Αρχική » Εκκλησία, Γρηγόριος Ε΄ και Φιλική Εταιρεία

Εκκλησία, Γρηγόριος Ε΄ και Φιλική Εταιρεία

από Γιώργος Καραμπελιάς

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ οδηγείται στην αγχόνη | Wikipedia

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Φιλική Εταιρεία, Ήταν ώριμη η Επανάσταση; Εναλλακτικές Εκδόσεις 2019, σσ. 109-116.

Παρότι, ήδη από την εποχή των Ορλωφικών, η πρωτοβουλία των επανα­στα­τικών διαβημάτων δεν ανήκει πλέον στην Εκκλησία, εν τούτοις, η συμμετοχή της αποτελούσε προϋπόθεση για την επιτυχία τους, όπως εμφαίνεται και από τη συμμετοχή κληρικών στη  Φιλική Εταιρεία: Σύμφωνα με κατάλογο που συνέταξε ο Π. Γεωργαντζής[1]., από το σύνολο των 195-200 αρχιερέων του οθωμανικού κράτους, είχαν μυηθεί στη Φ.Ε. 81 αρχιερείς, πάνω από το τρίτο του συνολικού αριθμού, ενώ 73 επώνυμοι αρχιερείς έλαβαν ενεργό μέρος στις διάφορες φάσεις του απελευθερωτικού αγώνα.

Και αν ακόμα θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η ακρίβεια αυτών των δεδομένων, που συνάγονται από ποικίλες πηγές, παραμένει γεγονός πως, σύμφωνα με τον ατελή κατά­λογο των βεβαιωμένων, γνωστής ιδιότητας, 911 μελών της Εταιρείας, συμπεριλαμβάνονταν 85 κληρικοί κάθε βαθμίδας (9,5% του συνόλου) και ξεπερνούσαν σε αριθμό τους στρατιωτικούς (78 άτομα και 8,7% του συνόλου)[2]. Συμμετοχή τέτοιας έκτασης ανατρέπει ένα μανιχαϊκό σχήμα αντιπαράθεσης Εκκλησίας και επαναστατικού κινήματος, σύμφωνα με το οποίο η ορθόδοξη Εκκλησία εμφανίζεται ως το αντίστοιχο της καθολικής ιεραρχίας κατά τη γαλλική Επανάσταση!

Μεταξύ των καταγεγραμμένων μελών περιλαμβάνονται δεκαεπτά επίσκοποι και μητρο­πολί­τες[3], γι’ αυτό και ο σφοδρός αντίπαλός τους, Γιάννης Σκαρίμπας,σημειώνει πως η Εταιρεία «στο κόλπο είχε μυήσει όλους σχε­­δόν τους παλαιοελλαδίτες κοτζαμπάσηδες και προπαντός τους δεσποτάδες»[4]. Μάλιστα, ο Ξάνθος, στα Απομνημονεύματά του, υποστηρίζει πως στην Εταιρεία είχε μυηθεί και ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, το 1818, από τον Ιωάννη Φαρμάκη, στο Άγιο Όρος, πριν από την τρίτη Πατριαρχία του[5]. Ο Ιωάννης Φιλήμων, για το ίδιο γεγονός, αναφέρει ότι ο Γρηγόριος «δὲν ἠ­θέ­λη­σε νὰ ὁρ­κο­μω­τή­σῃ» πα­ρ’ όλο που δή­λω­σε πως «ἐ­μέ­να μ’ ἔ­χε­τε ποὺ μ’ ἔ­χε­τε» [6].

