Αρχική » 7. Ο Γιάννης Τσαρούχης, η γενιά του 30 και ο Καραγκιόζης

7. Ο Γιάννης Τσαρούχης, η γενιά του 30 και ο Καραγκιόζης

από Γιώργος Καραμπελιάς

Σειρά 10 κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την γενιά του ’30 στις εικαστικές τέχνες. Τα κείμενα πρόερχονται από το πρόσφατο βιβλίο του, Από τη μεταβυζαντική ζωγραφική στη γενιά του ’30 – Μια πολιτική ιστορία (Εναλλακτικές Εκδόσεις).

Ο Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) γεννήθηκε στον Πειραιά, δεύτερος γιος του μεγαλεμπόρου Αθανασίου Τσαρούχη και της Μαρίας Μοναρχίδη, ενώ κατά την περίοδο 1920-1925 μεγάλωσε κοντά στη θεία του Δέσποινα Μεταξά, στην έπαυλη της οικογενείας των ποτοποιών Μεταξά. Τα πρώτα του έργα τα εξέθεσε ήδη το 1929, ενώ, μέχρι το 1935, φοίτησε στην ΑΣΚΤ με καθηγητές τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη. Παράλληλα, κατά το 1931-1934, υπήρξε μαθητής του Κόντογλου, γνώρισε τη βυζαντινή αγιογραφία και μελέτησε τη λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία – συναφώς, πολύ νωρίς, στράφηκε προς το θέατρο και τη σκηνογραφία. Την περίοδο 1935-1936, αφού πρώτα επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία, ενώ, δύο χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1938, θα πραγματοποιήσει την πρώτη του ατομική έκθεση. Από τότε δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να παράγει πυρετωδώς σε όλους τους τομείς της πολυσχιδούς δραστηριότητάς του, μέχρι τον θάνατό του, το 1989, κινούμενος μεταξύ Αθηνών και Παρισίων.

Ο Τσαρούχης, έφηβος ακόμα, ασκείται στα Φαγιούμ, που θα σφραγίζουν το επιγενέστερο έργο του, καθώς και στη λαϊκή και τη βυζαντινή ζωγραφική.

«Ήδη από το 1928, συντελούντος και του Κόντογλου, είχα µια µεγάλη φοβία και αντιπάθεια για τη λεγάµενη ακαδηµαϊκή τέχνη… Στα Φαγιούµ που αντέγραφα εκείνη την εποχή στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στη λαϊκή τέχνη, καθώς και στα κεντήµατα και κεραµικά που µελετούσα επίσης, έβλεπα ότι µπορούσε να γίνει µια ζωγραφική πιο ευχάριστη. Η βυζαντινή τέχνη αντιπροσώπευε για µένα τον συνδυασµό της ζωγραφικής µε το καθαρό χρώµα και οργανωµένες χρωµατικές κλίµακες και του φωτοσκιασµένου σχεδίου. Μια ζωγραφική που ερχόταν κατευθείαν απ’ την ελληνιστική παράδοση, όσες ανατολίτικες επιδράσεις κι αν είχε»[1].

Παράλληλα, περισσότερο ίσως από όλους τους γνωστούς ζωγράφους της γενιάς του, γοητεύτηκε από τη λαϊκή τέχνη του Καραγκιόζη:

«Ο Καραγκιόζης, ήδη από εκείνη την εποχή που δεν ήξερα τίποτα, με γέμιζε μ’ εκείνο το αίσθημα της πληρότητος…, όπως κάθε μεγάλη τέχνη με βαθιά πίστη και γι’ αυτό µε ασήµαντα µέσα. Από εκείνη την ηλικία διαισθανόµουν πως η λεπτότητα πρέπει να συνυπάρχει με κάτι πολύ πρωτόγονο κι απλό για να είναι απλότητα, δηλαδή οξύτητα κι όχι αδυναμία»[2].

Ο Τσαρούχης πίστευε ήδη πως η χρήση ευτελών μέσων ενίσχυε την αμεσότητα της έκφρασης. Γι’ αυτό και η χρήση φτηνού χαρτιού, «του μέτρου», κοινών χρωμάτων, «του βαρελιού», και εργασία με κόλλες, εμφανίζονται πιο συχνά στο έργο του μετά το 1930, όταν δηλαδή είχε μυηθεί στην τέχνη του Καραγκιόζη. «Ο Καραγκιόζης μαζί με τη μουσική εκκλησίας και των τραγουδιών και των ελληνικών χορών, ο τσάµικος, κι ο χορός των χορών, ο ζεϊµπέκικος, περισσότερο κι απ’ τη βυζαντινή ζωγραφική που μου δίδαξε ο Κόντογλου, με στήριζαν στην προσπάθειά μου εκείνης της εποχής (1928-1936)»[3].

