Του Ρεϋμόν Αρόν από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 5-6
Για είκοσι χρόνια, ο φίλος μας, Κώστας Παπαϊωάννου, Κώστας για τους φίλους του, αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του στη μελέτη του Μαρξ, των μαρξιστών, των μαρξιστών-λενινιστών. Μοίρασε τα αποτελέσματα των μελετών του σε πολυάριθμα άρθρα, γεμάτα από πληροφορίες και ιδέες, όλα druckreif[1], όπως λένε οι Γερμανοί, και έτοιμα για την έκδοση ενός βιβλίου, που όλοι περιμέναμε αλλά που ποτέ δεν βρήκε τον χρόνο να ολοκληρώσει.
Ίσως, ο ίδιος, κατά βάθος, να μην πήρε ποτέ τη σταθερή απόφαση να δώσει αίσιο τέλος στη σύνταξη του opus maximum, το οποίο θα μαρτυρούσε τη σύζευξη αρετών που σπάνια συνυπάρχουν. Συσσώρευε τις ημερομηνίες και τα γεγονότα με τον τρόπο ενός αρχειοθέτη, ερμήνευε τα κείμενα σαν ιστορικός ιδεών, διαλεγόταν με τις θέσεις και τις θεωρίες όπως ένας φιλόσοφος. Μήπως τον βάρυνε και τον ανέστειλε ο τεράστιος όγκος των τεκμηρίων; Δεν το πιστεύω. Είχε μεγάλη ευκολία στο γράψιμο. Ο πρόλογός του σε ένα βιβλίο για την ελληνική γλυπτική αποκαλύπτει ένα αληθινό συγγραφικό και συνθετικό ταλέντο. Το βιβλίο του, Η Ψυχρή Ιδεολογία, κατακλύζεται από το πάθος –επίσης ψυχρό– ενός ανθρώπου γοητευμένου από τον Μαρξ (πώς θα του αφιέρωνε, άλλωστε, τόσα μερόνυχτα εργασίας;) ο οποίος ταυτόχρονα απεχθανόταν τους μαρξιστές-λενινιστές.
Ίσως ο Κώστας να θυσίασε πολλά στην αγορά*, προσφέροντας εν αφθονία στους φίλους του τους πολιτιστικούς θησαυρούς του, προσεκτικός και ευαίσθητος πάντα απέναντι στους ανθρώπους και στα γεγονότα. Πολύ περισσότερο από ιστορικός, υπήρξε ένας πολίτης του κόσμου και ένας ιδεώδης συνομιλητής – ο συνομιλητής που απαντάει πάντα στις ανησυχίες και τα ερωτήματα αλλά και εκείνος που ξέρει να ακούει εάν ο άλλος δεν ζητάει τίποτε περισσότερο από ευήκοα ώτα. Χρειάζεται, άραγε, να προσθέσουμε την πλήρη απουσία κοινωνικής και λογοτεχνικής φιλοδοξίας, την μοναδική ικανότητά του να αγνοεί τους γραφειοκρατικούς καταναγκασμούς, τη δίψα του για γνώση, την οποία η έρευνα, αντί να κατασιγάζει, ενίσχυε ακόμα περισσότερο; Λόγω χαρακτήρα, συνέχιζε ασταμάτητα τη διερεύνησή του, ενώ θα έπρεπε να απαγορεύσει στον εαυτό του κάθε περισπασμό, συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του στο έργο που έπρεπε να οικοδομήσει.
Δεν το έκανε αλλά, κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής του, ετοίμαζε τη συλλογή των κυριότερων άρθρων του, ιδιαίτερα εκείνων που είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό Le Contrat social, και η οποία αποτελεί ένα βιβλίο, ένα ωραίο βιβλίο. Ο Κώστας θα μπορούσε να είχε γράψει ένα άλλο βιβλίο, αυτό που ονειρευόταν, αλλά, σε αυτή την περίπτωση, θα έπρεπε να είχε αφήσει αυτά τα άρθρα στην αρχική τους μορφή, εξ αιτίας του περιεχομένου τους, της μεθόδου που είχε ακολουθήσει, του γεγονότος ότι αποτελούσαν ένα συνδυασμό αναλύσεων και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Είχε αρχίσει να ξαναδιαβάζει αυτά τα άρθρα, αφαιρούσε εδώ κι εκεί κάποια χωρία, αλλά, κατά βάση, τα διατηρούσε όπως ήταν, μια και έβρισκε σ’ αυτά την έκφραση της σκέψης του. Δεν έχω καμία αμφιβολία πως το βιβλίο που ονειρευόταν θα ήταν διαφορετικό από αυτό εδώ. Ωστόσο, εκείνο που μου ζήτησαν να παρουσιάσω οι φίλοι του Κώστα παραμένει όπως ήταν, σημαδεύοντας μια πορεία, που φωταγωγείται κάθε τόσο από το πάθος του πολεμιστή.
Κατ’ αρχάς και πριν απ’ όλα, έπρεπε να διευθετηθεί το ζήτημα της διάταξης. Αποκλείσαμε την απλούστερη λύση, εκείνη της χρονολογικής σειράς. Έχει καμιά σημασία η σειρά με την οποία εμφανίστηκαν οι μελέτες του; Μήπως αποκαλύπτει την εξέλιξη της σκέψης του, κάποια μετάθεση των ενδιαφερόντων του; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα, η απάντηση ήταν αρνητική. Έτσι, επιβλήθηκε η άλλη λύση, μια συστηματική παράθεση, και δεν δυσκολευτήκαμε καθόλου να την αποφασίσουμε και να την αποκαταστήσουμε.
Ο Μαρξ ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως φιλόσοφος, παρόλο που ο ίδιος πίστευε πως είχε ακολουθήσει κυρίως νομικές σπουδές (σύμφωνα με τον πρόλογο στη Συμβολή στην Κριτική της πολιτικής οικονομίας). Τα νεανικά κείμενα, που δεν έγιναν γνωστά στο σύνολό τους παρά μισόν αιώνα μετά τον θάνατό του, στη μεταπολεμική Γαλλία, αποτέλεσαν αντικείμενο ανεξάντλητων ερμηνειών. Στα πρώτα άρθρα, που δημοσιεύονται με τους τίτλους «Η θεμελίωση του μαρξισμού» και «Ο μύθος της διαλεκτικής», ο Κώστας τοποθετείται πάνω στα επίκαιρα ακόμα προβλήματα της μαρξολογίας. Στο Contrat social, το δεύτερο μέρος της «Θεμελίωσης του μαρξισμού» έφερε τον τίτλο «Ύλη και ιστορία». Ο Κώστας αναθεώρησε και διεύρυνε αυτό το δεύτερο μέρος σε τρία άρθρα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Preuves. Αυτά τα άρθρα διατηρήσαμε στην παρούσα έκδοση.
Μια δεύτερη ομάδα άρθρων αναφέρεται στις τάξεις και την ταξική πάλη. Ορισμένα από αυτά, τα πιο παλαιά, ξεκίνησαν να γράφονται ή γράφτηκαν όταν ακόμα ζούσε στην Αθήνα. Αυτό το ζήτημα συνιστούσε, κατ’ αυτόν, το επίκεντρο της κοινωνιολογίας του Μαρξ. Ο τελευταίος συνέλαβε τη θεωρία του υπό το φως των κοινωνιών της εποχής του, επεκτείνοντας τις κατευθυντήριες ιδέες αυτής της θεωρίας στο σύνολο της ιστορίας. Η διάκριση σε πέντε τρόπους παραγωγής, αρχαϊκό, φεουδαλικό, καπιταλιστικό, ασιατικό, και δυνητικά τον σοσιαλιστικό, παραμένει εν ισχύ στη μαρξολογική φιλολογία.
Από τη θεωρία της τάξης, η ιστορία και η λογική μας οδηγούν στις σχέσεις ανάμεσα σε «Τάξη και κόμμα», στη διαμόρφωση του «ολοκληρωτικού κόμματος», στον δεσποτισμό, όπως τον βλέπει ο Μαρξ και οι σύγχρονοί μας[2].
Το κομουνιστικό κόμμα της Ε.Σ.Σ.Δ. αποτελεί το τέλειο παράδειγμα του ολοκληρωτικού κόμματος και οδηγήθηκε, από τις περιστάσεις και από την ιδεολογία του, να αναλάβει το έργο της συσσώρευσης του κεφαλαίου, που στη Δύση πραγματοποίησε ο καπιταλισμός. Τα τρία άρθρα αυτού του μέρους πραγματεύονται το ζήτημα του μαρξισμού-λενινισμού στην εξουσία. Ο αναγνώστης μαντεύει, σε ένα δεύτερο πλάνο, τα κείμενα στα οποία ο Μαρξ περιγράφει και αναλύει τη διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου στην Αγγλία. Η προλεταριοποίηση των αγροτών βρίσκει το αντίστοιχό της στη μοίρα των Άγγλων αγροτών που εκδιώχθηκαν από τη γη τους από το κίνημα των περιφράξεων.
Τα άρθρα πάνω στην εξωτερική πολιτική αποτελούν ένα είδος συμπεράσματος. Περιστρέφονται γύρω από δύο θέματα, τη ρωσοφοβία του Μαρξ και την πλανητική επέκταση του καπιταλισμού. Το πρώτο αποκαλύπτει ανάγλυφα την ειρωνεία της ιστορίας. Η χώρα, τον δεσποτισμό της οποίας απεχθανόταν ο Μαρξ, και ανησυχούσε για την πιθανή επέκτασή της, όταν εξελίχθηκε στη Σοβιετική Ένωση, ξεπέρασε τον τσαρικό δεσποτισμό και την τσαρική επέκταση, και όλα αυτά στο όνομα του ίδιου του Μαρξ. Όσο για την καθολίκευση της βιομηχανικής κοινωνίας και την τεχνικοποίηση του πλανήτη μας, που εκείνη την εποχή αποτελούσαν απλά οράματα μιας νεανικής φαντασίας, σήμερα έχουν ολοκληρωθεί.
Θα ήταν περιττό, ακόμα και απρεπές, να απαριθμήσουμε εδώ τις σπουδές του φίλου μας. Έγραφε σε μια γλώσσα καθαρή, κατανοητή, και δεν παρασύρθηκε ποτέ από τα παιχνιδίσματα και τις ηδονές της παρισινής ιντελιγκέντσιας. Δεν έπλασε καινούργιες λέξεις για να υποδηλώσει φαντασιώσεις· χρησιμοποίησε το λεξιλόγιο των φιλοσόφων, όταν σχολίαζε τον Χέγκελ, και την καθομιλουμένη όταν αφηγείτο τα διαδοχικά στάδια της αγροτικής κολεκτιβοποίησης.
