Εναλλακτικές Εκδόσεις, 336 σελίδες
Στο δοκίμιο μου για τη Φιλική Εταιρεία (από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις) δεν επιμένω αποκλειστικά στις λεπτομέρειες της συγκρότησης της Εταιρείας των Φίλων, αλλά επιχειρώ να διερευνήσω πριν από όλα την ωριμότητα και την επικαιρότητα του επαναστατικού διαβήματος του ’21, τέτοιο που το σχεδίασε και το πυροδότησε η επαναστατική οργάνωση. Το έργο αναπτύσσεται σε τρία μέρη:
Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται διαγραμματικά η διαδρομή του σκλαβωμένου γένους και οι επαναστατικές απόπειρες που κατέληξαν στην Εταιρεία και την Επανάσταση, από τον Κροκόνδειλο Κλαδά έως τον Ρήγα Βελεστινλή και από τον Διονύσιο φιλόσοφο έως το Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο.
Το δεύτερο μέρος αφορά στην οργάνωση της Εταιρείας, τον αρχικό πυρήνα της, τα μέλη της και την κοινωνική και γεωγραφική τους προέλευση. Αναπτύσσεται ιδιαίτερα το ζήτημα των διαφορετικών τάσεων και συνιστωσών της επαναστατικής οργάνωσης, έκφραση και αντανάκλαση της κοινωνικής και χωροταξικής συγκρότησης του υπόδουλου Ελληνισμού. Από τον άγνωστο Κωνσταντίνο Ράδο, που έριξε πρώτος την ιδέα της συγκρότησης της εταιρείας, μέχρι την ελλείπουσα ηγεσία της, τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Παρότι η Εταιρεία θα ιδρυθεί από κοινωνικά και ιδεολογικά ριζοσπαστικά στοιχεία, εμμέσως τουλάχιστον πνευματικούς απογόνους του Ρήγα Βελεστινλή, η επιτυχία της θα στηριχτεί στον συνδυασμό δύο παραμέτρων: την αταλάντευτη επαναστατική βούληση και ταυτόχρονα τη συνείδηση πως ένας εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας θα πρέπει να συμπεριλάβει το σύνολο των δυνάμεων του γένους. Η σύνθεση ριζοσπαστικότητας και ευρύτητας αποτέλεσε το θαύμα της Φιλικής και το κατόρθωμα των πρωτεργατών της.
Στην περίπτωση της Φιλικής Εταιρείας την αρχική πρωτοβουλία θα πάρουν «οι κατεστραμμένοι εμποροϋπάλληλοι», και θα ακολουθήσουν οι έμποροι, οι ναυτικοί, οι στρατιωτικοί, οι προεστοί, οι κληρικοί, οι Φαναριώτες και οι λόγιοι που θα ξεσηκώσουν τις μεγάλες μάζες του λαού –κατ’ εξοχήν την αγροτιά– χωρίς τις οποίες καμιά επαναστατική απόπειρα δεν θα μπορούσε να τελεσφορήσει και οι οποίες ήταν έτοιμες να δεχτούν το μήνυμα της Επανάστασης.
Και επειδή η συγκρότηση της Φιλικής Εταιρείας αναιρεί το σχήμα της έκρηξης της Επανάστασης ως της αποκλειστικής συνέπειας της επέκτασης του δυτικού Διαφωτισμού και των ιδεών του– θα καταδικαστεί μάλλον σε αποσιώπηση από μια ορισμένη αποδομητική ιστοριογραφία. Καθόλου τυχαία, μάλιστα, σε όλη την ιστορική περίοδο της μεταπολίτευσης, θα δημοσιευτούν ελάχιστες νέες μελέτες για τη Φιλική Εταιρεία, παρά την πληθώρα της βιβλιοπαραγωγής της σχετικής με την άμεση προεπαναστατική περίοδο, ενώ δεν θα υπάρξει ούτε μια διδακτορική μελέτη σε ελληνικό πανεπιστήμιο, και η μοναδική γνωστή διατριβή, εκείνη του Γεωργίου Φράγκου, θα γραφτεί στην Αμερική το 1970!
