του Σ. Παπαγιάννη, από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006
Αυτό το χώμα είναι δικό μας και δικό σας, λέει ο ποιητικός λόγος. Αυτό το κράτος, όμως, δεν είναι ούτε δικό μας ούτε δικό σας, μα υπεράνω όλων μας, ένα κράτος που σαν άνθρωπος έχει διαμορφώσει πια κακό χαρακτήρα και κανείς πολιτικός δεν μπορεί πλέον να του διδάξει το καλό, το αντίθετο μάλλον, όποιος καθίσει μαζί του παίρνει τα χούγια του και γίνεται αγνώριστος. Ο κακός δαίμων του Ελληνισμού είναι λοιπόν το κράτος του, που διαφθείρει τους πολιτικούς που θέλουν να του αλλάξουν πρόσωπο, μα και τους πολίτες του που, από παιδιά, τους ανατρέφει κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. «Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά πέφτει», μας λέει η παροιμία και οι Έλληνες πολίτες, απ’ τη μηλιά του ελληνικού κράτους, πέφτοντας γίνονται μηλαράκια της κακιάς ώρας και του κακού συναπαντήματος.
Το ελληνικό κράτος, λοιπόν, το οποίο συναποτελούν το πολιτικό κύκλωμα των αρχηγικών, οικογενειοκρατικών, πελατειακών κομμάτων, της κομματικής δημόσιας διοίκησης, της λαβυρινθώδους αδικοσκοπούσης και μεροληπτούσης δικαιοσύνης, των διαπλεκομένων ποικιλότροπα οικονομοπολιτικών κοινωνικών κατεστημένων και της προπαγανδιστικής τηλεοπτικής παραπληροφόρησης, συμπεριφέρεται ως ένας συστηματικός νομιμόφρων βιαστής του κοινού περί δικαίου αισθήματος του απλού πολίτη και διαλύτης κάθε προσπάθειας ψυχικής ένωσης-συνεργασίας και αλληλοβοήθειας των πολιτών και των κοινωνικών τάξεων της χώρας για τη δημιουργία μιας καλύτερης κοινωνίας.
Εκείνοι που θέλουν μια καλύτερη κοινωνία δεν έχουν ως τώρα άλλη λύση από το να μεταναστεύσουν. Εκείνοι που δεν έχουν παρά τα χέρια τους για να ζήσουν καλούνται να παραιτηθούν μια για πάντα από την ελπίδα να δημιουργήσουν μ’ αυτά τα χέρια μόνο, χωρίς τις πλάγιες αρετές της καπατσοσύνης και ανεντιμότητος, μια καλύτερη μοίρα. [ ]
Οι Έλληνες που κυκλοφορούν, αν και λίγοι σε σχέση με άλλους λαούς, είναι για τα αστικά οικονομικά κριτήρια πάρα πολλοί και πρέπει να μειωθούν. Αυτό ήδη γίνεται με τη μείωση των γεννήσεων, τη μείωση των γάμων και την επιτεινόμενη διάλυση των υφισταμένων τοιούτων, τη χρόνια μετανάστευση εργατών, φοιτητών, πτυχιούχων και επιχειρηματιών και την έλλειψη επενδύσεων. Το οικονομικό ιδανικό μιας επιχείρησης είναι να μειώνει τους εργάτες της, τα μεροκάματά τους και να επενδύει τα κέρδη της σε όσο πιο προσοδοφόρες επενδύσεις είναι τούτο δυνατόν. Η πολιτική, έτσι, των ελληνικών επιχειρήσεων είναι να μειώνουν τους εργάτες τους, να τους αντικαθιστούν με φθηνότερους ξένους και να επενδύουν τα κέρδη τους στην ξένη, αν δεν μετακινηθούν και οι ίδιες σ’ αυτήν.
Το οικονομικό πρόγραμμα του κράτους, που με τα νέα φιλελεύθερα ιδανικά της οικονομίας πρέπει να ‘ναι πρακτικά απόν απ’ οποιανδήποτε πρωτοβουλία και κοινωνική διαιτησία, περιορίζεται έτσι στο να φορολογεί όποιον βρίσκει μπρος του και να δανείζεται απ’ όπου μπορεί. Η έλλειψη, όμως, κοινωνικής συνοχής, η αποκήρυξη της εθνικής ιδέας και της ηθικής της χριστιανικής κοινωνικής αλληλοβοήθειας χάριν δήθεν της συγκέντρωσης κεφαλαίου και ο διαχωρισμός της λογικής του κεφαλαίου από τη λογική του κοινωνικού σώματος και της κοινωνίας εν συνόλω, οδηγεί τη σύγχρονη Ελλάδα στην πλήρη οικονομική ερήμωση, ηθική αποχαλίνωση, διαφθορά και πολιτική υποκρισία, απάτη και αναλγησία. Οι πάντες στρέφονται πλέον κατά πάντων κι οι πολίτες κλέπτουν αλλήλους με στόχον την επιβίωση αφενός και την επίδειξη πλούτου αφετέρου.
