Της Φρανσουάζ Τομ από το Άρδην τ. 132
Σε αυτό το δοκίμιο, η Φρανσουάζ Τομ αναλύει την ιμπεριαλιστική και επεκτατική λογική της ρωσικής Αυτοκρατορίας, η οποία συνεχίζεται και κατά τη σοβιετική και τη μετασοβιετική εποχή. Αυτή η μεσσιανική, επεκτατική και μιλιταριστική τάση, η οποία έφτασε στο απόγειό της με τον Πούτιν, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αυταρχική μήτρα της ρωσικής εξουσίας. Η Ρωσία θα πρέπει να απαλλαγεί από αυτή τη μήτρα αν θέλει να γίνει μια κανονική χώρα, που θα ενδιαφέρεται για τη δική της ευημερία και όχι για την υποδούλωση των άλλων. Η ευρωπαϊκή ασφάλεια συναρτάται με την εξάλειψη του ρωσικού δεσποτισμού.
Η ανάλυση των ανδρών της KGB που περιστοιχίζουν τον Πούτιν είναι ότι ο Γκορμπατσόφ απέτυχε να υλοποιήσει το σχέδιο ενός «κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού» εξ αιτίας της κατάρρευσης του εσωτερικού μετώπου και της οικονομικής εξάρτησης της ΕΣΣΔ από τη Δύση. Το ζητούμενο τώρα είναι να αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο εξασφαλίζοντας τον απόλυτο έλεγχο των ελίτ, όλων των χρηματοοικονομικών ροών και όλων των οργανωμένων δομών στη Ρωσία, αποπληρώνοντας τα χρέη και στη συνέχεια δημιουργώντας ένα γενναίο κομπόδεμα που θα εγγυάται την οικονομική ανεξαρτησία της Ρωσίας.
Ο Πούτιν ξεκίνησε μετατρέποντας την προεδρική διοίκηση σε πολεμικό συμβούλιο. Ένα επίσημο έγγραφο του 2000, που φυλάσσεται στα αρχεία της εφημερίδας Kommersant[1], ορίζει τις λειτουργίες αυτού του οργάνου όπου συγκεντρώνεται πλέον η πραγματική εξουσία. Σκιαγραφεί ένα ευρύτατο σχέδιο πολιτικής μηχανικής: «Ο νέος πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας […] δεν χρειάζεται ένα αυτορρυθμιζόμενο πολιτικό σύστημα, χρειάζεται μια πολιτική δομή […], η οποία να είναι σε θέση όχι μόνο να προβλέπει και να δημιουργεί την “αναγκαία” πολιτική κατάσταση στη Ρωσία, αλλά και να κατευθύνει πραγματικά τις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες στη Ρωσική Ομοσπονδία, καθώς και στις χώρες του εγγύς εξωτερικού». Η δράση της προεδρικής διοίκησης θα διεξάγεται «σύμφωνα με μια διπλή γραμμή, μια ανοιχτή γραμμή (την επίσημη) και μια μυστική γραμμή (την κύρια)». Στόχος είναι «να διασφαλιστεί ο πραγματικός έλεγχος των πολιτικών διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα στη Ρωσική Ομοσπονδία και να επεκταθεί η επιρροή της τελευταίας στις πολιτικές διαδικασίες στο εγγύς εξωτερικό». Ακολουθεί η περιγραφή των μυστικών μέτρων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη αυτών των στόχων σταδιακά: εκβιασμός με τη χρήση αρχείων που συγκεντρώνει η FSB, διαφθορά, χειραγώγηση, προβοκάτσιες και εκφοβισμός. Όλες αυτές οι μέθοδοι αναπτύχθηκαν όχι μόνο στο «εγγύς εξωτερικό», αλλά και στη Δύση.
