Αρχική » Προσκύνημα στο Άγιο Όρος

Προσκύνημα στο Άγιο Όρος

από Άρδην - Ρήξη

του αρχ. Π. Τανάσε, από το Άρδην τ. 11, Δεκέμβριος 1997

Τό­πος δια­λε­κτός, το Πε­ρι­βό­λι της Πα­να­γιάς, θαυ­μα­στός μάρ­τυ­ρας και συ­νε­χι­στής του λα­μπρού βυ­ζα­ντι­νού πο­λι­τι­σμού. Ο Ά­θως εί­ναι το πα­νά­κρι­βο θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο της Ορ­θο­δο­ξί­ας, η δύ­να­μη, η δό­ξα και το καύ­χη­μά της.
Με­τά τους Α­γί­ους Τό­πους, ο Ά­θως εί­ναι το α­γιό­τε­ρο ό­ρος, «ό­ρος στο ο­ποί­ο θέ­λη­σε ο Θε­ός να κα­τοι­κή­σει», το ο­ποί­ο, μα­ζί με το Θα­βώρ και το Σι­νά α­πο­τε­λούν Τριά­δα ο­ρέ­ων της θε­ϊ­κής α­πο­κα­λύ­ψε­ως.


Αν στο Σι­νά, στο μέ­σο της ε­ρή­μου ο Θε­ός Πα­τέ­ρας φα­νε­ρώ­θη­κε με βρο­ντές και α­στρα­πές για να δώ­σει στον ε­κλε­κτό λα­ό το νό­μο της Πα­λαιάς Δια­θή­κης, αν στο Θα­βώρ, α­νά­με­σα στα κα­τα­πρά­σι­να λει­βά­δια της Γα­λι­λαί­ας, ο Υ­ιός του Θε­ού φα­νε­ρώ­θη­κε με ό­λη τη δό­ξα Του, έ­πει­τα στον Ά­θω, ό­ρος εν μέ­σω θα­λάσ­σης, ει­κό­να της Εκ­κλη­σί­ας, πά­ντο­τε χει­μα­ζο­μέ­νης υ­πό των «κυ­μά­των» και ου­δέ­πο­τε κα­τα­πο­ντι­ζό­με­νης, -το Ά­γιο Πνεύ­μα, μυ­στι­κά και τα­πει­νά με τις α­γιά­ζου­σες ε­νέρ­γειές του με­τα­βι­βά­ζε­ται και φω­τί­ζει τις αν­θρώ­πι­νες υ­πάρ­ξεις και α­πο­κα­λύ­πτε­ται στις ω­ραί­ες και πνευ­μα­τι­κο­ποι­η­μέ­νες ό­ψεις των μο­να­χών. Τριά­δα ο­ρέ­ων α­για­σμέ­νων: Το Σι­νά – Πα­λαιά Νο­μο­θε­σί­α, το Θα­βώρ – η Νέ­α Νο­μο­θε­σί­α και ο Ά­θως – αρ­ρα­βώ­νας του μέλ­λο­ντος αιώ­νος. Δεν ο­ρί­στη­κε πε­ρι­πτω­σια­κά στον Ά­θω η τε­λευ­ταί­α δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α της Ορ­θό­δο­ξης Εκ­κλη­σί­ας, η δι­δα­σκα­λί­α των α­κτί­στων ε­νερ­γειών και δεν α­να­πτύ­χθη­κε τυ­χαί­α ε­δώ η Φι­λο­κα­λί­α της α­δια­λεί­πτου προ­σευ­χής.


Εί­ναι φυ­σι­κό, ε­πο­μέ­νως, ό­λοι οι Χρι­στια­νοί και ι­διαί­τε­ρα οι μο­να­χοί να ε­πι­θυ­μούν να δουν το Ό­ρος των Μο­να­χι­κών ε­πι­θυ­μιών. «Να δεις τη Νε­ά­πο­λη και με­τά να πε­θά­νεις», έ­λε­γαν οι Ι­τα­λοί. «να μην πε­θά­νω προ­τού δω τον Ά­θω» εύ­χο­νται οι ορ­θό­δο­ξοι μο­να­χοί, ό­πως κι ε­γώ το ευ­χή­θη­κα και ο Ά­γιος Θε­ός με α­ξί­ω­σε αυ­τής της ευ­λο­γί­ας.


