Αρχική » 10. Το Παρίσι των Ελλήνων

10. Το Παρίσι των Ελλήνων

από Άρδην - Ρήξη

Φωτογραφία στους Κήπους του Λουξεμβούργου, Παρίσι, 1925. Από αριστερά: Christian Zervos, Άγγελος Κατακουζηνός, Tériade, Γιώργος Κατσίμπαλης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Μιχάλης Τόμπρος (Συλλογή Γ. Κατσίμπαλη).

Σειρά 10 κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την γενιά του ’30 στις εικαστικές τέχνες. Τα κείμενα πρόερχονται από το πρόσφατο βιβλίο του, Από τη μεταβυζαντική ζωγραφική στη γενιά του ’30 – Μια πολιτική ιστορία (Εναλλακτικές Εκδόσεις).

Διαβάζουμε στον Άγγελο Κατακουζηνό σχετικά με το Παρίσι των Ελλήνων, κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1920:

«Η τέχνη τότε ανέπνεε στο Montparnasse. [  ] Η προσφορά της συντροφιάς μας του Montparnasse στα γράμματα και στις τέχνες ήταν πολύτιμη στον ελληνικό και διεθνή χώρο. Ο Χατζηκυριάκος, ο Τόμπρος, ο Γουναρόπουλος, ο Δημητριάδης, ο Μελάς, ο Πετρίδης, ο Βάρναλης, ο Μαλακάσης, ο Ουράνης, ο Σεφέρης, ο Ελευθεριάδης (Tériade), ο αγαπητός Γιώργος Κατσίμπαλης και πολλοί άλλοι…»[1].

Άλλωστε, αν παρακολουθήσουμε την πορεία των Ελλήνων καλλιτεχνών του Μεσοπολέμου, μετρημένοι στα δάχτυλα ήταν εκείνοι που δεν θα κάνουν το μεγάλο προσκύνημα στην πόλη του φωτός – παγκόσμιο κέντρο και φυτώριο της μοντέρνας τέχνης εκείνη την περίοδο. Οι Ρώσοι, Βασίλι Καντίνσκι, Καζιμίρ Μάλεβιτς, Μαρκ Σαγκάλ, συναντούν εκεί τους Ισπανούς, Juan Gris, Pablo Picasso, Joan Miró, τον Ρουμάνο γλύπτη Constantin Brâncuși, τον Γερμανό Max Ernst, τους Γάλλους Georges Braque, Henri Matisse, Fernand Léger, τον Ελβετό γλύπτη Alberto Giacometti, τον Έλληνα χαράκτη Δημήτριο Γαλάνη και τους εκδότες Κριστιάν Ζερβός και Στρατή Ελευθεριάδη ή Tériade.

Αυτοί οι τρεις Έλληνες, που ζούσαν μόνιμα στη Γαλλία αποτέλεσαν τη «γέφυρα» των Ελλήνων καλλιτεχνών με τα σύγχρονα ρεύματα. Διαδραμάτισαν μάλιστα ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του ιδιαίτερου ελληνικού μοντερνισμού της γενιάς του ’30, στη στενή σύνδεσή του με τη χαμένη βυζαντινή και λαϊκή παράδοση.

Ο μαΐστορας της χαρακτικής

Ο Δημήτριος Γαλάνης (1879-1966) από τα εφηβικά του χρόνια άρχισε να δημοσιεύει γελοιογραφίες και, το 1895, 16 μόλις ετών, αμειβόταν από την Ακρόπολι γι’ αυτές. Το 1900 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε μόνιμα – ταξιδεύοντας και εκθέτοντας κατά καιρούς στην Ελλάδα. Από το 1901 ως το 1912, δημοσίευε γελοιογραφίες και σχέδια σε πολλά χιουμοριστικά περιοδικά, και το 1904, παρουσίασε έργα του σε τέσσερις ομαδικές εκθέσεις, ενώ συνδέθηκε φιλικά με τον Ζαν Μορεάς (τον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο), τον Αντρέ Ντεραίν, τον Ανρί Ματίς και τον Αριστίντ Μαγιόλ. Τον καιρό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατετάγη στη Λεγεώνα των Ξένων και έλαβε μέρος στη μάχη του Μάρνη, ενώ, από το 1916 έως το 1918, ορίστηκε διερμηνέας του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Κέρκυρα. Εκεί συνεργάστηκε με τη «Συντροφιά των εννιά» του σοσιαλιστή συγγραφέα Κωνσταντίνου Θεοτόκη, στην οποία συμμετείχαν και οι ζωγράφοι Μάρκος Ζαβιτσιάνος και Λυκούργος Κογεβίνας[2]. Συνδέθηκε στενά με τον Κωνσταντίνο Παρθένη ενώ δημοσίευσε αρκετά χαρακτικά του στο περιοδικό της «Συντροφιάς» Κερκυραϊκή Ανθολογία[3]. Στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια των συνομιλιών για τη Συνθήκη των Σεβρών, ξενάγησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο σε εκθέσεις καλλιτεχνών, και του παρείχε πληροφορίες για τους Έλληνες καλλιτέχνες που ζούσαν στη Γαλλία.