Το πουτινικό καθεστώς προετοιμάζεται για μια αντιπαράθεση με τη Δύση, τόσο στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής όσο και σε εκείνο της εξωτερικής. Πρώτα απ’ όλα, έχει εξασφαλίσει τον έλεγχο των ζωτικών τομέων της οικονομίας, διότι, παράλληλα με τις προσπάθειες που καταβάλλει στο εσωτερικό της χώρας του για την επίτευξη οικονομικής ανεξαρτησίας, προσπαθεί να δημιουργήσει στην Ευρώπη μια κατάσταση ενεργειακής εξάρτησης. Στη Μόσχα, ο Nord Stream θεωρήθηκε ως ένα μέσο στρατολόγησης Γερμανών πολιτικών και επιχειρηματιών, ως ένα μέσο για τη γεωπολιτική υποβάθμιση της Ουκρανίας και την καταστροφή της, και μακροπρόθεσμα ως ένας τρόπος για να εξασφαλιστεί ότι η Ευρώπη θα υποταχθεί στις επιθυμίες του Κρεμλίνου. Το RIA Novosti το έθεσε με σαφήνεια: «Το να γεμίσει τα ταμεία του ρωσικού κράτους είναι μόνο ένα από τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην Gazprom. Το δεύτερο καθήκον –και όχι λιγότερο σημαντικό– είναι να καταστήσουμε σαφές στους δυτικούς εταίρους μας το προφανές: ότι η ενεργειακή τους ασφάλεια εξαρτάται από μια στενή συνεργασία με τη Ρωσία».
Μπροστά στα μάτια μας, λοιπόν, παίρνει σάρκα και οστά το φιλόδοξο σχέδιο του Κρεμλίνου: μια αυτοκρατορία ενοποιημένη κάτω από μια αυταρχική εξουσία, υποστηριζόμενη από τη στρατιωτική κάστα και τις μυστικές υπηρεσίες: η Ευρασιατική Ένωση από τη Βρέστη μέχρι το Βλαδιβοστόκ, που θα στηρίζεται στους αγωγούς φυσικού αερίου που συνδέουν τη Ρωσία με την Ευρώπη, και στην οποία τα ευρωπαϊκά κράτη, πολύ μικρά για να είναι «κυρίαρχα», θα αποδέχονται την πολιτική τάξη που επιβάλλει το Κρεμλίνο και θα λειτουργούν ως επιμελητεία.
Η προσάρτηση της Κριμαίας υπήρξε το πρώτο βήμα προς τη δημιουργία αυτής της ηπειρωτικής αυτοκρατορίας την οποία ονειρεύεται πλέον ο Ρώσος πρόεδρος. Η ασθενής αντίδραση της Δύσης σε αυτό το πραξικόπημα έπεισε τον Πούτιν ότι μπορεί να τα έχει όλα δικά του: να συνεχίσει την πολιτική του για την ανάκτηση του πρώην σοβιετικού χώρου, απολαμβάνοντας παράλληλα τα οφέλη του δυτικού πολιτισμού.
Ο μεγάλος χώρος που ονειρεύονται οι ρωσικές ελίτ περιλαμβάνει την Ευρώπη, πράγμα που διασφαλίζει πως η ρωσική επέκταση δεν θα οδηγήσει σε πτώση του βιοτικού επιπέδου και, κάτι πολύ πιο σημαντικό, σε αποκλεισμό από την πρόσβαση στις δυτικές στρατιωτικές τεχνολογίες. Αλλά βλέπουν ακόμη πιο μακριά. Σε μια τηλεοπτική συνέντευξη, τον Απρίλιο του 2014, ο Αλεξάντρ Ντούγκιν υποστηρίζει ευθέως την κατάκτηση της Ευρώπης: «Η προσάρτηση της Ευρώπης είναι ένα μεγάλο σχέδιο, αντάξιο της Ρωσίας. […] Θα πάρουμε τις τεχνολογίες τους με μια κίνηση: δεν θα χρειάζεται πλέον φυσικό αέριο και πετρέλαιο για να τις αποκτήσουμε τμηματικά. Αυτός είναι ο εκσυγχρονισμός και ο εξευρωπαϊσμός της Ρωσίας. Η ήπια ισχύς θα είναι αρκετή: να βρούμε μια πέμπτη φάλαγγα, να προωθήσουμε στην εξουσία ανθρώπους που ελέγχουμε, να εξαγοράσουμε ειδικούς στη διαφήμιση με τα χρήματα της Gazprom…[2]».