Πα­λαιό­τε­ρα, διά­βα­ζα με σφιγ­μέ­νη την καρ­διά με­ρι­κά δυ­τι­κά πε­ριο­δι­κά για την πα­ρακ­μή και κρί­ση που περ­νά­ει ο Ορ­θό­δο­ξος μο­να­χι­σμός και κυ­ρί­ως ο Α­θω­νι­κός. Έρ­χο­μαι τώ­ρα να δια­πι­στώ­σω προ­σω­πι­κά πώς έ­χουν τα πράγ­μα­τα και να κα­τα­λά­βω ό­τι ο Ά­θως διέρ­χε­ται μια βα­θειά αλ­λα­γή.


Οι ει­δι­κές συν­θή­κες τις ο­ποί­ες α­πο­λαμ­βά­νει το Ά­γιον Ό­ρος έ­χουν ε­πι­τρέ­ψει την αύ­ξη­ση και τη συ­νύ­παρ­ξη ε­δώ ό­λων των τύ­πων της μο­να­χι­κής ζω­ής: κοι­νο­βια­κής, ι­διορ­ρύθ­μου και η­συ­χα­στι­κής, έ­χο­ντας τη δυ­να­τό­τη­τα ο κα­θέ­νας να σω­θεί με τον πιο ται­ρια­στό τρό­πο στην ε­σω­τε­ρι­κή του α­να­ζή­τη­ση. Ο προ­σκυ­νη­τής που περ­νά­ει σή­με­ρα τα μο­νο­πά­τια του Ά­θω δεν μπο­ρεί να μην πα­ρα­τη­ρή­σει κά­τι το ξε­χω­ρι­στό. Οι ι­διόρ­ρυθ­μες μο­νές υ­πο­φέ­ρουν α­πό λει­ψαν­δρί­α, πράγ­μα το ο­ποί­ο κα­θι­στά δύ­σκο­λη την ό­λη ζω­ή της μο­νής. «Δεν έρ­χο­νται νέ­οι στο μο­να­στή­ρι» σου λέ­γουν στε­να­χω­ρη­μέ­νοι οι γέ­ρο­ντες πα­τέ­ρες απ’ αυ­τές τις μο­νές, ρω­τώ­ντας σε προ­τρε­πτι­κά μή­πως θέ­λεις να μεί­νεις σ’ αυ­τούς. Α­ντί­θε­τα, οι κοι­νο­βια­κές μο­νές βρί­σκο­νται σε πλή­ρη άν­θη­ση. Χρό­νο με το χρό­νο αυ­ξά­νε­ται ο α­ριθ­μός των δια­βιού­ντων. με­ρι­κές μο­νές άρ­χι­σαν να προ­σβλέ­πουν στις ι­διόρ­ρυθ­μες μο­νές, οι ο­ποί­ες έ­τσι με­τα­σχη­μα­τί­ζο­νται σε κοι­νό­βια , έ­τσι ώ­στε σή­με­ρα ό­λες οι μο­νές να εί­ναι κοι­νο­βια­κές. Κατ’ αυ­τόν τον τρό­πο πολ­λές αλ­λα­γές έ­λα­βαν χώ­ρα τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια και ί­σως γί­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρες μέ­χρις ό­του οι μο­νές, «ου­ρα­νός ε­πί της γής», α­πο­κτή­σουν την πα­λιά δό­ξα και αί­γλη τους.