Θα ήθελα μόνο να κάνω κάποιες περιθωριακές παρατηρήσεις πάνω σε αυτά τα κεφάλαια, ώστε να αναδειχθούν οι πρωτότυπες ιδέες, που κινδυνεύουν να παρεξηγηθούν λόγω της ρευστότητας του κειμένου.
Ο Κώστας θαύμαζε στον Μαρξ τον κοινωνιολόγο και όχι τον φιλόσοφο, ή, μάλλον, δεν αναγνώρισε ποτέ τον Μαρξ ως φιλόσοφο. Τον απαλλάσσει από κάθε ευθύνη για τον διαλεκτικό υλισμό, δεν του δίνει καμία προσοχή σε ό,τι αφορά τα ζητήματα της λογικής και της οντολογίας. Ειρωνεύεται τον πατέρα Καλβέζ, που έγραφε:
Το πρόβλημα της μεθόδου είναι το κεντρικό πρόβλημα της μαρξιστικής σκέψης. Ο Μαρξ, εξάλλου, είχε πλήρη συνείδηση της μεγάλης σημασίας του, πράγμα που υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο τον φιλοσοφικό και συνολικό χαρακτήρα του εγχειρήματός του: εγχείρημα που δεν έχει να κάνει με μια επιμέρους τεχνική, αλλά με τον Λόγο, τον εσωτερικό στο Είναι και την επιστήμη, με την ολότητα που νοείται σαν έννοια, με τη μέθοδο.
Ο Κώστας σχολιάζει:
Πού μίλησε ο Μαρξ γι’ αυτόν τον Λόγο, τον εσωτερικό στο είναι και για τη «ολότητα που νοείται σαν έννοια»; Οι βαρύγδουποι αυτοί όροι, θεμιτοί προκειμένου για τη νεο-καντιανή φιλοσοφία ή για τη φαινομενολογία του Χούσερλ, είναι τόσο ξένοι προς τη σκέψη και την ορολογία του Μαρξ, ώστε νιώθουμε κάπως στενάχωρα όταν διαβάζουμε το κείμενο, ή μάλλον το σκιαγράφημα που παραθέτει ο πατήρ Καλβέζ, σαν τεκμήριο της «ανάγκης», που υποτίθεται ότι αισθάνθηκε ο Μαρξ, «να τοποθετηθεί, σε σχέση με τον Χέγκελ, στα μεθοδολογικά προβλήματα και στο πρόβλημα της έννοιας εν γένει».
Με τον ίδιο τρόπο, επικρίνει επανειλημμένα τον Μερλώ-Ποντύ, ο οποίος, επίσης, μετέφρασε τη σκέψη του Μαρξ σε μια γλώσσα ξένη προς τον συγγραφέα του Κεφαλαίου. Σε ένα χωρίο του βιβλίου του, Εγκώμιο της φιλοσοφίας, διαβάζουμε:
Η ιστορία δεν εντάσσεται πια μόνο στην κατηγορία του γεγονότος ή της πραγματικότητας, κατηγορία στην οποία η φιλοσοφία προσφέρει το δικαίωμα στην ύπαρξη, μέσω της ορθολογικότητας· είναι κάτι περισσότερο: είναι το περιβάλλον, μέσα στο οποίο διαμορφώνεται κάθε αίσθηση, και ιδιαίτερα η εννοιολογική ή φιλοσοφική αίσθηση σε ό, τι θεμιτό διαθέτει. Αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί πράξις* είναι η αίσθηση που διαγράφεται αυθόρμητα μέσα από τη διασταύρωση των ενεργειών με τις οποίες ο άνθρωπος οργανώνει τις σχέσεις του με τη φύση και με τους άλλους.
Ο Κώστας σχολιάζει:
Αναρωτιόμαστε γιατί ο Μαρξ αποκαλούσε πράξη* και όχι νόημα*, ή πιο διαλεκτικά διανόημα*, αυτή την υλική-αισθητή δραστηριότητα, την οποία θεωρούσε θεμέλιο του αισθητού κόσμου. Πολύ θα θέλαμε να μάθουμε πού μίλησε για την «αυθόρμητη» γένεση της «εννοιολογικής ή φιλοσοφικής αίσθησης» και αν τον απασχόλησε ποτέ το να αναγνωρίσει τον θεμιτό χαρακτήρα αυτής της αίσθησης.
Χωρίς αμφιβολία, ο Κώστας παριστάνει τους αγρότες του Δούναβη[3] και η ειρωνεία του είναι, κατά βάθος, εξαιρετικά σοβαρή. Η διανοητική εντιμότητα μας υποχρεώνει να ερμηνεύουμε έναν στοχαστή στο εσωτερικό των προβλημάτων που έχει θέσει στον εαυτό του, με τη βοήθεια των εννοιών που έχει χρησιμοποιήσει. Έτσι λοιπόν, ο Κώστας προσάπτει στον Μερλώ-Ποντύ ότι, χρησιμοποιώντας το δικό του λεξιλόγιο, φαλκιδεύει τον μαρξισμό του Μαρξ.
Σε ένα ουσιώδες χωρίο του άρθρου, «Ο μύθος της διαλεκτικής», ο Κώστας, στηριζόμενος στα κείμενα, αντιπαρατίθεται στον τρέχοντα παριζιάνικο συρμό, που αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στα νεανικά έργα και το Κεφάλαιο. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, που υποστηρίζει ο Μερλώ-Ποντύ στο έργο του Οι περιπέτειες της διαλεκτικής, η διαλεκτική, που ενυπάρχει στα προ του 1848 κείμενα, σταδιακά σκληρύνεται, κρυσταλλοποιείται, υλικοποιείται· οι αντικειμενικοί παράγοντες υπερισχύουν της πράξης· αυτό που ο Μαρξ αναζητά στο εξής στον Χέγκελ, «είναι ο ορθολογισμός, για να τον χρησιμοποιήσει προς όφελος της φύσης, των “παραγωγικών σχέσεων”, που νοούνται σαν ένα καθαυτό είδος, μια δύναμη εξωτερική και ολότελα θετική». Πώς, απαντά ο Κώστας, είναι δυνατόν να αποδίδει κανείς στον Μαρξ τον φενακισμό, που ο ίδιος δεν σταμάτησε ποτέ να καταγγέλλει;
Ο «φετιχισμός», που ο συγγραφέας του Κεφαλαίου καταλογίζει στην «αστική πολιτική οικονομία», συνίσταται ακριβώς στο ότι αντιμετωπίζει σαν πράγματα, σαν μια δύναμη εξωτερική προς τους ανθρώπους και ολότελα θετική, αυτό που, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά ένα προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας, των οιονεί προσωπικών σχέσεων ανθρώπου με άνθρωπο.
Σίγουρα, στις σχέσεις παραγωγής, η ανθρώπινη δραστηριότητα βουλιάζει, σκληρύνεται, απανθρωποποιείται, κι αυτό αποτελεί μια βασική αντίληψη της ιστορικής ερμηνείας, ήδη παρούσα από τη Γερμανική Ιδεολογία: Οι παραγωγικές σχέσεις πραγμοποιούνται, ενώ δεν αποτελούν πράγματα, εντάσσονται ακριβώς στην αυθεντική μαρξιστική διαλεκτική· τη διαλεκτική της εργασίας και του αντικειμένου, την κριτική της αυταπάτης ενός κόσμου αντικειμένων ή εμπορευμάτων, που υπάρχει αφ’ εαυτού, ενώ, στην πραγματικότητα, αποτελεί το αλλοτριωμένο έργο της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Για τον Κώστα, ο πραγματικός Μαρξ, εκείνος που αξίζει σεβασμό, θαυμασμό, είναι ο κοινωνιολόγος-οικονομολόγος, ο συγγραφέας του Κεφαλαίου. Δεν θεωρούσε ότι ο Μαρξ είχε επεξεργαστεί κάποια Weltanschauung. Η φιλοσοφία που αναδεικνύεται από τα νεανικά κείμενα συνοψιζόταν, κατ’ αυτόν, σε έναν μετασχηματισμό της βιομηχανίας σε copula universi[4]. Από αυτή τη μεταφυσική της βιομηχανίας, παραμένουν ίχνη στα έργα της ωριμότητας.
Ο Κώστας κάνει μονάχα μια εξαίρεση υπέρ της Κριτικής του χεγκελιανού κράτους (στο οποίο συνήθως δίνεται ο τίτλος Κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου). Το σχόλιο, παράγραφο προς παράγραφο, «μπορεί να θεωρηθεί παραδειγματικό»:
Σε αυτό ακριβώς το κείμενο, ο Μαρξ δίνει, για πρώτη φορά, το μέτρο της επαναστατικής διαλεκτικής του· μια ευθεία γραμμή οδηγεί, από την «πραγματική δημοκρατία», που αναγγέλλεται στο χειρόγραφό μας, στον μαρασμό του κράτους, που διακηρύσσεται από τον «επαναστατικό σοσιαλισμό» (ή υποτιθέμενο τέτοιον) των έργων της ωριμότητας. Τέλος, το αντικείμενο του διαλόγου Μαρξ-Χέγκελ («αληθινή δημοκρατία» ή γραφειοκρατικό κράτος με λαϊκή αντιπροσώπευση;) ενυπάρχει στην ίδια τη φύση των σύγχρονων κοινωνιών[5].
Αυτό το κείμενο χρονολογείται, όπως ξέρουμε, από το 1842 ή, το πιθανότερο, το 1843, σε μια στιγμή που ο Μαρξ δεν είχε ξεκινήσει ακόμα τις σπουδές του στην πολιτική οικονομία· κατά τον Κώστα (και συμφωνώ μαζί του), ταιριάζει περισσότερο με τον μαρξισμό της ωριμότητας, ή, ακριβέστερα, περιέχει τα σπέρματα της –όψιμης– θεμελιώδους θεωρίας του Μαρξ.