Με το τέλος του πολέμου, θα στραφεί αποκλειστικά προς τη χαρακτική και θα εικονογραφήσει περισσότερα από εκατό βιβλία, λευκώματα, ημερολόγια και εκδόσεις τέχνης. Το 1922, παρουσίασε στο Παρίσι την πρώτη ατομική του έκθεση, την οποία προλόγισε ο André Malraux, ενώ, από το 1920 ως το 1926, συνεξέθεσε με μερικούς από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Picasso, ο Matisse, ο Braque, ο Chagall και ο Derain.

Κατά την περίοδο 1930-1937, δίδασκε χαρακτική στο εργαστήριό του, όπου και μαθήτευσαν ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Π. Ρέγκος, η Μ. Ραφτοπούλου, ο Κ. Ηλιάδης κ.ά. Το 1929, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου τον προσκάλεσε στην Ελλάδα για να αναλάβει την έδρα της Χαρακτικής στην ΑΣΚΤ, αλλά ο Γαλάνης δεν δέχθηκε.

Ο Γαλάνης θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους χαράκτες του πρώτου ημίσεος του 20ού αιώνα, και η επιρροή του στην ελληνική καλλιτεχνική κίνηση υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική[4].

Ο εκδότης του Πικάσο

Ο Κριστιάν Ζερβός (1889-1970) γεννήθηκε στο Αργοστόλι ή στην Αλεξάνδρεια, όπου μετανάστευσε η οικογένειά του. Στην Αλεξάνδρεια συνετέλεσε στην ίδρυση των περιοδικών Σεράπιον. Το 1911 ταξίδεψε  στο Παρίσι με τη μητέρα του και τον αδελφό του, για να συνεχίσει τις σπουδές του στη φιλοσοφία, χωρίς να πάψει να αρθρογραφεί στα Γράμματα και στο περιοδικό Τέχνη και ζωή. Στο Παρίσι χρημάτισε μαθητής του Γ. Ψυχάρη, η δε διδακτορική του διατριβή, την οποία ολοκλήρωσε το 1918, είχε ως θέμα της τον Μιχαήλ Ψελλό, «έναν ανανεωτή του ελληνισμού σε όλη του την αγνότητα» και πρόδρομο της μοντέρνας τέχνης[5]. Ο Ζερβός διατυπώνει ήδη τη θέση του για την επιβίωση της αρχαίας ελληνικής τέχνης και την επιστροφή στο συναίσθημα της αρχαιότητας, που θα αποτελέσουν στη συνέχεια τα θεμέλια της αισθητικής του αντίληψης[6]

Το 1926, εξέδωσε το περίφημο περιοδικό τέχνης Cahiers d’art, το οποίο μέχρι το 1960 κυκλοφόρησε 97 τεύχη[7]. Ο Ζερβός είχε στενές σχέσεις με τους περισσότερους μοντέρνους καλλιτέχνες και προπαντός με τον Πικάσο, του οποίου δημοσίευσε κατάλογο με το σύνολο του ζωγραφικού έργου του, σε 33 τόμους, ενώ στο περιοδικό συνεργάζονταν πολλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες, ανάμεσά τους ο Πωλ Ελυάρ και ο Ρενέ Σαρ[8].

Ο Κριστιάν Ζερβός με τον Πάμπλο Πικάσσο

Ο Ζερβός έχει διαμορφώσει από νωρίς την άποψη ότι η συγχρονικότητα συμπεριλαμβάνει το παρελθόν, άποψη που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της μοντέρνας τέχνης και των αντιλήψεων της γενιάς του 30.