Ὁ Φαρμάκης ὡμολόγει μετέπειτα ὅτι ἠθέλησε νὰ κατηχήσῃ εἰς τὴν Ἑταιρείαν τὸν ἐξόριστον τότε εἰς τὸ ὅρος τοῦ Ἄθωνος Γρηγόριον πατριάρχην. Ὅτι ὁ σεβάσμιος οὗτος Γέρων ἔδειξεν εὐθὺς ζωηρότατον ἐνθουσιασμὸν ὑπὲρ τοῦ πνεύματος τῆς Ἑταιρείας ηὐχήθη ἐκ καρδίας καὶ λέγων «Ἐμένα μ’ ἔχετε ποὺ μ’ ἔχετε», δὲν ἠθέλησε καὶ νὰ ὁρκομωτήσῃ, … παρετήρησεν ὅτι ἂν ἀνακαλυφθῇ ποτὲ εἰς τὰ βιβλία τῆς Ἑταιρείας τὸ ὄνομά του, θέλει διακινδυνεύσει ὁλόκληρον τὸ ἔθνος, τοῦ ὁποίου προεῖχε πάντοτε, ἀπὸ τὴν τύραννον ἐξουσίαν.

Πάντως, ο Δημήτριος Θέμελης, απεσταλμένος του Υ­ψηλάντη στα νησιά του Αιγαίου για να προετοιμάσει την Επανάσταση, «κα­τέ­βη εἰς Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν (5 Δε­κεμ­βρί­ου 1820), ὅ­θεν ἔ­λα­βε ἔγ­γρα­φα συ­στα­τι­κὰ πα­ρὰ τοῦ Νι­κο­λά­ου Μου­ρού­ζη, Δι­ερ­μη­νέ­ως τῆς Ἄ­σπρης Θα­λάσ­σης, καὶ τοῦ Πα­τριά­ρχου Γρη­γο­ρί­ου, διὰ νὰ κρύ­ψῃ οὕ­τω τὸ πνεῦ­μα τῆς ἀ­πο­στο­λῆς του» [7]. Στην «αυτόγραφη συστατική επιστολή» του, ο Γρηγόριος σύστηνε τον Δ. Θέμελη στους αρχιερείς και τους πρόκριτους των νησιών του Αιγαίου και τους προέτρεπε να τον υποδεχτούν θετικά, «συντελοῦντες τὸ κατὰ δύναμιν εἰς τὰς διευθετήσεις τῶν ὑποθέσεών του». Από την επιστολή δε που είχε λάβει ο Θέμελης από τον δραγουμάνο του στόλου, Νικόλαο Μουρούζη, «προκύπτει» και καθίσταται «βέβαιο» ότι ο Μουρούζης «βοήθησε στην οργάνωση του αγώνα»[8].

Ήδη ο Ι. Φιλήμων προβληματιζόταν για το αν ο πατριάρχης και ο Μουρούζης γνώριζαν όντως τον πραγματικό λόγο της περιοδείας του Θέμελη στα νησιά του Αιγαίου[9]: «Τά­χα καὶ ὁ Πα­τριά­ρχης καὶ ὁ Μου­ρού­ζης ὑ­πε­κρί­νον­το ἢ ἠ­γνό­ουν τὸ κύ­­ριον πνεῦ­μα τῆς ἀ­πο­στο­λῆς τοῦ Θέ­με­λη; Καὶ ὁ Δι­καῖ­ος κα­τα­­βαί­­νων εἰς τὴν Πε­λο­­πόν­­νη­σον ἔ­λα­βε συ­στα­τι­κὰ ἐκ μέ­ρους τοῦ Πα­τριά­ρχου ὡς ἀποστελ­λό­με­νος Ἔξαρχος».

