Αρχική » Η σημασία του αρχαιοελληνικού μύθου στον καιρό μας

Η σημασία του αρχαιοελληνικού μύθου στον καιρό μας

από Άρδην - Ρήξη

Ο ελληνικός Πολιτισμός ως οικουμενική πρόταση
Μια ελπίδα για τον 21ο αιώνα
ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ, 9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2023

Στον εμβληματικό τόπο της Αρχαίας Ολυμπίας, το Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας, με την υποστήριξη του Δήμου Πύργου, διοργάνωσαν το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023 Ημερίδα – Κάλεσμα για τον ελληνικό Πολιτισμό ως τρόπου της Ανθρωπιάς, ευελπιστώντας να εξελιχθεί σε έναν διεθνή θεσμό, τα «Ολύμπια». Δημοσιεύουμε εδώ το μεγαλύτερο μέρος των εισηγήσεων της ημερίδας, συμβάλλοντας έτσι στον δημόσιο διάλογο που επιχειρούν να πυροδοτήσουν οι διοργανωτές του θεσμού αυτού.

Η ομιλία της Χαρίκλειας Τσοκανή, Επ. Καθηγήτριας Μουσικής, Επικοινωνίας & Μυθολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Δημοσιεύτηκε στον νέο Λόγιο Ερμή τ. 27

Κυρίες και κύριοι,
Στον ιερό τόπο της αρχαίας Ολυμπίας, όπου βρισκόμαστε σήμερα, ακούγονταν άλλοτε, στους αθλητικούς αγώνες της, οι εμπνευσμένοι από την πινδαρική μούσα στίχοι των επινίκιων ύμνων. Αυτό το είδος χορικής ποίησης του Πινδάρου, που αποσκοπεί στην εξύμνηση του νικητή που διακρίθηκε στον στίβο, διαπλάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη γλώσσα του αρχαιοελληνικού μύθου.
Στη σημερινή ομιλία μου πρόκειται να αναφερθώ στον ρόλο που έχει διαδραματίσει ο αρχαιοελληνικός μύθος στη διαμόρφωση του πνευματικού χαρακτήρα του ελληνικού πολιτισμού.
Η μυθοπλαστική λειτουργία υπήρξε εξ αρχής για τους Έλληνες μια νοητική δραστηριότητα η οποία ζωογόνησε τις υπόλοιπες μορφές πνευματικής οργάνωσης της πραγματικότητας: την τέχνη, τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, ακόμη και την επιστήμη, τουλάχιστον στις απαρχές της.
Μια τόσο ευρεία επίδραση στο σύνολο της πολιτισμικής δημιουργίας δεν θα μπορούσε να ασκήσει ο ελληνικός μύθος ως προϊόν της προφορικής παράδοσης, εάν δεν ικανοποιούσε τη συνθήκη της ανανέωσης του περιεχομένου του μέσα από την έντεχνη μακρόχρονη διαδρομή του. Αντιπροσωπευτικά δείγματα αυτής της καλλιέργειας του μυθικού λόγου, ήδη από την αρχαϊκή περίοδο, είναι τα έπη του Ομήρου και του Ησιόδου, καθώς και η πινδαρική ποίηση.
Στη δομή των επινίκιων ύμνων του Πινδάρου, οι οποίοι συντάσσονται κατά κανόνα σύμφωνα με τον νόμο της τριμέρειας, διακρίνεται με σαφήνεια αυτή η εμπρόθετη καλλιτεχνική αξιοποίηση των μυθικών στοιχείων. Σχηματικά μιλώντας,  ο  επινίκιος  ύμνος  αναπτύσσεται εκκινώντας από τον παρόντα χρόνο με τον έπαινο του νικητή, ακολουθεί η υπόμνηση της μυθικής ιστορίας που συνδέεται με το περιστατικό της νίκης και αφορά ιδιαίτερα την πόλη και την οικογένεια του τιμώμενου﮲  τέλος, ο ύμνος επανέρχεται στον παρόντα χρόνο προκειμένου να επαναληφθεί ο έπαινος προς τον νικητή.
