Της Φρανσουάζ Τομ από το Άρδην τ. 132
Σε αυτό το δοκίμιο, η Φρανσουάζ Τομ αναλύει την ιμπεριαλιστική και επεκτατική λογική της ρωσικής Αυτοκρατορίας, η οποία συνεχίζεται και κατά τη σοβιετική και τη μετασοβιετική εποχή. Αυτή η μεσσιανική, επεκτατική και μιλιταριστική τάση, η οποία έφτασε στο απόγειό της με τον Πούτιν, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αυταρχική μήτρα της ρωσικής εξουσίας. Η Ρωσία θα πρέπει να απαλλαγεί από αυτή τη μήτρα αν θέλει να γίνει μια κανονική χώρα, που θα ενδιαφέρεται για τη δική της ευημερία και όχι για την υποδούλωση των άλλων. Η ευρωπαϊκή ασφάλεια συναρτάται με την εξάλειψη του ρωσικού δεσποτισμού.
Δύο πράγματα γίνονται ολοφάνερα μετά τις 24 Φεβρουαρίου 2022: η εκπληκτική αποφασιστικότητα του Κρεμλίνου να επιτύχει τους στόχους του και η αδιαφορία του για το ανθρώπινο κόστος αυτής της πολιτικής. Οι ουκρανικές υποκλοπές αποκάλυψαν ότι, πριν από την επίθεση, κοντά στο Μπαχμούτ, η ρωσική διοίκηση προέτρεπε τα στρατεύματά της με τα εξής λόγια: «Το καθήκον σας είναι να προχωρήσετε με οποιοδήποτε κόστος. Δεν έχει σημασία αν θα χαθείτε ή όχι. Άλλοι θα σας αντικαταστήσουν. Το σημαντικό είναι να προχωρήσετε μπροστά».
Η επιμονή της Ρωσίας στην επίτευξη των επεκτατικών της στόχων δεν είναι κάτι καινούργιο. Από τον 15ο αιώνα και μετά, η χώρα μεγάλωνε κάθε χρόνο κατά μία έκταση που αντιστοιχούσε στο μέγεθος της Ολλανδίας. Κατά τη διάρκεια των 300 ετών της δυναστείας των Ρομανώφ, η ρωσική Αυτοκρατορία αυξανόταν με ρυθμό 140 km² την ημέρα[1]. Το 1772, ο Γάλλος πρόξενος στην Κριμαία έγραφε για τη διπλωματία των τσάρων: «Αυτή η Αυλή, της οποίας η αργόσυρτη πολιτική βαδίζει σταθερά προς τον στόχο της…»[2]. Το 1853, ένας Γάλλος περιηγητής, ο Ζερμαίν ντε Λανιύ (Germain de Lagny), εντυπωσιάστηκε από τη συνεχή επέκταση της ρωσικής Αυτοκρατορίας: «Παρά το άγονο έδαφός της, παρά τις αντίξοες κλιματολογικές συνθήκες, παρά τη δεσποτική της κυβέρνηση, η Ρωσία αναπτύχθηκε υπέρμετρα […]. Ξαφνικά αποκαλύπτεται στην έκπληκτη Ευρώπη· και από την ημέρα της εμφάνισής της φιλοδοξεί, με θρασύτατη έπαρση, να κυριαρχήσει στον κόσμο· προβάλλοντας βλέψεις για μια ευρωπαϊκή δικτατορία»[3].
Ο Lagny σημειώνει με οξυδέρκεια μία σταθερά στις ρωσικές μεθόδους επέκτασης: την εμπλοκή μίας ή περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών στο μοίρασμα της λείας. Κατά την άποψή του, η ρωσική Αυτοκρατορία επεκτάθηκε χάρη στην «ηθική ή υλική συνενοχή εκ μέρους της Ευρώπης. […] Βρίσκουμε τη Ρωσία, σε συμπαιγνία με κάποιο άλλο κράτος, να βοηθά και να υποθάλπει τα σχέδιά του, προκειμένου να ικανοποιήσει φιλόδοξους στόχους…»[4]. Η Πρωσία είχε την ιδέα του διαμελισμού της Πολωνίας, η Αυστρία μπήκε στο παιχνίδι με τη (μάταιη) ελπίδα να απομακρύνει τη Ρωσία από την Κριμαία και τις παραδουνάβιες επαρχίες. Για να κατευνάσει τον τσάρο, ο Ναπολέων τον «τάισε με τη Φινλανδία». Το 1939, ο Στάλιν προσεταιρίστηκε τον Χίτλερ με την ιδέα ενός νέου διαμελισμού της Πολωνίας και εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να πάρει στα χέρια του τις χώρες της Βαλτικής. Σήμερα, το Κρεμλίνο κάνει ό,τι μπορεί για να προσκαλέσει την Πολωνία και την Ουγγαρία να μοιραστούν την Ουκρανία.
