Ο Μάρκος Βαφειάδης σε μια συνέντευξη στο Βήμα το Δεκέμβρη του 1983 υποστήριξε πως πλέον δεν είναι δυνατή στην Ελλάδα μια «λαϊκή επανάσταση» τέτοια που την εννοούσαν κάποτε οι κομμουνιστές. Επομένως, κατέληγε, η μόνη λύση περνάει μέσα από τη στήριξη των κυβερνήσεων της αριστεράς, και στη συγκεκριμένη περίπτωση του ΠΑΣΟΚ.
Το αξιοσημείωτο σ’ αυτή την άποψη του «Μάρκου» ήταν πως το επιχείρημά του στηριζόταν στο γεγονός ότι έχουν αλλάξει οι ίδιες οι λαϊκές μάζες, οι ίδιοι οι εργάτες και αγρότες, που σε τελευταία ανάλυση έχουν πολλά να χάσουν και όχι μόνο τις αλυσίδες τους. Άρα δεν υπάρχουν τα ίδια τα επαναστατικά υποκείμενα της «παλαιάς» επανάστασης.
Να λοιπόν, ήταν ο Μάρκος που ήρθε να βάλει ένα πραγματικό πρόβλημα στους «επαναστάτες»: Τι γίνεται με την «επανάσταση»;
1. Μπερνστάϊν και Λένιν
Ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης Μπερνστάϊν ήταν ο πρώτος που ήρθε να βάλει το ζήτημα στα τέλη του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Μπερνστάϊν η ανάπτυξη των μεσαίων στρωμάτων, η αναπαραγωγή της μικροϊδιοκτησίας, οι κατακτήσεις της ίδιας της εργατικής τάξης δεν οδηγούν στην κοινωνική πόλωση που πρόλεγε ο Μαρξ και άρα και στη συνακόλουθη κοινωνική έκρηξη. Επομένως, κατέληγε ο Μπερνστάϊν, το καθήκον των επαναστατών είναι… να κάνουν μεταρρυθμίσεις και σύνθημα του έγινε η φράση «ο σκοπός δεν είναι τίποτε, το παν είναι το κίνημα», εννοώντας μ αυτό πως εκείνο που μετράει είναι η καθημερινή κοινωνική πάλη και κατάκτηση και όχι ο «νεφελώδης» και πιθανά ανέφικτος «στόχος». Να, λοιπόν, το πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας για εκατό χρόνια. Όλα τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης για εκατό χρόνια συνεχίζουν και εφαρμόζουν τη «γραμμή Μπερνστάϊν», φτάνοντας μέχρι και την κυβέρνηση των αστικών κρατών. Η σοσιαλδημοκρατία μεταβλήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης σε διαχειριστή του αστικού καθεστώτος.
Στον Μπερνστάϊν απάντησαν τότε ο ίδιος ο «ορθόδοξος» Κάουτσκυ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και κύρια ο Λένιν. Και λέμε κύρια ο Λένιν, γιατί αυτός οδήγησε την άποψη του Μπερνστάϊν σχεδόν στον αντίποδά του: «Το κίνημα δεν είναι τίποτε, το παν είναι ο στόχος». Και πράγματι μέσα στις συνθήκες της Ρωσίας, όπως και του συνόλου της Ευρώπης τη στιγμή του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου φάνηκε, πως η άποψη του Λένιν κέρδιζε έδαφος. Το κεντρικό, το αποφασιστικό γινόταν η πολιτική επανάσταση, η άμεση ανατροπή του αστικού καθεστώτος, ενδιάμεσες καταχτήσεις δεν υπάρχουν, ή κι αν υπάρχουν δεν έχουν νόημα, αντίθετα απομακρύνουν από το στόχο.
‘ Ετσι, μετά απ’ αυτή την πολεμική διαμορφώθηκαν οι ιδεολογικοί και πολιτικοί ορίζοντες του Ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος γύρω από δύο πόλους: «μεταρρύθμιση ή επανάσταση», όπου σαν μεταρρύθμιση νοούνταν η συμμετοχή στις αστικές κυβερνήσεις, και σαν επανάσταση η άμεση και βίαιη ανατροπή του πολιτικού καθεστώτος.
