Αρχική » Η γέννηση του ελληνικού κόσμου

Η γέννηση του ελληνικού κόσμου

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γιώργου Καραμπελιά

Πόθεν και  πότε οι Έλληνες;[1]

Οι πρώτοι οικισμοί της νεολιθικής περιόδου, κατά την οποία αρχίζει να ασκείται η γεωργία και η κτηνοτροφία εμφανίζονται στο Σέσκλο της Θεσσαλίας, στο Φράγχθι της Αργολίδας, στο Δισπηλιό στην Καστοριά, στην Κνωσό, ενώ σταδιακώς θα πολλαπλασιαστούν νεολιθικοί οικισμοί στη Θεσσαλία, στον Ορχομενό, τη Χαιρώνεια, την Αθήνα, την Κόρινθο, τη Νεμέα, τη Λέρνα, την Τεγέα, τους Σιταγρούς στη Μακεδονία, κ.λπ.

Μεταξύ των ερευνητών υπάρχουν πολλές θεωρίες για το πότε εμφανίστηκαν στην Ελλάδα οι ομιλούντες την ελληνική γλώσσα. Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι ιστορικοί E. Meyer και K. J. Beloch, 1854-1929[2], είχαν υποστηρίξει ότι οι Έλληνες ήρθαν στην περιοχή μας στα τέλη της 3ης π.Χ. χιλιετίας ενώ, σύμφωνα με τον J.L. Caskey (1908-1981), οι Πρωτοέλληνες έφτασαν σε δύο κύματα. Από το πρώτο θα καταγόταν η Πρωτοελλαδική III και από το δεύτερο η Μεσοελλαδική. Την άποψή τους ενστερνίστηκαν οι N. G. L. Hammond, F. Schachermeyr, E. J. Holmberg κ.ά. –  καθώς και ο Μιχαήλ Σακελλαρίου[3], ο οποίος πιστεύει ότι οι Πρωτοέλληνες αποβιβάστηκαν στις ανατολικές ακτές της Κεντρικής Ελλάδας. Ο δε Αυστραλός αρχαιολόγος Gordon Childe (1892-1957) υποστήριξε πως οι πολιτισμοί δεν αναπτύσσονται ενδογενώς, αλλά μέσω της πολιτισμικής διάδοσης και/ή της μετανάστευσης και επομένως ο ελληνικός πολιτισμός επηρεάζεται μάλλον από τη Μέση Ανατολή και την Ανατολία[4]. Και πάντως η λιθουανικής καταγωγής αρχαιολόγος Marija Gimbutas (1921-1994) με την υπόθεση Kurgan υποστηρίζει ότι η πρωτο-ινδοευρωπαϊκή εξάπλωση προήλθε από μια μετανάστευση λαών από την ποντο-κασπιακή στέπα γύρω στο 4.000 π.Χ.

Αντίθετα, ο αρχαιολόγος και ιστορικός των πολιτισμών Colin Renfrew (1937-2024) αναπτύσσει μια ριζικά διαφορετική θεωρία: Κατ’ αρχάς πιστεύει πως οι Ινδοευρωπαίοι εμφανίστηκαν στη Μικρά Ασία περίπου την 8η χιλιετία π.Χ. και, με την εξάπλωση της γεωργίας, αναδύθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο και στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη – δηλαδή 4.000 χρόνια πριν τη χρονολόγηση της Gimbutas.[5]

Ως συνέπεια αυτής του της θεώρησης, ο Renfrew υποστηρίζει πως οι μετακινήσεις των ελληνικών φύλων είτε αποτελούν μύθο είτε είχαν μικρή σημασία, θεωρεί δε ως κοιτίδα του ελληνικού πολιτισμού το Αιγαίο, τις Κυκλάδες και την Κρήτη, γι’ αυτό εξάλλου ο κυκλαδικός και κρητικός πολιτισμός προηγούνται χρονολογικά. Όπως θα δηλώσει εμφατικά, και ίσως καθ’ υπερβολήν, το 2000, «…δεν υπήρχε ποτέ κανένα μεταναστευτικό επεισόδιο στην ηπειρωτική Ελλάδα το οποίο θα μπορούσαμε να περιγράψουμε πειστικά ως “έλευση των Ελλήνων”. Αντίθετα, οι ‘Έλληνες υπήρξαν αυτόχθονες»[6]. Θυμόμαστε τον Ισοκράτη, ο οποίος επιμένει στη φυλετική καθαρότητα και την αυτοχθονία των Αθηναίων:

«Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ’ ἐρήμην καταλαβόντες οὐδ’ ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ’ οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν, ὥστ’ ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν, αὐτόχθονες ὄντες…»[7]

Αλλά και η αντίθετη «κλασική» υπόθεση, η οποία υποστηρίζει πως η πρώτη έλευση των «Ελλήνων» –των Αχαιών– στην Ελλάδα πραγματοποιείται γύρω στο 2200-2100 π.Χ., αποδέχεται πλέον πως αυτοί αναμείχθηκαν με τους «προελληνικούς» πληθυσμούς για να διαμορφώσουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Άλλωστε, κατά κοινή ομολογία, δεν ευσταθεί πλέον η αντίληψη ότι ήταν οι επήλυδες που έφεραν μαζί τους τον κεραμικό τροχό, το άρμα και τις οχυρωμένες ακροπόλεις. Συναφώς, ο Carl Blegen (1887-1971) υποστήριξε πως η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στην Ελλάδα (η Πρωτοελλαδική), στις Κυκλάδες (Πρωτοκυκλαδική) και στην Κρήτη (Πρωτομινωική) αποτελούσε ήδη μια πρωτοελληνική και όχι «προελληνική εποχή» [8].

Άλλωστε, πρόσφατα, οι αρχαιογενετικές μελέτες έχουν προσφέρει πλήθος στοιχείων που καταδεικνύουν πως η λύση βρίσκεται μάλλον σε μία σύνθεση ανάμεσα στις αντίπαλες θεωρήσεις: Οι Μινωίτες είχαν στενή γενετική σχέση με τους Μυκηναίους και το DNA τους (πάνω από τα τρία τέταρτα) προερχόταν από τους πρώιμους νεολιθικούς γεωργούς που ζούσαν στη δυτική Μικρά Ασία και το Αιγαίο Πέλαγος. Ωστόσο, οι Μυκηναίοι αντλούσαν  καταγωγή κατά ένα μικρό ποσοστό και από μια πηγή που σχετιζόταν με τους κατοίκους είτε της ευρασιατικής στέπας είτε της Αρμενίας[9].

Τα νέα στοιχεία που αλλάζουν την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα κατά τη Χαλκοκρατία είναι: Α΄ η συστηματική χρήση του χαλκού και συχνά του ορειχάλκου που επιτρέπει τη δημιουργία αποτελεσματικότερων όπλων και εργαλείων. Β΄ και ίσως σημαντικότερο, η καλλιέργεια της ελιάς και της αμπέλου, δίπλα στα νεολιθικά δημητριακά, η οποία και επιτρέπει τη συσσώρευση μεγαλύτερων πληθυσμών και ενισχύει την αναδιανομή προϊόντων και το εμπόριο.

Κατά την πρώιμη Χαλκοκρατία (από το 2500 μέχρι το 1900 π.Χ. περίπου) αναπτύσσεται ο κυκλαδικός πολιτισμός και, όπως τονίζει ο Κώστας Παπαϊωάννου, το ειδώλιο της Αμοργού και ο αρπιστής της Κέρου προδιαγράφουν ήδη έναν κόσμο απελευθερωμένο από τις πρωτόγονες φοβίες[10].

Ο Αριστοτέλης υποστήριζε στα Πολιτικά (ΙΙ, 7, 2) ότι η Κρήτη φαινόταν προορισμένη να διοικήσει όλη την Ελλάδα. Ο μινωικός πολιτισμός αναπτύχθηκε από το 3000 π.Χ. έως 1450 π.Χ. κατ’ εξοχήν στην Κρήτη, αλλά επεκτάθηκε και σε άλλα νησιά του Αιγαίου. Ήδη από το τελευταίο τρίτο της 3ης χιλιετίας (ή «πρωτο-μινωική ΙΙΙ», σύμφωνα με τον Έβανς), βρίσκουμε ήδη σημαντικά πολίσματα στην ανατολική Κρήτη, –Ζάκρο, Παλαίκαστρο και Μόχλο–, στα Μάλια και στις μικρές κωμοπόλεις της Μεσσαράς.