Ο οικονομικός λιμός των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων συμβαδίζει με τον αδηφάγο σκασμό των ανωτέρων, οι ληστές των τραπεζών με τη συστηματική οικονομική ληστεία των τραπεζιτών, η διαφθορά των υπαλλήλων με την διαφθορά των πολιτικών, η ανοχή στη διαφθορά με την ανοχή στην πολιτική υποκρισία κι αυθαιρεσία, την τηλεοπτική κακογουστιά, τον εθνικό ενδοτισμό και εθνικό – ιδεολογικό αποχρωματισμό ταυτόχρονα της κοινωνίας.
[ ] Οι ήρωες μπορούν εκ κεκτημένης ταχύτητος να πολεμούν ακόμη δωρεάν στους αιθέρες, ενώ οι κλέπτες θησαυρίζουν στο έδαφος, η τουρκική αεροπορία να παίζει τον εξ αέρος λαθρομετανάστη, ενώ η τουρκική μαφία τον εξ Έβρου λαθρέμπορο.
Οι ξένοι επιτρέπεται να καταλάβουν ειρηνικά με τη μετανάστευση εργατών και κεφαλαίων την χώρα κι αν όχι άμεσα με τον πόλεμο, λίγο λίγο με στρατιωτικές προκλήσεις και συνεχείς πολιτικές υποχωρήσεις. Στο Αιγαίο συγκρούονται έτσι δύο πολιτικές αντιλήψεις: Η αναχρονιστική της Άγκυρας, που δεν νοεί άλλη οδό κοινωνικής επιβίωσης από αυτήν της εθνικής της συσπείρωσης δια της στρατιωτικής επεκτατικής βίας, και η σύγχρονη των Αθηνών, που είναι πρόθυμη να απεμπολήσει το εθνικό της περιεχόμενο, αν όχι και το κρατικό σχήμα της, να αφήσει κερκόπορτες ανοιχτές για τον οποιονδήποτε, μα και να μπει από πίσω πόρτες η ίδια, για να ομογενοποιηθεί τελικά με όποιον συνευρεθεί πάνω στην ταξική βάση του ενός λαού κι εχθρού του κεφαλαίου. Η κεφαλαιοκρατική, έτσι, οπτική μοιάζει σχεδόν μαρξιστική στην κοσμοθεώρησή της. Το ατυχές για τον Ελληνισμό είναι πως οι γείτονες μας, ως δεν διετέλεσαν πολύ αριστεροί στο παρελθόν, δεν είναι αρκετά κοσμοπολίτες σήμερα, για να ακολουθήσουν τους, προπορευόμενους στην παγκοσμιοποιητική ολοκλήρωση, πνευματικούς φωστήρες των Αθηνών.
Ας είναι όμως. Το υιοθετηθέν από την κεφαλαιοκρατία «σφάξε με αγά, ν’ αγιάσω» και να ολοκληρωθώ ευρωπαϊκά και να καταξιωθώ ειρηνιστικά και αντιρατσιστικά, γνωρίζει το μεσουράνημα της δόξας του και της καταξίωσής του στην ανεκτικότητα και παραπληροφόρηση της ελληνικής κοινής γνώμης. Οι Έλληνες, ως αλληλοσφαγέντες εξ άλλου μόλις πρόσφατα στην ιστορία τους, δεν θα ‘χουν πρόβλημα να σφαγούν άνευ όρων ή να παραδοθούν ως πρόβατα επί σφαγή στους υπό ευρωπαϊκόν εκπολιτισμόν τελούντες γκρίζους λύκους της Άγκυρας. Εξ άλλου, τούτο το κράτος ήταν πάντα τόσο ξένο προς τον Έλληνα, που δεν βρίσκει για ποιο λόγο να το υπερασπισθεί ο κατά τύχην πολίτης του, τα κοινωνικά του θύματα από την μια και οι λυμαινόμενοι αυτό εκμεταλλευτές και προαγωγοί του. Κοινωνική συναίνεση λοιπόν για μη αγώνα των παραδομένων στον δαίμονα του ελληνικού κράτους δουλοπάροικων της νεόκοπης ελληνικής πλουτοκρατίας. Η διάκριση κράτους και έθνους δεν είναι πλέον δυνατή, καθώς το κράτος επεβλήθη πλήρως του ελληνικού έθνους. Η έλλειψη εξ άλλου ελληνικού εθνικισμού αυτό σημαίνει: την πλήρη επικράτηση των κρατικών κατασταλτικών, πλουτοκρατικών και γραφειοκρατικών μηχανισμών επ’ αυτού. Ζήτω λοιπόν όχι πλέον στο ελληνικό έθνος, μα στο υπεράνω αυτού γραικύλον κράτος του, το κράτος που έχει τους πολίτες που αυτό έπλασε, απρόθυμους να αγωνισθούν για μια βραχονησίδα, για ένα πέλαγο γεμάτο πετρέλαια, για μια ιστορία και μια θρησκεία, για μια πατρίδα που τους αντιμετωπίζει ως περαστικούς τουρίστες και υπό μετακίνησιν προσωρινούς, ευκαιριακούς κατοίκους και για ένα κράτος που τους αντιμετωπίζει ως εθνικά βαρίδια που, απορρίπτοντας τα, απογειώνεται.