– Όμως, 100 – χρόνια μετά το ξεκίνημα εκείνης της πολεμικής βλέπουμε πως τα πράγματα εμφανίζονται διαφορετικά. Βίαιες επαναστάσεις έγιναν μόνο στις πιο καθυστερημένες καπιταλιστικές χώρες όπου το ζήτημα που έμπαινε δεν ήταν η υπερανάπτυξη, αλλά η υπανάπτυξη του καπιταλισμού. Και σήμερα ένοπλα επαναστατικά κινήματα υπάρχουν εκεί όπου οι λαοί υποφέρουν απ αυτή την «υπανάπτυξη» του καπιταλισμού, στις λεγόμενες χώρες του Τρίτου Κόσμου. Αντίθετα, στην Δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική, την Ιαπωνία, την Αυστραλία, κλπ. όχι μόνο δεν έχουμε ένοπλα κινήματα εκτός από περιπτώσεις εθνικών κινημάτων (Ιρλανδία, Βάσκοι) αλλά δεν υπάρχουν καν σοβαρές πολιτικές δυνάμεις που να πιστεύουν σε κάποια «επανάσταση» σαν μια στιγμή ριζικής ανατροπής. Μόνο στη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων μπήκε στις χώρες της Δύσης (σε μερικές απ’ αυτές) το αίτημα της βίαιης ανατροπής του κοινωνικού καθεστώτος, αλλά αποσοβήθηκε.
Έτσι λοιπόν μοιάζει σαν ο Μπερνστάϊν να αποδείχτηκε σωστός στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού και ο Λένιν στις πιο καθυστερημένες χώρες. Στην Ευρώπη η μεταρρύθμιση, στην Ασία η επανάσταση.
2. Πολιτική και κοινωνική επανάσταση
Όμως, αυτή θα ήταν η εύκολη απάντηση. Απάντηση που έδινε και το επαναστατικό κίνημα που ξεπήδαγε στους χώρους της νεολαίας στη δεκαετία του
60:
«Η εργατική τάξη της Δύσης, τα κομμουνιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι ενσωματωμένα στον καπιταλισμό, η επανάσταση έρχεται από τον Τρίτο Κόσμο. Μόνο εκεί υπάρχει επανάσταση».
Όμως αυτή η απάντηση (που σήμερα έχει αναστραφεί μια και κάθε τι το τριτοκοσμικό καταδικάζεται) ήταν μια απάντηση λειψή. Λειψή γιατί ταύτιζε την ΠΟΛΙΤΙΚΗ με την ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ επανάσταση. Πράγματι, αν στον Τρίτο κόσμο και γενικά στις καθυστερημένες καπιταλιστικές χώρες η πολιτική επανάσταση είναι πιο «εύκολη», η κοινωνική επανάσταση είναι πολύ πιο δύσκολη, γιατί δεν υπάρχουν οι κοινωνικές δυνάμεις που θα τη στηρίξουν σε βάθος. Και έτσι έχουμε το φαινόμενο της «παλινόρθωσης» στη Ρωσία, της δημιουργίας ενός ολοκληρωτικού κρατικού καπιταλισμού, παρ’ όλη την επιτυχία της “επανάστασης” . Και σήμερα ο Μπετελέμ έρχεται να χαρακτηρίσει την επανάσταση του 17 σαν «καπιταλιστική επανάσταση».
Η επανάσταση λοιπόν πρέπει να πάψει να είναι αυτή η περιβόητη «στιγμή» που έρχονται «τ απάνω κάτω», και μόνο αυτή. Ο Μαρξ ήδη στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» μίλαγε για μια ολόκληρη εποχή επαναστάσεων και για τον κομμουνισμό όχι σαν ένα «καθεστώς» ή σα μια στιγμή επαναστατικής ανατροπής, αλλά σαν το «κίνημα που ανατρέπει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων»! Η ταύτιση της επανάστασης με την επαναστατική «στιγμή», τη στιγμή της «πολιτικής ανατροπής», υπήρξε καταστροφική. Δεν είναι τυχαίο δε πως αυτή η ταύτιση ήρθε κύρια από τη Ρωσία, τη χώρα όπου δεν υπήρχε καμιά ελευθερία, ούτε αναπτυγμένες κοινωνικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης, όπου δεν είχε καν αναπτυχθεί ο καπιταλισμός. Η έννοια λοιπόν της κομμουνιστικής επανάστασης, της ανατροπής ήρθε από εκεί ταυτισμένη με την πολιτική ανατροπή, μια και μόνο ΜΕΤΑ την πολιτική ανατροπή μπορούσε να αρχίσει η κοινωνική επανάσταση στη Ρωσία. Έτσι χάθηκε η έννοια της κοινωνικής επανάστασης, της μετάβασης στον κομμουνισμό σα μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, ακόμα και δημογραφικών ή και οικολογικών – θα λέγαμε σήμερα – ανατροπών, μετάβασης που έχει αρχίσει με την ίδια την εμφάνιση του υποκειμένου του κομμουνισμού, μέσα από το προλεταριάτο, δηλαδή από τον ίδιο το 19ο αιώνα. Αυτή λοιπόν η ζωντανή αντίληψη του κομμουνισμού περιορίστηκε σε μια μονοσήμαντη λογική: Πρώτα η πολιτική επανάσταση και μετά η κοινωνική.
