Το αίνιγμα ενός βυθισμένου γερμανικού αεροπλάνου στις μικρές Κυκλάδες
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη
Την πρώτη φορά που επισκέφτηκα την Ηρακλειά, το μικρό νησάκι της άγονης γραμμής ανάμεσα στη Νάξο και την Ίο, ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Το πλοίο από Νάξο έπιασε στο νησί τα ξημερώματα και, ελλείψει σκάλας, εκείνη την εποχή, αποβιβαστήκαμε με βαρκάκι. Σύνολο αποβιβασθέντων, στο λιμανάκι του Άη Γιώργη, δύο. Θυμάμαι μόνο τρία φώτα όλα κι όλα που μάρκαραν την μπούκα του φυσικού αγκυροβολίου. Τα πέντε, έξι σπίτια που αχνοφαίνονταν στο βάθος, αλλά από ό,τι φαινόταν και ολόκληρο το νησί, ήταν κατασκότεινα, αν και βρισκόμασταν στην αρχή της τουριστικής σεζόν.
Με το φως της ημέρας φάνηκε ότι η τουριστική σεζόν, μαζί με τους τουρίστες, μάλλον είχε προσπεράσει την Ηρακλειά και οι κάτοικοι παραήταν απασχολημένοι με τις εργασίες τους για να δώσουν δεκάρα για το γεγονός. Οι πάντες κάτι είχαν να κάνουν και ο ιδιοκτήτης του μοναδικού μπακάλικου, ο οποίος εκτελούσε παράλληλα χρέη αγροφύλακα, ταχυδρόμου, τηλεφωνητή, ψάλτη, προέδρου και γραμματέα της κοινότητας και παράλληλα αποβίβαζε, με τη βάρκα του, τους ζαλισμένους επισκέπτες σαν και του λόγου μας –σε μια ελάχιστα συγκαλυμμένη προσπάθεια να μας ξεφορτωθεί– ανέκραξε, «πάτε για το Στούκας, μωρέ»!
Αρχικά σκέφτηκα ότι αυτό ήταν κάποιου είδους συνθηματικό, του στυλ, «μωρέ, δεν πάτε στο διάολο», το οποίο περίμεναν οι υπόλοιποι παριστάμενοι στο παντοπωλείο για να ξεσπάσουν σε βροντερά γέλια, εις βάρος των τρυφερών ποδιών που είχαν κάνει το μοιραίο λάθος να κατέβουν στο νησί. Όχι, όμως, ο πρόεδρος σοβαρολογούσε και, κατά τα λεγόμενά του, υπήρχε ένα βυθισμένο γερμανικό αεροπλάνο στην άλλη πλευρά του νησιού και το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε ήταν να φύγουμε για εκεί.
Οι οδηγίες του προέδρου ήταν σαφείς, θα φτάναμε στον κόλπο της Αλιμιάς, όπου βρισκόταν το Στούκας, «με το ποδάρι», και καθώς νερό και προμήθειες δεν υπήρχαν πουθενά αλλού, έπρεπε να προμηθευτούμε τα απαραίτητα από τον ίδιο. Φορτωμένοι, λοιπόν, με νερό και ξηρά τροφή, αλλά και ένα βαζάκι θυμαρίσιο μέλι, προσφορά του καταστήματος (ναι, καλά το καταλάβατε, ο πρόεδρος ήταν και μελισσοκόμος), ξεκινήσαμε για τα Αλίμια που, κατά τον πρόεδρο, απείχαν «μισό πακέτο δρόμο», παίρνοντας έναν ανηφορικό κατσικόδρομο που, σύμφωνα με τις οδηγίες, θα κατέληγε σε δύσβατο μονοπάτι, που διέσχιζε πέρα ως πέρα την κακοτράχαλη ενδοχώρα του νησιού. Ήταν η αρχή μιας μεγάλης περιπέτειας.
Εννοείται πως η απόσταση δεν ήταν μισό πακέτο δρόμος. Δεν έχω καπνίσει ποτέ για να ξέρω τη συγκεκριμένη μονάδα μέτρησης αποστάσεων, αλλά έφερνε πιο πολύ σε μισή κούτα τσιγάρα. Εννοείται, επίσης, πως το μονοπάτι χάθηκε, μαζί με μας, μετά από κάνα δύο πακέτα τσιγάρα κι από κει πήγαινες στα τυφλά, «μέσα στο κακαήλι», περνώντας από κάτι απίστευτα κατσάβραχα. Σε κάποια φάση βγήκαμε σε ένα ψήλωμα όπου φάνηκε το κολπάκι της Αλιμιάς με τον σκόπελο που ο πρόεδρος είχε πει να βάλουμε σημάδι. Με το σούρουπο κουτρουβαλήσαμε την τελευταία κατηφοριά και βουτήξαμε στα καταγάλανα νερά για να σβήσουμε την κάψα.
Το νερό ήταν πραγματικά διάφανο και μετά από λίγες απλωτές, το ασημένιο αεροπλάνο φάνηκε ξεκάθαρα στην άκρη μιας ποσειδωνίας. Σίγουρα δεν ήταν Στούκας και καθώς κειτόταν οριζόντια πάνω στο βυθό, ο ακτινοειδής εμβολοφόρος κινητήρας του πιστοποιούσε πως ήταν ένα μικρό διθέσιο υδροπλάνο τύπου Αράντο. Ο βυθός ήταν διάσπαρτος από κομμάτια του αεροσκάφους και η άτρακτος έφερε τα υπολείμματα κάποιου διχτυού, υποδηλώνοντας ότι το Αράντο είχε κάποτε ψαρευτεί από αλιευτικό σκάφος. Μισοθαμμένη στην αμμουδιά υπήρχε μια τορπίλη που κάποιος είχε κάνει τον κόπο να αφαιρέσει τον επικρουστήρα κι έτσι, παρά την απειλητική της εμφάνιση, χρησίμευσε ως βάση για το σκιάδιο της κατασκήνωσής μας.
