Ένα χαμένο βομβαρδιστικό στην καρδιά της Σαχάρας αποκαλύπτει τα μυστικά του.
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από τη Ρήξη φ.111
Τον Απρίλη του 1943, με τον B’ ΠΠ να μαίνεται στην Ευρώπη, ένα αμερικάνικο βομβαρδιστικό Β 24 Λιμπερέιτορ, με το παρατσούκλι «Lady be good», απογειώθηκε από τη Βεγγάζη της Λιβύης και εξαφανίστηκε μυστηριωδώς μετά από μια αποτυχημένη αποστολή εναντίον της Νάπολης. Το αεροπλάνο χάθηκε απλώς μαζί με το πλήρωμά του χωρίς να υπάρξει ουδεμία αναφορά για κάποια πιθανή κατάρριψή του από εχθρικά πυρά ή μηχανική βλάβη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η ανθρώπινη ζωή υποχωρεί σε αξία και, εξίσου απλά, τα εννέα μέλη του πληρώματος χαρακτηρίστηκαν «αγνοούμενοι, πιθανώς νεκροί».
Δ εκαπέντε ολόκληρα χρόνια αργότερα, τον Μάη του 1958, κατά τη διάρκεια μιας αναγνωριστικής πτήσης πάνω από τη νότια Λιβύη, μια ομάδα ειδικών στις γεωτρήσεις πετρελαίου εντόπισε ένα καλοδιατηρημένο Β 24 στην καρδιά της ερήμου, 708 χλμ. από τη Βεγγάζη, τον αρχικό προορισμό του αγνοούμενου αεροπλάνου. Αρχικά, κανείς δε συνέδεσε το αεροπλάνο της ερήμου με το χαμένο «Lady be good», καθώς το σχέδιο πτήσης του δευτέρου απείχε εκατοντάδες χλμ από το σημείο που κειτόταν το ανευρεθέν κουφάρι. Ωστόσο, η από ξηράς αυτοψία του αεροσκάφους απέδειξε ότι όντως αυτό ήταν το αεροσκάφος-φάντασμα και η ανακάλυψη του χαμένου πληρώματος, δύο χρόνια αργότερα, έριξε φως σε μια ασύλληπτα τραγική ιστορία, τόσο ανθρώπινου θάρρους και επιμονής όσο και απίστευτης ατυχίας.
Κατ’ αρχάς, η ανακάλυψη του αεροπλάνου, τόσα χρόνια μετά τον πόλεμο και σε τόσο απομακρυσμένο σημείο της βορείου Αφρικής, προκάλεσε το άμεσο ενδιαφέρον και απογείωσε τη φαντασία του αμερικανικού Τύπου και κοινού. Οι συγγενείς των μελών του πληρώματος απαιτούσαν να μάθουν τι είχαν απογίνει τα αγαπημένα τους πρόσωπα και η κυβέρνηση των ΗΠΑ συνειδητοποίησε πως μόνο μια γιγαντιαία επιχείρηση ανεύρεσης των αγνoούμενων αεροπόρων θα ικανοποιούσε το κοινό αίσθημα. Έτσι, η καυτή πατάτα αφέθηκε στα χέρια της Υπηρεσίας Ταφής του αμερικανικού στρατού και το χρήμα άρχισε να ρέει. Η 3μηνη έρευνα κόστισε εκατομμύρια δολάρια και συγκέντρωσε στη μέση της ερήμου εκατοντάδες εθελοντές, στρατιωτικούς και ειδικούς κάθε είδους, οι οποίοι μεθοδικά και συστηματικά ερεύνησαν μια περιοχή 15 χιλιάδων τετραγωνικών χλμ. με αεροπλάνα, ελικόπτερα και τζιπ. Οι ερευνητές βρήκαν προσωπικό εξοπλισμό, αντικείμενα και σημάδια του πληρώματος κατά μήκος μια νοητής γραμμής πορείας προς τα ΒΔ, αλλά απέτυχαν να βρουν το ίδιο το πλήρωμα και η έρευνα εγκαταλείφθηκε τον Οκτώβρη του ’59. Παραδόξως, η τύχη είναι αποτελεσματικότερη από τη μεθοδικότητα και μόλις ένα χρόνο μετά το πέρας της αμερικανικής έρευνας, μια ομάδα Καναδών γεωλόγων έπεσε κατά λάθος πάνω στα υπολείμματα πέντε μελών του πληρώματος του Β 24. Τα πτώματα των αεροπόρων είχαν βρεθεί 140 χλμ. μακριά από το αεροπλάνο, στα νότια όρια της «θάλασσας του Καλάνσιο», μιας απέραντης περιοχής με αμμόλοφους και δίπλα τους υπήρχε διάσπαρτος εξοπλισμός επιβίωσης όπως παγούρια, φακοί, κομμάτια από ύφασμα αλεξιπτώτου κλπ. Παρ’ όλα αυτά, το σημαντικότερο εύρημα ήταν το ευανάγνωστο προσωπικό ημερολόγιο του υποσμηναγού Τόνερ, το οποίο κάλυπτε λεπτομερώς τα γεγονότα από την έναρξη της αποστολής ως το τέλος της ομάδας των πέντε αεροπόρων.