Όλοι οι ιστορικοί γνωρίζουν πως τα νεανικά έργα συνιστούν ένα συνεχή διάλογο με τον Χέγκελ. Το ζητούμενο είναι να διακρίνουμε σε ποιον βαθμό ο Μαρξ αποτελεί τον αντίποδα ή τη συνέχεια του Χέγκελ. Ανάλογα με τα κείμενα και ανάλογα με τα αντικείμενα του διαλόγου, ο Κώστας κλίνει προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Στο Οικονομικο-φιλοσοφικό χειρόγραφο, ο Μαρξ γράφει πως ο Χέγκελ τοποθετείται από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας. Πράγματι, ο Χέγκελ φώτισε με μια αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια τις αντιφάσεις της αστικής κοινωνίας:
Θεμελιωμένη στην εργασία, αυτή επιτρέπει στην ανθρώπινη εργασία να αγγίξει την τελειότητα. Σε αντιπαράθεση, ο εργάτης δεν συμμετέχει στον εμπλουτισμό της συλλογικότητας. Το προλεταριάτο, μια μάζα που έχει εκπέσει κάτω από το μίνιμουμ επίπεδο επιβίωσης, που θεωρείται αναγκαίο και κανονικό για ένα μέλος της κοινωνίας, εκδιώκεται αναπόδραστα από την κοινωνία των πολιτών, που εγκαταλείπεται στον εαυτό της. Διχασμένη από τον καταμερισμό της εργασίας και την ταξική αντιπαράθεση, η κοινωνία των πολιτών καθίσταται ανίκανη να συγκροτήσει μια αυθεντική κοινότητα, αποτελεί μάλλον την «απώλεια της κοινότητας» (Verlust der Sittlichkeit[6]).
Ο Μαρξ, ως συγγραφέας του Κεφαλαίου, επεξέτεινε τη σκέψη του Χέγκελ πολύ περισσότερο απ’ ό, τι έκανε ως συγγραφέας του Οικονομικο-Φιλοσοφικού Χειρογράφου.
«Η προσέγγιση του Μαρξ τοποθετείται στους αντίποδες του Χέγκελ», γράφει αλλού ο Κώστας. Αλλά, σε αυτό το χωρίο, σχολιάζει τη φοϊερμπαχική φιλοσοφία του Μαρξ, το 1844, όταν ακόμα δεν είχε βρει τις κατευθυντήριες ιδέες της δικής του ερμηνείας της ιστορίας. Εκείνη τη στιγμή, κατά τον Μαρξ, δεν είναι η αρνητικότητα που εκδηλώνεται στην ανάγκη και η εργασία που την αντιμετωπίζει (όπως πίστευε ο Χέγκελ), αλλά η συμμετοχή στην πρωταρχική και αδιάσπαστη θετικότητα της φύσης. «Εγκατεστημένος σε τούτη τη στέρεα και ολοστρόγγυλη σφαίρα», «εισπνέοντας και εκπνέοντας όλες τις δυνάμεις της φύσης», αλληλέγγυος με όλα τα άλλα όντα εξαιτίας της καθολικότητας των αναγκών του: τέτοιος εμφανίζεται ο άνθρωπος στους πρώτους προβληματισμούς του Μαρξ».
Αυτό το κείμενο του 1844, το Οικονομικο-φιλοσοφικό χειρόγραφο, ο Κώστας το αποδίδει στη λατρεία για τον Φόιερμπαχ, που ο ίδιος ο Μαρξ απέρριψε και, στη συνέχεια, θεώρησε ακόμα και γελοία. «Η αρχική διαλεκτική του Μαρξ είναι μια καθαρή μεταφυσική της τεχνικής, διατυπωμένη χωρίς περιστροφές στην ακόλουθη πρόταση: “Η περιβόητη ενότητα ανθρώπου και φύσης υπήρξε ανέκαθεν στη βιομηχανία και με διαφορετική μορφή σε κάθε εποχή· ανάλογα με τη μικρότερη ή μεγαλύτερη ανάπτυξη της βιομηχανίας”». Τα κείμενα στα οποία αναφερόταν με ικανοποίηση ο Πατέρας Φεσάρ, η ισοδυναμία του συντελεσμένου νατουραλισμού και του συντελεσμένου ανθρωπισμού, το τέλος της πάλης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, η συμφιλίωση ουσίας και ύπαρξης, υποκειμένου και αντικειμένου, ο Κώστας τα εξηγεί με την παροδική λατρεία προς τον Φόιερμπαχ και από μια μόνιμη λατρεία για τον δημιουργικό ρόλο της βιομηχανίας. «Η βιομηχανία συνιστά την ιστορική σχέση της φύσης με τον άνθρωπο… ο κομουνισμός θα αποτελέσει την πλήρη πραγμάτωση του ανθρωπισμού της φύσης».
Από τη στιγμή που εκλείπει η λατρεία προς τον Φόιερμπαχ, ο Μαρξ διακηρύσσει με την ίδια θέρμη την ιστορικότητα της φύσης, ιδιαίτερα στις περίφημες θέσεις του 1845. «Ακόμα και τα αντικείμενα της πιο απλής “αισθητής βεβαιότητας” τού προσφέρονται αποκλειστικά από την κοινωνική εξέλιξη, τη βιομηχανία και τις κοινωνικές σχέσεις». Πριν μεταβληθεί σε «μια οικονομική ερμηνεία» της ιστορίας της ανθρωπότητας, ο μαρξισμός παρουσιάζεται σαν μια ιστορική αντίληψη της ύλης, που επεκτείνει την κυριαρχία των παραγωγικών δυνάμεων στο σύνολο της φύσης. Από αυτή την άποψη, ο νεαρός Μαρξ κρίνεται από τον Κώστα σαν ένας ακλόνητος αντιχεγκελιανός: για τον Χέγκελ, η Ιδέα είναι ο δημιουργός της πραγματικότητας, ενώ για τον Μαρξ, η πραγματικότητα είναι το προϊόν των «παραγωγικών δυνάμεων».
Σύμφωνα με τους νεαρούς χεγκελιανούς του Doktoklub, η κριτική αρχίζει με την κριτική της θρησκείας, η οποία παραμένει, Μαρξ έφα, το θεμέλιο, η απαρχή, η έμπνευση κάθε κριτικής. Η προβολή του ανθρώπου στο επέκεινα εξηγείται από τις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες. Ακριβώς επειδή δεν πραγματώνεται στον κόσμο τούτο, ο άνθρωπος χάνεται στο επέκεινα. Αλλά ο Μαρξ επεκτείνει τη φοϊερμπαχική κριτική της θρησκείας σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Η θρησκευτική αλλοτρίωση υλοποιείται αποκλειστικά στο πεδίο της συνείδησης, η οικονομική αλλοτρίωση είναι η αλλοτρίωση της πραγματικής ζωής. Εάν εξαλείψουμε την οικονομική αλλοτρίωση, θα εξαλείψουμε ταυτόχρονα τις υπόλοιπες μορφές αλλοτρίωσης. Μόνο η αλλοτρίωση αποτελεί ένα αναγκαίο στάδιο για την ανθρώπινη πραγμάτωση, έναν εμπλουτισμό του ανθρώπου, στον βαθμό που θα αποτελέσει την αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Κατά μία έννοια, ο Μαρξ υιοθετεί, πέρα από τον Φόιερμπαχ, «τη χεγκελιανή αντίληψη για την ιστορία ως αλλοτρίωση και επιστροφή στον εαυτό του Πνεύματος, αλλά μόνο για να αποδείξει ότι, στο κράτος, τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, την τέχνη κ.λπ., ο άνθρωπος διάγει μια ύπαρξη ξένη προς την ουσία του, εξωτερική προς την πραγματική ζωή του». Αλλά, ποια είναι αυτή η ζωή στην οποία θα φτάσει όταν θα έχει ξεπεράσει όλες τις αλλοτριώσεις; Αυτή η πραγματική ζωή θα περιοριστεί στην πρακτική, στην οργάνωση της εργασίας, που αποτελεί την ουσία του ανθρώπου. «Η συμφιλίωση, που ο Χέγκελ ήθελε να την παρουσιάσει σαν το αποτέλεσμα της ιστορίας της φιλοσοφίας, στον Μαρξ, εκφράζει την αρκετά μυστικιστική ταυτότητα που θα ενώσει, σε ένα νέο ένδοξο σώμα, παραγωγούς, καταναλωτές και βιομηχανικά προϊόντα». Η κριτική των αλλοτριώσεων –πολιτική, τέχνη, φιλοσοφία– μεταβάλλεται σε μηδενισμό· δεν αφήνει χώρο παρά μόνο για τις παραγωγικές δυνάμεις και την οργάνωση αυτών των δυνάμεων.
Για να προσμετρήσουμε την απόσταση ανάμεσα στον νεαρό Μαρξ και τον ώριμο Μαρξ, αρκεί να αντιπαραβάλουμε δύο κείμενα: στο Χειρόγραφο, προσδιορίζει την οικονομική αλλοτρίωση από το γεγονός ότι η εργασία, αντί να εκφράζει την ανθρώπινη ουσία, υποβαθμίζεται σε απλό μέσο επιβίωσης· σε μια περίφημη σημείωση του Κεφαλαίου, βεβαιώνει πως η εργασία είναι και παραμένει το πεδίο της αναγκαιότητας και πως η ελευθερία αρχίζει έξω από την εργασία. Εξ ου και το συμπέρασμα που αναφέρεται επανειλημμένα: πρέπει να μειωθεί ο χρόνος εργασίας.
Οι παρατηρήσεις αυτές δεν αποτιμούν απολύτως σωστά τον Κώστα και το σύνολο των άρθρων από τα οποία συνάγεται μια ερμηνεία των σχέσεων Μαρξ-Χέγκελ. Θα πρέπει να προειδοποιήσουμε τους αναγνώστες να αποφύγουν μια γρήγορη ανάγνωση δήθεν εύκολων κειμένων που, όμως, συμβάλλουν τα μέγιστα σε ένα μείζον ζήτημα της μαρξολογίας: την υποτίμηση του Οικονομικο-φιλοσοφικού χειρογράφου σε απλό σχεδίασμα, που δεν περιέχει κάποια βαθιά φιλοσοφία· την ταχεία εξαφάνιση της φοϊερμπαχικής φιλολογίας για τον συντελεσμένο νατουραλισμό και τον ολοκληρωμένο ανθρωπισμό· τη μετουσίωση της τεχνικής σε δημιουργό της ανθρώπινης ιστορίας· μια μονοφυσιτική ανθρωπολογία, ο άνθρωπος που συρρικνώνεται στην πρακτική του· τη διολίσθηση της κριτικής της θρησκείας σε μια μηδενιστική κριτική όλης της πνευματικής ζωής. Τι απομένει από αυτό το όραμα στον επιστημονικό μαρξισμό; Ο Κώστας προτείνει, εδώ κι εκεί, μια απάντηση. Εγώ διστάζω να παρουσιάσω μία απάντηση, όταν αναφέρομαι σε αυτόν.
