Ένα από τα παραγγέλματα των Πυθαγορείων απαγόρευε να τρυπούν ίχνη από πατημασιές ανθρώπων με καρφί ή με μαχαίρι (Fragmenta Philosophorum Graecorum, Mullach, I, 510). Ένα άλλο ζητούσε να σβήνουν τ’ αποτυπώματα που άφηνε η χύτρα στη στάχτη, όταν τη σήκωναν από την εστία. Κι ένα τρίτο συνιστούσε, όταν κάποιος σηκωνόταν από το κρεβάτι, ν’ απαλείφει από το στρώμα τ’ αποτυπώματα του σώματός του.
του Μιχάλη Μερακλή από το Άρδην τ. 52 Ιανουάριος-Μάρτιος 2005
Στα δύο τελευταία παραγγέλματα αναφέρεται και ο εκκλησιαστικός πατέρας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, στο έργο του Στρωματείς (έργο, όπως και ο τίτλος δηλώνει, ποικίλης ύλης, συνθεμένο από διάφορες πηγές – «στρωματείς» λέγονταν τα κλινοσκεπάσματα, που είταν πολλές φορές συρραφή κομματιών από διάφορα υφάσματα). Αποτελείται από οκτώ βιβλία. Η σχετική σελίδα υπάρχει στο πέμπτο βιβλίο, όπου ο λόγος είναι για το συμβολισμό και την αλληγορία. Ο Κλήμης παραθέτει τα χωρία και στη συνέχεια τα σχολιάζει. Θυμίζω πως είταν από τους Πατέρες, που επιθυμούσαν να εντάξουν στοιχεία του αρχαίου ελληνικού κόσμου στον ιδεολογικό κόσμο του χριστιανισμού.
Στην προκειμένη περίπτωση ο Πυθαγόρας υπαινισσόταν, γράφει ο Κλήμης, πως πρέπει όχι μόνο την αγερωχία να εξαφανίζουμε, αλλά κι από την οργή μας να μην αφήνουμε κανένα ίχνος, εξαλείφοντας οποιαδήποτε μνησικακία. Ενισχύει την άποψή του και με βιβλικά χωρία, όπως είναι η φράση από την Προς Εφεσίους επιστολή του Παύλου (4, 26), που ορίζει να μη βρίσκει η δύση του ήλιου τους χριστιανούς οργισμένους (στο σολωμικό Διάλογο λέει ο Φίλος του Ποιητή, που τον βλέπει οργισμένο: «Θυμήσου τα λόγια της Θείας Γραφής: να μη σ’ εύρει θυμωμένον ο ήλιος οπού πέφτει»…). Ο Κλήμης μνημονεύει και χωρίο από την Έξοδο (20,17), σύμφωνα με το οποίο ο Θεός δίνει εντολή στους «υιούς του Ισραήλ» να μην επιθυμούν τη γυναίκα του πλησίον τους, ή το σπίτι του, το χωράφι, το κορίτσι, το βόδι, το γάιδαρό του, όποιο άλλο ζώο έχει ο γείτονας. Η ορμή της επιθυμίας, υποστηρίζει ο Κλήμης, είναι ικανή να εξουσιάσει και την ήμερη ψυχή ακόμα. Αυτό λοιπόν, κατά τον Κλήμεντα, συμβουλεύει υπαινικτικά ο Πυθαγόρας λέγοντας ν’ απαλειφθούν τα σημάδια του κορμιού απ’ το κρεβάτι, εννοώντας πως ο σωστός άνθρωπος (έτσι θα ήθελε τον καλό χριστιανό ο Κλήμης) οφείλει να μη θυμάται την ημέρα, μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι, κανέναν «ονειρωγμόν» (ονείρωξη!) «την εν νυκτί ηδονήν». Και σχετικά με την οργή θα πει ξανά πως πρέπει να διαλύει τις «ζοφερές» φαντασίες του ο καλός χριστιανός με το φως της αλήθειας, παραθέτοντας ένα ακόμα χωρίο από τους Ψαλμούς τώρα (4,5), πως είναι επιτρεπτό να οργίζεται κανείς, χωρίς όμως και να αμαρτάνει («οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε»). Θέλει να πει, υποθέτω, πως δεν πρέπει η ενδιάθετη οργή μας να εκδηλώνεται και στην πράξη – έτσι ερμηνεύει, νομίζω, και ο Κλήμης, λέγοντας πως ο Δαβίδ διδάσκει ότι πρέπει να μη «συγκατατίθεται» κανείς προς τη «φαντασία» επικυρώνοντας την οργή με «έργον».