Τα πράγματα φαίνεται πως δεν πήγαν καθόλου καλά από την αρχή για το πλήρωμα του «Lady be good» στην αποστολή 109 της 5ης Απριλίου 1943 εναντίον του λιμανιού της Νάπολης στην Ιταλία. Ήταν ο πρώτος βομβαρδισμός για τον «νέο» πλήρωμα που είχε καταφθάσει από τις ΗΠΑ δύο βδομάδες νωρίτερα και τα προβλήματα άρχισαν από το έδαφος. Για δύο ολόκληρες ημέρες μια αμμοθύελλα είχε ρίξει την ορατότητα στη Β. Λιβύη στο μηδέν και όταν τελικά τα 25 αεροσκάφη απογειώθηκαν και άρχισαν την πτήση προς το στόχο, η άμμος που είχε εισχωρήσει στις σωληνώσεις και τα φίλτρα των κινητήρων έκανε την πλειονότητα των Β 24 να επιστρέψουν στο αεροδρόμιο. Το «Lady be good» ακολουθούσε δύο Β 24 που αναγκάστηκαν να γυρίσουν στη Βεγγάζη και στη συνέχεια έχασε τον υπόλοιπο σχηματισμό και έφτασε πάνω από τη Νάπολη νύχτα, χωρίς τη δυνατότητα αναγνώρισης στόχου και, αφού άδειασε το φορτίο βομβών του στη θάλασσα, άρχισε να επιστρέφει μόνο του στη Λιβύη. Προφανώς, το πλήρωμα ήταν απογοητευμένο και εκνευρισμένο καθώς τόσα πράγματα είχαν πάει στραβά εκείνη την ημέρα και τώρα γύριζαν στη βάση έχοντας χαθεί, χωρίς να έχουν χτυπήσει τον στόχο και μέσα στη νύχτα. Το πιο πιθανόν είναι η εκτεταμένη νέφωση, η σκόνη στον αέρα και ο δυνατός βόρειος άνεμος να παραπλάνησαν τους δύο πιλότους (Χάτον και Τόνερ) και τον πλοηγό Χέιζ και να πέρασαν δίπλα από τη βάση τους χωρίς να δουν τις φωτοβολίδες άφιξης που εκτοξεύονταν από τον πύργο ελέγχου για εντοπισμό του αεροδιαδρόμου. Έτσι, πιστεύοντας ότι πετούν ακόμη πάνω από τη Μεσόγειο, συνέχισαν την πορεία τους προς την ακτή της Λιβύης, την οποία είχαν προ πολλού προσπεράσει. Στην πραγματικότητα, πετούσαν για ώρα πάνω από την έρημο σε μια πορεία ΝΑ 150 μοιρών. Μέσα στο σκοτάδι, από το ύψος των 3 χιλιομέτρων οι αμμόλοφοι φαίνονταν σαν κύματα και όταν οι κινητήρες άρχισαν να σβήνουν ένας ένας, το πλήρωμα μαζεύτηκε στο διαμέρισμα βομβών και εγκατέλειψε το αεροπλάνο από την καταπακτή βομβαρδισμού.
Έφτασαν όλοι σώοι στο έδαφος εκτός από τον βομβαρδιστή, Βοράβκα, το αλεξίπτωτο του οποίου δεν άνοιξε και σκοτώθηκε με την πρόσκρουσή του στο έδαφος. Όσο για το Β 24, για κάποιον ανεξακρίβωτο λόγο συνέχισε την πτήση του και έκανε στον αυτόματο πιλότο μια ομαλή προσγείωση με το σύστημα πέδησης ανασυρμένο 22 χλμ. από το σημείο που το εγκατέλειψε το πλήρωμα. Από κει και πέρα και με το ξημέρωμα της επόμενης μέρας άρχισε μια βασανιστική πορεία προς βορρά, όπου ανέμεναν να βρουν τη βάση και τη σωτηρία τους. Δυστυχώς γι’ αυτούς, βρίσκονταν πάνω από 700 χλμ. μακρύτερα, με ελάχιστο νερό και τροφή και στο έλεος του ακραίου μικροκλίματος της ερήμου.
Τελικά θα κατάφερναν, κάτω από φρικτές συνθήκες αφυδάτωσης, πείνας και κακουχιών από τον αδυσώπητο ήλιο της ημέρας και το δριμύ ψύχος της νύχτας, να καλύψουν 120 χλμ. μέσα σε πέντε ημέρες μέχρι το σημείο που βρέθηκαν τα πέντε πτώματα των υποσμηναγών Χάτον, Τόνερ και Χέιζ και των επισμηνιών Λαμότ και Άνταμς. Το ημερολόγιο του Τόνερ αναφέρει στην εγγραφή της 9ης Απριλίου ότι οι τρεις νεώτεροι και σε κάπως καλύτερη κατάσταση, Ρίπσλιγκερ, Σέλεϊ και Μουρ, αποσπάστηκαν από την ετοιμοθάνατη ομάδα των πέντε για να φέρουν βοήθεια, μια βοήθεια που δεν θα ερχόταν ποτέ. Το πτώμα του Χάρολντ Ρίπσλιγκερ βρέθηκε το 1960, 42 χλμ. από το σημείο των πέντε στην ανατολική πλαγιά ενός αμμόλοφου. Ο Γκάι Σέλεϊ βρέθηκε λίγο μακρύτερα, έχοντας περπατήσει συνολικά 180 ολόκληρα χλμ. ίσως με λιγότερο από έξι καπάκια νερό και μόνο με την πίστη ότι η σωτηρία βρισκόταν στην άλλη πλευρά των αμμόλοφων που εκτείνονταν χωρίς τέλος στον ορίζοντα. Ο Βέρνον Μουρ δεν βρέθηκε ποτέ και μόνο ο Θεός ξέρει αν κατάφερε να περπατήσει ακόμη πιο μακριά, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σώσει τους συντρόφους του. Η ιστορία του πληρώματος του «Lady be good» έχει πλέον περάσει στον αεροπορικό θρύλο ως η επιτομή του πόσο στραβά μπορούν να έρθουν τα πράγματα σε ένα άπειρο πλήρωμα και ίσως μπορεί να συνοψιστεί σε δύο μόνο λέξεις, «καταραμένη τύχη».