***
Τα άρθρα του δεύτερου μέρους δεν απαιτούν περιθωριακά σχόλια ούτε διασαφήνιση από κάποιον σχολιαστή. Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή του αναγνώστη στη μέθοδο που ακολουθεί ο Κώστας κατά την έκθεση και τη συζήτηση των κεντρικών θέσεων του ιστορικού υλισμού.
Η μέθοδος του Κώστα είναι ιστορική με τη διπλή σημασία της λέξης. Παραθέτει τα κείμενα του Μαρξ και του Ένγκελς, τα υποβάλλει σε κριτική, παραβάλλοντάς τα με την ιστορική πραγματικότητα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη θέση για την υπερεργασία και την εκμετάλλευση:
Σε καμία περίπτωση, το Κεφάλαιο δεν ανακάλυψε την υπερεργασία. Παντού όπου ένα κομμάτι της κοινωνίας κατέχει το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής, ο εργαζόμενος, ελεύθερος ή όχι, υποχρεώνεται να προσθέσει στον χρόνο της εργασίας, που είναι απαραίτητη για την επιβίωσή του, και ένα πλεόνασμα, που προορίζεται να παρέχει τα αναγκαία για την επιβίωση του κατόχου των μέσων παραγωγής, είτε αυτός είναι ένας καλός κ’ αγαθός Αθηναίος, είτε Ετρούσκος θεοκράτης, civis Romanus [Ρωμαίος πολίτης], Νορμανδός άρχοντας, Αμερικανός δουλοκτήτης, Βλάχος βογιάρος, μεγάλος γαιοκτήμονας, ή σύγχρονος καπιταλιστής.
Παρομοίως, ο Μαρξ γράφει:
O κατακτητής ζει από τον φόρο υποτέλειας, ο κρατικός λειτουργός από τους φόρους, ο γαιοκτήμονας από την πρόσοδο, ο δε καλόγερος από ελεημοσύνες και ο λευίτης από τη δεκάτη: όλοι καρπούνται ένα ποσοστό της κοινωνικής παραγωγής, που καθορίζεται από νόμους διαφορετικούς από εκείνους που καθορίζουν το μερίδιο των άμεσα εργαζόμενων, δούλων, δουλοπάροικων ή μισθωτών εργατών.
Ο Κώστας επισημαίνει, με διεισδυτικό τρόπο, τον εξω-οικονομικό χαρακτήρα των περισσότερων κυρίαρχων τάξεων ή στρωμάτων που απαριθμούνται. Αλλά ο Μαρξ αρνούνταν την ανεξαρτησία και την ιδιαιτερότητα τόσο του ιδεολογικού όσο και του πολιτικού πεδίου. Εξ ου και οι ιστορικές αναλύσεις μέσα από τις οποίες ο Κώστας ανασκευάζει, κατά κάποιον τρόπο, τον «οικονομικό μονισμό», που ο Μαρξ υποστήριζε σε ένα αφηρημένο επίπεδο αλλά τον ξεχνούσε, τις περισσότερες φορές, όταν ερχόταν αντιμέτωπος με την πραγματικότητα.
Για παράδειγμα, αναφορικά με τον φεουδαλισμό, ο Μαρξ γράφει, στη Γερμανική Ιδεολογία, ότι «οι απαρχές της φεουδαρχίας βρίσκονται στην εσωτερική οργάνωση του κατακτητικού στρατού, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε στη διάρκεια της ίδιας της κατάκτησης». Προσθέτει πως αυτή η οργάνωση, αρχικά αποκλειστικά στρατιωτική, μετασχηματίστηκε σε αληθινή φεουδαρχία (δηλαδή, σε πραγματική άρχουσα τάξη) μόνο «κάτω από την επίδραση των παραγωγικών δυνάμεων που συνάντησε στην κατακτημένη χώρα». Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, η στρατιωτική κατάκτηση, στην αφετηρία της φεουδαρχίας, καθόρισε τη στρατολόγηση της κυρίαρχης τάξης, έστω και αν, σε μια δεύτερη φάση, οι παραγωγικές δυνάμεις επέδρασαν στην κοινωνική οργάνωση.
Με λιγότερη επιτυχία, ο Μαρξ προσπάθησε να ερμηνεύσει το καθεστώς των καστών μέσω του καταμερισμού της εργασίας. «Ενώ η χονδροειδής μορφή του καταμερισμού της εργασίας, στους Ινδούς και τους Αιγυπτίους, γέννησε το σύστημα των καστών στο κράτος και στη θρησκεία των λαών αυτών, ο ιστορικός πιστεύει πως το σύστημα των καστών είναι εκείνο που δημιούργησε αυτή τη χονδροειδή κοινωνική μορφή». Και ο Κώστας σχολιάζει: το τελευταίο είναι ολοφάνερα σωστό, αλλά ο Μαρξ το θεωρεί αποκορύφωμα του παραλογισμού.
Ο Κώστας καταδιώκει ακούραστα τη θέση που αποδίδεται ευχερώς στον κλασικό ή ορθόδοξο μαρξισμό – εκείνη που αρνείται την αυτονομία και την αποτελεσματικότητα της πολιτικής εξουσίας. Και παρότι ο Μαρξ δεν την ακολουθεί πιστά στα ιστορικά έργα του, δεν παύει να υπάρχει συχνά στα κείμενά του και, κυρίως, καθιστά ακατανόητο το τρανταχτό γεγονός των δεσποτισμών:
Ο Μαρξ έπεσε θύμα ενός ιστορικού προοπτικισμού· εκείνο που τον εμπόδισε να αναπτύξει μέχρι τις τελικές της συνέπειες τη διαλεκτική του για την αυτονόμηση του κράτους και τη μετατροπή του σε «κύριο» της οικονομίας και της κοινωνίας, είναι η γενική αντίληψή του για την ιστορία και, ταυτόχρονα, η «μαντσεστεριανή» αντίληψή του για τον χωρισμό κράτους και οικονομίας.
Έβλεπε γύρω του, στην Αγγλία, μια κοινωνία των πολιτών που αναπτύσσεται από μόνη της, που έχει μεταβληθεί σε εστία της ιστορίας, σχεδόν αδιάφορη για ό, τι συμβαίνει στα γρανάζια της πολιτικής· στο άλλο άκρο, η αστική τάξη απορροφά μέσα της όλες τις κατέχουσες τάξεις που βρήκε μπροστά της, κατά την εδραίωσή της· απορρόφησε αρχικά τους κλάδους της εργασίας που ανήκαν άμεσα στο κράτος, και στη συνέχεια τις λιγότερο ή περισσότερο ιδεολογικές τάξεις. Στην πραγματικότητα, η πολιτική, κρατική, εξουσία δεν έσβηνε, στον ίδιο βαθμό που και η αστική τάξη δεν μεταβαλλόταν σε μονοπωλιακή άρχουσα τάξη. Η πολλαπλότητα των εξουσιών, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, χαρακτηρίζει όλα τα καθεστώτα, ακόμα και τα δεσποτικά. Έλαχε σε ένα κόμμα, που επικαλούνταν τον Μαρξ, και που πίστευε ότι πολεμούσε τον ένα και μοναδικό ταξικό εχθρό, να οικοδομήσει ένα ολοκληρωτικό κράτος, μέσα στο οποίο η συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια μιας μικρής μειοψηφίας άγγιξε μια τελειότητα που όμοια της δεν είχε υπάρξει ποτέ στο παρελθόν.
***
Η θεωρία της πάλης των τάξεων δεν ανήκει αποκλειστικά στον Μαρξ (πράγμα που αναγνώριζε και ο ίδιος)· τη δανείστηκε από τους Γάλλους ιστορικούς, τους πρώτους σοσιαλιστές, τους σαινσιμονιστές, τον Σισμοντί. Αλλά ο Μαρξ διεκδίκησε σαν δικές του κάποιες ιδέες, ιδιαίτερα εκείνη της συσχέτισης ανάμεσα στον τρόπο παραγωγής και την πάλη των τάξεων, την εξάλειψη της πάλης των τάξεων με την παρέμβαση της τελευταίας εκμεταλλευόμενης τάξης, του προλεταριάτου.
Ο ρόλος του προλεταριάτου συνδυάζεται με τη δυναμική των παραγωγικών δυνάμεων. Η ιστορία περνάει υποχρεωτικά από την εξέγερση της εκμεταλλευόμενης τάξης, που πρέπει, κάθε φορά, να ιδιοποιείται τις παραγωγικές δυνάμεις, που έχει δημιουργήσει το παλαιό καθεστώς, ώστε να οδηγήσει την κοινωνία σε έναν «καινούργιο και ανώτερο» τρόπο παραγωγής και οργάνωσης. Έτσι, η έναρξη κάθε νέας «εποχής της οικονομικής συγκρότησης της κοινωνίας» θα σημαδεύεται από την επαναστατική ανάδυση της εκμεταλλευόμενης τάξης της προηγούμενης περιόδου.
Ο Κώστας δεν δυσκολεύεται να αποδείξει πως οι εκμεταλλευόμενες τάξεις, που απαριθμεί το Κομουνιστικό Μανιφέστο, δεν ανέλαβαν να εκπληρώσουν το προμηθεϊκό καθήκον να προωθήσουν τη συγκρότηση ενός νέου τρόπου παραγωγής. «Ελεύθεροι και δούλοι». Δεν είναι η εξέγερση των δούλων εκείνη που προκάλεσε την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας, στη Ρώμη. «Άρχοντες και δουλοπάροικοι»: δεν έλειψαν οι εξεγέρσεις των αγροτών· καμία όμως από αυτές δεν πέτυχε. «Μαστόροι των συντεχνιών και συντεχνίτες»: οι συντεχνίες δεν κατέρρευσαν από τους συντεχνίτες.