Περιττό να πω πως, κατά την τριήμερη παραμονή μας στο κολπάκι της Αλιμιάς, δεν είδαμε ψυχή ζώσα και το όλο σκηνικό με την ερημιά και το ναυάγιο θύμιζε μετα-αποκαλυπτική ταινία θρίλερ. Με την επιστροφή στον «πολιτισμό», άρχισα και την έρευνα για το πώς βρέθηκε το υδροπλάνο στην τελευταία του κατοικία. Η ιστορία είναι άκρως ενδιαφέρουσα, αν και χρειάστηκαν πάνω από είκοσι πέντε χρόνια για να μαζευτούν όλα τα στοιχεία για το τι συνέβη.
Κατ’ αρχάς, το αεροσκάφος όντως ψαρεύτηκε από το αλιευτικό σκάφος Ροβινσών Ν.Π. 1377 με κυβερνήτη τον Σαράντη Οικονόμου από τη Νάξο Β/ΒΑ της Ίου και σε βάθος 90 μ. τον Οκτώβρη του 1982. Προκειμένου να το ξεμπλέξουν από τα δίχτυα, αλλά και να μην ξανασκαλώσουν πάνω του στο μέλλον, κατέφυγαν στον απάνεμο κολπίσκο της Αλιμιάς, όπου συνάντησαν το αλιευτικό Άγιος Νεκτάριος Ν.Ν. 123 του Νικήτα Σορώκου, που τους βοήθησε να το απελευθερώσουν από το δίχτυ και να το φουντάρουν σε βάθος 11 μέτρων, εκεί όπου βρίσκεται ως σήμερα.
Η ταυτοποίηση του αεροσκάφους ήταν κάπως πιο δύσκολη, αλλά η τευτονική τακτική των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων για τη λεπτομερή καταγραφή όλων των συμβάντων, στις διάφορες μονάδες που έδρασαν κατά τον Β’ ΠΠ, βοήθησε τα μέγιστα στη συμπλήρωση του παζλ. Στο ομοσπονδιακό αρχείο στο Κόμπλεντς της Γερμανίας υπάρχουν οι ημερομηνίες απωλειών, αλλά και οι γεωγραφικές συντεταγμένες των υγρών τάφων όλων των Αράντο που καταρρίφθηκαν στα ελληνικά ύδατα.
Με βάση αυτά τα στοιχεία λοιπόν, το εν λόγω Αράντο 196 Α3 (με κωδικούς D1+EH και αριθμό κατασκευής 0185) ανήκε στο 1ο Σμήνος της 126ης Μοίρας Ναυτικής Αναγνώρισης και στις 17/9/1943 εκτελούσε πτήση συνοδείας μιας νηοπομπής τριών πλοίων από τον Πειραιά προς τη Ρόδο. Σημειωτέον ότι, από τον Σεπτέμβρη ως το Νοέμβρη του ’43, έλαβαν χώρα σφοδρές μάχες μεταξύ Βρετανών και Γερμανών για τον έλεγχο των Δωδεκανήσων. Η νηοπομπή εντοπίστηκε από βρετανικά αεροσκάφη δίωξης-βομβαρδισμού νοτίως της Νάξου το απόγευμα της 17ης και το Αράντο κατερρίφθη ανοιχτά της Ίου χωρίς να σκοτωθεί το πλήρωμα. Το υδροπλάνο βυθίστηκε μέσα σε λίγα λεπτά, εκεί που θα το ψάρευε το δίχτυ του Ροβινσώνα, τριάντα εννέα χρόνια αργότερα. Τα τρία γερμανικά πλοία βυθίστηκαν την επόμενη ημέρα κοντά στην Αστυπάλαια, από μοίρα αντιτορπιλικών του βρετανικού ναυτικού στην οποία συμμετείχε και το ελληνικό αντιτορπιλικό Βασ. Όλγα (D15), με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Γεώργιο Μπλέσσα.
Μέσα στα χρόνια που πέρασαν από το 1982, ο φυσικά προστατευμένος από τον καιρό κολπίσκος της Αλιμιάς και το μικρό βάθος του κουφαριού του Αράντο διευκόλυναν τον κανιβαλισμό του σκάφους από διάφορους επιτήδειους. Τα πέντε πολυβόλα, η έλικα, το χειριστήριο, τα όργανα του κόκπιτ, αλλά και η αλουμινένια επένδυση της ατράκτου αφαιρέθηκαν από το αεροπλάνο και προφανώς βρίσκονται σε προσωπικές συλλογές. Ό,τι έχει απομείνει σήμερα στον βυθό είναι ο σκελετός της ατράκτου και η βάση του πιλοτηρίου με ολόκληρο τον κινητήρα BMW 132K, θυμίζοντας έναν όχι και τόσο μακρινό πόλεμο μέσα στο βαθύ γαλάζιο του Αιγαίου. Αν κάποιος θελήσει να το επισκεφτεί σήμερα, ο γιος του τότε προέδρου κάνει καθημερινά το καλοκαίρι το δρομολόγιο από τον Άη Γιώργη με βενζινάκατο.