Πίνακας του Γιάννη Τσαρούχη με τον Σωτήρη Σπαθάρη και τους ήρωές του

Μετά το ταξίδι του στην Ευρώπη, όπου θα έρθει σε άμεση επαφή με τη δυτική ζωγραφική στην πολυμορφία της και όπου ασκήθηκε, όπως γράφει, στην ταπεινοσύνη, θα επιστρέψει το 1937 στην Ελλάδα: «Ο ελληνικός ήλιος, η παντοτινή μου αγάπη για τις ρεκλάμες του Καραγκιόζη, για τον Θεόφιλο, για την αγνότητα της μεσογειακής ζωγραφικής με οδηγούν σε μια ζωγραφική σαν του Ματίς, ενώ θέλω να κάνω Κουρμπέ»[4].

Το Θέατρο σκιών και η γενιά του ’30

Γύρω στο 1940 –όπως εξομολογείται–, πειραματίζεται πάνω στην τέχνη του Καραγκιόζη, ενώ αργότερα, σε συνέντευξή του στον Γ. Πηλιχό, θα περιγράψει την αφετηρία της σχέσης του με τον Καραγκιόζη και την επίδρασή της:

«Κάποτε είδα μια παράσταση Καραγκιόζη…  με ηθοποιούς. Ο Σωτήρης και ο Ευγένιος Σπαθάρης έπαιζαν τον «Αθανάσιο Διάκο»… Ο Ευγένιος Σπαθάρης έπαιζε τον Αθανάσιο Διάκο και το φτερωτό πνεύμα που στεφανώνει την τέφρα του ήρωα, ενώ ο πατέρας του έκανε τον Τούρκο πασά. Έκανα μια μικρή ελαιογραφία του Ευγένιου Σπαθάρη, που ήταν γυμνός και με μια θαλασσιά μόνο περισκελίδα, μ’ ένα διάδημα γαλάζιο στα μαλλιά και με ασημένια φτερά στους ώμους. Αυτό το μικρό έργο σιγά-σιγά το επανέλαβα… και γίνηκε ένα από τα θέματά μου… Χωρίς αυτή τη συνάντηση με την παράσταση των Σπαθάρηδων, δεν θα τολμούσα ποτέ να ξανακάνω αυτό το τόσο συνηθισμένο θέμα της αρχαίας ελληνικής τέχνης»[5].

Γιάννης Τσαρούχης, Σωτήρης και Ευγένιος Σπαθάρης

Ωστόσο, ο Τσαρούχης δεν ήταν ο μοναδικός εκπρόσωπος της «γενιάς» που έτρεφε αγάπη αλλά και επηρεάστηκε σε βάθος από τον Καραγκιόζη. Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας θα φιλοτεχνήσει τα σκηνικά και τα κοστούμια στο χορόδραμα Το καταραμένο φίδι, που ανέβηκε το 1950, σε μια ιστορική παράσταση από το «Ελληνικό Χορόδραμα» της Ραλλού Μάνου, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, με τη Ραλλού Μάνου να υποδύεται τον Καραγκιόζη[6]. Ο Γκίκας υπογραμμίζει ότι, με την ίδρυση του «Ελληνικού Χοροδράματος» –στη δημιουργία του οποίου συμμετείχε με το Καταραμένο φίδι ως την πρώτη παραγωγή του Χοροδράματος–, οι συντελεστές του επεδίωκαν «την ενότητα μουσικής, χορού, χρώματος και λόγου που όλα μαζί ερμηνεύουν την πιο πραγματική μορφή της ελληνικής ζωής»[7].

Ο Νίκος Εγγονόπουλος, λάτρης επίσης του Καραγκιόζη, σε σχετικό κείμενό του («Ο Καραγκιόζης. Ένα ελληνικό θέατρο σκιών»), προβαίνει στην ιστορική καταγραφή της διαδρομής του, την καλλιτεχνική αποτίμηση της εικαστικής του ποιότητας και τη σχέση του με τη βυζαντινή παράδοση, καθώς οι φιγούρες του διακρίνονται από μια εκπληκτική λιτότητα «κι οι γραμμές των λεπτομερειών είναι ακριβώς μόνο οι απαραίτητες». Οι χαρακτήρες του Θεάτρου σκιών είναι διακριτοί, «και το κάθε πρόσωπο… κρατά μιαν απόλυτη αυτονομία και αυτοτέλεια μορφής και χαρακτήρα». «Όσο για τα κτίρια του αναλλοίωτου σκηνικού, η μεν καλύβα του Καραγκιόζη είναι μια μάλλον ρεαλιστική αναπαράσταση ερειπίου, ενώ το σαράι του πασά, εκτός από τα μισοφέγγαρα των τρούλων, είναι πανομοιότυπο με παραστάσεις κτιρίων στη βυζαντινή ζωγραφική, όπως στο ελληνικό ψηφιδωτό της προσόψεως του Αγίου Μάρκου, στη Βενετία, ή… τα μωσαϊκά της Ραβένας»[8].