Συνδεόμενος με τα συμβάντα του παρόντος, ο μύθος καθιστά αδιαμφισβήτητη τη θέση του στο ιστορικό γίγνεσθαι, αφού με την παρουσία του αναδεικνύεται και ενδυναμώνεται η αξία τού ιστορικού γεγονότος από την ισχύ τής παράδοσης.
Όπως στους πινδαρικούς ύμνους,  έτσι και στο τραγικό θέαμα αργότερα,  ο μύθος προσφέρει στη θεματολογία του,  σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, την απαραίτητη αντικειμενική βάση για να γίνουν πιστευτές από το κοινό οι επί σκηνής αναπαριστώμενες ακραίες –υψηλόφρονες ή κακουργηματικές–  πράξεις των ανθρώπων.
Απ’ αυτήν την άποψη δεν είναι αμελητέα η συνεισφορά του μύθου στην ιστορία, το ότι μπορεί αυτός να επαυξάνει το κύρος στα σημαντικά ιστορικά γεγονότα, καθώς και στις πράξεις με τις οποίες οι άνθρωποι αναμετρώνται με το πεπρωμένο τους. Ο μύθος λοιπόν ιστορικοποιείται επειδή είναι πιστευτός από όλους. Συγχρόνως, όμως, η μυθοπλαστική λειτουργία, καθώς παρεμβαίνει στα ιστορικά τεκταινόμενα, μυθοποιεί την ίδια την ιστορία. 
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας συνιστά το ομηρικό έπος, προϊόν μιας μακράς προφορικής παράδοσης, το οποίο μας παραδίδεται με τη μορφή του μετασχηματισμένου φοινικικού αλφαβήτου τον 8ο αιώνα π.Χ., τέσσερις αιώνες, δηλαδή, αργότερα από τις απαρχές παρακμής των μυκηναϊκών ανακτόρων και την εγκατάλειψη της γραμμικής Β.
Καθώς μεσολαβούν οι σκοτεινοί αιώνες, μέσα στους οποίους χάνονται τα αντικειμενικά τεκμήρια του μυκηναϊκού πολιτισμού,  ο μυθικός λόγος αναλαμβάνει την αναπλήρωση. 
Το ζήτημα της σχέσης μύθου και Ιστορίας είναι δυσεπίλυτο.  Για τον λόγο αυτό, δεν είναι δυνατόν να υποστηρίξει κάνεις ότι η Ιλιάδα, παραδείγματος χάρη, συνιστά μια ακριβή ιστορική αναφορά στα γεγονότα των τελευταίων 40 ημερών του τρωικού πολέμου. 
Βέβαια, το ίδιο το γεγονός του τρωικού πολέμου, τοποθετούμενο γύρω στα 1180 π.Χ., δεν αμφισβητείται σήμερα, με βάση την εκτίμηση των αρχαιολογικών ευρημάτων. Όμως, είναι επίσης βέβαιο ότι, ακόμη και τα εξιστορούμενα γεγονότα στα οποία αναγνωρίζεται μέρος της ιστορικής αλήθειας, όπως, παραδείγματος χάρη, η αργοναυτική εκστρατεία, είναι συνήθως καλυμμένα από τη μυθοπλαστική αχλύ τής υποκειμενικής άποψης του ποιητή. 
Η ποιητική φαντασία άλλοτε συμπληρώνει την αδυναμία της μνήμης και άλλοτε παρακάμπτει τη μνήμη για να παραστήσει, σύμφωνα με την υποκειμενική εντύπωση  του αφηγητή, ακόμη και τα καλώς ενθυμούμενα περιστατικά.
Ο Όμηρος δεν φαίνεται να ανήκει στην κατηγορία των ποιητών που έχουν προτίμηση σ’ αυτό το δεύτερο είδος της αναπλαστικής φαντασίας.  Η εποχή του δεν του επιτρέπει την ποιητική ελευθερία κατά την εξιστόρηση του παρελθόντος. Ισχυρίζεται ότι όσα θα αφηγηθεί έχουν την έγκριση των Μουσών, αφού εκείνες προστρέχουν προθύμως να τον βοηθήσουν στο πρώτο κάλεσμά του.