Προφανώς, δεν περιορίστηκε μόνο στην κυκλαδική και αρχαϊκή τέχνη αλλά υπήρξε ο πρώτος που, από τα μέσα της δεκαετίας του ’30, επεσήμανε πως στη γενεαλογία της μοντέρνας τέχνης εντάσσεται η λαϊκή παράδοση και η τέχνη των πρωτόγονων λαών. ανέδειξε μάλιστα τη σχέση του κυβισμού με τη νέγρικη τέχνη[9]. Το 1934, «η έκδοση του περίφημου βιβλίου-άλμπουμ, Lart en Grèce, θεωρείται ότι προκάλεσε την ανανοηματοδότηση της κυκλαδικής τέχνης μέσω της ανάδειξης της “μοντερνικότητας” αυτών των μικρών αρχαίων γλυπτών»[10].

Καθοριστική υπήρξε η συνεισφορά του στη διοργάνωση του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (CIAM IV Congrès internationaux d’architecture moderne, 4), το 1933  στην Ελλάδα, από το οποίο προέκυψε η περίφημη «Χάρτα των Αθηνών» του Λε Κορμπυζιέ, δηλαδή το μανιφέστο της μοντέρνας αρχιτεκτονικής.

Η διεξαγωγή του 4ου CIAM στην Ελλάδα, με σκάφος που σάλπαρε από τη Μασσαλία, οργανώθηκε από τον Ζερβό. Στο περιθώριο των εργασιών του, θα πραγματοποιηθεί και το περίφημο ταξίδι στα νησιά του Αιγαίου –ως μια εμπειρική επαφή με το «αρχαϊκό μοντέρνο» στο τοπίο, τις αρχαιότητες και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική–, όπου συμμετείχαν ο Fernand Léger, o László Moholy-Nagy, ο στενός συνεργάτης του Ζερβού Sigfried Giedion, ο Γκίκας και πολλοί άλλοι. Τελικώς, μετά από αυτό το ταξίδι-μύηση, ο Λε Κορμπυζιέ, κλείνοντας το Συνέδριο, θα τονίσει την «αναμορφωτική» διασύνδεση της αρχαιότητας κάτω από το πρίσμα των νεώτερων χρόνων[11].

Συναφώς, το ειδικό τεύχος των Cahiers d’art του 1933, αφιερωμένο στην ελληνική τέχνη, μεταβλήθηκε σε L’art en Grèce, που παρουσίαζε νεολιθικά, μινωικά και μυκηναϊκά αντικείμενα, κυκλαδικά ειδώλια και έργα της γεωμετρικής και της αρχαϊκής περιόδου, μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ.

Την ίδια περίοδο σε συνέντευξή του στον Άριστο Καμπάνη, το 1932 στο Παρίσι, είχε δηλώσει πως «…η μελέτη της βυζαντινής φιλολογίας με έκαμε ν’ αγαπήσω τον Πικασό, τον μεγαλύτερο ζωγράφο των αιώνων»[12].

Ο Ζερβός θα επηρεάσει σε βάθος τη σκέψη και το έργο της γενιάς του ’30, φέρνοντάς τη σε επαφή με τα μοντερνιστικά ρεύματα και απενοχοποιώντας τη για την προσφυγή της στην παράδοση – καθώς αυτή, για τον Ζερβό, ήταν η προϋπόθεση της μοντερνικότητας.

Στο Παρίσι, εκτός από τις στενές του σχέσεις με τον Ελευθεριάδη (Τεριάντ), που θ’ αρχίσει την εκδοτική του σταδιοδρομία από τα Cahiers d’art, θα συνδεθεί, ήδη από τη δεκαετία του 1920, με τους Έλληνες καλλιτέχνες και διανοουμένους του Παρισιού. Σε μια επιστολή στον Μιχάλη Τόμπρο, η οποία θα δημοσιευτεί στο περιοδικό 20ός Αιώνας συνοψίζει τις δικές του απόψεις και αποτελεί και το «πρόγραμμα» της γενιάς του ’30.

«Προ πάντων αποφύγετε να κατευθύνετε τους έλληνες καλλιτέχνες προς τη μίμηση και προς τη Δύση. Μάθετέ τους τις βαθειές αρχές που διευθύνουνε την τέχνη της Δύσης μα να τους εμποδίσετε να περιορισθούνε στο φορμαλισμό αυτής της τέχνης. Οι έλληνες πρέπει να εμπνέουνται ακόμα και προ πάντων από τις μεγάλες αρχές των αρχαίων, δηλαδή το μεγαλείο στη σύλληψη, το βάθος στη σκέψη, την τελειότητα στην εκτέλεση»[13].