Ξεκινώντας από αυτές τις προφανείς παρατηρήσεις, o Κώστας επιχειρεί μια ανασκευή της θεωρίας σύμφωνα με την οποία ο καταμερισμός της εργασίας αποτελεί την αποκλειστική αιτία του ταξικού ανταγωνισμού. Δεν υπάρχει μια μοναδική προέλευση της κυρίαρχης τάξης. Δεν είναι η οικονομική εξουσία το αποκλειστικό εργαλείο που προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να διευθύνουν άλλους ανθρώπους. Εκτός από τις τάξεις που βρίσκονται σε άμεσο ανταγωνισμό, οι κοινωνίες περιλαμβάνουν και τάξεις, όπως οι αγρότες ή οι τεχνίτες, που ξεφεύγουν από το δυαδικό σχήμα. «Ο τύπος της ενιαίας κοινωνίας και της ενσωματωμένης οικονομίας είναι μάλλον σπάνιος στην ιστορία των οικονομικά και πολιτικά εξελιγμένων κοινωνιών. Τις περισσότερες φορές, έχουμε να κάνουμε με οικονομικά σύνολα κερματισμένα σε πολλούς τομείς, σε πολλές κυρίαρχες ή ανεξάρτητες τάξεις, οι οποίες συνυπάρχουν στους κόλπους της ίδιας κοινωνίας». Και ο Κώστας δίνει ανάγλυφα και επιβεβαιώνει την κριτική του αναλύοντας την οικονομία της Ρώμης και της φεουδαρχικής κοινωνίας. Εκείνο που θεωρεί σημαντικό είναι η ανασκευή δύο ή τριών μαρξιστικών δογμάτων: κάθε εξουσία απορρέει από την οικονομική εξουσία· η κρίση των τρόπων παραγωγής οφείλεται στην παράλυση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων· η όξυνση της ταξικής πάλης προκύπτει από αυτή την παράλυση· η εξέγερση των καταπιεσμένων θα ξαναδώσει ώθηση στις παραγωγικές δυνάμεις.
Συχνά, ο Μαρξ προέβαλλε στο παρελθόν την ερμηνεία που σκιαγραφούσε για τον κόσμο στον οποίο εκείνος ζούσε και για το μέλλον που προέβλεπε:
Με τη σκέψη στη σοσιαλιστική επανάσταση του μέλλοντος, πίστεψε πως έπρεπε οπωσδήποτε να συνδυάσει, στον ρόλο της «κινητήριας δύναμης» της ιστορίας, τον «αντικειμενικό» παράγοντα της οικονομικής ωρίμανσης και τον «υποκειμενικό» παράγοντα της πάλης των τάξεων. Ανεφάρμοστο στο παρελθόν, το σχήμα αυτό διαψεύστηκε ακόμα περισσότερο από το μέλλον που θα όφειλε να το νομιμοποιήσει: η πραγματική ιστορική εξέλιξη δεν άργησε να διαχωρίσει τους «αντικειμενικούς» από τους «υποκειμενικούς» παράγοντες, το συνταίριασμα των οποίων προέβλεψε με τόση σπουδή ο Μαρξ.
Ούτε οι δούλοι, ούτε οι πληβείοι, ούτε οι συντεχνίτες, ούτε οι δουλοπάροικοι, η κακή πλευρά των τρόπων παραγωγής του παρελθόντος, πραγματοποίησαν την επανάσταση σαν συνέπεια της ωρίμανσης των παραγωγικών δυνάμεων. Ούτε, ακόμα περισσότερο, το προλεταριάτο μπόρεσε να οδηγήσει σε αίσιο τέλος την ιστορική αποστολή που του απέδιδε ο Μαρξ· ή, καλύτερα, ο μαρξισμός προσφέρεται σε δύο ερμηνείες: η μία θέτει τον τόνο στις παραγωγικές δυνάμεις και στην ανάπτυξή τους· η ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία βασιζόταν στον «αντικειμενικό παράγοντα» για να επιβεβαιώσει την επαναστατική προφητεία· η δεύτερη ερμηνεία τόνιζε τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή το προλεταριάτο, αλλά:
Οι επαναστάσεις, που επικαλούνταν τον μαρξισμό, οδήγησαν όλες στη δημιουργία πανίσχυρων κρατών και οικονομικών συστημάτων, η λειτουργία των οποίων συνίστατο, κατά κύριο λόγο, στο να εκπληρώσουν το έργο της πρωταρχικής συσσώρευσης, το οποίο ο καπιταλισμός είχε ήδη πραγματοποιήσει με την ίδια ξέφρενη εκμετάλλευση της εργασίας.
Η συζήτηση πάνω στη θεωρία των τάξεων, υπό το φως της ιστορικής εμπειρίας, οδηγεί στην τρίτη κατηγορία άρθρων, εκείνων που πραγματεύονται το ολοκληρωτικό κόμμα και την πρωταρχική συσσώρευση στη Σοβιετική Ένωση. Το ερώτημα που βασανίζει τον Κώστα δεν αφορά στη φύση του ολοκληρωτικού κόμματος. Το κατανοεί, το περιγράφει, το ερμηνεύει. Εκείνο που τον αναστατώνει αφορά στην ευθύνη, ή στο μέρος της ευθύνης, που αναλογεί στον Μαρξ για το ολοκληρωτικό κόμμα. Ο Κώστας παραθέτει ένα χωρίο από το έργο Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο:
Αυτός ο σοσιαλισμός θέλει να πραγματώσει ένα απόλυτο κράτος, τέτοιο που όμοιο του δεν έχει υπάρξει ποτέ· και καθώς δεν έχει πια κανένα απολύτως δικαίωμα να υπολογίζει στην παλιά θρησκευτική ευσέβεια απέναντι στο κράτος, τουναντίον, οφείλει, εκών ή άκων, να εργάζεται διαρκώς για την κατάργησή του –αφού, όντως, εργάζεται για την κατάργηση όλων των υπαρχόντων κρατών– δεν μπορεί να ελπίζει σε μια μελλοντική ύπαρξη παρά μόνο για μικρές περιόδους, εδώ κι εκεί, χάρη σε μια ακραία τρομοκρατία. Γι’ αυτό, προετοιμάζεται σιωπηρά για την κυριαρχία μέσω της τρομοκρατίας.
Χωρίς αμφιβολία, ο Μαρξ δεν διανοείτο ένα καθεστώς τρομοκρατίας για τον σοσιαλισμό. Στην πολεμική του με τον Μπακούνιν, κατηγορεί τον αντίπαλό του ότι επιβάλλει μια «επίσημη ορθόδοξη θεωρία» αλλά οι εχθροί του επέστρεφαν την ευπροσηγορία και κατηγορούσαν τον θεωρητικό του επιστημονικού σοσιαλισμού ότι αυτοανακηρυσσόταν σε «καθηγητή του προλεταριάτου».
Προσωπικά, ο Μαρξ ήταν ξένος προς το κομματικό πνεύμα. Άνθρωπος του 19ου αιώνα, προσπάθησε, στα θεωρητικά του κείμενα, να συμπεριφερθεί σαν καθαρός επιστήμονας. Εκθειάζει στον Ρικάρντο την επιστημονική τιμιότητα. Στην 1η Διεθνή, τοποθετείται υπεράνω των αιρέσεων και των φατριών· τουλάχιστον διακηρύσσει την πρόθεσή του να μην ταυτίζεται με τη μία απέναντι στις άλλες. Ο Κώστας αποδεικνύει τεκμηριωμένα ότι οι Μαρξ και Ένγκελς αντιλαμβάνονταν την οργάνωση των εργατών ή το προλεταριακό κόμμα στον αντίποδα του μπολσεβικισμού:
Για να θριαμβεύσει η επανάσταση, χρειάζεται η ενότητα στη σκέψη και στη δράση. Οι Διεθνείς προσπαθούν να δημιουργήσουν αυτή την ενότητα με την προπαγάνδα, τη συζήτηση και τη δημόσια οργάνωση του προλεταριάτου. Ο Μπακούνιν ζητάει μια παράνομη οργάνωση από μια εκατοντάδα ανθρώπων, τους προνομιακούς εκπροσώπους της επαναστατικής Ιδέας, που αυτοανακηρύσσονται σε επαναστατικό γενικό επιτελείο… Ενότητα σκέψης και δράσης δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ορθοδοξία και τυφλή υπακοή. Perinde ac cadaver[7]. Βρισκόμαστε, εδώ, σε στενή συντροφιά με τον Ιησού.
Το λενινιστικό κόμμα μοιάζει ακριβώς με το κόμμα που ονειρευόταν ο Μπακούνιν.
Με αφετηρία αυτό, ο Κώστας στοχάζεται πια όχι κατά του Μαρξ αλλά κατά του Λένιν, και ακόμα περισσότερο κατά των επιγόνων του. Πολλαπλασιάζει τα χωρία του Τρότσκι, του Μάρτοφ ή της Ρόζας Λούξεμπουργκ, που ήταν εχθρικοί προς τη λενινιστική αντίληψη του κόμματος. Ο Τρότσκι έγραψε, με μια αξιοθαύμαστη αισιοδοξία, για τον Λένιν: «Είναι εντελώς φανερό πως ένα προλεταριάτο, ικανό να ασκήσει τη δικτατορία του πάνω στην κοινωνία, δεν πρόκειται να ανεχθεί μια δικτατορική εξουσία επάνω στον εαυτό του… Δεν θα μπορέσουμε να λύσουμε αυτά τα προβλήματα τοποθετώντας πάνω από το προλεταριάτο μια μικρή ομάδα επιλεγμένων ανθρώπων ή ένα και μόνο άτομο, που έχει την εξουσία να εκκαθαρίζει και να αποπέμπει…» Και ο Πλεχάνοφ, πιο απαισιόδοξος, προέβλεπε, το 1905, ότι «όλα θα περιστρέφονται γύρω από έναν και μόνο άνθρωπο, ο οποίος θα συγκεντρώνει, από τη Θεία Πρόνοια, όλες τις εξουσίες».