Μια άλλη σταθερά της ρωσικής αυτοκρατορικής πρακτικής ήταν η χρησιμοποίηση των κατακτημένων λαών για την υποδούλωση νέων χωρών. Οι Κοζάκοι Ζαπορόζτσι μεταφέρθηκαν από την Αικατερίνη Β΄ στο Κουμπάν, όπου τους χρησιμοποίησε για να υποτάξουν τους ορεινούς λαούς του Καυκάσου. Οι Τσετσένοι, που ηττήθηκαν από τον Πούτιν, στάλθηκαν στην Ουκρανία για να σκορπίσουν εκεί τον τρόμο.
Σήμερα, η λυσσαλέα επιθυμία των Ρώσων ηγετών να υποτάξουν την Ουκρανία πηγάζει από την πεποίθησή τους ότι τα σχέδιά τους για ηγεμονία στην Ευρώπη δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν όσο η Ουκρανία δεν επανέρχεται στην υπηρεσία της ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ο προπαγανδιστής Ντανιίλ Μπεζόνοφ (Daniil Bezsonov) δήλωνε πρόσφατα ότι: «οι Ουκρανοί είναι απαραίτητοι στη Ρωσία ως “πόρος κινητοποίησης” στον μελλοντικό πόλεμο της Ρωσίας κατά του ΝΑΤΟ». Ο εθνικιστής συγγραφέας Ζακάρ Πριλέπιν (Zakhar Prilepine) πιστεύει ότι πρέπει να προσαρτηθεί ολόκληρη η Ουκρανία: «Να επανενωθεί όχι το “μέρος της Ουκρανίας” που “δικαιούμαστε”, αλλά ολόκληρη –ή το μεγαλύτερο μέρος της– συμπεριλαμβανομένου του Κιέβου, του Τσερνίγκοφ, του Σούμι… Όλα αυτά είναι ρωσικά και πρέπει να το φωνάξουμε δυνατά και ξεκάθαρα. Έτσι ώστε ο κόσμος να συνηθίσει σε αυτή την ιδέα. Με αυτόν τον τρόπο θα ανακτήσουμε τα 16 εκατομμύρια που χάσαμε [λόγω δημογραφικής συρρίκνωσης]! Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Πρέπει να επανενώσουμε όχι μόνο την Υπερδνειστερία, αλλά ολόκληρη τη Μολδαβία και την Οσετία. Ας προσθέσουμε στον κατάλογο την Αρμενία, το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν, όπου είναι ακόμα δυνατό να αναβιώσουμε τη διεθνοτική συμπληρωματικότητα με τον ρωσικό λαό… Τα κράτη της Βαλτικής πρέπει να επιστρέψουν οικειοθελώς και με ενθουσιασμό μέρος των ιστορικά ρωσικών εδαφών και να οργανώσουμε την επανένωσή μας με το Καλίνινγκραντ. […] Πριν από τρία χρόνια, πιστεύαμε ότι με τα πυρηνικά όπλα θα μπορούσαμε να αρκεστούμε άνετα σε έναν μικρό στρατό. Αλλά αποδεικνύεται ότι αυτό δεν ίσχυε. Χρειαζόμαστε έναν τεράστιο στρατό, με αρκετά εκατομμύρια άνδρες, δεκάδες εκατομμύρια εργάτες, εκατομμύρια γυναίκες και εκατομμύρια άνδρες, έτοιμους να γεννήσουν νέα παιδιά στον ρωσικό κόσμο. Έχουμε αρκετό χώρο για όλους. Διαφορετικά, αυτός ο χώρος θα κατοικηθεί από ξένους».