Οι νέ­οι, που κυ­ρί­ως έρ­χο­νται, εί­ναι α­πό χω­ριά και πό­λεις. Εί­δα πολ­λούς στην Α­θω­νιά­δα Σχο­λή. «Μια κα­λή ελ­πί­δα για το μέλ­λο­ν του Ά­θω», μου έ­λε­γαν αλ­λά έ­νας νε­α­ρός μο­να­χός μου συ­μπλή­ρω­σε: «Ναι, εί­ναι και η Α­θω­νιά­δα μια ελ­πί­δα. ό­μως, ι­κα­νός α­ριθ­μός μα­θη­τών, λό­γω της η­λι­κί­ας και των δο­κι­μα­σιών δεν πα­ρα­μέ­νει. Η με­γα­λύ­τε­ρη ελ­πι­δα του Ά­θω, στη­ρί­ζο­νται στους νέ­ους του έρ­χο­νται με τέ­λεια προ­ε­τοι­μα­σί­α, α­πό­φοι­τοι Σχο­λών Α­νω­τέ­ρων και Α­νω­τά­των, για­τί το μέλ­λον της Εκ­κλη­σί­ας α­νή­κει στους μορ­φω­μέ­νους αν­θρώ­πους, αν­θρώ­πους πλέ­ον ω­ρί­μους και α­πο­φα­σι­σμέ­νους , οι ο­ποί­οι γνω­ρί­ζουν τι α­κρι­βώς θέ­λουν και ποιος εί­ναι ο σκο­πός της ζω­ής των».


