης κριτικής του πανεπιστημίου ,ανοίγματος του στην κοινωνία Έτσι, μ’ αυτή τη νέα οπτική έρχεται αντικειμενικά πια η συγκυρία να βάλει το πρόβλημα. Δηλαδή ότι αργά ή γρήγορα τα εξάμηνα -κατά ΚΝΕ-ΠΑΣΠ εξαμηνιαία μαθήματα, είναι μια πραγματικότητα. Η εύρυθμη λειτουργία της φοιτητικής συμμετοχής κάνει βήματα πέρα από κάποιες ενδογενείς αντιθέσεις ή’ από ελάχιστες δυναμικές παρεμβάσεις ,που σε συνολικότερο επίπεδο δεν την ανατρέπουν, εξαιτίας και πάλι απουσίας κινήματος, απουσίας αποφάσεων συνελεύσεων φοιτητών. Μαζί με τις πρόσφατες τροπολογίες που εκτός από τα άλλα χτυπάνε τις ανοιχτές διαδικασίες και παραπέμπουν σε πειθαρχικά.
Και το ερώτημα μπαίνει όλο και πιο επιτακτικά. Εμείς τι κάνουμε; Παραμένουμε στην ίδια συνθηματολογία που τροφοδότησε το κίνημα των καταλήψεων σχηματικά εκφρασμένη σαν την ιδεολογία του εύκολου πτυχίου; Παραμένει το κέντρο της αντίθεσης, το εξεταστικό , το όχι στην πειθάρχηση του Πανεπιστήμιου, που βέβαια απαντάει ως ένα βαθμό στην ιδιαιτερότητα της συγκυρίας; Φτάσαμε πια στο σημεία που πρέπει να γίνει μια τομή αν θέλουμε να υπάρξουμε σαν κίνημα. Είναι σίγουρο ότι απέναντι στα νέα προγράμματα σπουδών, δεν αρκεί να αντιπαραθέσουμε το “3 περίοδοι-3 μεταφορές”, την αόριστη άρνηση της εντατικοποίησης. Αλλά αντίθετα, το βάθεμα της προοπτικής μας σήμερα θα σήμαινε παρέμβαση στο γνωστικό αντικείμενο και σύνδεσή του με την υπόλοιπη κοινωνία, οπό την αντίστροφη βέβαια πορεία, άρνηση του κατατεμαχισμού και της εξειδίκευσης της γνώσης. Με λίγα λόγια, άνοιγμα του πανεπιστημίου στις άμεσες κοινωνικές συγκρούσεις. Και επειδή πάντα παραμονεύει ο κίνδυνος μιας ιδεολογικής κριτικής ακαδημαϊκού τύπου, εννοούμε το άνοιγμα εκείνων των διαδικασιών που, για παράδειγμα, την ώρα της διδασκαλίας παιδαγωγικής θα μπαίνουν μαθητές στο αμφιθέατρο και θα τοποθετούνται πάνω στην αλλοτριωτική πειθαρχία του σχολείου αμφισβητώντας τη λειτουργία του καθηγητή σαν θεματοφύλακα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Και από την πλευρά των φοιτητών πάλη·, για την κατοχύρωση των απόψεών τους για την αντιαυταρχική εκπαίδευση. Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν τρόπους έμπρακτης κριτικής των εξετάσεων σαν διαδικασιών ταξικής επιλογής. Ή θα μπορούσαμε, για να αποκαλυφθεί η ταξική φύση του Δικαίου ή της πολιτικής οικονομίας, οι φοιτητές να βρεθούν μαζί με ένα εργατικό σωματείο στο αμφιθέατρο ή το εργοστάσιο και να συζητήσουν για τις άθλιες συνθήκες εργασίας, για τα θανατηφόρα “εργατικά ατυχήματα”-δολοφονίες των αφεντικών και για την “κάλυψή” τους από το νόμο.
Έτσι, γυρνώντας την περίοδο των εξετάσεων στη σχολή, να κατοχυρώνουν οι φοιτητές το μάθημα με μια εργασία απόλυτα ελεύθερη στο περιεχόμενο και στις αντιλήψεις. Μια πρόταση που αμφισβητεί την επιλογή και την ιεραρχία, που σήμερα δεν είναι μόνο καθηγητική αλλά και συνδικαλιστικά φοιτητική” καταξιωμένα αριστερή. Ας θωρηθούμε για παράδειγμα το ” πολιτικό 6″ τής Ιταλίας. Όσο αναφορά την συγκρότηση των τομέων κριτική της διαχωρισμένης γνώσης με την δυνατότητα να υπάρχει ένας αριθμός μαθημάτων που να προέρχεται από διαφορετικό τομέα ή και σχολή. Και όταν λέμε διαχωρισμένη γνώση, εννοούμενη αστική-αντιδραστική τέτοια πού απέχει παρασάγκας από την ζωή. Έτσι παρεμβαίνοντας στην διαμόρφωση τού προγράμματος σπουδών μεταφορά τής πάλης στο άνοιγμα του πανεπιστήμιου στις κοινωνικές αντιθέσεις και κατοχύρωση ύπαρξης ενός αντιεραρχικού, αντιεκσυγχρονιστικού, αντικαπιταλιστικού λόγου. Σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να διακρίνω την έλλειψη ενός πολιτικού κι ιδεολογικού αντικαπιταλιστικού κέντρου. Την απουσία ενός συνολικότερου κοινωνικού κινήματος που θα επέτρεπε το σπάσιμο του φοιτητικού γκέτο και τής στείρας συνδικαλιστικής αντιπολίτευσης. Άρα πάλη για την αποσταθεροποίηση του αστικού πανεπιστημίου σαν μέρος ενός ευρύτερου νεολαιίστικου κινήματος πού αρχίζει να αντιμετωπίζει το πρόβλημα τού κοινωνικού υποβιβασμού, της προλετάριοποίησης, της απουσίας ελέγχου πάνω στις διαδικασίες ζωής του, που βάζει σε κρίση το οικογενειακό μοντέλο, πού αμφισβητεί την εμπορευματοποίηση του ελεύθερου χρόνου και των σχέσεων, πού, έρχεται τέλος αντιμέτωπο με το κράτος σαν θεσμοθέτη του αντινεολαΐστικου ρατσισμού. Τελειώνοντας σε σχέση μ’ όσα ανάφερα πιο πάνω θα ήθελα να επισημάνω μια αντίθεση που συγχρόνως αποτελεί και ένα αδιέξοδο του ίδιου του γράφοντα: την έλλειψη οργανικής σύνδεσης με τον φοιτητικό κόσμο, αυτών που βάζουν κάποια στοιχεία ριζοσπαστικών πραχτικών που εκτός των άλλων αποτελούν μία μειοψηφική τάση του φοιτητικού “χώρου”, φτάνοντας έτσι στην εξεταστική περίοδο τόσο μοναχικοί και περιθωριοποιημένοι που να μην τολμούν να σηκώσουν κεφάλι. Και τότε τί γίνεται;