Στο ομηρικό έπος, ο ποιητής είναι ήσυχος πως οι κατάλογοι των πλοίων των Αχαιών τους οποίους καταρτίζει, και τα γενεαλογικά δέντρα των ηρώων του έχουν ταξινομηθεί με τον ορθό τρόπο. Εδώ, υπάρχει ακόμη εμπιστοσύνη στο ιστορικό και μυθικό παρελθόν. 
Κάτι που δεν συμβαίνει στη συνέχεια,  στο ησιόδειο έπος. Για τον Ησίοδο, είναι σαφές ότι ο ποιητής μπορεί να παραλλάσσει κατά το δοκούν, ακόμη και τα γνωστά σ’ αυτόν γεγονότα. Οι δικές του Μούσες, μεταμορφωμένες σε Νύμφες, του το επισημαίνουν αυτό στη Θεογονία, με ιδιαίτερα δηκτικό τρόπο. Τον ειδοποιούν ότι μπορούν να του πουν αλήθειες αναμεμειγμένες με ψέματα. Εδώ, η ευθύνη μεταβίβασης της παράδοσης ανατίθεται εξ ολοκλήρου στους ώμους του  ποιητή. 
Αυτή η καινοτόμος απόσυρση της εμπιστοσύνης από τις αρχαίες Μούσες αποκαλύπτει ότι, για τον ευαίσθητο δημιουργό, η εγκυρότητα του μύθου και της παράδοσης δεν είναι αναμφισβήτητη. Ο προσανατολισμός του μυθοπλάστη ποιητή φαίνεται να αλλάζει. Στόχος του μοιάζει να είναι τώρα η διερεύνηση των πρώτων αρχών και αιτίων του δημιουργημένου φυσικού αλλά και κοινωνικού κόσμου. 


Ο Ησίοδος δεν διστάζει να αναλάβει αυτό το δύσκολο έργο. Να διανύσει τον ανηφορικό δρόμο του δημιουργού, ο οποίος χρειάζεται πάντα στην πορεία του την καλή συμβουλή να τον συντροφεύει. Με την τόλμη της, η διερευνητική προ-φιλοσοφική σκέψη του Ησιόδου τοποθετεί τους πρώτους λίθους στο μονοπάτι της επιστήμης, που θα το διευρύνουν κατόπιν οι Μιλήσιοι φυσικοί φιλόσοφοι. Ο Ησίοδος θα συμβάλει βεβαίως στην τακτοποίηση του ομηρικού κόσμου των θεών και των ηρώων.  Ωστόσο, στη Θεογονία του, τον απασχολεί, πέρα και από τη γέννηση των θεών, η δημιουργία του κόσμου και των δυνάμεων που υπάρχουν εντός του και καθορίζουν τις σχέσεις τους τόσο στον φυσικό όσο και στον κοινωνικό χώρο. 
Ο Ζευς στη Θεογονία συνιστά την ανώτατη δύναμη της νόησης και της δικαιοσύνης. Η μυθική αφήγηση που τον φέρει να καταπίνει τη μηχανορράφο πρώτη του σύζυγο, Μήτιδα,  υποδεικνύει με ποιον τρόπο ο ύπατος των θεών αποκτά την ικανότητα διάκρισης του καλού από το κακό. Οι θεότητες που διοικούν τον ησιόδειο μυθικό κόσμο είναι βεβαίως ανθρωπομορφικές, θεωρούνται, ωστόσο, αιώνια ζωντανές και άφθαρτες, όπως τέτοια θεϊκά, αιώνια και ζωντανά θεωρούνται τα στοιχεία της φύσης: το νερό, η φωτιά, η γη, ο αέρας, από τους πρώτους φυσικούς φιλοσόφους: τον Θαλή, τον Αναξίμανδρο, τον Αναξιμένη.