Βασικά, έχει κανείς την εντύπωση ότι η Ρωσία βρίσκεται ακόμη στον 15ο αιώνα, όταν τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη βρίσκονταν στη διαδικασία σχηματισμού τους με την απορρόφηση γειτονικών εδαφών, όταν η πολιτική της επέκτασης καθοδηγούνταν από το δέλεαρ της λεηλασίας και της φορολόγησης των ηττημένων πληθυσμών, όταν η διανομή της καταληφθείσας από τον εχθρό γης επέτρεπε στον πρίγκιπα να εξασφαλίσει την αφοσίωση εκείνων που τον υπηρετούσαν. Όμως, η ρωσική ενότητα, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στην Ευρώπη, πραγματοποιήθηκε με κόστος την πλήρη καταστροφή των τοπικών αυτονομιών, των προνομίων των πόλεων και των δικαιωμάτων των υπηκόων, με κόστος την εκούσια απομόνωση και τον εγκλωβισμό του κράτους στον εαυτό του. Στη μοσχοβίτικη Ρωσία, οι έμποροι δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν ελεύθερα στο εξωτερικό: έπρεπε να ζητήσουν την άδεια του τσάρου για να βγουν από τη χώρα.
Η απόλυτη εξουσία του μονάρχη δικαιολογείται από τη αδιάκοπη εδαφική μεγέθυνση, η οποία με τη σειρά της απαιτεί δεσποτική διακυβέρνηση ώστε να συντηρείται. Η εδαφική επέκταση νομιμοποιεί την απολυταρχία: «Οι αχανείς διαστάσεις του κράτους απαιτούν από την απόλυτη εξουσία να ενσαρκώνεται στο πρόσωπο που κυβερνά»· «Μια μεγάλη δύναμη προϋποθέτει από μόνη της μια δεσποτική εξουσία», έγραφε η Αικατερίνη Β΄[5]. Και όπως εξομολογείται στον Βολταίρο: «Δεν έχουμε βρει κανέναν άλλον τρόπο να διασφαλίζουμε τα σύνορά μας από το να τα επεκτείνουμε»[6]. Ο γραμματέας της Αικατερίνης Β΄ έγραφε: «Η παραμικρή αποδυνάμωση της απολυταρχίας θα οδηγούσε στην αποστασία πολλών επαρχιών, στην εξασθένηση του κράτους και σε αμέτρητες συμφορές για τον λαό…»[7]. Οι Ρώσοι είναι ακόμη και σήμερα πεπεισμένοι γι’ αυτό. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Πούτιν εξαπολύει έναν κατακτητικό πόλεμο τη στιγμή που αυτοανακηρύσσεται σε de facto ισόβιο δικτάτορα.
Σε περίπτωση που το Κρεμλίνο επιτύχει τους στόχους του στην Ουκρανία, η τρομερή μηχανή ισχύος που βλέπουμε να δρα στην Ουκρανία θα στραφεί εναντίον της Ευρώπης. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε σε ποιο βαθμό η ανελέητη επίθεση στην Ουκρανία εγγράφεται σε μια πολύ μακροπρόθεσμη ρωσική στρατηγική. Στόχος της Μόσχας είναι να υλοποιήσει ένα σχέδιο που χρονολογείται από το 1939: την εδραίωση της ρωσικής ηγεμονίας στην Ευρώπη. Τη νύχτα της 2ας προς την 3η Ιουλίου 1940, ο Μολότοφ εκμυστηρεύτηκε στον πρωθυπουργό της Λιθουανίας Κρέβε-Μικεβίσιους (Krėvė-Mickevičius), ο οποίος είχε έρθει στη Μόσχα για να παρακαλέσει τους ηγέτες του Κρεμλίνου να μην προσαρτήσουν τα κράτη της Βαλτικής, τα εξής: «Πρέπει να αντιμετωπίσετε την πραγματικότητα και να καταλάβετε ότι, μελλοντικά, τα μικρά κράτη θα πρέπει να εξαφανιστούν. Η Λιθουανία σας, τα άλλα κράτη της Βαλτικής και η Φινλανδία θα γίνουν μέρος της μεγάλης οικογένειας, θα ενταχθούν στη Σοβιετική Ένωση. […] Σήμερα, είμαστε περισσότερο από ποτέ πεπεισμένοι ότι ο μεγάλος Λένιν είχε δίκιο όταν έλεγε ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος θα μας επιτρέψει να πάρουμε την εξουσία στην Ευρώπη, όπως ακριβώς ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μάς επέτρεψε να το κάνουμε στη Ρωσία. Σήμερα υποστηρίζουμε τη Γερμανία, αλλά μόνο τόσο ώστε να την κάνουμε να αρνηθεί τις προτάσεις ειρήνης μέχρις ότου οι πεινασμένες μάζες των εμπόλεμων εθνών ξεσηκωθούν εναντίον των ηγετών τους. Τότε, η γερμανική αστική τάξη θα συμπράξει με τον αντίπαλό της, την αστική τάξη των συμμάχων, προκειμένου να συντρίψουν από κοινού το εξεγερμένο προλεταριάτο. Αλλά, εκείνη τη στιγμή, εμείς θα επέμβουμε για να βοηθήσουμε, με φρέσκες και καλά εκπαιδευμένες δυνάμεις, και, στο έδαφος της Δυτικής Ευρώπης, κάπου στον Ρήνο, θα δοθεί η αποφασιστική μάχη για τη μοίρα της Ευρώπης μεταξύ του προλεταριάτου και της σάπιας αστικής τάξης. Είμαστε σίγουροι ότι θα νικήσουμε την αστική τάξη…»[8].