Στην πράξη βέβαια τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι παρά μόνο σε κείνες τις χώρες όπου η πολιτική επανάσταση δεν ήταν μια προλεταριακή επανάσταση, αλλά ήταν ταυτόχρονα, ή και κύρια – μια αστική – από την άποψη των προβλημάτων που έβαζε για λύση – επανάσταση, όπως στη Ρωσία, την Κίνα ή και άλλες χώρες του Τρίτου Κόσμου.
Στις αναπτυγμένες χώρες αντίθετα η εξέλιξη έμοιαζε να δικαιώνει τον… Μπερνστάίν. ‘ Οχι μόνο δεν έγινε η πολιτική επανάσταση αλλά και η ίδια η εργατική τάξη μοιάζει να τη θέλει όλο και λιγότερο, ή όπως έλεγε η ιδεολογία του πρώιμου 68, η εργατική τάξη αφομοιώθηκε!
Να λοιπόν που η μαρξιστική-λενινιότικη πρόβλεψη έμοιαζε να ανατρέπεται. Μάλιστα αν φτάσουμε στην πιο αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, τις ΗΠΑ, δεν θα συναντήσουμε καν εργατικά κόμματα. Οι διάφορες βέβαια χιλιαστικές σέχτες που εξακολουθούν να επιβιώνουν είτε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (τροτσκιστές, κλπ.) και που πήραν μια πρόσκαιρη ανάσα μετά το Μάη και το κίνημα της δεκαετίας του 60, εξακολουθούν να υποστηρίζουν πως αυτή η έλλειψη της πολιτικής επανάστασης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες δεν είναι παρά ένα «τυχαίο» γεγονός, μια συνέπεια αλλεπάλληλων προδοσιών της ηγεσίας του εργατικού κινήματος. Και έτσι τα παλαιοκομμουνιστικά και αριστερίστικα γκρουπούσκουλα εξακολουθούν να επιβιώνουν σαν οι θεματοφύλακες μιας μυθολογικής επανάστασης που «κάποτε» θα γίνει. Είναι γνωστά τα ιστορικά προηγούμενα σε όλα τα μεγάλα ιστορικά και ιδεολογικά ρεύματα. Πάντα υπάρχουν ομάδες που προσπαθούν να κρατήσουν την αρχική καθαρότητα ευαγγελιζόμενες είτε την ανάσταση νεκρών είτε την κομμουνιστική επανάσταση (βέβαια αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι παρά τις αυταπάτες τους μπορούν να παίξουν σημαντικό και προοδευτικό ιστορικό ρόλο σε μερικές στιγμές).
Στην αναμονή λοιπόν της «μεγάλης επανάστασης» οι «επαναστάτες» έχαναν από τα μάτια τους ότι η επανάσταση, ο κομμουνισμός σαν κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων προχωρούσε και ανέτρεπε αλλεπάλληλους νόμους και θεμέλια του καπιταλισμού. Αυτή η περιβόητη ενσωμάτωση της εργατικής τάξης για την οποία μίλαγαν οι «επαναστάτες» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά επαναστατικές καταχτήσεις της εργατικής τάξης. Οι κατακτήσεις του κατώτερου μισθού, η μείωση των ωρών δουλειάς, μέσα σε έναν αιώνα, από 80 ώρες τη βδομάδα σε 40 ώρες, η ανάπτυξη των κοινωνικών ασφαλίσεων, η δημιουργία του περιβόητου κράτους πρόνοιας, και ταυτόχρονα δημοκρατικές καταχτήσεις στο επίπεδο των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η ανατροπή του ίδιου του νόμου της αξίας, όλη αυτή η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ που διαπέρασε το σύνολο των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών μέσα στα τελευταία 50 ή 100 χρόνια δεν αντιμετωπιζόταν από τους επαναστάτες σαν αυτό που είναι, σαν κομμάτι δηλαδή της μεγάλης πορείας για την απελευθέρωση της εργασίας και ταυτόχρονα την απελευθέρωση από την εργασία, αλλά ειδώνονταν σαν εκμαυλισμός της εργατικής τάξης και σαν προδοσία των επαναστατικών της καθηκόντων «αντί πινακίου φακής». Και βέβαια τα επαναστατικά καθήκοντα της εργατικής τάξης ήταν αυτά που καθόριζαν κάποιοι επαναστάτες διανοούμενοι, που έβλεπαν την πολιτική επανάσταση, την επανάληψη δηλαδή της ρωσικής εμπειρίας σαν το απαραίτητο στοιχείο μιας οποιασδήποτε επαναστατικής διαδικασίας.