Όσο για τη σχέση του με τον άμεσο πρόγονό του, το τουρκικό Θέατρο σκιών, από το οποίο δανείστηκε και τις μορφές του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη, όταν εισήχθη στην Ελλάδα, στα μέσα του 19ου αιώνα, αυτή γίνεται όλο και πιο απόμακρη με το πέρασμα των δεκαετιών. Στην τουρκική εκδοχή, ο διάλογος συνίσταται σε μια «ανταλλαγή στοχασμών, ευφυολογημάτων και βωμολοχιών ανάμεσα στους δύο τυπικούς πρωταγωνιστές», ενώ, αντίθετα, στην ελληνική, έχουμε να κάνουμε με πραγματικό θέατρο, με διάλογο και έντονη δράση, το οποίο προσομοιάζει με την «Κομμέντια ντελ’ Άρτε»: Διαθέτει ένα τεράστιο ρεπερτόριο με αναρίθμητους συμπρωταγωνιστές και κομπάρσους. Μάλιστα, όταν το έργο έχει ως βασικούς πρωταγωνιστές τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Κατσαντώνη, τον Αθανάσιο Διάκο, ή τον Αλή Πασά, την Κυρά Βασιλική, ή ακόμα τον… Οθέλο με τη Δυσδαιμόνα, ο Καραγκιόζης περιορίζεται σε ρόλους δευτερεύοντες – κάποτε και σε εκείνον του απλού θεατή. «Ο Καραγκιόζης είναι ο γνήσιος θεατρικός εκπρόσωπος της λαϊκής ψυχής, των λαϊκών τάσεων και διαθέσεων, των λαϊκών πόθων κι επιθυμιών». Οι περιπέτειές του διεκτραγωδούν τα μαρτύρια και τα βάσανα των φτωχών ανθρώπων. Όσο για τις μορφές του πασά και των ακολούθων του, εκπροσωπούν τη μορφή του «κακού πλουσίου» του Ευαγγελίου. «Ο ελληνικός Καραγκιόζης είναι βαθύτατα πατριώτης, γνώστης των αρετών και των παραδόσεων της Φυλής»[9].

Ο Τζούλιο Καΐμη (1897-1982), Εβραίος Ρωμανιώτης, με καταγωγή από την Κέρκυρα, ζωγράφος, θεωρητικός της αισθητικής, μεταφραστής, δημοσιογράφος, τεχνοκρίτης δοκιμιογράφος και στοχαστής, ενεργό μέλος της γενιάς του ’30, παρότι πάντοτε στη σκιά, υπήρξε ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας που θα γράψει, το 1935, στα γαλλικά, μελέτη για τον Καραγκιόζη[10]. Ο Καΐμη, στενός και διαχρονικός φίλος του Γεράσιμου Στέρη και του Φώτη Κόντογλου, το 1928, γνωρίστηκε με τον έφηβο τότε Γιάννη Τσαρούχη και ο οποίος τον έφερε σε επαφή με το Θέατρο σκιών. Ο Καΐμη, στη σημαντική μελέτη του Γύρω στο αίσθημα του ωραίου, που έγραψε μάλλον το 1946 (και συμπλήρωνε μέχρι το 1964;), εμβαθύνει θεωρητικά πάνω στη διαλεκτική και αναγκαία σχέση του λόγιου και του λαϊκού στοιχείου στην τέχνη[11]:

«Το λαϊκό θέατρο, με την πρωτόγονή του σάτιρα, οι θρύλοι και τα παραμύθια του λαού, που ’χουν τόση εκφραστική δύναμη και λακωνικότητα, είναι δημιουργήματα του βάναυσου. Ο λαός συντηρεί τούτη την παράδοση ενώ ο πολιτισμένος την ξεχνά με διάφορα προσχήματα, όπως την πρωτοτυπία. Τι σημαίνει όμως πρωτοτυπία; Επιστροφή στους πρώτους τύπους. Κι αυτό κάνει, άθελά της, η βάναυση τέχνη. Διαρκώς ξαναγυρίζει στις πρώτες έννοιες, στα πρώτα σχήματα, στις πρώτες εμπειρίες… Η βυζαντινή εικονογραφία είναι η λαϊκή ελληνική τέχνη που ανυψώθηκε από τους πεπαιδευμένους ζωγράφους της εποχής ώστε να εκφράσει το θρησκευτικό φρόνημα και την αισθητική ανάγκη μιας σπουδαίας παράδοσης. Να το σαφέστατο παράδειγμα της διασταύρωσης του λαού με την πνευματική ελίτ. Μια συνεργασία που εκφράζει έναν πολιτισμό στην καθολικότητά του.»