Εάν, σύμφωνα με τους παραχαράκτες της ιστορίας και απολογητές της επιχειρούμενης αποδόμησης των υφισταμένων εθνών, το κράτος δομεί το έθνος, το ελληνικό κράτος φαίνεται πως έχει δομήσει ήδη, φαινομενικά τουλάχιστον, το γραικύλον ή γραικυλικόν κατ’ εικόνα και ομοίωσίν του νέο νεοελληνικόν έθνος, που είναι πρόθυμο να αποδεχθεί, εκτός από τον από καιρού συντελεσθέντα πολιτικόν ευνουχισμό του, τον εθνικό τοιούτον και τον εδαφικό ακρωτηριασμό του. Η ανεκτικότης και η άνευ ορίων, εν κατακλείδι, ανοχή αποτελεί ταυτόχρονο γνώρισμα τόσο της ελληνικής πολιτείας όσο και του Έλληνα πολίτη σε όλες τις κοινωνικές και πολιτικές εκδηλώσεις τους και τον μεταξύ τους αλληλοεπηρεασμό, τόσο στα κοινωνικά πολιτικά θέματα, όσο και στα εθνικά. Η «επιτυχημένη» μεταδικτατορική κοινοβουλευτική δημοκρατία βασίζεται στην αμοιβαία αυτή ανοχή, που εγγίζει τα όρια της συνενοχής. Όπως το κράτος παραβιάζει «δημοκρατικά» τα γλωσσικά, ιστορικά και πολιτιστικά, εργατικά και εθνικά, ιδιοκτησιακά δικαιώματα του Έλληνα πολίτη, έτσι και η γείτων Τουρκία παραβιάζει «πολιτισμένα», «ευρωπαϊκά», «δυτικά» και νομικίστικα τα εθνικά, ιδιοκτησιακά και ιστορικά δικαιώματα της ελληνικής πολιτείας συναντώντας την ίδια παθητική ανοχή εκ μέρους της πολιτειακής ηγεσίας, που τείνει να λάβει τα χαρακτηριστικά της δόλιας συνενοχής. Η μόνη διαφορά είναι πως η ελληνική ηγετική τάξη δεν είναι θύμα της τακτικής της ανοχής, που η ίδια εξέθρεψεν, αλλά διπλά ένοχος δια το συντελούμενον κατ’ εξακολούθησιν εκ των έξω και εκ των έσω έγκλημα της παραβίασης των δικαιωμάτων του ελληνισμού. Από την παθητική – εθελούσια ποδηγέτησή του στον μονόδρομο της ηθικής, πνευματικής και εθνικής αυτοκτονίας, ο ελληνισμός δεν φαίνεται σήμερον ικανός να σωθεί, διότι δεν έχει, ως το παρελθόν, το 1821 ή το 1923 ακόμη, δυνάμεις για να αναδείξει νέες ηγεσίες και νέα κοινωνική δυναμική.
Η άμεση δημοκρατία ενός λαϊκού κινήματος θα ήταν η μόνη που θα μπορούσε να καλύψει το σημερινό κενό εξουσίας που ζούμε.