Ο Ν. Ζαχαρόπουλος, μάλιστα, φθάνει να αμφισβητεί τη γνησιότητα της συγκεκριμένης επιστολής, διότι αποδεικνύει μια άμεση σχέση του Γρηγορίου με τη Φιλική, την οποία θεωρεί απίθανη. Αφού παρατηρήσει πως η συγκεκριμένη επιστολή μοιάζει με εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι Φιλικοί για τις μεταξύ τους μυστικές συνεννοήσεις, σημειώνει  πως είναι «άξιον παρατηρήσεως» ότι η επιστολή του πατριάρχη μνημονεύει και τη συστατική επιστολή που είχε δώσει στον Θέμελη και ο Νικόλαος Μουρούζης, «όπερ δεικνύει ότι επιχειρείται να φανούν ενεργούντες ἀπὸ κοινού… Βεβαίως τούτο σημαίνει ότι ο πατριάρχης όχι μόνον απλώς υποστηρίζει ενεργώς τους Φιλικούς, αλλ’ ότι ευρίσκεται και εις την κορυφήν της διοικήσεως της Εταιρείας» γεγονός που «γεννά την υποψίαν περί μη γνησιότητος του κειμένου τούτου»[10]. Και όμως, σε επιστολή του Θέμελη προς τον Ξάνθο, με ημερομηνία 12 Ιανουαρίου 1821, ο Θέμελης τον ενημερώνει ότι παρέλαβε τα «συστατικά» από το «Γεώργιον Γραμματικόν», δηλαδή από τον αρχιγραμματέα του Πατριαρχείου και Φιλικό, Γεώργιο Αφθονίδη. Και, προς ενημέρωση του Ξάνθου, παραθέτει στην επιστολή του, αυτούσια, και τα δύο «συστατικά» γράμματα, του Ν. Μουρούζη και του Γρηγόριου Ε΄ αντίστοιχα[11].

Εξάλλου, σύμφωνα με τον Φιλήμονα, ο Γρηγόριος εθεωρείτο φιλορώσος και «συνωμότης» κατά της οθωμανικής κυριαρχίας από το 1800. Γράφει: «Κολακεύουν οἱ Ρῶσσοι τοὺς Ἕλληνας, συνιστῶντες ὑπὸ τὴν ὑπηρεσίαν των καὶ Σώματα Ἑλληνικὰ διὰ μέλλοντας σκοπούς. Συγχρόνως ἀνα­βαί­νουσι τοὺς Θρόνους τῆς μὲν Δακίας ὁ Κων. Ὑψηλάντης καὶ ὁ Ἀλέξ. Μουρούζης, τῆς δὲ Μ. Εκκλησίας ὁ Γρηγόριος, ὅλοι Ρωσσίζοντες. Εἰς χειρόγραφον Ἡμερολόγιον τοῦ 1800 εἴδομεν συνφωνίαν τινὰ μεταξὺ τῶν τριῶν τούτων περὶ τῆς ἐπαναστάσεως τῆς Ἑλλάδος, διὰ τοῦ κινήματος τῆς Σερβίας. Τὸ σχέδιον τοῦτο, ἄν ὑπῆρξε, θεωρεῖται καθ’ ὑπαγόρευσιν ξένην»[12].

Πάντως, αδιαμφισβή­τητα μέλη της Φιλικής υπήρξαν, στον άμεσο περίγυρο του πατριάρχη, ο Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, ο Μέγας Δραγου­μάνος, Κωστάκης Μουρούζης, ο Γεώργιος Αφθονίδης (1789­-1867), «μέγας γραμματεύς και πρωτέκδικος» του Πατριαρχείου Κωνσταν­τινουπόλεως, ο οποίος μυηθείς από τον Ξάνθο το 1819[13]. O Γ. Κεκαυμένος παραθέτει και μια ενδιαφέρουσα συνηγορία, από έναν συγγραφέα ο οποίος έχει διακριθεί μάλλον για τα φιλοοθωμανικά του αισθήματα (και θεωρείται άλλωστε η βασική πηγή για την άρνηση της ύπαρξης του κρυφού σχολειού[14]). Γράφει ο Μανουήλ Γεδεών[15]: «Ο Αφθονίδης «συνεργ[άστηκε] στενῶς μετὰ τοῦ πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄ εἰς τὸ ἔργον τῆς ἑλληνικῆς παλιγγενεσίας». Ο Αφθονίδης, μάλιστα, ως πεθερός του Κων/τίνου Παπαρρηγόπουλου, θα πληροφορήσει τον εθνικό μας ιστορικό για τις σχέσεις του ίδιου του Πατριάρχη με την Εταιρεία. Διαβάζουμε πράγματι στην «Ιστορία»[16]: «Εντός ολίγων ετών η εταιρεία […] περιέλαβε συνεργούς τους εγκριτωτάτους του έθνους άνδρας, τον πατριάρχην Γρηγόριον, πολλούς ιεράρχας…».