Η κατάληψη του Βερολίνου, τον Απρίλιο του 1945, κόστισε στην ΕΣΣΔ 80.000 νεκρούς και 270.000 τραυματίες: ο Στάλιν ήθελε να είναι ο μοναδικός κύριος της πόλης, για λίγους μήνες πριν από την είσοδο των Συμμάχων (που έγινε τον Ιούλιο), προκειμένου να εγκαταστήσει τα δίκτυά του και να έχει χρόνο να δημιουργήσει γερμανικά κόμματα η ηγεσία των οποίων θα ελεγχόταν από σοβιετικούς πράκτορες. Την άνοιξη του 1945, μετά την κατάληψη του Βερολίνου, «σκεφτόταν να προχωρήσει μέχρι το Παρίσι», όπως εκμυστηρεύτηκε στον Μωρίς Τορέζ το 1947. Τον Φεβρουάριο του 1954, ο Μολότοφ πρότεινε τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας που θα απέκλειε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με την υπομονή του νερού που φθείρει την πέτρα, οι Σοβιετικοί δεν έπαψαν ποτέ να επιστρέφουν σε αυτό το σχέδιο (ο πρόεδρος Μεντβέντεφ έκανε την ίδια πρόταση το 2008!).
Ένα έγγραφο που βρέθηκε στα αρχεία της Ανατολικής Γερμανίας, με ημερομηνία 26 Απριλίου 1968, κατά την έναρξη της περιόδου της ύφεσης, προσδιορίζει τις γενικές γραμμές της μακροπρόθεσμης ευρωπαϊκής στρατηγικής της ΕΣΣΔ:
α) Περιορισμός της αμερικανικής και δυτικογερμανικής επιρροής. Για να το πετύχει αυτό, η ΕΣΣΔ έπρεπε να επιμείνει στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των κρατών της Δυτικής Ευρώπης (ιδίως όσον αφορά τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ)· επιπλέον, η ΕΣΣΔ έπρεπε να κερδίσει τις ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομικές ελίτ μέσω της συνεργασίας,
β) Εξάλειψη του αντισοβιετισμού και του αντικομμουνισμού μέσω της σταδιακής επέκτασης των πολιτικών, τεχνολογικοεπιστημονικών και πολιτιστικών σχέσεων,
γ) Παρόξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, και υποστήριξη των πολιτικών δυνάμεων που ζητούν την έξοδο από το ΝΑΤΟ.
Αυτές οι οδηγίες θα καθορίσουν τη σοβιετική εξωτερική πολιτική, του Γκορμπατσόφ συμπεριλαμβανομένου: τον Απρίλιο του 1985, ο Γκορμπατσόφ δήλωσε στον Ντομπρύνιν, τον σοβιετικό πρέσβη στην Ουάσιγκτον, ότι προτεραιότητα της ΕΣΣΔ ήταν να εξαλείψει την παρουσία των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Για να το πετύχει αυτό, έπρεπε να σταματήσει να προκαλεί φόβο στους Ευρωπαίους και να αποσυρθούν σταδιακά τα σοβιετικά και τα αμερικανικά στρατεύματα από την Ευρώπη: «Τα σοβιετικά στρατεύματα θα απέχουν μόνο μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα από τα σύνορα και η αόρατη παρουσία τους θα συνεχίσει να είναι αισθητή στα ευρωπαϊκά κράτη»[9]. Ο στόχος της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ του Γκορμπατσόφ, σύμφωνα με τον Γκ. Αρμπάτοφ, έναν από τους συμβούλους του, ήταν να καταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες «έναν παρία στη διεθνή κοινότητα», εξαλείφοντας την εικόνα της ΕΣΣΔ ως εχθρού[10].