Στις αρχές της 2ης χιλιετίας, στη διάρκεια της «μεσο-μινωικής» (ή παλαιο-ανακτορικής) περιόδου (2000-1700 π.Χ.), ο πολιτικός  κατατεμαχισμός της πρώτης περιόδου θα λάβει τέλος, κάτω από μια ισχυρή κεντρική διοίκηση: Ανάκτορα, διαμερίσματα, αίθουσες υποδοχής, εργαστήρια κτίζονται στην Κνωσό, στα Μάλια και τη Φαιστό, ενώ στο ιερό κορυφής του Πετσοφά συναντούμε ιδιαίτερα κομψά γυναικεία ειδώλια.

Και αν, στα 1700-1650, όλα τα κρητικά ανάκτορα καταστράφηκαν, πιθανώς από σεισμό, θα ξαναχτιστούν σύντομα και, επί τρεις αιώνες, κατά τη «νεο-ανακτορική» περίοδο, ο κρητικός πολιτισμός θα φτάσει στο απόγειό του.  Σύμφωνα με τον Έβανς, μάλλον καθ’ υπερβολήν, η Κνωσός μαζί με το λιμάνι –το σημερινό Ηράκλειο– έφτανε ίσως τους 100.000 κατοίκους. Πάντως το ανάκτορο του «Μίνωα» περιλάμβανε τεράστιες αποθήκες σιτηρών, λαδιού και κρασιού. πάνω από 1.300 δωμάτια, τοποθετημένα σε πέντε ορόφους, συνδεδεμένα με διαδρόμους που θα δώσουν τροφή στον μύθο του λαβυρίνθου. υδραυλικές εγκαταστάσεις υψηλής τελειότητας. Δεκαέξι αιώνες προ Χριστού, σημειώνει ο Κώστας Παπαϊωάννου, το ανάκτορο της Κνωσού προσέφερε ανέσεις άγνωστες στις βασιλικές Βερσαλίες.

Την ίδια περίοδο, στη Σαντορίνη, ανακαλύφθηκαν «μινωικές» τοιχογραφίες εκπληκτικής ομορφιάς, στη Μήλο, τη Μίλητο, τη Ρόδο. Στη δε ηπειρωτική Ελλάδα, ο μυκηναϊκός πολιτισμός δεν ήταν στενά συνδεδεμένος με τη μινωική Κρήτη, όπως επιβεβαιώνεται και από τις αρχαιογενετικές μελέτες.

Οι Μινωίτες γνώριζαν τη γραφή, αλλά η «γραμμική Α», που διασώζεται σε μια σειρά πινακίδες, δεν έχει ακόμα αποκρυπτογραφηθεί.

Σύμφωνα με τον μύθο, ο Μίνωας ήταν γιος και «συνομιλητής του μεγάλου Δία» (Οδύσσεια, Τ, 179). Ωστόσο, ένδειξη του δημοκρατικού έθους των Κρητικών είναι το γεγονός πως, ενώ στην αιγυπτιακή τέχνη ο Φαραώ παίρνει τις διαστάσεις ενός κολοσσού και οι αξιωματούχοι παρουσιάζονται σε υπερφυσικό μέγεθος, στη μινωική τέχνη δεν βρίσκουμε τίποτε ανάλογο: στη μεγάλη τοιχογραφία της πομπής, σε έναν διάδρομο του ανακτόρου της Κνωσού, γυμνόστηθες γυναίκες με μακριά φορέματα και νεαροί άνδρες μεταφέρουν τις σπονδές και ίσως μόνο ο Πρίγκιπας με τα Κρίνα της Κνωσού φαίνεται να παριστά μια βασιλική προσωπικότητα:

Στην κρητική τέχνη, η φύση και ειδικά η θαλάσσια πλημμυρίζει τις τοιχογραφίες ενώ ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ ακίνητος, όπως στην τέχνη της Ανατολής. Αρκεί να θυμηθούμε, στη λατρευτική ταυροπαιδιά, το παιχνίδι με τον ταύρο, το κατ’ εξοχήν ιερό ζώο.