Τέλος, σε επιστολή του Γρηγορίου, την 28η Δεκεμβρίου 1820, προς τον επίσκοπο Σαλώνων, Ησαΐα (1778-1821), γράφει να φυλάγεται «περὶ πᾶν διά­βημα, οἱ γὰρ χρόνοι πονηροὶ εἰσὶ καὶ οἱ ἐν τοῖς φιλο­πάτριδαις ἐστὶ καὶ πονηρὰ ζύμη»:

Ἡ του Πα­παν­δρέ­α πρᾶ­ξις πα­τρι­ω­τι­κὴ μὲν τοῖς γι­νώ­σκου­σι τὰ μύ­χια, κα­τα­κρί­νου­σι δὲ οἱ μὴ εἰ­δό­τες τὸν ἄν­δρα. Κρύ­φα ὑ­πε­ρα­σπί­ζου αὐ­τόν, ἐν φα­νε­ρῷ δὲ ἄ­γνοι­αν ὑ­πο­κρί­νου… Ἰ­δί­α πρά­ϋ­νον τὸν Βε­ζύ­ρην λό­γοις καὶ ὑ­πο­σχέ­σε­σιν ἀλ­λὰ μὴ πα­ρα­δο­θή­τω εἰς λέ­ον­τος στό­μα. Ἄ­σπα­σον σὺν τοῖς ἐ­μαῖς εὐ­χαῖς τοὺς ἀν­δρεί­ους ἀ­δελ­φούς, προ­τρέ­πων εἰς κρυ­ψί­νοι­αν διὰ τὸν φό­βον τῶν Ἰ­ου­δαί­ων. Ἀν­δρω­θή­τω­σαν ὥ­σπερ λέ­ον­τες καὶ ἡ εὐ­λο­γί­α τοῦ Κυ­ρί­ου κρα­τυ­νεῖ αὐ­τούς, ἐγ­γὺς δὲ ἐ­στὶ τοῦ Σω­τῆ­ρος τὸ Πά­σχα[17].

Αν αυτή η επιστολή δεν αρκεί ίσως για να αποδειχθεί αδιαμφισβήτητα πως ο Γρηγόριος Ε΄ ήταν μέλος της Εταιρείας, όπως υποστηρίζει ο Ξάνθος, ωστόσο δεν αφήνει αμφιβολία ότι γνώριζε την ύπαρξή της και φρόντιζε να καλύπτει τα μέλη της. Ο Σαλώνων Ησαΐας, τον Ιανουάριο του 1821, συναντήθηκε στην Κων/πολη με Φιλικούς, αλλά και με τον πατριάρχη, για να επιστρέψει και να κηρύξει την Επανάσταση στα Σάλωνα, την 27η Μαρτίου, και να γνωρίσει τραγικό θάνατο, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, στις 23 Απριλίου.

Προστατευόμενος του Πατριάρχη ήταν και ο Δημητσανίτης συμπατριώτης του, Π. Πατρών Γερμανός (1771-1826)–τον είχε ακολουθήσει στη Σμύρνη ως μητρο­πολίτη και εν συνεχεία στην Πόλη– που είχε μυηθεί στην Φ.Ε. από το 1818 και, στη συνέλευση της Βοστίτσας, προσπάθησε να αποτρέψει την έκρηξη της Επανάστασης πριν επιβεβαιωθεί η θετική στάση της Ρωσίας[18].

Ο Κεκαυμένος παραθέτει και μια σειρά από άλλες μαρτυρίες και έγγραφα, ανάμεσά τους και τις απόψεις πολλών ξένων ιστορικών. Ο T. Gordon, το έργο του οποίου διακρίνεται για την ακρίβεια και την αξιοπιστία του, αποδέχεται ότι ήταν πιθανό να συμμετείχε ο Γρηγόριος στην προετοιμασία της Επανάστασης:

Δεν τολμούμε να διαβεβαιώσουμε πως ο πατριάρχης και τα μέλη της Συνόδου ήταν απόλυτα αθώοι της συνωμοσίας κατά του κράτους. Αντίθετα, έχομε λόγους να πιστεύουμε ότι ο Γρηγόριος γνώριζε την ύπαρξη της Εταιρείας και ότι μερικοί από τους ιεράρχες ήταν βαθιά πλεγμένοι στις μηχανορραφίες της[19].