Ο Τεριάντ από τον Σαγκάλ στον Θεόφιλο

Ο Στρατής Ελευθεριάδης ή Tériade (1897-1983) γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Μυτιλήνη από αστούς γονείς και σε ηλικία 18 ετών θα φύγει για το Παρίσι, όπου θα εγγραφεί στη Νομική Σχολή. Ωστόσο, το ενδιαφέρον του στρέφεται, σχεδόν αποκλειστικά, προς την τέχνη και τον κόσμο της.

Τα πρώτα τεχνοκριτικά κείμενά του, δημοσιεύτηκαν το 1925 στην ελληνόφωνη βενιζελική εβδομαδιαία εφημερίδα του Παρισιού Αγών, από τον Ιούνιο του 1925 έως τον Ιανουάριο του 1926[14]. Παράλληλα, σε αντίθεση με ορισμένες μελέτες που υποτιμούν τις σχέσεις του με την Ελλάδα, από τον Ιούνιο του 1925 έως τον Σεπτέμβριο του 1926, θα δημοσιευτούν 26 γνωστά άρθρα του σε εφημερίδες των Αθηνών, εκ των οποίων 17 στην εφημερίδα Πρόοδος[15].

Το 1925 θα ξεκινήσει τη συνεργασία του με τον Ζερβό και θα αναλάβει την κριτική της σύγχρονης τέχνης στα Cahiers d’art, όπου, μέχρι το 1931, θα δημοσιευτούν 42 άρθρα του. Η βασική ιδεολογική-αισθητική του αντίληψη, όπως και για τον Ζερβό, συνίσταται στην παραδοχή πως η μοντέρνα δημιουργία, όπως ο κυβισμός του Μπρακ και του Πικάσο, δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την παράδοση, αλλά θεµελιώνεται πάνω σε αυτήν.

Λίγο μετά, θα εκδώσει μαζί με τον Albert Skira το διάσημο αν και βραχύβιο περιοδικό της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας Le Minotaure, αναλαμβάνοντας την καλλιτεχνική διεύθυνση του εντύπου. Θα ακολουθήσει το περιοδικό  La Bête noire, που θα δημιουργήσει από κοινού με τον Maurice Raynal, και τελικώς, το 1937, θα εκδοθεί το opus magnum της καλλιτεχνικής εκδοτικής του ζωής, το περιοδικό Verve (Οίστρος, 1937-1960).

Σε αυτό θα συνεργαστεί η αφρόκρεμα της διεθνούς καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής πρωτοπορίας: οι Geoges Bracque, Gaston Bachellard, Georges Bataille, Paul Claudel, Οδυσσέας Ελύτης, F.G. Lorca, John Dos Passos, Alberto Giacometti, James Joyce, André Gide, André Malraux, Henri Matisse, Pablo Picasso, R.M. Rilke, J.P. Sartre, Rabindranath Tagor, Paul Valéry, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους.

Ο δαιμόνιος Λέσβιος το 1956-1957, θα εκδώσει τη Βίβλο με εικονογράφηση του Σαγκάλ, την οποία ο ζωγράφος δούλευε επί είκοσι πέντε χρόνια. Το 1961, θα ακολουθήσει το Δάφνις και Χλόη του Λόγγου, επίσης με εικονογράφηση του Σαγκάλ – μάλιστα, για να τον πείσει να το  εικονογραφήσει, θα πραγματοποιήσει μαζί του ένα ταξίδι στη Μυτιλήνη.

Παράλληλα, θα συμμετάσχει στην περιοδική έκδοση Le Voyage en Grèce  (1934-1939) της τουριστικής εταιρείας Neptos που ανήκε στον εφοπλιστή Λεωνίδα Εμπειρίκο, και διοργάνωνε κρουαζιέρες στη Μεσόγειο στα χνάρια του Οδυσσέα («Les escales d’Ulysse») με το πλοίο Patris II, όπου έλαβε χώρα και το CIAM IV.  Οι  Pablo Picasso, Georges Braque, Roger Caillois, Marguerite Yourcenar, Le Corbusier, Giorgio De Chirico, Pierre Reverdy, André Derain, Jacques Prévert, Roger Vitrac, Henri Matisse, Raymond Queneau, Michel Leiris, Fernand Léger, François Mauriac και πολλοί άλλοι υπήρξαν συνεργάτες αυτής της τόσο πρωτότυπης «τουριστικής» έκδοσης[16].