Πάντως, η καταστροφή, πιθανότατα από την έκρηξη της Θήρας και το τσουνάμι που ακολούθησε, θα σφραγίσει το τέλος του μινωικού και του κυκλαδικού πολιτισμού. Το νέο επίκεντρο θα γίνουν οι Μυκήνες.

Από την Κνωσό στις Μυκήνες

Στις αρχές του 16ου αιώνα π.Χ., ανάκτορα υψώνονται στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα, την Πύλο, στην Πελοπόννησο, στην Αθήνα, στη νησίδα του Γλα, στην καρδιά της Βοιωτίας, στην Ιωλκό κ.λπ. Είναι οι πρωτεύουσες μικρών ανεξάρτητων βασιλείων που διοικούνται από μια πολεμική αριστοκρατία. Μετά την αποκρυπτογράφηση της «γραμμικής Β» γραφής, από τους Βέντρις και Τσάντγουικ, γνωρίζουμε πως μιλούσαν ελληνικά και διαβάζουμε ήδη τα ονόματα του Δία, της Ήρας, του Πoσειδώνα, της Αθηνάς, ακόμα και του Διονύσου. Εκτός από τον βασιλιά που έφερε τον ομηρικό τίτλο (w)άναξ και την αριστοκρατία, η κοινότητα των ελεύθερων ανθρώπων, τεχνίτες και αγρότες, ονομαζόταν ήδη δάμος (δήμος).

Ο Σλήμαν, το 1876, ανακάλυψε τους λακκοειδείς τάφους της πρώιμης περιόδου. Σε έναν τάφο όπου είχαν ταφεί τρεις γυναίκες, βρήκε 710 διακοσμημένες χρυσές πλάκες, διαδήματα, ζώνες, βραχιόλια, δαχτυλίδια, σκήπτρα, κύπελλα και πυξίδες. Τα μαχαίρια, με την αριστουργηματική διακόσμηση, καθώς και το σύνολο σχεδόν των αντικειμένων που ανακαλύφθηκαν στο Βαφειό, τη Μιδέα ή την Πύλο, είναι κρητικής τεχνοτροπίας· στην Κνωσό παραπέμπουν και οι πιο παλιές τοιχογραφίες του ανακτόρου του Νέστορος στην Πύλο. (Mόνο τα περίφημα χρυσά προσωπεία υποδηλώνουν μια ειδικά μυκηναϊκή τέχνη).

Ο μυκηναϊκός κόσμος θα δώσει τα αυθεντικά έργα του στη μνημειακή αρχιτεκτονική. Η θόλος του θησαυρού του Ατρέως, με ύψος 13,20 μ. και διάμετρο 14,50 μ., αποτελεί τη μεγαλύτερη αίθουσα χωρίς εσωτερικό στήριγμα στην ευρωπαϊκή Αρχαιότητα και θα την ξεπεράσει μόνο το Πάνθεον του αυτοκράτορα Αδριανού.

Κατά τον 15ο αιώνα, οι  Αχαιοί θα κατακτήσουν την εξασθενημένη Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου ενώ, κατά τον 13ο αιώνα, θα φθάσουν και στην Κύπρο – ο μηκυναϊκός πολιτισμός κυριαρχεί σε όλη την περιοχή του Αιγαίου.

Ωστόσο, γύρω στα 1200 π.Χ., ο μυκηναϊκός κόσμος θα λάβει τέλος αιφνίδια. Η τέχνη της γραφής θα εξαφανιστεί(;) και τα ελληνικά φύλα θα εισέλθουν στη φάση των λεγόμενων «σκοτεινών αιώνων», ενώ η πληθυσμιακή πίεση θα οδηγήσει τα ελληνικά φύλα της ηπειρωτικής Ελλάδας σε μετανάστευση στα νησιά και την αντίπερα ακτή του Αιγαίου. Οι επαφές με την Ανατολή συνέβαλαν στη δημιουργία αλφαβήτου με τη μετεξέλιξη του φοινικικού αλφαβήτου.