Ο Γερβίνος (G.G. Gervinus) αναφέρει πως ο Γρηγόριος έκανε ομιλίες με τις οποίες απέτρεπε τους Έλληνες από την Επανάσταση. «Ταυτόχρονα όμως», σημειώνει ο ίδιος ιστορικός[20], ο πατριάρχης «έγραφε επιστολές υπέρ των φιλικών και στους αποστόλους τους έδινε συστατικά γράμματα για τον κλήρο. Οι Τούρκοι υπουργοί ισχυρίσθηκαν αργότερα πως, σε έντεκα επιστολές του προς τους Πελοποννήσιους συνωμότες, έχουν πρόχειρες τις αποδείξεις της ενοχής του».

Σύμφωνα με τον Mendelssohn-Bartholdy, ο Γρηγόριος «από τα βάθη της καρδιάς του συμπαθούσε την Επανάσταση και τους ίδιους τους αφορισμένους, … είχε δώσει στους Φιλικούς συστατικά γράμματα και, κρυφά, πολλές φιλικές νουθεσίες»[21]. Αλλά και ο Φίνλεϋ συνομολογεί πως ο Πατριάρχης «εγνώριζεν ότι μεγάλη συνωμοσία Ορθοδόξων υπήρχε και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όπως πλείστοι των συμπολιτών του, επίστευεν ότι η Ρωσσία θα έρριπτε την αιγίδα της επί των επαναστατών». Θεωρεί μάλιστα φυσιολογική αντίδραση των Τούρκων τη θανάτωσή του: «Ανέλαβε σφαλεράν θέσιν ως Πατριάρχης… Θανατώσας αυτόν ο Σουλτάν Μαχμούτης έπραξε σύμφωνα με τους νόμους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας…»[22].

Και όμως, παρά τον τραγικό θάνατο του Πατριάρχη, παρά τη θανάτωση και άλλων σημαινόντων ιεραρχών (Διονύσιος Καλλιάρχης, Εφέσου, Δωρόθεος Πρώιος, Αδριανουπόλεως κ.ά.), παρά την πληθώρα των σχετικών μαρτυριών, πρωτογενών και δευτερογενών, οι εθνοαποδομητές ιστορικοί αντιπαραθέτουν την Εκκλησία όχι μόνο με τον διαφωτισμό αλλά και με την Επανάσταση. Επί παραδείγματι, ο  Βασίλης Κρεμμυδάς, υποστηρίζει πως «…το Πατριαρχείο… τάχθηκε με το μέρος της αντεπανάστασης… όταν ήρθε η ώρα να συμβάλει στην επιτυχία της Επανάστασης του δικού της έθνους, πήρε το μέρος του σουλτάνου…». Αυτός ο τελευταίος εξαπέλυσε διώξεις κατά της Εκκλησίας, με εκατόμβες θυμάτων, και πρώτον τον Πατριάρχη, από «λανθασμένη εκτίμηση» και εσφαλμένη κοσμοθεωρητική οπτική:

Γιατί ο σουλτάνος δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι για τον ελληνισμό… η διαφορά στην πίστη είχε πάψει προ πολλού να συνιστά την κύρια αντίθεση με τον κατακτητή… Σ’ αυτές τις λογικές και τις αντίστοιχες συμπεριφορές του σουλτάνου είναι εύκολο να ανακαλύψουμε το λόγο που τον έκανε να οδηγήσει στην αγχόνη τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ (Πάσχα 1822), έναν ιδεολογικό σύμμαχό του στην πραγματικότητα[23].