Ρω­τώ­ντας έ­ναν μο­να­χό για­τί οι νέ­οι που έρ­χο­νται α­πο­φεύ­γουν τις ι­διόρ­ρυθ­μες μο­νές, μου α­πή­ντη­σε α­πλά: «Ο τρό­πος ζω­ής των δεν μας τρα­βά, για­τί δεν υ­πάρ­χει κά­τι με το ο­π­οί­ο μπο­ρού­με να κο­ρέ­σου­με τη δί­ψα μας». Αυ­τή η α­πά­ντη­ση μου φά­νη­κε πο­λύ α­πλή και ου­σια­στι­κή. Η προ­τί­μη­ση για την κοι­νο­βια­κή ζω­ή φα­νε­ρώ­νει ό­τι αυ­τός ο τρό­πος ζω­ής δεν εί­ναι μό­νο έ­νας τρό­πος ζω­ής μέ­σα στους άλ­λους. οι άν­θρω­ποι α­να­κα­λύ­πτουν τις α­ρε­τές της κοι­νο­βια­κής ζω­ής. Με­γά­λοι ι­δρυ­τές και θε­με­λιω­τές της κοι­νο­βια­κής ζω­ής: Ό­σιος Πα­χώ­μιος, Μέ­γας Βα­σί­λειος, Ό­σιος Θε­ό­δω­ρος Στου­δί­της κ.ά., ό­λοι έ­δει­ξαν πό­σο δυν­να­τά θε­μέ­λια θε­ϊ­κά και αν­θρώ­πι­να έ­χει η κοι­νο­βια­κή μο­να­χι­κή ζω­ή. ζω­ντα­νή ει­κό­να της εκ­κλη­σια­στι­κής κοι­νω­νί­ας, τό­πος ι­δα­νι­κός της χρι­στια­νι­κής τε­λειώ­σε­ως, ο­δός εύ­κο­λη και σί­γου­ρη προς σω­τη­ρί­αν, τό­πος ευ­νο­ϊ­κός για την αύ­ξη­ση των με­γά­λων χρι­στια­νι­κών­ α­ρε­τών: της τα­πει­νώ­σε­ως και της α­γά­πης, μί­μη­ση της αγ­γε­λι­κής πο­λι­τεί­ας, πρό­γευ­ση της ζω­ής του μέλ­λο­ντος αιών­ος. Η ο­μα­δι­κή ζω­ή στο κοι­νό­βιο εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο τε­λεί­α, για­τί έ­χει ε­ξα­σφα­λι­σμέ­νη την παρου­σί­α τού θε­ού στο μέ­σο της. εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο βέ­βαι­η και πε­ρισ­σό­τε­ρο εύ­κο­λη, για­τί α­κα­τά­παυ­στα έ­χει το πα­ρά­δειγ­μα και τη βο­ή­θεια του δι­πλα­νού α­δελ­φού και τον συμ­βου­λευ­τι­κό λό­γο του η­γου­μέ­νου. ε­πο­μέ­νως «η σω­τη­ρί­α κερ­δί­ζε­ται με πολ­λή νου­θε­σί­α», ε­νώ «οι χω­ρίς νου­θε­σί­α πέφ­τουν σαν τα φύλ­λα». Ε­δώ, νο­μί­ζω, πως έ­χει το νό­η­μα της η προ­τί­μη­ση των νέ­ων που έρ­χο­νται στις μο­νές για την κοι­νο­βια­κή ζω­ή. Η αν­θρω­πό­τη­τα και ο χρι­στια­νι­κός κό­σμος έ­χει κά­νει πολ­λά α­πα­τη­λά πει­ρά­μα­τα, δεν θέ­λει πλέ­ον να παί­ζει με την ύ­παρ­ξή του. Απ’ ε­δώ εί­ναι α­νά­γκη ν’ α­γκυ­ρο­βο­λή­σου­με ου­σια­στι­κά σε πραγ­μα­τι­κό­τη­τες θε­με­λια­κές και σί­γου­ρες. Η κοι­νο­βια­κή ζω­ή εί­ναι μια τέ­τοια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα,. αλ­λά το πλέ­ον α­ξιο­ση­μεί­ω­το γε­γο­νός που συ­να­ντά­ται στον Ά­θω και το ο­ποί­ο μπο­ρεί να ο­δη­γή­ση σε μια ρι­ζι­κή αλ­λα­γή, εί­ναι η πα­ρου­σί­α ε­νός ι­κα­νού α­ριθ­μού ε­κλε­κτών πα­τέ­ρων, οι ο­ποί­οι με την προ­σω­πι­κή ζω­ή και μαρ­τυ­ρί­α τους θα προ­σφέ­ρουν με τη σει­ρά τους στην εκ­κλη­σί­α τέ­κνα πνευ­μα­τι­κά ά­ξια της α­πο­στο­λής των. Εί­μαι βέ­βαιος πως καμ­ιά φο­ρά δεν έ­λει­ψαν α­πό τον Ά­θω τέ­τοια πνευ­μα­τι­κά α­να­στή­μα­τα. Ο α­ριθ­μός των ε­πτά ε­ρη­μι­τών, γνω­στών μό­νο στο θε­ό και στα ε­ρη­μι­κά φα­ράγ­για του Ά­θω, πι­στεύ­ω ό­τι δεν λι­γό­στευ­σε. Ό­μως αυ­τή τη φο­ρά το πράγ­μα μου φαί­νε­ται δια­φο­ρε­τι­κό­τε­ρο.


Ε­διά­βα­σα τις ε­ντυ­πώ­σεις κά­ποιων προ­σκυ­νη­τών στον Ά­θω, οι ο­ποί­οι βλέ­πο­ντας έ­ναν με­γά­λο πνευ­μα­τι­κό γέ­ρο­ντα νό­μι­σαν ό­τι συ­να­ντή­θη­καν με τον Ά­γιο Ι­σα­άκ τον Σύ­ρο. ό­χι πολ­λά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα έ­να Α­θω­νι­κό μο­να­στή­ρι ή­ταν στα πρό­θυ­ρα της ε­ρη­μώ­σε­ως του, ό­μως με τον ε­δώ ερ­χο­μό ε­νός ευ­λο­γη­μέ­νου πα­τέ­ρα με με­ρι­κούς υ­πο­τα­κτι­κούς το μο­να­στή­ρι μέ­σα σε μι­κρό χρο­νι­κό διά­στη­μα άν­θι­σε τό­σο, ώ­στε πα­ρου­σί­α­σε καρ­πούς και α­πέ­βη έ­να α­πό […]

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