Τα άρθρα με τον τίτλο «Τάξη και κόμμα» και «Η προλεταριοποίηση των αγροτών» δεν έχουν σκοπό να αφηγηθούν τη δράση του ολοκληρωτικού κόμματος στην εξουσία. Ακόμα περισσότερο, ο Κώστας δεν θέλει να επαναλάβει την ιστορία της αγροτικής κολεκτιβοποίησης, παρόλο που, με στατιστικά στοιχεία και παραθέσεις αποσπασμάτων, ανασυνθέτει τη λογική και τη σκληρότητά της. Παρακολουθεί την επίδραση των ιδεών στην πορεία των γεγονότων, ή, μάλλον, τις αντιλήψεις των μαρξιστών ηγετών επί τω έργω, στην ανατροπή της κοινωνίας. Προβάλλει ανάγλυφα την ειρωνεία της ιστορίας. Το 1921, ο Λένιν και ο Μπουχάριν αμφέβαλλαν για το εάν οι πραγματικοί προλετάριοι βρίσκονταν ακόμα στα εργοστάσια. «Και σήμερα, οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες είναι στη χώρα μας τέτοιες ώστε να σπρώξουν αληθινούς προλετάριους στα εργοστάσια και στα εργαστήρια; Αυτό είναι λάθος. Είναι σωστό κατά τον Μαρξ. Μα ο Μαρξ δεν μιλούσε για τη Ρωσία: μιλούσε για τον καπιταλισμό στο σύνολό του, με αφετηρία τον 15ο αιώνα. Αυτό ήταν σωστό επί εξακόσια χρόνια, αλλά είναι λάθος για τη σημερινή Ρωσία. Πολύ συχνά, όσοι έρχονται στο εργοστάσιο δεν είναι προλετάριοι, αλλά κάθε λογής τυχάρπαστα στοιχεία».
Σίγουρα, κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά, στα εργοστάσια έμπαιναν αγρότες, αλλά και οι προλετάριοι, πριν τον πόλεμο, έρχονταν από την ύπαιθρο. Που θα πρέπει να αναζητήσουμε το προλεταριάτο αν όχι στους τόπους εργασίας; Ας ξαναδιαβάσουμε το συμπέρασμα του Κώστα:
Αφού ξεκίνησε με το να αρνείται στο προλεταριάτο την «ταξική συνείδηση», τον επαναστατικό αυθορμητισμό, την ηθική ευαισθησία, και στη συνέχεια την ικανότητα αυτοδιαχείρισης μέσα στα συνδικάτα, στο κράτος και στην οικονομία, το κόμμα αμφισβητούσε τώρα την ίδια την πραγματικότητα της τάξης από την οποία αντλούσε τη νομιμοποίησή του. Αφού προετοιμάστηκε από τον μυστικισμό της πρωτοπορίας, αφού καθαγιάστηκε από την «εξαΰλωση» της τάξης και τη σολιψιστική εξύμνηση της ελίτ, ο δρόμος ήταν στο εξής ανοιχτός για τον ολοκληρωτισμό.
Στα άρθρα σχετικά με την κολεκτιβοποίηση των αγροτών, ο Κώστας εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για τον μαρξισμό και την ερμηνεία του από τους μαθητές, τους κληρονόμους. Η συγκεντροποίηση στη γεωργία δεν ολοκληρώθηκε. Η εξουσία εθνικοποίησε τη γη, απαλλοτρίωσε τους μεγάλους ιδιοκτήτες, μοίρασε τη γη στους αγρότες. Από αυτή την κατάσταση, προκύπτει ένα ζήτημα διακυβέρνησης. Πώς να προμηθευτούν την ποσότητα των αγροτικών προϊόντων, απαραίτητη για τον ανεφοδιασμό των πόλεων; Το εμπορευματοποιημένο κομμάτι της συγκομιδής προερχόταν κυρίως από τις μεγάλες γαιοκτησίες και τους αγρότες που είχαν πλουτίσει. Κατά τη διάρκεια της πολεμικής οικονομίας, η εξουσία των μπολσεβίκων έστειλε στην ύπαιθρο στρατιώτες για να κατασχέσουν, manu militari, τα αγαθά που οι παραγωγοί κρατούσαν για τον εαυτό τους, αφού οι πόλεις δεν τους εφοδίαζαν, σε αντάλλαγμα, με τα εμπορεύματα που ήθελαν να αποκτήσουν. Μετά τη Νέα Οικονομική Πολιτική, το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στην ύπαιθρο και την πόλη παρέμεινε στο επίκεντρο των συζητήσεων, στο εσωτερικό του μπολσεβίκικου κόμματος. Πώς να ξανακλείσει η ψαλίδα, με άλλα λόγια πως να περιοριστεί η διαφορά ανάμεσα στις τιμές των αγροτικών προϊόντων, που πουλούσαν οι αγρότες, και τις τιμές των εμπορευμάτων που τους προσφέρονταν; Οι μετριοπαθείς αναζητούσαν μια προσαρμογή· οι ακραίοι, η αντιπολίτευση, με τον Τρότσκι επικεφαλής, συνιστούσαν τη ριζική μέθοδο: να μην επανέλθουν στην πολεμική οικονομία, αλλά να εξαλείψουν το πρόβλημα μέσω της κολεκτιβοποίησης. Ο Στάλιν, ενώ αρνούνταν για καιρό αυτή τη μέθοδο, που χαρακτήριζε παράλογη, υιοθέτησε το τροτσκιστικό σχέδιο βίαιης εκβιομηχάνισης και αγροτικής κολεκτιβοποίησης. Στη φαντασία του Τρότσκι, υπήρχε μια αντικειμενική συμμαχία ανάμεσα στους κουλάκους και τη γραφειοκρατία· η βιομηχανία και η εξάλειψη των ιδιοκτητών αγροτών θα μπορούσαν, επομένως, να εξασθενίσουν τη γραφειοκρατία. Εντελώς αντίθετα, η γραφειοκρατία ή, αν θέλετε, το κομουνιστικό κόμμα στην εξουσία, ήταν εκείνη που διεξήγε την ταξική πάλη εναντίον των κουλάκων και, τελικώς, εναντίον του συνόλου της αγροτικής τάξης. Ο Μαρξ περιφρονούσε τους αγρότες, τη χωριάτικη στενοκεφαλιά, και δεν έβλεπε πολιτισμό και μέλλον παρά μόνο στις πόλεις. Ωστόσο, ο Κώστας αμφιβάλλει εάν ο Μαρξ θα προσυπέγραφε τη διατύπωση του Λένιν: «Η αγροτιά αποτελεί την έσχατη καπιταλιστική τάξη». Ή, ακόμα: «Η μικρή παραγωγή γεννά τον καπιταλισμό και την αστική τάξη, καθημερινά, συνεχώς, κάθε στιγμή, αυθόρμητα και μαζικά». Έτσι, οι κουλάκοι μεταβλήθηκαν σε ταξικό εχθρό, στην ενσάρκωση του καπιταλιστικού κακού. Προκειμένου να εξαφανίσει αυτόν τον εχθρό, να εκδιώξει οριστικά τους ιδιοκτήτες από την ύπαιθρο, η κολεκτιβοποίηση ξέσπασε με ξέφρενους ρυθμούς: στοίχισε εκατομμύρια νεκρούς, ίσως καμιά δωδεκάδα εκατομμύρια. Οι εσφαλμένες ιδέες σκοτώνουν.
***
Η τελευταία κατηγορία άρθρων εξετάζει τις ιδέες του Μαρξ σε τρία αλληλένδετα θέματα: τη μελλοντική ενότητα του κόσμου, την ερμηνεία των διακρατικών σχέσεων, τη ρωσοφοβία. Κι εδώ, ο Κώστας διασκεδάζει αναδεικνύοντας την απόσταση ή, καλύτερα, την αντίθεση ανάμεσα στον Μαρξ και τους μαρξιστές-λενινιστές.
Με μια αναμφισβήτητη οξυδέρκεια, ο Μαρξ προέβλεψε την επέκταση σε ολόκληρο τον πλανήτη της δυτικής τεχνικής, την αναπόδραστη συγκρότηση μιας πλανητικής οικονομίας. Την έβλεπε να έχει ήδη πραγματωθεί, τη στιγμή που, εκείνη την εποχή, μόνο οι απαρχές της ήταν ορατές. Κατήγγελλε τα εγκλήματα, τις βιαιότητες του βρετανικού ιμπεριαλισμού, που τότε κυριαρχούσε. Αλλά αδιαφορούσε για τα απελευθερωτικά κινήματα. Αυτός ο ιμπεριαλισμός συνέβαλλε σε ένα αναγκαίο ιστορικό έργο, την καταστροφή του ασιατικού τρόπου παραγωγής. Οι Άγγλοι και ο καπιταλισμός έφερναν μαζί τους την πρόοδο, ανέτρεπαν την υπνώττουσα ζωή των χωριών και τη στενοκεφαλιά των εθνικών οικονομιών.
Η καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή καθιστά πρωταρχικό συμφέρον την πώληση του προϊόντος: αρχικά, χωρίς να επιτίθεται, φαινομενικά, στον ίδιο τον τρόπο παραγωγής (αυτή υπήρξε, για παράδειγμα, η πρώτη επίπτωση του παγκόσμιου καπιταλιστικού εμπορίου σε λαούς όπως οι Κινέζοι, οι Ινδοί, οι Άραβες κ.λπ.), ενώ, στη συνέχεια, αποκτώντας ρίζες, καταστρέφει όλες τις δυνάμεις της εμπορευματικής παραγωγής, που στηρίζονται είτε στην προσωπική εργασία των παραγωγών είτε στην απλή πώληση του πλεονασματικού προϊόντος. Ξεκινά γενικεύοντας την παραγωγή εμπορευμάτων, εν συνεχεία, μετατρέπει, σταδιακά, κάθε εμπορευματική παραγωγή σε καπιταλιστικό προϊόν.
Σε αυτό το απόσπασμα του Κεφαλαίου, συναντάμε το επίθετο καπιταλιστικός: στην πραγματικότητα, ούτε ο όρος καπιταλισμός ούτε ο όρος ιμπεριαλισμός (με την έννοια που τους έδωσε ο Λένιν) ανήκουν στο λεξιλόγιο του Μαρξ.
Φυσικά, γνωρίζει και καταδικάζει (ηθικά) την εκμετάλλευση, τις υπερβάσεις που διαπράττουν οι κατακτητές. Αλλά δεν συνδέει την αποικιακή επέκταση με μια συγκεκριμένη φάση του καπιταλισμού. Στη σκέψη του Μαρξ, συγκεντρώνονται πολλές θεωρίες, όλες χαρακτηριστικές του 19ου αιώνα: σαινσιμονιστικός μυστικισμός για τον σιδηρόδρομο (ή τα κανάλια), φορέα της παγκόσμιας αδελφοσύνης, μαντσεστεριανή πίστη στις ειρηνευτικές αρετές του εμπορίου, αντι-αποικιακή ιδεολογία των Άγγλων ριζοσπαστών, επαναστατική πίστη στον προλεταριακό διεθνισμό. Όλες αυτές οι οπτικές, εν μέρει σύμφωνες με την πορεία της ιστορίας, εν μέρει ουτοπικές, συνθέτουν στο σύνολό τους μια προοπτική για το μέλλον, η οποία, δυστυχώς, διαψεύστηκε σε κάποιες μείζονες πλευρές της.