Από τα προαναφερθέντα στοιχεία, αλλά και από πλήθος άλλων στοιχείων τα οποία δεν είναι δυνατόν να παραθέσουμε εδώ, προκύπτει ότι ο αρχαιοελληνικός μύθος από πολύ νωρίς συμβάλλει στη διαμόρφωση της ιστορικής πραγματικότητας, όχι μόνον αυτής που την προσδιορίζει ο πρακτικός βίος των ανθρώπων, αλλά και εκείνης που τη χαρακτηρίζει η καθαρά πνευματική τους δραστηριότητα.  
Για τον αρχαιοελληνικό μύθο φαίνεται να αληθεύει, περισσότερο ίσως από κάθε άλλον εθνικό μύθο, η παρατήρηση του Γερμανού φιλόσοφου Φρειδερίκου Σέλλινγκ, ότι «ο μύθος και η ιστορία αποδεικνύονται στη μεταξύ τους σχέση ο μεν το απολύτως πρωτεύον, η δε το δευτερεύον και παράγωγο». Μέσω, λοιπόν, της μυθολογίας μπορεί να ορίζεται η ιστορία ενός λαού, η μυθολογία του να αποτελεί «την ίδια τη μοίρα του, τον κλήρο που του έλαχε εξαρχής». 
Θα ήθελα στη συνέχεια να εστιάσω σε έναν πρωτόμυθο της ελληνικής μυθολογίας, για να δείξω συγκεκριμένα την ισχυρή διαμορφωτική πνευματική δύναμη που εμπεριέχει ένας πολλαπλά επεξεργασμένος μύθος, αυτός που αφηγείται τον αποκεφαλισμό της Μέδουσας Γοργόνας από τον ήρωα Περσέα. Για την οικονομία του χρόνου, θα αναφερθώ μόνο σε ορισμένα βασικά δεδομένα του μύθου, ώστε να γίνει κατανοητή η εκ μέρους μου ερμηνεία τους.
Ο Περσέας, εγγονός του βασιλιά Ακρίσιου του Άργους, διωγμένος από τη στιγμή τής γέννησής του από τον παππού του, με την ενηλικίωσή του αμιλλάται, στον τόπο όπου φιλοξενείται, τη νήσο Σέριφο, τον βασιλιά της Πολυδέκτη. Επάνω στον θυμό του, υπόσχεται στον ηγεμόνα ότι θα προσκομίσει στη βασιλική τελετή το καλύτερο άλογο: την κεφαλή της Μέδουσας Γοργόνας. Το εγχείρημα ευοδώνεται χάρη στη συνδρομή δύο θεοτήτων, του Ερμή και, κυρίως, της Αθηνάς, η οποία προσφέρει την ασπίδα της εν είδει καθρέπτη, για να αντικρίσει μέσω αυτής και να στοχεύσει ο ήρωας τη Μέδουσα, αποφεύγοντας έτσι την κατ’ ενώπιον αναμέτρηση με αυτήν, που θα συνεπαγόταν την απολίθωσή του από το διαπεραστικό, θανατηφόρο βλέμμα της.
Αμέσως μετά τον αφανισμό της Μέδουσας, ο ήρωας, έχοντας τοποθετήσει την αιμορραγούσα κεφαλή της στο σακίδιο που φέρει στην πλάτη του,  αναχωρεί έντρομος, καθώς οι αφυπνισμένες αδελφές Γοργόνες τον καταδιώκουν με όπλο το θρηνητικό τους άσμα.
Στον θρήνο αυτόν της Στενούς και της Ευρυάλης, ο Ησίοδος αποδίδει μουσικά γνωρίσματα. Τον χαρακτηρίζει οξύ και λιγυρό, παρομοιάζοντάς τον με υψίφωνο σπαρακτικό μουσικό ήχο. Πρόκειται για ήχο που φαίνεται να συγκινεί ιδιαιτέρως τη θεά Αθηνά. Έτσι, η πολεμική θεά της Σοφίας, που, όταν το καλεί η περίσταση,  γνωρίζει να συμπονά ακόμη και τον εχθρό, θέλοντας να διαφυλάξει το πονεμένο μήνυμα, δημιουργεί τον αυλό για να μιμηθεί με τη μουσική του τον πολυφωνικό θρηνητικό ήχο. 