Έτσι λοιπόν η εργατική τάξη των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών «πρόδωσε» τα επαναστατικά της καθήκοντα(!) και μόνη καταφυγή έμειναν τα επαναστατικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου, ή όταν ήρθε και η απογοήτευση απ αυτά, μόνο η κάποιου τύπου ομφαλοσκόπηση.
Όμως τα πράγματα είχαν εξελιχτεί διαφορετικά. Οι αστικές τάξεις των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών υποχρεώθηκαν μετά την Οκτωβριανή επανάσταση και το Β’ Πόλεμο για να διατηρήσουν την πολιτική εξουσία να παραχωρήσουν όλο και περισσότερα στις εργατικές και λαϊκές τάξεις.
Και πράγματι σήμερα μπορούμε να αναρωτηθούμε. Πού η εργατική τάξη έχει μεγαλύτερη δύναμη και δικαιώματα; Στη Σουηδία ή στην Ουγγαρία, για να μην αναφέρουμε την Ρουμανία ή την Βουλγαρία; Πού έχει μεγαλύτερες κατακτήσεις και πού είναι μικρότερες οι κοινωνικές ανισότητες; Το παράδοξο είναι πως η απάντηση για όλα αυτά θα είναι, στη Σουηδία, μια χώρα δηλαδή που δεν έχει γίνει καμιά επανάσταση από πρώτη όψη. Και όμως, στην πράξη η μεγάλη κοινωνική επανάσταση των προλετάριων προχώρησε εδώ πολύ περισσότερο.
Κλείνει λοιπόν ο κύκλος. Σήμερα μπορούμε και πάλι να αποκαταστήσουμε την έννοια της επανάστασης στη βαθύτερη μορφή της, της κοινωνικής επανάστασης, της επανάστασης με διαφορετικές ταχύτητες και μορφές στα διάφορα σημεία του πλανήτη, που πράγματι περιλαμβάνει ένα σύνολο όπου αλλού η πολιτική επανάσταση αποτελεί το πρελούδιο για να αρχίσουν οι οποιεσδήποτε κοινωνικές αλλαγές, όπως συμβαίνει στις χώρες του καθυστερημένου καπιταλισμού και άλλες, όπου φαίνεται πως η πολιτική επανάσταση θα εμφανιστεί αργότερα σαν η τελική και αναγκαία συνέπεια μιας βαθύτατης κοινωνικής αλλαγής – που ήδη πραγματώνεται ΑΠΟ ΤΑ ΣΗΜΕΡΑ, όπως συμβαίνει στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού.
Λοιπόν, δεν μπαίνει ζήτημα να «περιμένουμε την επανάσταση», αλλά να συμμετάσχουμε σήμερα σ’ αυτήν την επαναστατική διαδικασία, είτε με το όπλο στο χέρι εκεί όπου κάτι τέτοιο αποτελεί θέληση των ίδιων των μαζών, είτε μέσα από τους κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς, πολιτιστικούς, βίαιους και ειρηνικούς αγώνες, εκεί που μ αυτό τον τρόπο προχωράει η επανάσταση. Απ’ αυτή τη σκοπιά λοιπόν η επανάσταση είναι μια άμεση και ζωντανή διαδικασία, δεν είναι για αύριο, είναι έργο ζωής και καθημερινότητας και ταυτόχρονα πολιτικής ενόρασης και πραχτικής.