Το τρίτο και τελευταίο μέρος αφορά στο κεντρικό ζητούμενο της πραγμάτευσής μας, την ίδια τη βασιμότητα του επαναστατικού διαβήματος. Οι Έλληνες έπρεπε να προβούν στην κήρυξη της Επανάστασης ή, αντίθετα, θα έπρεπε να περιμένουν την ωρίμανση των συνθηκών, όπως συμβούλευε ο «σοφός Κοραής» και οι περισσότερες κεφαλές του γένους;
Στο Παράρτημα του βιβλίου παρατίθενται ορισμένα από τα σημαντικότερα τεκμήρια του επαναστατικού σχεδιασμού της Εταιρείας, καθώς και κάποιες από τις διακηρύξεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη που φωτίζουν τις ιδεολογικές κατευθύνσεις της, ενώ έχουν διαμορφωθεί και ορισμένοι πρωτότυποι χάρτες και διαγράμματα για την κοινωνική σύνθεση και τη γεωγραφική εξάπλωσή της.
Αρχικώς παρατίθενται τα τρία βασικά κείμενα του επαναστατικού σχεδιασμού: Το «Σχέδιον Γενικόν» αφορά τον προγραμματισμό του συνολικού εγχειρήματος· το «Μέγα Σχέδιον» ή «Σχέδιον Μερικόν» διερευνά τη δυνατότητα και προτείνει τα μέσα για την οργάνωση ενός κινήματος στο ελλείπον κέντρο του ελληνισμού, την Κωνσταντινούπολη, κάτι που έχει μείνει σχετικά άγνωστο και το οποίο ο Αλέξανδρος Υψηλάντης θεωρούσε ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στη Φιλική Εταιρεία. Τέλος, το «πολεμικόν Σχέδιον Σάββα» (υπογεγραμμένο από τον Σάββα Καμινάρη Φωκιανό) αφορά τον σχεδιασμό των επαναστατικών κινήσεων στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στη Σερβία.
Εν συνεχεία παρουσιάζονται δύο από τις διακηρύξεις-επιστολές του Αλεξάνδρου Υψηλάντη που φωτίζουν ιδιαίτερα τις ιδεολογικές κατευθύνσεις του εγχειρήματος: η πρώτη επιστολή, την 1η Σεπτεμβρίου 1820, προς τους προκρίτους και τους καπετάνιους των ναυτικών νησιών, κατ’ εξοχήν εκείνους της Ύδρας, πραγματεύεται διά μακρών την αντιπαλότητα των Ελλήνων με τους Εγγλέζους, καταδεικνύοντας την εξαιρετική οξυδέρκεια και το πολιτικό αισθητήριο της επαναστατικής ηγεσίας. Οι αιτίες αυτής της θεμελιώδους εχθρότητας κατά των Ελλήνων συνίστανται στο ότι η Αγγλία βλέπει στους Έλληνες τον μεγάλο δυνητικό ανταγωνιστή της στην Ανατολική Μεσόγειο, γι’ αυτό και θα κάνει ό,τι μπορεί για να εμποδίσει την παλιγγενεσία των Ελλήνων. Διότι ήδη οι Έλληνες ναυτικοί και έμποροι είχαν αποσπάσει μεγάλο μέρος του εμπορίου της ευρύτερης περιοχής. «Αὐτὴ (η Αγγλία) καὶ τώρα θεωρεῖ τὸν ἐπαυξάνοντα ἀριθμὸν τῶν ἐμπορικῶν ἡμῶν πλοίων μὲ ὄμματα ζηλότυπα καὶ φθονερά».
Η δεύτερη επιστολή προς τους προκρίτους και τα μέλη της Εταιρείας στο σύνολο των νησιών του Αιγαίου καλεί τους Έλληνες να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις και να εγκαταλείψουν την «ματαία(ν) ἐκείνη(ν) πρόληψι(ν), ὅτι ποτὲ μόνοι μας δὲν ἐμποροῦμεν νὰ ἐλευθερωθῶμεν, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσμένωμεν ἀπὸ ξένους τὴν σωτηρίαν μας».