*****

Αίφνης, το 1932, ο Τεριάντ θα συναντήσει τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ και θα δει μπροστά του έναν ζωγράφο που αποτελούσε την ενσάρκωση των αντιλήψεών του για τη σχέση μοντερνισμού και παράδοσης.

Στον Τεριάντ οφείλουμε άλλωστε και τη δημιουργία σημαντικού μέρους του σωζόμενου έργου του Θεόφιλου, καθώς θα του «παραγγείλει» τα τελευταία του έργα πάνω σε καμβά. Και πράγματι, ανάμεσα στο 1932 και τον θάνατό του το 1934 ο Θεόφιλος  δημιούργησε 120 έργα που αποτέλεσαν και τη μαγιά για τα δύο μουσεία που δημιούργησε ο Τεριάντ στη Βαρειά της Μυτιλήνης. Ογδόντα έξι στο Μουσείο Θεόφιλου και τριάντα εφτά στο Μουσείο Τεριάντ[17].

Αργότερα, σε μια συνέντευξή του, ο Τεριάντ, με τη διεισδυτικότητά του, πρώτος αυτός θα τον τοποθετήσει στις πραγματικές του διαστάσεις και θα τονίσει τη σημασία του Θεόφιλου για μια νέα καλλιτεχνική άνθηση της Ελλάδας:

«Ο Θεόφιλος έχει μέσα του την συγκίνηση του δημοτικού τραγουδιού και μπροστά στα μάτια του τα βυζαντινά εικονίσματα και την λαϊκή αρχιτεκτονική…, τόσο σύμφωνη με τις υπέροχες διαστάσεις του ελληνικού τοπίου. Δε ζητούσε παρά να προσφέρει στους συγχρόνους του τις χρωματικές χαρές, τα ελληνικά φώτα που είχε ο ίδιος θησαυρίσει ασυνείδητα στην ψυχή του και κατόρθωσε χρωματικά αριστουργήματα που πλησιάζουν την επιστημονική προσπάθεια ενός Henri Matisse… Και τι ικανοποιητικότερο για τη ράτσα μας… να βρίσκουμε μέσα της έναν τέτοιο ζωγράφο… τον Θεόφιλο θα τον βάλουν στην πρέπουσά του θέση, κοντά σε ό,τι υπάρχει ευγενέστερο στην ελληνική τέχνη από τους βυζαντινούς χρόνους έως σήμερα οι Έλληνες καλλιτέχνες του 1935 που δημιουργούν σιγά σιγά και πάντα προχωρώντας μια νέα ελληνική άνθηση»[18].

Εν τέλει, το Άγιον Όρος δεν ήταν τόσο μακριά από το Παρίσι:

«[Ο Θεόφιλος] οδηγημένος απ’ τ’ αλάθευτο χέρι… ενός άλλου Μυτιληνιού που διαφεντεύει την τέχνη στα Παρίσια, του Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ, μπήκε με τα τσαρούχια του και θρονιάστηκε για τα καλά στα παλάτια του Λούβρου… Και τώρα δίπλα στους Λουδοβίκους με τις πουδραρισμένες περούκες τους…, στέκουν καμαρωτοί με τις κουμπούρες και τα μουστάκια τους ο Αθανάσιος Διάκος, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης μας»[19].

Και, πάντως, ο Ελευθεριάδης, όπως τονίζει ο Οδυσσέας Ελύτης, «δεν εδέχθηκε ποτέ, ούτε καν για πρακτικούς λόγους, να γίνει υπήκοος της ευγενικής χώρας που τον φιλοξένησε και τον ανέδειξε…»[20]


[1] «Αναμνήσεις και σκέψεις του Άγγελου Κατακουζηνού», Δελτίο της Αίθουσας Το Τρίτο Μάτι, 1, Μάιος 1977, σ. 58. Ανάλογη είναι η εικόνα που μας μεταφέρει και ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης που τα ίδια χρόνια βρέθηκε και αυτός στο Παρίσι (Θ. Πετσάλης-Διομήδης, Διαφάνειες Β΄: Ο μεσοπόλεμος. Ο δεύτερος τόμος της ζωής μου, Εστία, Αθήνα 1983, σσ. 106-110, 135).