3. Πέρα απ’ το ρεφορμισμό και την αυτοκτονία
Ξαναρχόμαστε λοιπόν στο ζήτημα με τους όρους που το βάζει ο Μάρκος, ή που το πρωτόβαλε με όρους πολύ πιο αναλυτικούς ο Μπερνστάϊν, «η επανάσταση δεν είναι πια δυνατή στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, γιατί αλλάζουν οι ίδιες οι λαϊκές μάζες, και άρα εκείνο που ενδιαφέρει τελικά είναι η βελτίωση που μπορεί κανείς να επιτύχει, οι θεσμικές αλλαγές μέσα από τη συμμετοχή στην εξουσία και τις θεσμικές αλλαγές». Έτσι από μια πραγματική διαπίστωση, τη δυσκολία – αν όχι αδυναμία – της πολιτικής επανάστασης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες περνάμε – με ένα λογικό και πολιτικό άλμα – στο εγκώμιο του ρεφορμισμού. Οι εκατόχρονες καταχτήσεις των λαϊκών μαζών «χρεώνονται» στο ρεφορμισμό. Δεν είναι πια ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ του προλεταριάτου που υποχρεώνει σε αλλεπάλληλες υποχωρήσεις τις αστικές τάξεις, αλλά – αντίθετα – η θεσμική και ρεφορμιστική παρέμβαση των ρεφορμιστικών κομμάτων. Η πραγματική ιστορία αναστρέφεται. Αν μελετήσουμε την ιστορική πραγματικότητα θα δούμε πως οι καταχτήσεις της εργατικής επανάστασης είναι γεμάτες «αίμα και δάκρυα», οδοφράγματα και εξεγέρσεις, έναν ασταμάτητο και σκληρό αγώνα. Ήταν η Οχτωβριανή επανάσταση και η εργατική έκρηξη στα τέλη του Α’ Παγκόσμιου πόλεμου, που έσπρωξε τον Κέϋνς, το Ρούσβελτ, την αστική τάξη σε μια πολιτική ένταξης του εργατικού εισοδήματος στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Ήταν ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος με όλη την συσσωρευμένη εργατική ένταση, με τους οπλισμένους εργάτες στην Ιταλία και τη Γαλλία, με τον εμφύλιο στην Ελλάδα, με την απειλή της κατάρρευσης όλης της Δυτικής Ευρώπης που έσπρωξε την Αμερική και τη Δύση σε μια επέκταση του Κεύνσιανισμού και του «κράτους πρόνοιας» σ’ όλο το Δυτικό κόσμο. Τέλος ήταν το κίνημα της δεκαετίας του 60 με κορύφωμα τα οδοφράγματα του 68 που έβαλε τα ζητήματα της καπιταλιστικής ιεραρχίας στο εργοστάσιο και σ’ όλη την κοινωνία, το κίνημα των μαύρων, το ζήτημα της καταπίεσης της γυναίκας από τον άνδρα.
Ο Μπερνστάϊν και οι διάφοροι «Μάρκοι» παίρνουν τις συνέπειες για αίτια. Το γεγονός δηλαδή ότι στη μεγάλη εξέγερση των Σουηδών εργατών στο Ανταλέν το 1931 απάντησε η άνοδος της σοσιαλδημοκρατίας, ότι στην εξέγερση των Αμερικάνων εργατών και στην IWW απάντησε ο ρουζβελτιανός ρεφορμισμός, το ότι στην ανατροπή που προκάλεσε ο Μάης ήρθε να απαντήσει ο Μιττεράν και σε εκείνη του Νοέμβρη του 73 στην Ελλάδα, ο Παπανδρέου, τους οδηγεί σε ένα αναποδογύρισμα της πραγματικής αλληλουχίας. Ο Μιττεράν, Ο Παπανδρέου, ο Ρούζβελτ δεν είναι εκείνοι που πραγματοποιούν τα βήματα της «έρπουσας κοινωνικής επανάστασης» στη Δύση, αλλά αντίθετα εκείνοι που αναλαμβάνουν να μεταφράσουν στους όρους της καπιταλιστικής γεωμετρίαςτην εργατική εξέγερση και ξεσηκωμό. Βέβαια, η ιδιαιτερότητα του αναπτυγμένου καπιταλισμού είναι πως έχει ακριβώς αυτή τη δυνατότητα να «χωνεύει» τις επιθέσεις εναντίον του – μόνο που βέβαια δεν πρόκειται για απλή «ενσωμάτωση», αλλά για νίκες και κατακτήσεις της εργατικής επανάστασης.
Έτσι ο ρεφορμισμός δεν παύει να είναι ο υπηρέτης του καπιταλισμού και μάλιστα κάτι ακόμα περισσότερο στις συνθήκες της έρπουσας εργατικής επανάστασης, ο κύριος εκφραστής του. Ο ρεφορμισμός δεν είναι η απάντηση των λαϊκών μαζών στις συνθήκες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, είναι μια απάντηση ΓΙΑ τις λαϊκές μάζες, από την πλευρά του κεφαλαίου. Και εδώ είναι το αποφασιστικό. Για παράδειγμα, η ΠΑΣΟΚική απόπειρα «προώθησης λαϊκών πρωτοβουλιών» από την πλευρά του κράτους, από τα πάνω, μέσα από τα διάφορα υπουργεία, την «τοπική αυτοδιοίκηση», τη «λαϊκή επιμόρφωση», όχι μόνο δεν οδηγεί σε ανάπτυξη των λαϊκών πρωτοβουλιών, αλλά έχει σα συνέπεια την πάρα πέρα ανάπτυξη του κράτους και της διείσδυσής του στον κοινωνικό ιστό. Η «επανάσταση από τα πάνω» μοιάζει πιο πολύ με προληπτική αντεπανάσταση, γιατί υποκαθιστά μια πιθανή μελλοντική πρωτοβουλία της κοινωνίας των πολιτών από μια κρατική τέτοια. Πρόκειται για την πιο προχωρημένη μορφή του ρεφορμισμού. Όχι απλά «απάντηση» στα λαϊκά κινήματα αλλά ΠΡΟΛΗΨΗ τους, καναλιζάρισμά τους πριν εκδηλωθούν, έτσι ώστε η εργατική και λαϊκή πρωτοβουλία, όταν εκδηλωθούν, να βρουν έτοιμο το κανάλι του κράτους και να αρδεύσουν τα χωράφια του. Να ο ρόλος των διάφορων υπουργείων Νέας Γενιάς. Να το πιο προχωρημένο όραμα του ρεφορμισμού, ένας διαρκής και προληπτικός «κοινωνικός» Κεϋνσιανισμός, δηλαδή η λαϊκή πρωτοβουλία και εξέγερση να μεταβληθούν σε κινητήρα του κράτους, όπως ακριβώς το εξασφαλισμένο εργατικό εισόδημα σήμανε μια νέα σταθερότητα για την καπιταλιστική οικονομία.