Και συνεχίζει: «τότε που η κύρια αντίθεση κατακτητή και κατακτημένου ήταν η πίστη, δεν είχαν εμφανιστεί οι οικονομικές και κοινωνικές ανατροπές των τελευταίων 50 χρόνων και η εθνική συνείδηση ήταν ανύπαρκτη ή στα σπάργανα». Οδηγείται δε σε μια τέτοια στρέβλωση διότι αντιπαραθέτει την ελληνική εθνική συνείδηση με την ορθοδοξία, με την οποία, στην πραγματικότητα, ταυτίζεται για αιώνες. Ας δούμε πώς περιγράφει τον ρόλο της Εκκλησίας στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας:

Η νομιμοποίηση του κοινωνικού ρόλου της Εκκλησίας ήταν αποκλειστικά συναρτημένη με τις συνθήκες της κατάκτησης αλλά, ως τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα, η Εκκλησία παρέμενε κοινωνικά αδρανής, γιατί η εξουσία της δεν αντλούνταν από την κοινωνία αλλά από το σουλτάνο και το Θεό[24].

Η Εκκλησία παραμένει «κοινωνικά αδρανής», η δε νομιμοποίησή της δεν σχετίζεται καν με την οργάνωση του γένους των Ελλήνων, με την ίδια την επιβίωσή του απέναντι στους εξισλαμισμούς, με την εκπαίδευσή του, με τη διαμόρφωση του κοινοτικού του ήθους. Όχι, «άλλωστε, οι υπόδουλοι −όχι μόνο οι Έλληνες− ήταν πιστοί απευθείας στον Θεό, χωρίς τη μεσολάβηση της Εκκλησίας[25]». Και όμως, η σχέση με το ιερό, από τις απαρχές του πολιτισμού, διαμεσολαβείται, θα λέγαμε συγκροτείται, από τις οργανωμένες θρησκείες και δεν είναι ποτέ αποκλειστικά ατομική. Ακόμα και η γαλλική Επανάσταση θα οργανώσει συλλογικές γιορτές για την εφήμερη λατρεία του Υπερτάτου Όντος. Πόσο μάλλον στην ορθοδοξία, και μάλιστα σε συνθήκες δουλείας, όπου η οργάνωση του θρησκευτικού γεγονότος ρυθμίζει το σύνολο της ζωής, ακόμα και την παραγωγή[26] – η σπορά, ο θερισμός, τα ταξίδια των μαστοροσυντεχνιών συναρτώνται με θρησκευτικά γεγονότα και εορτές. Και το ίδιο συμβαίνει και με τα μεγάλα «πολιτικά» γεγονότα: η ίδια η ίδρυση της… Φιλικής Εταιρείας θα πραγματοποιηθεί συμβολικά την ημέρα του Σταυρού, το 1814, ο όρκος των Φιλικών αρχίζει με την επίκληση στον «ἀληθινὸ Θεό», ενώ η έναρξη της Επανάστασης του ’21 θα συνδυαστεί με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.  Στην Α΄ Εθνοσυνέλευση, της Επιδαύρου, την 1η Ιανουαρίου 1822, τονίζεται:«Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστὸν εἰσὶν Ἕλληνες», ενώ, στη δεύτερη Συνέλευση, του Άστρους, όπου ψηφίζεται το πλήρες Σύνταγμα, επαναλαμβάνεται επί λέξει η ίδια διατύπωση το αυτό θα συμβεί και στο τελικό επαναστατικό Σύνταγμα της Τροιζήνας, του Μαΐου του 1827, στο άρθρο 6[27]:

6. Ἕλληνες εἶναι:  α. Ὅσοι αὐτόχθονες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρα­τεί­ας πι­στεύ­ου­σιν εἰς Χρι­στόν. β. Ὅ­σοι ἀ­πὸ τοὺς ὑ­πὸ τὸν Ὀ­θω­μα­νι­κὸν ζυ­γὸν πι­στεύ­ον­τες εἰς Χρι­στόν, ἤλ­θαν καὶ θὰ ἔλ­θω­σιν εἰς τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴν Ἐ­πι­κρά­τειαν.