[1] Γ. Τσαρούχης, «Περί ελληνικότητας», στο Λίθον ον απεδοκίµασαν οι οικοδοµούντες, ό.π., σσ. 189-193.

[2] Γ. Τσαρούχης, «Μάθημα αλήθειας από το μόνο νεοελληνικό θέατρο», περ. Θέατρο, 10, Ιούλιος-Αύγουστος 1963, σ. 7.

[3] Στο ίδιο, σ. 8.    

[4] Γ. Τσαρούχης, Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση: Πέντε κείμενα, Άγρα, Αθήνα 2000, σ. 11. Σπ. Κουτρούλης,«Λόγος, αισθητική και αξίες», στο Παράδοση και μοντερνισμός στον νέο ελληνισμό, ΕΕ, Αθήνα 2020.

[5] Γ. Τσαρούχης, Εγώ ειμί πτωχός και πένης, Καστανιώτης, Αθήνα 1989, σ. 23.      

[6] Ραλλού Μάνου, Χορός, «…Ου των ραδίων… ούσαν την τέχνην…», επιμ. Μιχάλης Ιερωνυμίδης, Γνώση, Αθήνα 1988, σ. 55.

[7] Ραλλού Μάνου-Μάνος Χατζηδάκις-Οδυσσέας Ελύτης-Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ελληνικό χορόδραμα 1950-1960, εικόνες, ξυλογραφίες, μακέτες Γ. Μόραλης, Γ. Τσαρούχης, Γ. Μαυροΐδης, Ν. Εγγονόπουλος, Σπ. Βασιλείου, Γ. Βακαλό, Αθήνα 1961, σ. 19.

[8] Ν. Εγγονόπουλος, «Ο Καραγκιόζης. Ένα ελληνικό θέατρο σκιών», Λωτός, Αθήνα 1969, σσ. 28-30 και Ν. Εγγονόπουλος, Πεζά κείμενα, Ύψιλον, Αθήνα 1987, σσ. 51-57.

[9] Ν. Εγγονόπουλος, «Ο Καραγκιόζης», ό.π. Βλ. και το εμβληματικό αφιέρωμα του περιοδικού Θέατρο, 10, 1963, με κείμενα των Σ. Σπαθάρη, Χρ. Χαρίδημου, Α. Μόλλα, Αλ. Παπαδιαμάντη, Φ. Πολίτη, Gérard de Nerval, και άρθρα των Γ. Tσαρούχη, Κ.Β. Μπίρη, S. E. Siyavousgil, Β. Ρώτα, Δ. Λουκάτου, Γ. Σιδέρη, Ελ. Βακαλό, Αλ. Ξύδη, Ε. Βλάμη, Γ. Σκαρίμπα, Γ. Θεοτοκά, Μ. Λυγίζου, Ελ. Παπαδημητρίου, M. Rezvani, κ.ά.

[10] Tzoulio Kaimē, Karaghiozi: ou, La comédie grecque dans l’âme du théâtre dombres, 42 γκραβούρες του Kl. Vrieslander, Ελληνικές Τέχνες, Αθήνα 1935 (Γαβριηλίδης, Αθήνα 1990). Το 1937, ο Καΐμη κυκλοφόρησε τη μελέτη, Η ιστορία και η τέχνη του Καραγκιόζη όπως τάμαθε από τους Καραγκιοζοπαίκτες και πρώτα από τον Παντελή Μελίδη ο Τζούλιο Καΐμης με κείμενο του Αντωνίου Μόλλα καραγκιοζοπαίχτη και με ξυλογραφίες από ζουγραφιές του καραγκιοζοπαίκτη Αθανασίου Δεδούσαρου του Klaus Vrieslander, Αθήνα 1937. Βλ. Αικ. Τριανταφυλλοπούλου, «Το ζωγραφικό και θεωρητικό έργο του Τζούλιο Καΐμη (1897-1982)», ΔΔ, ΕΚΠΑ, 2015. Σπ. Κουτρούλης, «Ο νεοελληνιστής Τζούλιο Καΐμη», στο Ο κόσμος ο μικρός ο μέγας, ό.π.

[11] Τζούλιο Καΐμη, «Πρωτόγονη και λαϊκή έκφραση», στο Γύρω στο αίσθημα του ωραίου, εισαγωγή Σάββας Μιχαήλ, επίμετρο Μισέλ Φάις, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005, σσ. 91-92.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