Να λοιπόν που θεωρητικά ο ρεφορμισμός ξαναγυρνάει στη χυδαία αφετηρία του. Διατήρηση – έστω με αβαρίες – του καπιταλιστικού κράτους και επέκτασή του. Και το εργατικό κίνημα ξεφεύγει από τον πρόσκαιρο εναγκαλισμό του και ξανακατακτάει τις εξεγερσιακές περγαμηνές του.
Όμως το πρόβλημα παραμένει. Είχε λοιπόν δίκιο ο Λένιν και οι οπαδοί της πολιτικής επανάστασης, μ αυτούς τους όρους στη Δύση; Αποδείχτηκε – εκατό χρόνια είναι μάλλον αρκετά – πως είχαν άδικο. Τα επαναστατικά κινήματα στη Δύση, δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν τις κατεστημένες εξουσίες – και όμως οι δυτικές κοινωνίες κατακλύστηκαν από τις συνέπειες τις εργατικής επανάστασης. Η επανάσταση – η κοινωνική τέτοια – προχώρησε παρ’ όλη την αποτυχία της άμεσης πολιτικής ανατροπής. Αυτή η πραγματικότητα είναι που οδήγησε σε κρίση και τα παλιά κόμματα της Τρίτης Διεθνούς, που ποτέ δεν αντιμετώπισαν τα συγκεκριμένα κινήματα της εργατικής τάξης σαν κομμάτι της εργατικής»: κοινωνικής επανάστασης, αλλά αντίθετα* τα θεωρούσαν πάντα σαν μέσα «επαναστατικής γυμναστικής» για να «εκπαιδεύσουν» τις μάζες στην προοπτική της «πραγματικής» επανάστασης, της πολιτικής. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την έννοια της «επανάστασης εδώ και σήμερα», παρά με όρους ένοπλης πάλης και ανατροπής. Και μια βέβαια και η ένοπλη πάλη και η ανατροπή εδώ και σήμερα είναι μάλλον ουτοπικές όσο δεν έρχεται η μεγάλη κρίση, δεν υπάρχει άλλη λύση στην πράξη από το πέρασμα στη ρεφορμιστική πραχτική. Αυτός ήταν ο δρόμος των κομμουνιστικών κομμάτων. Έτσι μια περιοριστική αντίληψη της επανάστασης, σαν πολιτικού φαινόμενου, οδηγούσε άσφαλτα στο ρεφορμισμό, μέσα από μια – από πρώτη όψη – πλήρη αναστροφή. Μια αστική και πραξικοπηματική
αντίληψη της επανάστασης ήταν φυσικό να οδηγήσει εδώ πέρα. Στον ανοιχτό και απροκάλυπτο ρεφορμισμό. Μέσα σ’ αυτά τα ψεύτικα διλήμματα μπλέχτηκε και η νέα «επαναστατική άριστερά» που ξεπήδησε στη δεκαετία του ’60. Μην μπορώντας να νοήσει την επανάσταση παρά μόνο σαν άμεση, ένοπλη, ανατροπή δεν κατόρθωσε να εκφράσει πολιτικά και συνεκτικά αυτό που έκφραζε στην πράξη, το προχώρημα δηλαδή της κοινωνικής επανάστασης και έπεσε στην παγίδα της «πολιτικής επανάστασης». Έτσι ένα μέρος αυτής της άκρας αριστεράς προχώρησε στον ένοπλο αγώνα για λογαριασμό της έξω και πέρα από τη θέληση του υποθετικού προλεταριάτου που εκφράζει (sic) και ένα άλλο μέρος προχώρησε στο δρόμο του κλασσικού ρεφορμισμού όπως έκαναν στη Γαλλία, την Αγγλία, την Ιταλία και την Ελλάδα ένα μεγάλο κομμάτι των παλιών επαναστατικών οργανώσεων που είτε προσχώρησαν άμεσα στα ρεφορμιστικά κόμματα των χωρών τους (στο εργατικό κόμμα στην Αγγλία, το σοσιαλιστικό στην Γαλλία; το σοσιαλιστικό ή το κομμουνιστικό στην Ιταλία, το ΠΑΣΟΚ και το εσωτερικό στην Ελλάδα) είτε παραμένουν σα μικρά κομματίδια της κριτικής υποστήριξης όπως το PDUP στην Ιταλία, οι τροτσκιστές στην Αγγλία και τη Γαλλία ή διάφορες τροτσκιστικές και άλλες ομάδες διανοουμένων στην Ελλάδα.