Το ζοφερό, όμως, είναι ότι του κενού εξουσίας προηγείται το κενό πνεύματος, που η Ελλάδα νοσεί αστικά – πλουτοκρατικά, έτσι ώστε οι τελευταίοι εναπομείναντες και ατυχώς μη εκχριστιανισθέντες για να εξημερωθούν βάρβαροι της ιστορίας να προθυμοποιούνται μυρίζοντάς το να το αναπληρώσουν. Το πρόβλημα λοιπόν του τουρκικού επεκτατισμού είναι το αποτέλεσμα και όχι το αίτιον του ελληνικού ενδοτισμού και της αστικής νόσου της εθνικής σχιζοφρένειας, που είχε ενστικτωδώς διαγνώσει ο πρώτος μεταδικτατορικός «Ναπολεΐζων» εκ Γαλλίας κομματικός εθνάρχης μας. Εάν η Τουρκία, είχε πει, θέλει να εισέλθει στο τρελοκομείο, πρέπει να την ακολουθήσουμε. Μόνο που στο τρελοκομείον, όχι εκείνου που δεν ξέρει τι γυρεύει, μα εκείνου που δεν ξέρει τι του γίνεται, έχει εισέλθει από καιρόν η Ελλάδα και απ’ αυτό το τρελοκομείο δεν μπορεί να εξέλθει για να εισέλθει στο άλλο της γειτόνου της, που της πουλάει τρέλα, χωρίς να έχει τρελαθεί, ως κινδυνεύουμε εμείς, που έχουμε υποτάξει τη λογική και την ηθική στο συμφέρον και τη σκοπιμότητα και έχουμε διαπλέξει τους κομματικούς διαφθορείς της κοινωνίας με τις νεοταξικές σειρήνες του κεφαλαιοκρατισμού. Το πρόβλημα λοιπόν με τον ελληνισμό είναι πως, αν και προηγηθείς χιλιάδες χρόνια από το νεοελληνικό κράτος, που εκλήθη να τον εκφράσει πολιτειακά, πίπτει εν τέλει σήμερα θύμα του, διαταραγμένος πνευματικά και ηθικά, αυτοευτελισμένος όσο ποτέ στην ιστορία του. Αν η προάσπιση του μετατρεπομένου ανά τετραετία Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων πολιτών, σε ποιους να επαφίεται άραγε η προάσπιση της πολύ σημαντικότερης του συντάγματος εθνικής εδαφικής κυριαρχίας και εθνικής πολιτισμικής ουσίας της πολιτείας μας;
Να, λοιπόν, που τις θεμελιώδεις αυτές αξίες κανένα ελληνικό Σύνταγμα δεν είχε προνοήσει ποτέ πως δύνανται να απειληθούν για να τις προστατεύσει ανάλογα. Αν ο Μεγάλος Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσά του από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη για να απαλλάξει την δημόσια διοίκηση της αυτοκρατορίας του από τους χρόνιους δαίμονές της, ποιος θα απαλλάξει τη σύγχρονη Ελλάδα από την πηγή της αλλοτρίωσής της, την κολοσσιαία, αδηφάγο, μη γνωρίζουσα Θεό και πολίτη, υδροκέφαλο πρωτεύουσά της, που ομφαλοσκοπεί αυτάρεσκα στην καταναλωτική νιρβάνα της; Ποιος αλήθεια μπορεί να αποσείσει το παράσιτο, που επικυριάρχησε επί του ξενιστού του, να σωφρονίσει την αυτοκρατορική άνευ αυτοκρατορίας πόλη, την δημοκρατική άνευ αντιπολίτευσης εξουσία και την απαξιούσα το όνομά της, την ιστορία της και τους νόμους της φύσης, της κοινωνίας και της λογικής, αστική ελληνοσύνη, για να βγουν οι πολίτες της από την άμιλλα της παρακμής και της ατομικής ψυχοπνευματικής εξαθλίωσης;
Είναι δυνατή όμως η παρθενογένεση ηρώων και Θεών ακόμη στο πνεύμα της αστικής διάλυσης και η ανάδειξη αρχηγών στο πνεύμα της γενικής λιποταξίας και λιποψυχίας που κήρυξε η νέα τάξη πραγμάτων;