Η νικηφόρα πορεία της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής δια μέσου των ηπείρων πραγματοποιείται ακόμα μπροστά στα μάτια μας. Υπάρχει μια παγκόσμια αγορά η οποία, για πρώτη φορά, δεν εντάσσεται σε μία αυτοκρατορία. Αλλά, την ίδια στιγμή που γεννιόταν η παγκόσμια αγορά, τα έθνη επίσης γεννώνταν ή αναγεννώνταν. Σε αυτό το ζήτημα, οι Μαρξ και Ένγκελς δεν υπήρξαν τυφλοί αλλά μονόφθαλμοι· μάλλον, θα έπρεπε να πω πως η όρασή τους είχε θολώσει. Ποτέ δεν υπήρξαν ευαίσθητοι απέναντι σε αυτό που αποκαλούμε αυτοδιάθεση, ή δικαίωμα των λαών να διαθέτουν τον εαυτό τους. Παρέμειναν πιστοί σε μία έννοια, που προέκυψε πιθανώς από τον γερμανικό ιστορισμό και τον Χέγκελ, την έννοια των ιστορικών εθνών που δικαιούνται να συμμετέχουν, μέσα από το κράτος τους, στην παγκόσμια ιστορία. Στα μάτια τους, η Πολωνία και η Ουγγαρία διέθεταν αυτόν τον τίτλο τιμής· οι Τσέχοι, αντιθέτως, εξεδιώχθησαν ανεπιστρεπτί από τον παράδεισο. Σε αυτή τη διάκριση ανάμεσα στους λαούς οφείλονται οι περίεργες κρίσεις που εξέφρασαν οι Μαρξ και Ένγκελς πάνω στα γεγονότα της εποχής τους. Απέναντι στην εξέγερση των βαλκανικών πληθυσμών, ενάντια στην οθωμανική Αυτοκρατορία, ένιωθαν μόνο περιφρόνηση, και δεν τσιγκουνεύτηκαν τους σαρκασμούς εις βάρος τους.
Ο αναγνώστης θα βρει ένα απόσπασμα από κείμενο του Ένγκελς, του 1852, που αναδεικνύει τη φιλοσοφία, κοινή και στους δύο ιδρυτές του μαρξισμού, την αντίδρασή τους στο κίνημα των εθνοτήτων:
Έθνη που δεν είχαν ποτέ δική τους ιστορία, τα οποία, από τη στιγμή που άγγιξαν το επίπεδο του στοιχειώδους πρωτοβάθμιου πολιτισμού, βρέθηκαν ήδη κάτω από έναν ξένο ζυγό, ή τα οποία δεν έφτασαν καν σε αυτόν τον βαθμό παρά μόνο μέσα από μια ξένη κυριαρχία, αυτά τα έθνη δεν έχουν ζωτικότητα και δεν θα πετύχουν ποτέ την απόλυτη ανεξαρτησία. Αυτή υπήρξε η μοίρα των Σλάβων της Αυστρίας. Η Βοημία και η Μοραβία ανήκουν οριστικά στη Γερμανία ενώ η Σλοβακία μένει στην Ουγγαρία. Πως θα μπορούσε να γίνει ανεξάρτητο αυτό το έθνος, αφού δεν υπάρχει από ιστορική άποψη; Το ίδιο ισχύει και για τους Σλάβους του νότου. Που είναι το ιστορικό παρελθόν των Σλοβένων, των Δαλματών, των Κροατών, των Σλοβάκων; Πιστεύει κανείς ότι μπορεί, με ξεσκισμένα κουρέλια λαών, να κατασκευάσει ένα εύρωστο, ανεξάρτητο, βιώσιμο κράτος;
Την ίδια περίπου εποχή, ιδού ακόμα μια εύγλωττη δήλωση:
Ο δυτικός πολιτισμός διαδόθηκε από τη Δύση προς την Ανατολή· δεν θα σταματήσει παρά μόνο την ημέρα που η γερμανοποίηση θα έχει αγγίξει τα όρια μεγάλων εθνών, συμπαγών και ακέραιων, ικανών για μια ανεξάρτητη εθνική ύπαρξη, όπως είναι οι Ούγγροι και, σε κάποιον βαθμό, οι Πολωνοί· κατά συνέπεια, αυτό είναι το φυσικό και αναπόφευκτο πεπρωμένο αυτών των ετοιμοθάνατων εθνών, να αφήσουν δηλαδή να ολοκληρωθεί η διαδικασία διάλυσης και απορρόφησής τους από ισχυρότερους γείτονες.
Οι Μαρξ και Ένγκελς, λοιπόν, δεν αποδέχονται την αρχή αυτών των εθνοτήτων παρά μόνο προς χάριν της καταγραφής τους. Δεν έχουν όλοι οι λαοί δικαίωμα σε μια ανεξάρτητη ύπαρξη· επιπλέον, μετά την επανάσταση, ο προλεταριακός διεθνισμός θα ξεπεράσει τα εθνικά πάθη και μίση. Τέλος, θεωρήσεις, που θα χαρακτηρίσουμε Realpolitik, καθορίζουν και, κατά τη γνώμη μας, παραμορφώνουν την κρίση. Ο Μαρξ αντιμετωπίζει τη νίκη του Ναυαρίνου (την εκμηδένιση του τουρκικού στόλου) σαν μια πραγματική «καταστροφή», μια τερατώδη πράξη «δολιότητας». Χωρίς ενδοιασμούς, θυσιάζει τους Έλληνες μπροστά στη διάσωση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως αντίβαρου στη Ρωσία.
Όλοι γνωρίζουμε τη ρωσοφοβία του Μαρξ, που ερμηνεύεται από τον τυραννικό χαρακτήρα της τσαρικής Αυτοκρατορίας. Σίγουρα απεχθάνεται τον αυταρχισμό της Μόσχας και, σαν αντιστάθμισμα, υποστηρίζει, χωρίς δισταγμό, τον τουρκικό στρατό απέναντι στους εξεγερμένους Έλληνες. Αλλά η ρωσοφοβία οφείλεται επίσης στην απειλή που αντιπροσωπεύει για τη Δύση η ισχύς και, ακόμα περισσότερο, ο επεκτατισμός της Ρωσίας. Η αναχαίτιση της ρωσικής επέκτασης είναι «απόλυτης προτεραιότητας». «Σε αυτό συμπίπτουν τα συμφέροντα της επαναστατικής δημοκρατίας και της Αγγλίας». Έτσι, ο προφήτης της προλεταριακής επανάστασης μαστίγωνε την αδυναμία και τη δειλία των δυτικών ηγετών, που δεν είχαν συναίσθηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων των τσάρων. Ο καθένας ας ερμηνεύσει με τον τρόπο του τις ιερεμιάδες των Μαρξ και Ένγκελς ενάντια στα «κατακτητικά όνειρα» και τα «σχέδια παγκόσμιας κυριαρχίας» αυτής της «βάρβαρης δύναμης, της οποίας η κεφαλή βρίσκεται στην Αγία Πετρούπολη αλλά τα χέρια της τα συναντάμε σε όλα τα υπουργεία της Ευρώπης».
Μια τελευταία παρατήρηση: ο Μαρξ και ο Ένγκελς σχολιάζουν και ερμηνεύουν τις διεθνείς σχέσεις με τον τρόπο όλων των ιστορικών της εποχής τους. Αν και, περιστασιακά, αναφέρονται στο εμπόριο και τα οικονομικά συμφέροντα, αναλύουν τις σχέσεις και τις αντιπαλότητες ισχύος και εθνικού συμφέροντος. Η εξέλιξη της Ευρώπης πραγματοποιείται, κατ’ ουσίαν, στο περιθώριο της επέκτασης της εμπορευματικής παραγωγής ή, στη γλώσσα μας, του καπιταλισμού. Η διπλωματία του παρελθόντος επιβιώνει, άθικτη, στην αυγή της παγκοσμιοποιημένης ιστορίας: η Ευρώπη πέθανε εξ αιτίας της, θύμα των δύο πολέμων του αιώνα μας.
***
Τα άρθρα, που στην πλειοψηφία τους έχουν δημοσιευτεί στο Contrat social, χρονολογούνται από τη δεκαετία του 60, μεταξύ 1961 και 1968. Ο Μπόρις Σουβάριν εμψύχωνε αυτήν την επιθεώρηση υψηλού πνευματικού επιπέδου και την εξέδιδε με τη φροντίδα που έδειχνε σε όλες τις δραστηριότητές του. Ξένο προς τις παρισινές μόδες, φτωχό, το Contrat Social δεν άγγιζε το ευρύ κοινό αλλά διέθετε ένα αναμφισβήτητο κύρος στους κύκλους της διανόησης. Δεν αγνοήθηκε ούτε περιφρονήθηκε. Ο Κώστας δεν είχε την αίσθηση ότι υπονόμευε τη διάδοση των ιδεών του επιλέγοντας αυτό το βήμα. Σίγουρα, συνεργάστηκε ευχαρίστως με έναν άνθρωπο που θαύμαζε. Ένιωθε οικεία μέσα σε μια ομάδα φίλων που μοιράζονταν τις πεποιθήσεις του και εκφράζονταν στο ίδιο στιλ με αυτόν.
Ομάδα μάχης, έλεγαν εδώ κι εκεί, εκείνη την εποχή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά τα άρθρα, αν και μεταγενέστερα από τον λόγο που εκφώνησε ο Ν.Σ. Χρουστσώφ στο 20ό Συνέδριο, συνέβαλλαν στην αναγκαία απομυθοποίηση. Τα εγκλήματα του Στάλιν ομολογήθηκαν, αναγνωρίστηκαν, αλλά η κριτική του σταλινισμού σταματούσε συχνά στην καταγγελία της προσωπολατρίας· η κριτική του λενινισμού δεν έβγαινε έξω από στενούς κύκλους. Για τους «γκουρού» και τους οπαδούς τους της δεκαετίας του 60, η φράση του Ζ.Π. Σαρτρ, «ο μαρξισμός, αξεπέραστη φιλοσοφία της εποχής μας», προφερόταν με λατρεία, αντί να απορρίπτεται με ένα ξέσπασμα γέλιου. Σε μια τέτοια ιστορική συγκυρία γράφτηκαν αυτά τα άρθρα.