Εδώ τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο σαφή: Έλληνες αναγνωρίζονται οι αυτόχθονες και οι «ετερόχθονες» Χριστιανοί της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και όμως, ο ιστορικός κ. Κρεμμυδάς, προκειμένου να θεμελιώσει το ιστορικό ανοσιούργημα της ανυπαρξίας εθνικής συνείδησης πριν από την ίδια την Επανάσταση, δεν αρκείται στην «κοινωνικά αδρανή» Εκκλησία αλλά χρειάζεται την ίδια τη σύγκρουσή της με την Επανάσταση, ώστε να στοιχειοθετηθεί η διαφωτιστική γενεαλογία του εθνικού φαινομένου. Αυτή η επίθεση στην Εκκλησία, που φτάνει στην ανοικτή διαστρέβλωση και παραθεώρηση της ιστορικής αλήθειας, δεν αποτελεί μια απλή ιδεοληψία του συγγραφέα είναι απαραίτητη ώστε να μπορέσει να κατασκευαστεί το σχήμα μιας ελληνικής εθνικής συνείδησης που διαμορφώνεται μετά τη γαλλική Επανάσταση. Διότι, εάν όντως η ελληνική εθνική συνείδηση συγκροτείται σε αντιπαράθεση με την ορθοδοξία, τότε καθίσταται θεμιτή και η μετατροπή των ελάχιστων αντικληρικαλικών ή αντικληρικών κειμένων σε ορόσημα για τη «δημιουργία» εθνικής συνείδησης. Όπερ έδει δείξαι: ούτε συνέχεια του ελληνισμού υπάρχει ούτε σχέση με το Βυζάντιο και την αρχαιότητα· πρόκειται απλώς για μια αντανακλαστική, παράγωγη της Δύσης, επανάσταση, παρακολούθημα της γαλλικής.


[1] Πέτρος Γεωργαντζής, Οι αρχιερείς και το Εικοσιένα, Ξάνθη 1985, σ. 216 για τη συμμετοχή κληρικών στην Επανάσταση,  βλ. του ιδίου, Η Εκκλησία κατά το 1821, Ξάνθη 2002.

[2] Γ. Φράγκος, «Φιλική Εταιρεία», στο ΙΕΕ, ΕΑ, τ. ΙΑ΄, σ. 432.

[3] G.D. Frangos, Τhe Philike Etaireia, ό.π., τ. Ι, σ. 229.

[4] Γιάννης Σκαρίμπας, Το Εικοσιένα και η αλήθεια, Κάκτος, Αθήνα 1995, τ. Α΄, σ. 66.

[5] Εμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα…, σ. 127 Τ. Βουρνάς, Φιλική Εταιρεία, ό.π., σ. 160.

[6] Ι. Φιλήμονος, ΔΙΦΕ,σσ. 202-203.

[7] Φιλήμονος, ΔΙΦΕ,ό.π., σ. 332  βλ. Γιώργος Κεκαυμένος, O Γρηγόριος Ε΄ και η επανάσταση του 1821, ΕΕ, Αθήνα 2019, σσ. 87-91. [Το βιβλίο παραθέτει με επάρκεια τα βασικότερα στοιχεία για τη σχέση του Γρηγόριου Ε΄ με τη Φιλική και την Επανάσταση.] Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, Ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία, ό.π., σσ. 270 και φωτογραφία του αυτογράφου στη σ. 201.

[8] Β. Β. Σφυρόερας, «Οι Δραγομάνοι του Στόλου. Ο Θεσμός – οι Φορείς», ΕΜΕ 14 (1964), σ. 172. Το κείμενο της επιστολής στο Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, Ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία, ό.π., σημ. 269, σ. 270 (αρ. 48) φωτογραφία του αυτογράφου σσ. 199-200.

[9] Φιλήμονος, ΔΙΦΕ,ό.π., σ. 332 Αρχείο Εμ. Ξάνθου, ΙΕΕΕ, 2002, τ. 3, αρ. εγγρ. 1821/13.

[10] Ν.Γ. Ζαχαρόπουλος, Γρηγόριος Ε΄, Σαφής Έκφρασις της Εκκλησιαστικής Πολιτικής επί Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 125, σημ. 169  βλ. Γ. Κεκαυμένος, ό.π., σσ. 87-91.