Μετά από μια περίοδο αποδιοργάνωσης που ακολούθησε την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ και της ΕΣΣΔ, ο Γέλτσιν, με την καθοδήγηση του Πριμακόφ, υπουργού Εξωτερικών από το 1996 και μετά, και στη συνέχεια ο Πούτιν και η φυλή της Γκα-Γκε-Μπε, επανήλθαν σε αυτούς τους στόχους. Η επιχείρηση αποκατάστασης της ρωσικής ισχύος στην πρώην σοβιετική αυτοκρατορία θεωρήθηκε το προοίμιο για την εκπλήρωση του παλαιού σχεδίου για ευρωπαϊκή ηγεμονία, σχέδιο που εμφανίστηκε πρώιμα σε μια ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του Γέλτσιν και του προέδρου Κλίντον, στη σύνοδο κορυφής της Κωνσταντινούπολης, στις 19 Νοεμβρίου 1999[11]. Γέλτσιν: «Σας ζητώ να κάνετε ένα πράγμα. Το μόνο που πρέπει να κάνετε είναι να δώσετε την Ευρώπη στη Ρωσία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν βρίσκονται στην Ευρώπη. Η Ευρώπη πρέπει να είναι υπόθεση των Ευρωπαίων. Η Ρωσία είναι κατά το ήμισυ ευρωπαϊκή και κατά το ήμισυ ασιατική. Κλίντον: «Δηλαδή θέλετε και την Ασία;» Γέλτσιν: «Φυσικά. Θα πρέπει να συμφωνήσουμε σε όλα αυτά». Κλίντον: «Δεν νομίζω ότι αυτό θα αρέσει πολύ στους Ευρωπαίους». Γέλτσιν: «Όχι σε όλους. […] Μπορείτε να πάρετε άλλα κράτη και να εγγυηθείτε την ασφάλειά τους. Εγώ θα πάρω την Ευρώπη και θα εγγυηθώ την ασφάλεια των Ευρωπαίων. Δηλαδή, όχι εγώ, η Ρωσία. […] Μπιλ, μιλάω σοβαρά. Αφήστε την Ευρώπη στην Ευρώπη. Η Ευρώπη ποτέ δεν αισθάνθηκε πιο κοντά στη Ρωσία από ό,τι σήμερα. […] Η Ρωσία είναι αρκετά ισχυρή για να προστατεύσει όλη την Ευρώπη […] Είναι αρκετά ισχυρή και έξυπνη για να ξέρει τι να κάνει με την Ευρώπη».
[1] Michel Heller, Histoire de la Russie et de son empire, Plon, 1997, σ. 573.
[2] Claude-Charles de Peyssounnel. Archives du ministère de l’Europe et des Affaires étrangères. Mémoire et documents. Turquie, dossier 14 (Provinces diverses 1767-1820). Fol. 142.
[3] Germain de Lagny, Le Knout et les Russes, Paris, D. Giraud éd., 1853, σ. 25.
[4] Germain de Lagny, ό.π., σσ. 5-5.
[5] Αναφέρεται στο: Michel Heller, Histoire de la Russie et de son empire, Plon, 1997, σ. 617.
[6] Αναφέρεται στο: Jacques Bainville, La Russie et la barrière de l’Est, Plon 1937, σ. 179.
[7] Αναφέρεται στο: Michel Heller, ό.π., 1997, σ. 55.
[8] Bernd Wegner (éd.), From Peace to War, Berghahn Books, Oxford 1997, σ. 91.
[9] A. Dobrynin, Sougoubo doveritelno, Μόσχα 1997, σ. 607.
[10] New York Times, 8 Δεκ. 1987.
[11] Declassified Documents Concerning Russian President Boris Yeltsin, Clinton Digital Library, σ. 562.
Πηγή: desk-russie.eu
12 Μαΐου 2024
Μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου
*Η Françoise Thom είναι πτυχιούχος Κλασικών Σπουδών, έχει διαμείνει επί 4 χρόνια στην ΕΣΣΔ (1973-78) και είναι διπλωματούχος της ρωσικής γλώσσας. Δίδαξε Ιστορία στην ΕΣΣΔ και Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, στο Παρίσι.