Το ζήτημα δεν ήταν τόσο να αποτοξινωθούν οι οπιομανείς όσο να προχωρήσει παραπέρα η ερμηνεία αυτού που ο Μ. Κολλινέ είχε αποκαλέσει Η τραγωδία του μαρξισμού. Σε αντίθεση με τους νέους φιλοσόφους, που δεν εκτιμούσε καθόλου και οι οποίοι κατέκτησαν το Παρίσι δέκα χρόνια αργότερα, έθεσε την εργασία του στην υπηρεσία της υπόθεσής του. Όχι βρισιές ούτε καταγγελίες· όχι στη θανατική καταδίκη, που απαγγέλλεται από την κορυφή του Σινά ή του Ολύμπου· η ανάλυση των κειμένων, η ιστορία των ιδεών, η ανάδειξη των σφαλμάτων με τις ενίοτε καταστροφικές συνέπειες. Καθένα από αυτά τα δοκίμια, που έβγαινε από μία τεράστια τεκμηρίωση, περιείχε την ύλη ενός μικρού βιβλίου. Γιατί προτίμησε, άραγε, αυτή τη μορφή, των άρθρων, που είναι ταυτόχρονα πλούσια σε ουσία και εύκολα στην ανάγνωση; Δεν ξέρω ν’ απαντήσω· εκείνο που ξέρω με βεβαιότητα είναι πως ο Κώστας αγνοούσε πλήρως τη φιλολογική στρατηγική, τις στροφές και τις παρακάμψεις, μέσα από τις οποίες οι ανυπόμονοι αποκτούν, με την εύνοια των ΜΜΕ, μια εύθραυστη και εφήμερη διασημότητα. Δεν ήταν ένας άνθρωπος των μίντια αλλά ένας άνθρωπος της ελληνικής αγοράς*. Σε έναν στενό χώρο, σε μια πόλη που είχε αναδείξει γύρω του, ο Κώστας συνέχιζε, με απόλυτη ελευθερία, ατελείωτους διαλόγους.
Από τα λόγια του, αυτό το βιβλίο απανθίζει μονάχα ένα θραύσμα – τον αγώνα του, κατά τη δεκαετία του 60, υπέρ και κατά του Μαρξ, κατά των μαρξιστών. Και ακριβώς επειδή διεξήγαγε αυτόν τον αγώνα με επιχειρήματα, με αποδείξεις, αυτά τα κείμενα, που βοήθησαν τόσους αναγνώστες του να δουν καθαρά μέσα τους και μέσα στον κόσμο, διατήρησαν το νόημά τους, τη νεότητά τους. Κείμενα μάχης ίσως, εξ αιτίας της γαλλικής συγκυρίας, αλλά πάνω απ’ όλα κείμενα ενός ιστορικού-φιλόσοφου, των οποίων οι εξωτερικές συνθήκες καθόρισαν τη χρονολογία αλλά όχι το περιεχόμενο. Ο αναγνώστης θα τα διαβάσει αποκομίζοντας το ίδιο όφελος σήμερα όπως και χθες, σάμπως ο Κώστας, ζώντας ανάμεσά μας, να είχε γράψει μόλις χθες αυτές τις σελίδες, ξανασχεδιάζοντας την πορεία του Μαρξ, από την οντολογία των παραγωγικών δυνάμεων μέχρι την προλεταριοποίηση των αγροτών.
***
Αναρωτήθηκα συχνά γιατί ο Κώστας είχε τέτοια εμμονή με τον Μαρξ και τον μαρξισμό. Θαύμαζε τον ίδιο τον Μαρξ, το έχω ήδη πει, αλλά παραμερίζει, με κάποια περιφρόνηση, τις αναζητήσεις του νεαρού Μαρξ, πραγματεύεται με ειρωνεία την οντολογία των παραγωγικών δυνάμεων, περιορίζει τη σημασία των σχημάτων ιστορικής ερμηνείας, που αποτελούν τη μείζονα συνεισφορά του Μαρξ στην επιστήμη. Δεν μπορεί να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους «πρώην»: βρέθηκε με τους κομουνιστές στην Αντίσταση και θεραπεύτηκε αμέσως από κάθε πειρασμό. Από ιδιοσυγκρασία, παρέμεινε ένας άνθρωπος της αριστεράς· «ναι, έλεγε αστειευόμενος, αν θέλετε, είμαι οπαδός του Αρόν, αλλά όχι δεξιός».
Ίσως, το μυστικό της γοητείας που άσκησε επάνω του ο Μαρξ να βρίσκεται στην εισαγωγή της θαυμάσιας συλλογής σχολιασμένων κειμένων που δημοσίευσε με τον τίτλο Ο Μαρξ και οι μαρξιστές. Γράφει:
Ο Προμηθέας και ο Λούσιφερ, γράφει, αυτά τα δύο προσωπεία του ρομαντικού εξεγερμένου, συνοδεύουν τον Μαρξ σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ήδη, στα πρώτα του κείμενα, βλέπουμε να δοξάζεται ο Προμηθέας και να εγγράφεται στην πρώτη σειρά των «μαρτύρων και αγίων της φιλοσοφίας». Αλλά και ο Πειρασμός αναφέρεται σε ένα από τα νεανικά ποιήματά του. Εμφανίζεται με τα ρομαντικά χαρακτηριστικά ενός άγριου μουσικού, που αρνείται να υμνήσει την αρμονία της δημιουργίας και δεν επιθυμεί τίποτε άλλο από το να διαπεράσει με το ξίφος του τις ψυχές. Ο Θεός, λέει, δεν αγαπά την τέχνη και δεν την τιμά· η τέχνη τρέφεται από τους ατμούς της κόλασης και εμπνέεται από τον Διάβολο. Το «μελαχρινό παλληκάρι της Τρεβ», όπως είχαν αποκαλέσει τον Μαρξ ο Ένγκελς και ο Έντγκαρ Μπάουερ, θα φέρει, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, το ίχνος των ερωτοτροπιών του με το Κακό: αυτό το σκληρό φως, αυτά τα κακεντρεχή, σαρδόνια χαρακτηριστικά, συνειδητά βλάσφημα, αυτοί οι γιγαντιαίοι σαρκασμοί, που διαπερνούν αιφνιδίως την πρόζα του Μαρξ, ακόμα και η ενίοτε σκοτεινή τόλμη και μεγαλοσύνη των κεραυνοβόλων αποστροφών του, πηγάζουν από μια προμηθεϊκή εχθρότητα απέναντι στην τάξη των αδυσώπητων θεών που τους είδε θρονιασμένους πάνω σε έναν Όλυμπο ατιμίας.
Ο Κώστας, θα μου πουν οι φίλοι του, βρίσκεται στους αντίποδες αυτού που οι οικείοι του αποκαλούσαν Μεφιστοφελή. Ο Κώστας ήταν όλος καλοσύνη και ο Μαρξ ήταν κακός – ακόμα και απέναντι στον φίλο του, που του εξασφάλιζε τα μέσα για να ζει και να γράφει το έργο του. Παρόλα αυτά, ο Κώστας ένιωθε ένα είδος συμπάθειας, ακόμα και συνάφειας, γι’ «αυτόν τον ξεροκέφαλο, τρελό, γοητευτικό άνθρωπο, που ανάβλυζε έναν καταστροφικό οίστρο, και που δεν αγαπούσε τίποτε άλλο έξω από την ελευθερία του και την ύπαρξή του σαν αιώνιος περιπλανώμενος φοιτητής». Ο Κώστας ήταν κι αυτός ένας αιώνιος φοιτητής, ελεύθερος επίσης από κάθε κοινωνικό δεσμό, αλλά, σε αντίθεση με τον Μαρξ, μετά τον Προμηθέα, θα τοποθετούσε την Αθηνά και όχι τον Διάβολο. Χωρίς τη σοφία της νόησης, που μπορεί να καταλήξει η εξέγερση ενάντια στους θεούς αν όχι στον μηδενισμό και την τυραννία;
Οι μελέτες πάνω στον Μαρξ και τον μαρξισμό, κάτω από το πέπλο της πολυμαθούς έρευνας, εμπνέονται από την αγωνιώδη συνείδηση της εποχής μας. Δεν σταμάτησε να καταγγέλλει τη μεταμόρφωση του Προμηθέα σε θεό-προστάτη της κοινωνίας του ψεύδους – μεταμόρφωση για την οποία ο Μαρξ δεν υπήρξε ούτε εντελώς αθώος αλλά ούτε και ο μόνος υπεύθυνος.
Παρίσι 1983
[1] Έτοιμα για εκτύπωση (Σ.τ.μ.)
[2] Σε μια σύντομη σημείωση, στην πίσω όψη ενός άρθρου, ο Κώστας φαίνεται να ενέτασσε το άρθρο «Τάξη και κόμμα» στο κεφάλαιο το αφιερωμένο στις τάξεις.
[3] «Λέει τα πράγματα με το όνομά τους», σύμφωνα με τον Μύθο του Λαφονταίν, για τον αγρότη του Δούναβη ο οποίος, μπροστά στη ρωμαϊκή Σύγκλητο, αποκάλυψε τη φύση του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού (σ.τ.μ.).
[4] Καθολικός δεσμός (σ.τ.μ.).
[5]Δανείζομαι αυτές τις γραμμές από τον πρόλογο που έγραψε ο Κώστας στηνCritique de l’État hégélien (Κριτική του χεγκελιανού κράτους), Παρίσι, 10/18, 1977.
[6] Βλ. τον πρόλογο του Κώστα στην Κριτική του χεγκελιανού κράτους, ό.π.
[7] Λατινική έκφραση του καθολικισμού, που υποδηλώνει την τυφλή υπακοή – να υπακούς σαν ένα πτώμα (σ.τ.μ.).
*Το κείμενο αποτελεί εισαγωγή στον πρώτο τόμο του έργου Μαρξ και Μαρξισμός, Οντολογία και Αλλοτρίωση, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Η εργογραφία του Κώστα Παπαϊωάννου