Το παράρτημα κλείνει με το γνωστότερο κείμενο, την επαναστατική προκήρυξη «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος» του ΑλέξανδρουΥψηλάντη, στις 24 Φεβρουαρίου 1821, με την οποία εγκαινιάστηκε η Επανάσταση από το επαναστατικό στρατόπεδο του Ιασίου και η οποία είχε συνταχθεί από τον Γεώργιο Κοζάκη-Τυπάλδο.
Σήμερα, στα πλαίσια της γενικευμένης απογοήτευσης που κατατρύχει τους Έλληνες, αρκετοί αμφισβητούν την επιλογή της επαναστατικής οδού και υποστηρίζουν πως υπήρξε αρνητική για τον ελληνισμό. Όμως η ακύρωσή της θα είχε, άραγε, τις ευεργετικές συνέπειες που προεξοφλούνται ή, αντίθετα, θα είχε αρνητικές επιπτώσεις, με άδηλες συνέπειες για το μέλλον; Πάντως, ο βαθύτατος διχασμός ως προς την ακολουθητέα στρατηγική, που συνεχιζόταν μέχρι το 1922– θα αφήσει ανολοκλήρωτο το όραμα της Φιλικής να απελευθερώσει το σύνολο του ελληνισμού. Για τον Δημήτριο Βικέλα, τον άνθρωπο που αναβίωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, μια στρατηγική αναμονής θα ήταν αδιέξοδη και κινδύνευε να οδηγήσει τους Έλληνες να καταστούν «ὑποτελεῖς δυνάμεως ἑτέρας». Δεν διευκρινίζει αν αναφέρεται στη Ρωσία ή στην Αγγλία: πάντως, και «ἤθελον συναπολέσει μετὰ τῆς ἐλπιζομένης ἀνεξαρτησίας καὶ τὴν ἐθνικὴν ἴσως αὐτῶν αὐθυπαρξίαν». Ενώ παράλληλα, «οἱ ἐν τῇ ἑλληνικὴ χερσονήσῳ παρείσακτοι ξένοι λαοί, προχωροῦντες πρὸς τὰ ἑλληνικὰ παράλια», κινδύνευαν να «περιορίσωσι τὰς μελλούσας τοῦ Ἑλληνισμοῦ διεκδικήσεις». Για όλους αυτούς τους λόγους ο Βικέλας, θα απορρίψει διαρρήδην ως καταστροφική την λογική της αναμονής και θα εμμείνει αντίθετα στη στρατηγική του απελευθερωτικού αγώνα, στη στρατηγική της Φιλικής: «Ἔθνη κλίνοντα τὸν αὐχένα εἰς τὴν δουλείαν, καὶ μόνην διέξοδον ζητοῦντα ἐν τῇ διαφθορᾷ τῶν κυρίων των, δὲν εἶναι ἄξια τῆς ελευθερίας. Ἡ ἀναγέννησις τῆς Ἑλλάδος δὲν ἔπρεπε νὰ γίνῃ, δὲν ἠδύνατο νὰ γίνῃ διὰ πασάδων χριστιανῶν. [ ] Ἡ ἐλευθερία ἔπρεπε νὰ ἀνακτηθῇ ὡς ἀνεκτήθη, διὰ τῆς σπάθης καὶ διὰ θυσιῶν ἀκαταλογίστων.»
Πράγματι, η «σπάθη» και «θυσίες ακαταλόγιστες» αποτέλεσαν το θεμέλιο της ελευθερίας των Ελλήνων. «Θυσίες ακαταλόγιστες» συνιστούν το θεμέλιο της Φιλικής Εταιρείας, την οποία ξεκίνησαν λίγοι άσημοι «εμποροϋπάλληλοι» της Οδησσού για να βάλουν φωτιά στην οθωμανική Αυτοκρατορία και στην ευρωπαϊκή τάξη της Ιεράς Συμμαχίας. Και, καθώς κλείνουν διακόσια χρόνια από τότε, οι Έλληνες βρίσκονται και πάλι μπροστά σε ανάλογα διλήμματα.