Από εκεί και πέρα, ακολουθεί ένα κρεσέντο. Τον Σεπτέμβριο του 2015, ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ επαναβεβαίωσε την ευρωπαϊκή στρατηγική της Ρωσίας προτείνοντας τη δημιουργία ενός «ενιαίου οικονομικού χώρου» στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Στις 3 Οκτωβρίου 2016, το Κρεμλίνο απηύθυνε ένα εντυπωσιακό τελεσίγραφο στην Ουάσιγκτον, απαιτώντας, ως προϋπόθεση για την επανέναρξη των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την εγκατάλειψη του νόμου Μαγκνίτσκι[3] και του νόμου για τη στήριξη της Ουκρανίας, έναν περιορισμό του μεγέθους και των υποδομών των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη και την εγκατάλειψη των κυρώσεων[4]. Το 2018, ο πολύ επίσημος Πιοτρ Ακόποφ διατύπωσε το μεγάλο σχέδιο στο οποίο ο Πούτιν σκόπευε να αφιερώσει τη νέα θητεία του: «Έχουμε κάνει μια σημαντική πρόοδο στην ανάπτυξη και την εισαγωγή νέων όπλων, έχουμε γίνει οι αδιαμφισβήτητοι ηγέτες από άποψη στρατιωτικής ισχύος. […] Αυτό σημαίνει μια σημαντική καμπή στη συνολική διάταξη των δυνάμεων στην παγκόσμια σκηνή. […] Ως εκ τούτου, μπορούμε να πούμε ότι η Ρωσία μπορεί πλέον να υπαγορεύει τους όρους της. Και πάνω απ’ όλα επιθυμούμε τη μετάβαση σε μια νέα μετα-αμερικανική παγκόσμια τάξη πραγμάτων». Η ρωσική αισιοδοξία δεν γνώριζε όρια. Επανερχόμενος στο σχέδιο που είχε περιγράψει ο Γέλτσιν στον Μπιλ Κλίντον το 1999, ο Πούτιν πρότεινε στον πρόεδρο Μακρόν, στη συνάντηση της Αγίας Πετρούπολης, τον Μάιο του 2018, να ανατεθεί η ευρωπαϊκή ασφάλεια στον ρωσικό στρατό. Το RIA Novosti πιστεύει ότι η πρωτοβουλία αυτή έχει όλες τις πιθανότητες να πετύχει: «Η αλλεργία της Ευρώπης στην πυρίτιδα θα μπορούσε να μας επιτρέψει να αναπτύξουμε μια κερδοφόρα επιχείρηση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει προσφέρει τις υπηρεσίες της Ρωσίας για την εγγύηση της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Η εύγλωττη επίδειξη των δυνατοτήτων της Ρωσίας στη Συρία μπορεί να χρησιμεύσει ως εξαιρετική διαφήμιση στον τομέα αυτό. Παραφράζοντας τον λόρδο Ismay, μπορούμε να πούμε ότι ο κοινός χώρος ασφαλείας που συζήτησαν ο Μακρόν και ο Πούτιν στο φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης μπορεί να οικοδομηθεί σύμφωνα με τη φόρμουλα: “Πρέπει οι ΗΠΑ να εκδιωχθούν από την Ευρώπη, τα συμφέροντα της Ρωσίας στην Ευρώπη να ληφθούν υπόψη, να υποστηριχθεί η ανεξαρτησία της Ευρώπης”».
Το 2021, ο Πούτιν εκτιμά ότι ο συσχετισμός δυνάμεων έχει μετατοπιστεί επαρκώς υπέρ της Ρωσίας, ώστε να του επιτρέψει να προχωρήσει. Πίστευε ότι είχε στα χέρια του όλα τα χαρτιά της νίκης: η Ρωσία θα κρατούσε τη Γερμανία μέσω του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, και η Γερμανία θα κρατούσε την Ευρώπη για λογαριασμό της Ρωσίας, και θα μπορούσε μάλιστα να συμβάλει στο να «φινλανδοποιήσει» ακόμα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έβλεπαν τη Ρωσία ως τον κύριο συνομιλητή τους στη Γηραιά Ήπειρο. Ο Πούτιν υπερηφανευόταν ότι ήλεγχε μεγάλο μέρος των δυτικών ελίτ: δεν καυχήθηκε, άλλωστε, σε έναν Ευρωπαίο υπουργό Εξωτερικών ότι η Ρωσία μπορούσε να εξαγοράσει οποιονδήποτε στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη; Η αμερικανική πανωλεθρία στο Αφγανιστάν και η ολοκλήρωση του Nord Stream 2 τον έκαναν να πιστεύει ότι οι ΗΠΑ είναι αδύναμες και έτοιμες να υποχωρήσουν σε όλο τον κόσμο. Φανταζόταν την Gazprom να κλείνει τις κάνουλες και η έλλειψη φυσικού αερίου να γονατίζει τους Ευρωπαίους, ενώ η Αμερική θα παρέλυε από την αντιπαράθεση με την Κίνα. Γι’ αυτόν, ο δυτικός κόσμος ήταν ώριμος για μια ριζική ανακατανομή της εξουσίας στην Ευρώπη που θα προσέδιδε στη Ρωσία μια ηγεμονική θέση στην ήπειρο. Αυτές οι προϋποθέσεις βρίσκονταν πίσω από το τελεσίγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 2021, με το οποίο απαιτούσε από το ΝΑΤΟ να υποχωρήσει στις θέσεις του 1997. Το RIA Novosti διευκρινίζει: «Δεν πρόκειται για προτάσεις προς συζήτηση, αλλά για τελεσίγραφο – μια απαίτηση για άνευ όρων παράδοση. Η Δύση δεν έχει άλλη επιλογή από το να ταπεινωθεί – εκτός αν σταθεί περήφανα στο ύψος της και πάει σε πόλεμο με τη Ρωσία. […] Όχι, αυτή τη φορά η Δύση θα πληρώσει η ίδια».