Ο αποικισμός

Οι αρχαίοι θεωρούσαν τον υπερπληθυσμό και την έλλειψη εδαφών (στενοχωρία) ως τις βασικές αιτίες που ωθούσαν τους Έλληνες στη μετανάστευση. Οι αγρότες που είχαν χάσει τη γη τους, ή ζούσαν στερημένα στον μικρό τους κλήρο, δεν είχαν άλλη λύση από την αναζήτηση μακρινών παρθένων εδαφών.

Με αφετηρία τη Θεσσαλία και τη Βοιωτία, οι Αιολείς εγκαθίστανται στη Λέσβο και στα βόρειο-δυτικά της Μικράς Ασίας, στην Αιολίδα. Οι Ίωνες, προερχόμενοι κυρίως από την Εύβοια, την Αττική και την Πελοπόννησο, καταλαμβάνουν διαδοχικά τις Κυκλάδες και εγκαθίστανται στην Ασία, νοτίως της Αιολίδας: Μίλητος, Έφεσος, Σάμος και Χίος, Πριήνη, Σμύρνη και Αλικαρνασσός. Οι Δωριείς κατέλαβαν τις νότιες Κυκλάδες, τη Μήλο, τη Θήρα, την Κρήτη, τη Ρόδο και την Κω και έφθασαν με τη σειρά τους στη Μικρά Ασία. Στα 770-750, το πρώτο κύμα αποικισμού κατευθύνεται προς τα νησιά του Ιονίου, τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία. Γύρω στα 733 οι Κορίνθιοι ιδρύουν τις Συρακούσες, ενώ ένα πλήθος πόλεων θα κάνουν τη Νότια Ιταλία μια καινούργια «Μεγάλη Ελλάδα».

Αφού εποικιστούν οι βόρειες ακτές του Αιγαίου, στη Χαλκιδική (εξαιτίας του μεγάλου αριθμού αποικιών από τη Χαλκίδα), τη Θράκη και τα νησιά (Θάσος, Σαμοθράκη), ένα δεύτερο κύμα αποίκων θα ξεκινήσει από τα Μέγαρα και τη Μίλητο. Το 676, τα Μέγαρα θα ιδρύσουν την πόλη του Βυζαντίου, ενώ η Μίλητος θα δημιουργήσει μια πραγματική αποικιακή αυτοκρατορία με ενενήντα πόλεις, στα παράλια μιας θάλασσας που στο εξής ονομάζεται Εύξεινος Πόντος. Στην Απώτερη Δύση, η Φώκαια αποτελεί την αιχμή του αποικισμού και η Μασσαλία ιδρύεται γύρω στα 600. Η Κυρήνη (που ιδρύθηκε το 631 από Δωριείς εποίκους) και οι άλλες πόλεις της Κυρηναϊκής θα αποτελέσουν έναν από τους σιτοβολώνες του αρχαίου κόσμου.

Ο παιδαγωγός Όμηρος

Ένα ερώτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τους φιλολόγους είναι το γεγονός πως η ιδιοφυΐα τού Ομήρου τού επέτρεψε να ανυψώσει την ελληνική γλώσσα σε επίπεδα που δεν τα είχαν πλησιάσει στην Αγγλία πριν από τον Σαίξπηρ και στη Γερμανία πριν από τον Γκαίτε. Από πού λοιπόν προήλθε ένα έργο τόσο υψηλής καλλιτεχνικής αξίας; Θα πρέπει άραγε να θεωρήσουμε τον Όμηρο κληρονόμο μιας μακράς παράδοσης, κατά τον ίδιο τρόπο που, από το έπος του Διγενή Ακρίτα, προηγούνται τα πολυάριθμα ακριτικά άσματα;