«Τους ζυγούς λύσατε, λοιπόν, ίνα στον ζυγό περιέλθετε των έξυπνων πτηνών, που από την μύτη πιάνονται επιδιώκοντας τον μοναχικό τους παράδεισο», είναι το σύνθημα της νέας εποχής με τα νέα ζύγια και σταθμά της ηθικής απελευθέρωσης από κάθε δέσμευση του παρελθόντος. Στο ιδεολογικό παραλήρημα της τρελής – ασυνάρτητης, λόγω της ακοινωνησίας των πολιτών και απρονοησίας της εξουσίας, πολιτείας, ποιος ποια να συνεγείρει κοινή χορδή των απελευθερωμένων από τη λογική τους και τη συνείδηση τους βιοπαλαιστών και πλουτοπρωταθλητών της ζωής; Η κοινωνία, όμως, ως και η λέξη της υποδηλώνει, οφείλει πνευματοψυχική επαφή των πολιτών και όχι μόνο συναλλακτική, οικονομική τοιαύτη. Η χριστιανική θρησκεία επεξέτεινε αυτή τη σχέση με το ιερό μυστήριο της κοινωνίας σε επαφή των ανθρώπων με το θείο πνεύμα δια μέσου της θείας μεταλήψεως του σώματος και αίματος του σωτήρος τους. Η πραγματική δημοκρατία παρόμοια φιλοδοξεί να διαπλάσει τον ενεργό πολίτη και συνέταιρο των πολιτικών αποφάσεων και του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Τι απ’ αυτά απέμεινε στις σύγχρονες ελληνικές εκπτώσεις της Αθηναϊκής υπεραγοράς, στην οποία φιλοδοξεί να ψωνίσει η Άγκυρα, εκτός από φούσκες εθνικές, πολιτικές και χρηματιστηριακές, που σπάνε στ’ άγγιγμα της πρώτης κρίσης; Αν ο Νίτσε θλίβονταν που δεν υπάρχουν βάρβαροι πια να τιμωρούν τον πολιτισμό, εμείς που έχουμε τους τελευταίους βαρβάρους της ιστορίας στην πόρτα μας, θα έπρεπε κατ’ αυτόν να χαιρόμαστε που έχουμε την δυνατότητα επιλογής, ή να βρούμε την ψυχή μας ή να μας ανακυκλώσουν οι εχθροί στα γονίδια τους. Η πρόκληση, δηλαδή, του εχθρού δίνει τη δυνατότητα αφύπνισης απ’ την ύπνωση της καπιταλιστικής μαγείας, που δεν έχουν οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί. Παρ’ όλα αυτά, η πολιτειακή ηγεσία μας στην αμαρτωλή πόλη της επιμένει, καπιταλιστικά, διεθνιστικά, ευρωπαϊκά και ψύχραιμα, να αγνοεί τους βαρβάρους, ελπίζοντας πως μπορεί με τη διαφθορά και την καπιταλιστική απληστία να τους εκπολιτίσει και να τους εξευρωπαΐσει, παρά να υποχρεωθεί στον λαό της και να αναμοχλεύσει τις σβησμένες, κοιμισμένες αρετές του. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, δηλαδή, καθώς ο σύγχρονος Ελληνισμός κινδυνεύει, όχι μόνο να καταστραφεί οριστικά από τη νεοθωμανική πλημμυρίδα, μα και να μολύνει με την εθνοπολιτισμική του μόλυνση τους τελευταίους βαρβάρους της ιστορίας, που θα μπορούσαν να τον διεγείρουν για να υπάρξει πολιτικά και πολιτισμικά και να διαφύγει κι αυτός κι η ιστορία το προδιαγραφόμενο, αναπόφευκτο τέλος τους.
Ταυτόχρονα, οι παραδοσιακοί βάρβαροι της Ανατολής έχουν προστάτες τους τους κεφαλαιοκρατικούς νομείς και πολεμοκάπηλους προαγωγούς, εκπλειστηριαστές και εκφυλιστές του δυτικού πολιτισμού, τους απεχθανόμενους την ελληνική πολιτιστική μήτρα τους. Ο εκφυλιζόμενος πολιτισμός δεν διαφέρει πολύ από την εκπολιτιζόμενη βαρβαρότητα και συμπαίζει μαζί της εμπαίζων τον Ελληνισμόν, δοκιμάζοντας τα ακραία όρια της ανοχής και αντοχής του καθώς απεργάζεται οικονομική και εθνική του αποδιοργάνωση. Η διαπλοκή αυτή πολιτισμού και βαρβαρότητας θα μπορούσε να επιδράσει φιλοτιμούσα τον Ελληνισμόν δια να αποτινάξει το προδιαγεγραμμένο εκ Δύσης κι Ανατολής πεπρωμένο του, ανάμεσα στις οποίες καλείται δια άλλη μία φορά να συνθλιβεί. Αρκεί να μπορούσε να ακολουθήσει το «συν Αθηνά και χείρα κίνει» και να κινήσει όλα τα εντός και εκτός Ελλάδος χέρια του και το εκ της Αθηνάς εκπηγάζον οικείον πνεύμα του, για να μην κρεμάται άλλο παράλυτος από τους Θεούς της Δύσης και τους εκβιασμούς των Ατιλάδων της εκδυτικισμένης Ανατολής.