Ενθαρρυμένος από όλα τα προηγούμενα, ο Ρώσος πρόεδρος ήταν βέβαιος ότι η Δύση θα ενέδιδε στον εκβιασμό του. Σίγουρα εξεπλάγη όταν το τελεσίγραφό του απορρίφθηκε. Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ξεκίνησε την «ειδική επιχείρησή» του στην Ουκρανία. Στόχος του ήταν φυσικά να υποτάξει την Ουκρανία, αλλά και να αποδείξει στους Ευρωπαίους ότι οι ΗΠΑ δεν είναι αξιόπιστος σύμμαχος. Το ζητούμενο ήταν, για άλλη μια φορά, να καταλυθεί ο διατλαντικός δεσμός, διότι το Κρεμλίνο είναι πεπεισμένο ότι οι χώρες της Ευρώπης, αποκομμένες από τις ΗΠΑ, μπορούν να πέσουν, η μία μετά την άλλη, σαν ώριμα φρούτα, και να ενσωματωθούν στην Ευρασιατική Ένωση υπό την κυριαρχία της Μόσχας, διατηρώντας μια πλασματική ανεξαρτησία, με την πραγματική εξουσία να ανατίθεται στα φιλορωσικά κόμματα που ενισχύει η Μόσχα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Αν οι ΗΠΑ συνέχιζαν να κωλυσιεργούν όσον αφορά τη βοήθειά τους προς την Ουκρανία, θα μπορούσαμε να πούμε πως το Κρεμλίνο θα είχε επιτύχει έναν σημαντικό στόχο: να αποσυνδέσει την Ευρώπη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως και οι σοβιετικοί ηγέτες, ο Πούτιν ήταν πεπεισμένος ότι, σε περίπτωση απόσυρσης των Αμερικανών, οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης θα έπεφταν στη ρωσική τροχιά, θα αποκτούσαν κυβερνήσεις συνεργασίας που θα επέτρεπαν τη ρωσική στρατιωτική παρουσία στο έδαφός τους οι οποίες θα γίνονταν αμετακίνητες, χάρη στη νικητήρια τριάδα του Κρεμλίνου: διαφθορά, εκφοβισμός και πλύση εγκεφάλου.
Η στάση της Ευρώπης τους τελευταίους μήνες αποτέλεσε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη για τη Μόσχα, ένα σοκ συγκρίσιμο με εκείνο που προκάλεσε η απροσδόκητη αντίσταση της Ουκρανίας. Αυτές οι ευρωπαϊκές χώρες, που παρουσιάζονται καθημερινά από τη ρωσική προπαγάνδα ως εκφυλισμένες, δειλές, σκυλάκια των Ηνωμένων Πολιτειών και παραλυμένες από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, αποδείχθηκαν αποφασισμένες, ενωμένες και πολυμήχανες, προσερχόμενες σε βοήθεια της Ουκρανίας. Η έκρηξη της ρωσικής προπαγάνδας κατά των ευρωπαϊκών χωρών, ιδίως της Γαλλίας, δείχνει πόσο το Κρεμλίνο έχει πέσει από τα σύννεφα.