[2] Βλ. Αλ. Τενεκετζής, Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ό.π.

[3] Βλ. Άγγελος Δρακογιώργος, «Η τέχνη στα χαρακώματα: ο στρατιώτης και χαράκτης Δ. Γαλάνης στην Κέρκυρα», στο Αλ. Τενεκετζής, Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ό.π., σσ. 75-100.        

[4] Βλ. Ειρήνη Οράτη-Άγγελος Δρακογιώργος-Γιώργος Ματθιόπουλος (κείμ.), Δημήτρης Γαλάνης: Τα εικονογραφημένα βιβλία. Αναλυτικός κατάλογος 1904-1962, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2014.

[5] Εισαγωγή του François Picavet, στο Christian Zervos, Un philosophe néoplatonicien du XIe siècle – Michel Psellos, sa vie, son œuvre, ses luttes philosophiques, son influence, Ernest Leroux, Παρίσι 1920, σ. XVI.

[6] Βλ. Πολύνα Κοσμαδάκη, «Christian Zervos & Cahiers d’art», στο Christian Zervos & Cahiers d’art, Η αρχαϊκή στροφή, ΜΜ, Αθήνα 2019, σσ. 21-53, εδώ σσ. 23-24.

[7] Γιάννης Κωνσταντινίδης, «Christian Zervos & Cahiers d’art»: Η σημαντικότερη έκθεση ζωγραφικής που έγινε το 2019 στην Αθήνα, LIFO 13.12.2019.

[8] Βλ. Ανέστης Μελιδώνης, «Ο Christian Zervos και η προσέγγισή του στην τέχνη», Θέματα Αρχαιολογίας, 4, 1, Αθήνα 2020, σσ. 68-79.

[9] Βασιλική Χρυσοβιτσάνου, «Αρχαιολογία και ιστορία της τέχνης: Η κυκλαδική τέχνη και η αισθητική του μοντερνισμού στον Christian Zervos», στο  Πρακτικά του Ε΄ Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών, ΕΕΝΣ, Αθήνα, 2015, σσ. 761-775, εδώ σ. 762.

[10] Γ. Κωνσταντινίδης, «Christian Zervos», ό.π.

[11] Π. Κοσμαδάκη, «Christian Zervos», ό.π., σ. 34.

[12] Άριστος Καμπάνης, «Ξεριζωµένοι», εφ. Πολιτεία, Αθήνα, 15.5.1932.

[13] «Ένα γράµµα του Χριστιάν Ζερβού µε συµβουλές προς τους έλληνες καλλιτέχνες», 20ός Αιώνας, 4-6, 1935, σ. 74.

[14]  Καλλιόπη (Πόπη) Σφακιανάκη, «Ο Tériade ως τεχνοκρίτης και εκδότης: 1926-1975», ΔΔ, ΠΚ, 2020, σσ. 91, 93.

[15] Στο ίδιο, σσ. 831-834.      

[16] Βλ. Sophie Basch-Alexandre Farnoux (επιμ.), Le Voyage en Grèce 1934-1939: Du périodique de tourisme à la revue artistique, EFA, Αθήνα 2006. Βλ. επίσης, «“Le Voyage en Grèce” dans les années 1930. Une revue-dialogue sur l’art, la littérature et l’archéologie», GrèceHebdo, 30.11.2022.

[17] Βλ. Βασίλης Πλάτανος, «Η ανακάλυψη του Θεόφιλου», στο Πέγκυ Κουνενάκη (επιμ.), Στρατής Ελευθεριάδης-Τεριάντ, Η Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 7.12.1997, σ. 14.

[18] Σ. Ελευθεριάδης, «Ένας άγνωστος μεγάλος Έλλην λαϊκός ζωγράφος, ο Θεόφιλος Χατζη- Μιχαήλ», εφ. Αθηναϊκά Νέα, 20.9.1935.

[19] Άγγελος Κατακουζηνός, πρόλογος στο Νέστωρ Μάτσας, Το παραμύθι του Θεόφιλου, Εστία, Αθήνα 1961.

[20] Οδ. Ελύτης, «Μνήμη Ε. Τεριάντ», στο Π. Κουνενάκη, Στρατής Ελευθεριάδης-Τεριάντ, ό.π., σ. 21.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