Στη συνέχεια, παραδίδει το επίτευγμά της στους ανθρώπους με τη μορφή ενός νόμου που φέρει την επωνυμία πολυκέφαλος, για να θυμίζει την προέλευσή του από τις φιδίσιες κεφαλές που περιέβαλλαν ως κόμη τα κεφάλια των αδελφών Γοργόνων.
Ο Πίνδαρος αναγνωρίζει στη δωρεά αυτή της θεάς τη μέριμνά της για τους θνητούς, την ιδιαίτερη φροντίδα της για την ανακούφισή τους από τα δυσάρεστα απρόοπτα της τύχης ή και του πεπρωμένου τους. Έτσι, ο αυλός θα γίνει εξ αρχής όργανο παρηγορητικό για την ελάφρυνση των θνητών από τον πόνο που τους προκαλεί η αδήριτη πραγματικότητα του θανάτου. Ίσως γι’ αυτό η πρώτη χρήση του αυλού ήταν, σύμφωνα με τον Πλούταρχο,  στις επικήδειες  τελετές. 
Από τον μύθο, λοιπόν, της Μέδουσας μπορούμε να πούμε ότι αποστέλλεται όχι μόνο προς το ελληνικό, αλλά και προς το παγκόσμιο δυνητικό ακροατήριό του, το μήνυμα πως μία από τις θεμελιώδεις λειτουργίες της μουσικής, και γενικότερα της τέχνης, είναι να παρηγορεί, να εμψυχώνει, και να εμπνέει τον πόθο για ζωή. 
Είναι αυτό ακριβώς που αναλαμβάνει να εκπληρώσει συμβολικά ο ένας από τους δύο γόνους της Μέδουσας που ξεπηδά από τον κομμένο λαιμό της: το άλογο Πήγασος. Η αρχαία ελληνική αλλά και η μετέπειτα δυτική παράδοση διείδε στην εικόνα αυτού του φτερωτού λευκού αλόγου –που το αποκάλεσε «ίππο των Μουσών»– το σύμβολο της καλλιτεχνικής έμπνευσης και δημιουργίας.  
Στον ορίζοντα της ιστορίας των πολεμικών εγχειρημάτων, ο ίππος αυτός θα συνδεθεί με τα κατορθώματα του Περσέα καθώς και των υπολοίπων σημαντικών ηρώων πολεμιστών: του Αχιλλέα, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Διγενή Ακρίτα, του Κλέφτη οπλαρχηγού της Επανάστασης του ’21, αλλά και του αγωνιστή του Έπους του ’40. Αυτοί οι ήρωες είναι που συνθέτουν τη διαχρονικά στέρεη αλυσίδα ηρώων μέσα στον ελληνικό πολιτισμό, των οποίων η πηγή του θάρρους τους φαίνεται να είναι το απόλυτα θεληματικό βλέμμα της Μέδουσας. 
Όσον αφορά στο άλλο δίδυμο τέκνο της Μέδουσας, τον γίγαντα με το χρυσό σπαθί –το οποίο αμέσως μετά τη γέννησή του δεν κατευθύνεται προς τον ουρανό, όπως ο Πήγασος, αλλά προς τα βάθη της γης– θα το συναντήσουμε μετασχηματισμένο σε άλογο, με αντίθετο όμως χρώμα από εκείνο του Πήγασου, στο εικαστικό παράδειγμα περί ψυχής που φέρει ο Πλάτων στον Φαίδρο.