Έτσι, τα μυθολογικά κατασκευάσματα της ρωσικής εξουσίας καταρρέουν το ένα μετά το άλλο: αντίο στον αδελφό ουκρανικό λαό που περιμένει με λουλούδια την απελευθέρωσή του από τα στρατεύματα του Κρεμλίνου· αντίο στην προοπτική μιας Ευρώπης που θα απελευθερωθεί από την αγγλοσαξονική παρουσία και θα πέσει στην αγκαλιά της Μόσχας· αντίο στις ψευδαισθήσεις της «υποκατάστασης των εισαγωγών». Αλλά η πλύση εγκεφάλου της προπαγάνδας του Κρεμλίνου είναι τόσο αποτελεσματική που η πλειοψηφία του ρωσικού πληθυσμού δεν αντιλαμβάνεται ότι ο ηγέτης τους, όχι μόνο δεν είναι λαμπρός στρατηγός, αλλά έχει το ταλέντο να πυροβολεί τα πόδια του. Μόνο μια μεγάλη στρατιωτική ήττα μπορεί να ανοίξει τα μάτια των ρωσικών μαζών. Ας μην ξεχνάμε ότι, αν η ιστορία πιστοποιεί τον μόνιμο χαρακτήρα της επεκτατικής δυναμικής της ρωσικής Αυτοκρατορίας, μας διδάσκει επίσης ότι ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, ο εντυπωσιακός μηχανισμός εξουσίας που παρατάσσει το Κρεμλίνο μπορεί να σπάσει κάτω από την πίεση και να συντριβεί, όπως συνέβη στην εποχή των Ταραχών (1598-1613), το 1917 και το 1991.
Μέχρι τώρα, εκείνο που εμπόδιζε τους Δυτικούς να δράσουν με συνέπεια, και ιδίως να δώσουν στην Ουκρανία αυτό που χρειάζεται για να νικήσει τη Ρωσία στο πεδίο της μάχης, ήταν ο φόβος του χάους στη Ρωσία σε περίπτωση κατάρρευσης της κεντρικής εξουσίας. Η δυτική πολιτική ανέκαθεν στοιχημάτιζε σε έναν «ισχυρό άνδρα» για να μη διακινδυνεύσει να αντιμετωπίσει μια άναρχη Ρωσία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έκλειναν τα μάτια στις υπερβολές του Γέλτσιν και στην ολοένα και πιο επιθετική στάση του Πούτιν. Όπως είδαμε, όμως, οι μεσσιανικές, επεκτατικές και μιλιταριστικές τάσεις της Ρωσίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την αυταρχική μήτρα της ρωσικής εξουσίας. Είναι αυτή η μήτρα από την οποία η Ρωσία πρέπει να απαλλαγεί αν θέλει να γίνει μια κανονική χώρα, που θα ενδιαφέρεται για τη δική της ευημερία και όχι για την υποδούλωση των άλλων. Η ευρωπαϊκή ασφάλεια συναρτάται με την εξάλειψη του ρωσικού δεσποτισμού. Η τραγωδία που ζούμε πρέπει να θεραπεύσει τόσο τη Δύση όσο και τους Ρώσους από την ολέθρια αυταπάτη της «ισχυρής δύναμης» του Κρεμλίνου.
Πηγή: desk-russie.eu
12 Μαΐου 2024
Μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου
[1] Βλ. Françoise Thom, Poutine ou l’obsession de la puissance, Litos, 2022, σσ. 58-59.
[2] Αναφέρεται στο: Françoise Thom, «La guerre cachée de la Russie contre l’Europe», Politique Internationale, τχ. 147, Άνοιξη 2015.
[3] Ο νόμος Μαγκνίτσκι του 2012 προέβλεπε αρχικά οικονομικές κυρώσεις και απαγορεύσεις έκδοσης βίζας σε βάρος Ρώσων αξιωματούχων που ήταν ύποπτοι για συμμετοχή στον θάνατο, το 2009, του φυλακισμένου δικηγόρου Σεργκέι Μαγκνίτσκι, σύμβολο του αγώνα κατά της διαφθοράς στη Ρωσία. Ο νόμος επεκτάθηκε στη συνέχεια για να καλύψει και άλλες περιπτώσεις κατάφωρης παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
[4] Βλ. Françoise Thom, « La globalisation du poutinisme ». Στο: Commentaire, τχ. 157, Άνοιξη 2017, σσ. 151-160.
*Η Françoise Thom είναι πτυχιούχος Κλασικών Σπουδών, έχει διαμείνει επί 4 χρόνια στην ΕΣΣΔ (1973-78) και είναι διπλωματούχος της ρωσικής γλώσσας. Δίδαξε Ιστορία στην ΕΣΣΔ και Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, στο Παρίσι.