Πάντως, η ομηρική αντίληψη για θεούς και ανθρώπους προϋποθέτει μια εκπληκτική διανοητική απελευθέρωση. Σύμφωνα δε με τον Ηρόδοτο, ο Όμηρος και ο Ησίοδος «εδημιούργησαν με τα ποιήματά τους θεογονίαν …, αυτοί έδωκαν εις τους θεούς την γνωστήν επωνυμίαν του καθενός, εμοίρασαν εις αυτούς τας τιμάς και την αρμοδιότητα του καθενός, αυτοί διεμόρφωσαν την εξωτερικήν τους μορφή»[11]. Ενώ και σύμφωνα με τον Νίτσε, ο Όμηρος «χειριζόταν το υλικό των λαϊκών δοξασιών με την ίδια ανεξαρτησία πνεύματος που χαρακτήριζε τον Αισχύλο και τον Αριστοφάνη, ανεξαρτησία που διέκρινε, στους σύγχρονους καιρούς, τους μεγάλους καλλιτέχνες της Αναγέννησης, καθώς και τον Σαίξπηρ και τον Γκαίτε[12]».

Ο ομηρικός κόσμος, που στην πραγματικότητα είναι ο κόσμος του 8ου αιώνα π.Χ., φωτίζεται από τις φλόγες μιας αδάμαστης και ανεξάντλητης ενέργειας. Και αυτή η απόλυτη ευλογία της ύπαρξης θεμελιώνεται στον αγώνα.

Φωνάζει ο Αχιλλέας στον Έκτορα: «Όμως πέθανε και συ, φίλε· τι θρηνολογείς έτσι; Εδώ πέθανε ο Πάτροκλος που ήταν πολύ καλύτερός σου! Δε βλέπεις πόσο κι εγώ είμαι ωραίος και μεγαλόσωμος; Και είμαι από γενναίο πατέρα, και με γέννησε θεά μητέρα· όμως και μένα με περιμένει ο θάνατος και η δυνατή μοίρα… Έτσι μίλησε και εκείνου του λύθηκαν τα γόνατα, και η καρδιά παράλυσε. Άφησε τότε το κοντάρι και κάθισε απλώνοντας τα δυο του χέρια. Ο Αχιλλέας τράβηξε το κοφτερό σπαθί και τον χτύπησε πάνω στο κλειδί κοντά στο σβέρκο, και το σπαθί το δίκοπο χώθηκε ολόκληρο μέσα. Εκείνος τεντώθηκε και κειτόταν μπρούμυτα πάνω στη γη, και το μαύρο του αίμα έτρεχε και μούσκευε τη γη[13]».

Σύντομα, όμως, οι αγώνες των αρχόντων θα μεταβληθούν σε κοινό αγαθό: στους Ολυμπιακούς Αγώνες (από το 776 π.Χ.) οι Έλληνες θα αναγνωρίσουν την υψηλότερη έκφραση της ενότητάς τους, οι δε Αθηναίοι θα επεκτείνουν τον αγώνα και στο πεδίο του πνεύματος καθώς με τον όρο αγώνα θα χαρακτηρίσουν τους διαγωνισμούς ποίησης.

Από τον 9ο αιώνα και μετά, οι Ασσύριοι, και στη συνέχεια οι Πέρσες, θα δημιουργήσουν μια μεγάλη στρατιωτική αυτοκρατορία ενώ, αντίθετα, σε όλα τα παράλια της ανατολικής και κεντρικής Μεσογείου αναδυόταν ένα πλήθος αυτόνομων πόλεων.

Τωόντι, ο ελληνικός χώρος αποτελούσε πλέον μια τεράστια ζώνη και υπολογίζεται ότι υπήρχαν περίπου χίλιες πεντακόσιες αυτόνομες πόλεις-κράτη. Όπως λέει ο Αριστοτέλης, «η (πόλις) η οποία αποτελείται από υπερβολικά μεγάλο αριθμό κατοίκων (…) ευρίσκεται πλέον σε κατάσταση έθνους και όχι πόλεως, διότι δεν είναι εύκολη η ύπαρξη (και λειτουργία) πολιτεύματος – διότι ποιος στρατηγός θα μπορέσει να διοικήσει τέτοιο πλήθος στρατού»[14]. Τον 5ο αιώνα, ο συνολικός πληθυσμός της Αθήνας δεν ξεπερνούσε τις 275.000 κατοίκους. Και αποτελούσε εξαίρεση, καθώς η έκτασή της θεωρούνταν πολύ μεγάλη – 2.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα περίπου. Η Κόρινθος (880 τετραγ. χιλιόμετρα) έφτασε ίσως τις 90.000 κατοίκους, οι Θήβες, το Άργος, η Κέρκυρα τις 40.000-60.000 η καθεμιά, ενώ οι άλλες πόλεις έφταναν μέχρι 5.000 και ακόμα λιγότερο. Η Κρήτη ήταν διαιρεμένη σε εκατό περίπου μικρά κράτη.

Στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου, στη Μακεδονία όπως και στην Κύπρο, επιβίωνε η βασιλεία· οι δε Κύπριοι, μακριά από τα βασικά κέντρα του ελληνισμού και υπό ξένη κατοχή, είχαν αναπτύξει έναν συντηρητικό χαρακτήρα που τους επέτρεψε να επιβιώνουν – τότε και σήμερα. Η Θεσσαλία υπόκειται σε ένα καθεστώς «φεουδαλικού» τύπου, καθώς «ο αρχαιότερος τρόπος του πολιτεύματος… εκπροσωπούσε την εξουσία των πολεμιστών, …των ιππέων… Αλλά η ιπποτροφία ήταν ίδιον των πλουσίων. Έτσι, σ’ εκείνους τους χρόνους, οι πόλεις των οποίων η στρατιωτική ισχύς στηριζόταν στο ιππικό ήταν πάντα ολιγαρχικές πόλεις…[15]».

Σε ορισμένες δωρικές περιοχές (στην Κρήτη, τη Σπάρτη), η πόλις αποτελείται αποκλειστικά από πολεμιστές που κυριαρχούν πάνω σε μια μάζα δουλοπάροικων. Ένα γνωστό κρητικό τραγούδι, το σκόλιον[16] του Ύβριου, τονίζει: «Ο πλούτος ο δικός μου είναι ένα μεγάλο ακόντιο, ένα σπαθί και η ωραία ασπίδα που σκεπάζει το κορμί μου. Μ’ αυτά οργώνω, μ’ αυτά θερίζω, μαζεύω το γλυκό κρασί από τ’ αμπέλι, και με φωνάζουν αφέντη οι δούλοι μου. Γιατί αυτοί δεν τολμούν να σηκώσουν το ακόντιο, το ξίφος και την ωραία ασπίδα που σκεπάζει το κορμί[17]».

*****

Βασική προϋπόθεση για να μπορέσει να αναδυθεί ο ελεύθερος πολίτης είναι η απόσπαση του πολιτικού από το ιερό. Και η ελληνική θρησκεία ήταν πρόσφορη σε μια τέτοια εξέλιξη, καθώς δεν διέθετε κάποιο δόγμα. Ακόμα και το ιερατικό αξίωμα ήταν ανοικτό σε όλους τους πολίτες, αποτελούσε τουλάχιστον στην Αθήνα κρατική λειτουργία, δεν συγκροτούσε κάποια ιδιαίτερη κάστα, και μόνο οι ιέρειες των μεγάλων ιερών και οι θρησκευτικές εταιρείες ανήκαν σε μια ιδιαίτερη ομάδα. Στην Αθήνα –και όχι μόνο– οι ιερουργοί ήταν αξιωματούχοι της πολιτείας[18]. Παράλληλα η ίδια η ελληνική μυθολογία στηριζόταν στον πλουραλισμό και την πολλαπλότητα των παραδόσεων.

Ο Όμηρος και ο Ησίοδος πραγματεύονται τους μύθους που αφορούν στους θεούς με απίστευτη ελευθερία, ενώ ο Αριστοφάνης στους Βατράχους γελοιοποιεί τον Διόνυσο και χλευάζει τους θεούς. Ο Πεισέταιρος, ο ιδρυτής της φαντασιώδους πολιτείας των Ορνίθων επιτάσσει: «Ν’ απαιτήσουμε από τον Δία το βασίλειο… Και αν αρνηθεί, ν’ απαγορέψουμε στους θεούς να περνάνε από την πόλη μας, όπως έκαναν παλιά, όταν κατέβαιναν, σε στύση, για να κοιμηθούν με την Αλκμήνη, την Αλόπη, τη Σεμέλη· αν έρθουν, θα σφραγίσουμε το όργανό τους, ώστε να μην μπορούν πια να κάνουν έρωτα μ’ αυτές…»[19]

Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570-475) προχώρησε ακόμα περισσότερο, καθώς δεν δίστασε να χλευάσει τον ανθρωπομορφισμό των ολύμπιων θεών. «Αν, έλεγε, τα βόδια και τα άλογα είχαν χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν, τα άλογα θα έδιναν στους θεούς μορφή αλόγων και τα βόδια μορφή βοδιών, μια και ο καθένας δίνει στους θεούς τη μορφή του ίδιου του του σώματος.»[20]


[1] Βλ. το ομώνυμο βιβλίο του Θεόδωρου Γιαννόπουλου, Πόθεν και πότε οι Έλληνες, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2013.

[2] K. J. Beloch, Greek History, Τόμ. Α΄, Before the Sophistic Movement and the Peloponnesian War, τόμ. Β΄, Before Aristotle and the Conquest of Asia, Alma Mater 2025.

[3] Μιχαήλ Σακελλαρίου, Ελληνικά έθνη κατά την εποχή του χαλκού, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2018.

[4] Gordon Childe, Ο άνθρωπος πλάθει τον εαυτό του, Ράππας, Αθήνα 2008.

[5] Βλ. Marija Gimbutas, Bronze Age Cultures in Central and Eastern Europe, Mouton, Χάγη-Λονδίνο 1965.

[6] Colin Renfrew, Η ανάδυση του πολιτισμού. Οι Κυκλάδες και το Αιγαίο στην 3η χιλιετία π.Χ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σσ. 34-35.

[7] «Κατοικούμε σ’ αυτή τη χώρα, χωρίς να έχουμε εκδιώξει άλλους από εδώ, ούτε την καταλάβαμε βρίσκοντάς την έρημη, ούτε είμαστε μιγάδες ανακατεμένοι από διάφορα έθνη ανθρώπων, αλλά υπάρχουμε καλώς και γνησίως, διότι κατέχουμε τη χώρα στην οποία γεννηθήκαμε και ζούμε καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας μας, αφού είμαστε αυτόχθονες.» Ισοκράτους Πανηγυρικός, 24.

[8] Βλ. C. Blegen, Prosymna: the Helladic Settlement Preceding the Argive Heraeum. (Cambridge UP), 2 τόμ., 1937.

[9] Βλ. Iosif Lazaridis και άλλοι, «Genetic origins of the Minoans and Mycenaeans», doi: 10.1038/nature23310. Βλ. επίσης Florian Clemente  κ.ά., «The genomic history of the Aegean palatial civilizations» doi: 10.1016/j.cell.,2021.03.039.

[10] Κώστας Παπαϊωάννου, Τέχνη και πολιτισμός στην αρχαία Ελλάδα, ΕΕ,Αθήνα 1998, σ. 49.

[11] Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Εκδ. Ι. και Π. Ζαχαρόπουλος, μετ. Ευάγ. Πανέτσου, ΙΙ, 53.

[12] Νίτσε, Ανθρώπινο πάρα πολύ ανθρώπινο, Πανόπτικον, 2011, παρ. 125.

[13] Ιλιάδα, Φ, 106-119.

[14] Αριστοτέλης, Πολιτικά, VΙΙ, 1326b.,  (Εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, μετ. Παναγή Λεκατσά)

[15] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1297b, 15-23 και 1321a, 10-15.

[16] Σκόλιον* ονομάζεται ένα επιτραπέζιο τραγούδι όπου κάθε συνδαιτυμόνας τραγουδάει με τη σειρά του κρατώντας ένα κλαδί μυρτιάς που στη συνέχεια περνάει στον διπλανό του.

[17] Στον Αθήναιο, Δειπνοσοφιστές, XV, 50

[18] Μ. Σακελλαρίου, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, ΠΕΚ Ηράκλειο 22000, σσ. 14, 375,376.

[19] Όρνιθες, σ. 554 κ.ε.

[20] Ξενοφάνης, Αποσπάσματα, 15 (Diels).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