Πρόκειται για την παράσταση ενός αρματηλάτη που οδηγεί δύο άλογα, ένα λευκό και ένα μαύρο, η οποία παραπέμπει στην κατά Πλάτωνα σύνθεση της ψυχικής πραγματικότητας. Σύμφωνα με την πλατωνική θεώρηση, η ανθρώπινη ψυχή είναι τριμερής. Αποτελείται από τρία διακριτά ως προς τη φύση τους μέρη: το λογιστικόν, το θυμοειδές και το επιθυμητικόν.  
Για την πλατωνική σκέψη, λοιπόν, η ψυχή δεν είναι ενιαία, όπως θα δείξει αργότερα η επιστήμη της Ψυχολογίας. Το λογιστικόν, η λογική δύναμη, εκ της φύσεώς της οφείλει να άρχει του θυμοειδούς (των συναισθημάτων), καθώς και του επιθυμητικού (των επιθυμιών), δηλαδή εκείνων των μερών της ψυχής που στερούνται λογικής. Στην εικόνα του Φαίδρου, το λογιστικόν είναι ο αρματηλάτης, το θυμοειδές είναι το φτερωτό λευκό άλογο-Πήγασος, και το επιθυμητικόν είναι το μαύρο άλογο, που στον μύθο της Μέδουσας αντιστοιχεί στον χθόνιο γίγαντα Χρυσάορα, πατέρα των διασημότερων τεράτων της ελληνικής μυθολογίας: της Χίμαιρας, της Έχιδνας, της Σφίγγας κ.ο.κ. 
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Πλάτων, ο οποίος επιχείρησε να διακρίνει τον λόγο από τον μύθο, θεωρώντας τον μύθο ακατάλληλο για τη διαπαιδαγώγηση των πολιτών της ιδανικής του Πολιτείας, όταν λειτουργεί ως καλλιτέχνης φαίνεται να αποδέχεται την αλήθεια που κομίζει η μυθική σύλληψη. Ο μύθος της Μέδουσας σημειώνει μια σημαντική στιγμή στην πορεία του ανθρώπου για την απόκτηση της αυτογνωσίας του. Συμβολίζει το εξελικτικό εκείνο στάδιο της εσωτερικής του ζωής όπου η ανθρώπινη νόηση αντιλαμβάνεται τη διάκριση ανάμεσα στις συνειδητές και τις –ανεξέλεγκτες– ασυνείδητες ψυχικές του δυνάμεις. Ο φιλόσοφος επιχειρεί να εξηγήσει με έννοιες αυτήν τη μυθική σύλληψη της ψυχής.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω το γεγονός ότι η νεώτερη επιστήμη της Ψυχολογίας, συνδεόμενη με την αρχαιοελληνική πρόταση περί ψυχής, δεν μπόρεσε να την αναιρέσει, τουλάχιστον στα βασικά της σημεία. Περισσότερο από τον Φρόυντ και τον Καρλ Γιουνγκ, ο Πωλ Ντιέλ θα είναι αυτός που θα ενδιατρίψει, τον 20ό αιώνα, στην ερμηνεία των αρχαιοελληνικών μύθων και θα εδραιώσει τη θεωρία του, σύμφωνα με την οποία οι αρχαιοελληνικοί μύθοι μαρτυρούν την προσπάθεια ανέλιξης του ανθρώπινου ψυχισμού, καθώς και τα εμπόδια που ανακύπτουν κατά την πορεία προς την πνευματοποίηση του ανθρώπου. Ωστόσο, ακόμη και σ’ αυτήν την εκλεπτυσμένη θεωρία αναγνωρίζει κανείς τα δομικά στοιχεία της πλατωνικής άποψης της ψυχής, αφού και εδώ οι ψυχικές λειτουργίες θεωρείται πως είναι τρεις: η υπερσυνειδητή, η συνειδητή και η ασυνείδητη λειτουργία. Η ελληνική σύλληψη παραμένει στο βάθρο κάθε συνολικής θεώρησης των ψυχικών φαινομένων.

Τελευταίο βιβλίο της: Πρόσωπα του μύθου, του θρύλου, της μουσικής, εκδ. Παπαζήση.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