Να λοιπόν η ολοκλήρωση του αδιέξοδου. Μια λαθεμένη αντίληψη της κοινωνικής επανάστασης οδηγεί άσφαλτα είτε στα αδιέξοδα της τρομοκρατίας είτε στη χυδαιότητα της ρεφορμιστικής ρύθμισης και στην αγκαλιά του κράτους.
Είναι προφανές λοιπόν πως οι όροι μιας εναλλακτικής λύσης βρίσκονται σε μια ριζική αναθεώρηση της αντίληψης για την επανάσταση, την κατανόηση του γεγονότος πως σήμερα, ΕΔΩ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ζούμε μια επαναστατική διαδικασία, επαναστατική με τη βαθύτερη μαρξιστική έννοια του όρου, δηλαδή σα μια αδιάκοπη ανατροπή των παλιών οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών όρων κάτω από την ανάπτυξη της εργατικής εξέγερσης, που ανατρέπει το σύνολο των παλιών πραγματικοτήτων. Μια τέτοια κατανόηση της εποχής μας συνεπάγεται και μια νέα – ριζικά νέα – αντίληψη της πολιτικής επαναστατικής διαδικασίας. Η πολιτική σήμερα δεν μπορεί να νοηθεί σα μια καθοδήγηση των λαϊκών μαζών σε ένα στόχο – την πολιτική ανατροπή – που μπορεί να αργήσει για πολλές δεκαετίες ακόμα, και να οδηγήσει στην απραξία, την αυτοκτονία ή το ρεφορμισμό, αλλά μια προσπάθεια έκφρασης στο επίπεδο του πολιτικού – της πολιτικής διαμεσολάβησης – των πραγματικών κοινωνικών κινημάτων που διαπερνούν την κοινωνία. Η προσπάθεια δηλαδή να αφαιρεθεί από τα χέρια του ρεφορμισμού το πολιτικό πεδίο, η προσπάθεια να πάψει το πολιτικό επίπεδο να αποτελεί το προνομιακό πεδίο όπου επαναστατικά κοινωνικά κινήματα θα μεταφράζονται σε ρεφορμιστικές πολιτικές επιλογές, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα. Ίσως κάτι τέτοιο να είναι ουτοπικό, ή πολύ δύσκολο, όμως είναι η μόνη πολιτική απόπειρα που μπορεί να έχει ένα οποιοδήποτε νόημα. Μια προσπάθεια δηλαδή ανατροπής της καπιταλιστικής γεωμετρίας: Επαναστατικό κοινωνικό κίνημα – ρεφορμιστική πολιτική απάντηση του κράτους αντικατάστασή της από μια νέα «γεωμετρία», επαναστατικό κοινωνικό κίνημα – επαναστατική πολιτική μεσολάβηση ίσως το πεδίο της πολιτικής φ/α παρουσιάζει κάποιες εγγενείς δυσκολίες. Όμως το πολιτικό εγχείρημα όσο υπάρχουν τάξεις θα παραμένει επίκαιρο κι η αναζήτηση της πολιτικής διεξόδου αναγκαία.
Αυτή είναι η νέα πολιτική σύνθεση, η νέα πολιτική απάντηση, η συνέχεια των επαναστατικών κινημάτων, η εξέγερση, η πάλη ενάντια στο κράτος σαν καθημερινότητα και ταυτόχρονα η μετάφραση αυτών των αγώνων σε μια πολιτική που να μην αναζητάει αδιάκοπα μια πολιτική επανάσταση, σαν άλλοθι της καθημερινής απραξίας, αλλά που προσπαθεί να μεταβάλει την καθημερινή ανατρεπτική δραστηριότητα του προλεταριάτου σε μια πολιτική πρόταση επιτάχυνσης της κοινωνικής εξέλιξης. Γιατί αυτός είναι πια ο στόχος, η επιτάχυνση της έρπουσας εργατικής επανάστασης. Και βέβαια σε περίπτωση «σφιξίματος», πολέμου ή μεγάλης κρίσης και η απόπειρα της «μεγάλης ανατροπής».