[11] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 2002, τ. 3, σσ. 27-29 (αρ. εγγρ. 1821/13).

[12] Φιλήμονος, ΔΙΦΕ,σ. 101.

[13] Α. Γριτσόπουλος, λήμ. «Αφθονίδαι», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τ. 3, στ. 510.

[14] Βλ. Γ. Καραμπελιάς, 1821, Η παλιγγενεσία, ΕΕ 2015, σσ. 391-396, 456-458.

[15] Βλ. Μ. Γεδεών, λήμ. «Ἀφθονίδης. 1) Γεώργιος», Ελευθερουδάκη Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τ. 2 [1927], σ. 728 Γ. Κεκαυμένος, ό.π., σ. 76.

[16] Κ. Παπαρρηγόπουλος, ΙΕΕ, τ. 6.1, Ελευθερουδάκης, Αθήνα 61932, σ. 7.

[17] Βλ. Μιχαήλ Καλινδέρης, Χαρίσιος Μεγδάνης (1768-1823), EEEE, Αθήνα 21992, πρόλογος του Σερβίων και Κοζάνης Δημητρίου, σσ. 15-16 Δημ. Παπαδήμος, Ησαΐας, ο επίσκοπος Σαλώνων και η Μονή Οσίου Λουκά στην Επανάσταση του 1821, Αθήνα 1969.

[18] Παλαιών Πατρών Γερμανός, Απομνημονεύματα περί της Επαναστάσεως της Ελλάδος, 1820-1823, Αθήναι 1823, φωτοτυπική ανατύπωση από τη Β΄ έκδοση, Αθήνα 1976.

[19] Ε. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, «Αγγλόφωνες Πηγές και Πρώιμη Ιστοριογραφία για την Ελληνική Επανάσταση», στο Ιστοριογραφία και Πηγές για την Ερμηνεία του 1821, Α´ Συνέδριο της Εκκλησίας της Ελλάδος, Δομή – Αρχονταρίκι: Αθήνα 2013, σ. 102 Θ. Γόρδων (μτφρ. Α. Παπαδιαμάντη), Ιστορία της Ελληνικῆς Επαναστάσεως, τ. 1, ΜΙΕΤ 2015, σ. 281.

[20] Γ. Γ. Γερβίνος, Ιστορία της Επαναστάσεως , τ. 1, Αθήνα 1864, σ. 224.

[21] Κάρολος Μένδελσων Βαρθόλδη, Ιστορία της Ελλάδος από της εν έτει 1453 Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, μτφρ. Αγγ. Βλάχου, τ. Α΄, Αθήνα-Κων/πολη 1873, σημ. 131, σ. 293.

[22] Γ. Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (μτφρ. Αλεξ. Παπαδιαμάντη), ΙΒΕ, Αθήνα 2008, σσ. 235-236.

[23] Βλ. Βασίλης Κρεμμυδάς, Από το Σπυρίδωνα Τρικούπη στο σήμερα. Το Εικοσιένα στις νέες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις [Εισαγωγικός τόμος στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Σπυρίδωνα Τρικούπη],ΙΒΕ, Αθήνα 2007, σσ. 32, 42-43, 66.

[24] Β. Κρεμμυδάς, Από το Σπυρίδωνα…, ό.π., σ. 43.

[25] Β. Κρεμμυδάς, Από το Σπυρίδωνα…, ό.π., σ. 32.

[26] Ι.Μ. Χατζηφώτης, Η καθημερινή ζωή των Ελλήνων στην Τουρκοκρατία, Παπαδήμας, Αθήνα 2008, σσ. 79-90, 243-273, 305-337.

[27] Βλ. Αλέξανδρος Σβώλος, Τα ελληνικά Συντάγματα 1822-1975/1986, Η συνταγματική ιστορία της Ελλάδος, Στοχαστής, Αθήνα 21998, σσ. 107, 122, 136.

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Βασιλική Τσιρώνη 25 Μαρτίου 2025 - 12:06

Κύριε Γιώργο Καραμπελιά
Συγχαρητήρια για την προσφορά σας.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