Γιατί βέβαια η «μεγάλη ανατροπή», η μετάφραση της εργατικής επανάστασης σε νέους όρους πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας δε θα παύει να είναι επίκαιρη. Επίκαιρη τόσο στις χώρες του «Τρίτου Κόσμου» που μπρος στην υπανάπτυξη του καπιταλισμού θα εμφανίζεται σαν ο μοναδικός όρος για το άνοιγμα των ίδιων των διαδικασιών της κοινωνικής επανάστασης, όσο και στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, όπου η πραγματοποίησή της θα αποτελούσε έναν ουσιαστικότατο παράγοντα επιτάχυνσης και σταθεροποίησης της κοινωνικής επανάστασης. Βέβαια κάποτε αυτή η μεγάλη ανατροπή θα γίνει αναπόφευκτη και στις ίδιες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Το ζήτημα που μπαίνει δεν είναι αν κάποτε θα πραγματοποιηθεί, αλλά αν αυτή η πραγματοποίηση θα παραμένει το άλλοθι μιας καθημερινής απραξίας, ή η δικαιολόγηση μιας γκρουπουσκουλιάρικης λογικής. Κάθε πολιτική των καταπιεζόμενων τάξεων τείνει στην ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Έτσι η εργατική επανάσταση τείνει να μεταβληθεί, να μεταφραστεί και σε όρους πολιτικής εξουσίας. Και κάτι τέτοιο – με βίαιο τρόπο – όπως έδειξε η εκατόχρονη ιστορία του εργατικού κινήματος μετά την Κομμούνα του Παρισιού μπαίνει μπροστά μας για άμεση πραγματοποίηση είτε σε συνθήκες πολέμου, ή – μπορούμε να υποθέσουμε – μιας βαθύτατης κρίσης όμοιας και μεγαλύτερης από εκείνη του 1929 ή ίσως κάτω από άλλες συνθήκες που ακόμα δεν γνωρίσαμε. Τότε, οι συνθήκες ύπαρξης ίου καπιταλιστικού κόσμου μπορούν να γίνουν ανυπόφορες για την πλειοψηφία των μαζών άμεσα και απτά
Όσο δε θα έχουμε μια τέτοια περί πτώση κρίσης έχουμε ήδη βεβαιωθεί πως το αίτημα της πολιτικής ανατροπής δε θα μπορεί να συγκεντρώσει γύρω της την πλειοψηφία των λαϊκών μαζών στην προοπτική μιας βίαιης κοινωνικής επανάστασης, αλλά μιας κοινωνικής επανάστασης που βιώνεται σαν καθημερινή ανατροπή και αδιάκοπη μετατόπιση του συσχετισμού δυνάμεων, με στόχο βέβαια πάντα την οριστική ανατροπή των σχεσεων του κεφαλαίου και το πέρασμα σε μια αταξική κοινωνία
Να λοιπόν το πολιτικό αίτημα σήμερα. Μια πολιτική πρόταση για σήμερα, για εδώ, για «εδώ και σήμερα», πέρα από τα διλλήματα του Λένιν, ή την αντιστροφή της πραγματικότητας που κηρύσσει ο Μπερνστάϊν κι ο ρεφορμισμός. Μια πολιτική πρόταση, που παράλληλα με τη διαμόρφωση ενός συνολικού και συνεκτικού προλεταριακού προγράμματος, και το πρόταγμά του σαν συνολικό επαναστατικό στόχο, θα μπορεί να μεταφράζει, να περνάει στην καθημερινή πάλη αυτό το όραμα και πρόγραμμα, να μεταβάλλει σε μια επαναστατική πολιτική μεσολάβηση, την ασταμάτητη προλεταριακή εξέγερση και ανατροπή. Στα χρόνια που θα ρθουν αυτό θα είναι το κεντρικό ζήτημα της θεωρίας και της πράξης, πως δηλαδή στις συνθήκες του κοινωνικού κράτους, που πέρασε πια η Ελλάδα, στις συνθήκες μιας πάλης «χαρακωμάτων», ενός πολέμου «θέσεων» όπως έλεγε και ο Γκραμσι – που είχε ήδη διαγνώσει τη διαφορά από τη ρωσική επανάσταση – πως λοιπόν σ’ αυτές τις συνθήκες θα ξεφύγουμε από τα διλλήματα της απραξίας, της αυτοκτονίας και του ρεφορμισμού και θα χτίσουμε το δικό μας «ΤΡΙΤΟ ΔΡΟΜΟ» που θα συνδυάζει καθημερινή εξέγερση και πολιτική μεσολάβηση.