Επέμεινα οπωσδήποτε στη σελίδα αυτή του Κλήμεντα γιατί, όπως θα δει στη συνέχεια ο αναγνώστης, έχει κάνει εδώ μιαν υπερερμηνεία ή, απλώς, μια παρερμηνεία, καθώς βρέθηκε παρασάγγες μακριά από το αρχικό, πραγματικό νόημα των πυθαγόρειων ρήσεων. Αυτές δεν είναι άλλο παρά προτροπές μαγικής συμπεριφοράς, μαγικής πρακτικής, που σ’ έναν αρχαϊκά συμπεριφερόμενο κόσμο αποσκοπούν στο να προστατεύουν τα μέλη μιας κοινότητας από την επήρεια της συμπαθητικής μαγείας. Συμπαθητική μαγεία υπάρχει, όταν κάποιος επιδιώκει με διάφορους τρόπους να μεταδώσει έμμεσα μιαν ενέργεια σε κάποιον που θέλει να βλάψει (ή και να τον κάνει να τον αγαπήσει: δίπλα στα «μίσηθρα» υπάρχουν και τα «φίλτρα»…). Αν έχει λοιπόν κάποιος ένα ρούχο ή κι ένα κομμάτι από αυτό ή ένα φυσικό στοιχείο (π.χ. τούφα μαλλιών) από το σώμα εκείνου, που θέλει να τον επηρεάσει μαγικά, πιστεύει πως ό,τι θα κάνει σ’ αυτό που κατέχει, θα μεταβιβαστεί και στο ίδιο το σώμα ολόκληρο (pars pro toto).
O J.G. Frazer, που ασχολήθηκε με τα θέματα αυτά στο ευρύ πλαίσιο της επιβλητικής εργασίας του για την παρουσίαση της παράδοσης της μαγείας σ’ όλο τον κόσμο (εννοώ το ενδεκάτομο έργο του, The golden Bough, 1890 κ.ε., μετάφραση της συνεπτυγμένης μορφής του έργου υπάρχει τώρα και στα ελληνικά: Ο Χρυσός Κλώνος, τόμοι Α-Δ, μετάφραση: Μπονίτας Μπικάκη- Παναγιώτη Καρμάτζου, Εκάτη, 1990-1994), παραθέτει εξαιρετικά μεγάλον αριθμό μαρτυριών από όλα σχεδόν τα μέρη της γης. Μεταφέρω εδώ μερικά παραδείγματα. Ο ενεστώτας που χρησιμοποιώ εδώ είναι βέβαια συμβατικός – που να ξέρει κανείς αν οι δοξασίες που καταγράφηκαν πριν από πολλές-πολλές δεκαετίας (το έργο του Φρέιζερ βασίστηκε και σε πληροφορίες πολύ προγενέστερες του χρόνου της δημοσίευσής του) ισχύουν και σήμερα. Άλλα το αν ισχύουν ή όχι δεν έχει καμιά σημασία για το παρόν άρθρο, το οποίο θέλει να τεκμηριώσει ό,τι υποδηλώνει ήδη και ο τίτλος του και δηλώνεται σαφέστερα στις τελευταίες παραγράφους του.
Ο Φρέιζερ λοιπόν, μιλώντας για τη συμπαθητική μαγεία παρατηρεί πως αυτή δεν τελείται κατ’ ανάγκην μόνο με την ενδιάμεση ενέργεια του ενδύματος ή ανατομικών μερών. Δρα και με τα ίχνη που αφήνουν οι άνθρωποι πάνω στην άμμο ή το χώμα του εδάφους. Ιθαγενείς στη ΝΑ Αυστραλία πιστεύουν πως είναι δυνατό να κουτσαθεί κάποιος, αν βάλουν στα αποτυπώματα των ποδιών του γυαλιά, κάρβουνα, μυτερά κόκαλα. Σε ίδια αίτια αποδίδουν και τους ρευματισμούς. Οι Μαορί πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν μεγάλο κακό σ’ έναν εχθρό, αν πάρουν χώμα απ’ το σημείο όπου τα πόδια του άφησαν τα ίχνη τους και το βάλουν σ’ έναν τόπο ιερό και κάνουν πάνω απ’ αυτό σχετική τελετή. Ανάλογες δοξασίες και συνήθειες δημοσιεύει ο Φρέιζερ από την Ιαπωνία, τη Βιρμανία, την Ινδία, την Αφρική, όπου επίσης εφαρμόζεται η «μαγεία των αποτυπωμάτων». Κάποτε και για καλό σκοπό: Στη Β. Αμερική, η γυναίκα που επιθυμεί να κάνει αφοσιωμένον σ’ αυτή τον άντρα της ή τον εραστή της παίρνει χώμα από εκεί που διαγράφονται τα ίχνη της πατημασιάς του δεξιού ποδιού του, το ανακατεύει με λίγες τρίχες από τα μαλλιά του και τα κάνει ένα πακετάκι, που το έχει μαζί της, σε άμεση επαφή με το δέρμα της.
Και η Ευρώπη δεν υστερούσε. Στο Μεκλεμβούργο πίστευαν, ότι αρκεί να μπήξεις ένα καρφί στο ίχνος πατημασιάς ενός προσώπου, για να το κουτσάνεις. Αντίστοιχές μαρτυρίες έρχονται από τη Γαλλία, την Αγγλία και αλλού. Στην Εσθονία έπαιρναν το μέτρο της πατημασιάς μ’ ένα ραβδί, που το έθαβαν στη συνέχεια, υπονομεύοντας μ’ αυτό τον τρόπο την υγεία του άντρα ή της γυναίκας, στους οποίους ανήκαν τα ίχνη των ποδιών.
Στους νότιους Σλάβους ένα κορίτσι παίρνει χώμα απ’ τα σημάδια που άφησαν τα ίχνη τους τα βήματα του αγαπημένου της, γεμίζει με το χώμα αυτό μια γλάστρα και φυτεύει μέσα ένα λουλούδι, που πιστεύουν ότι είναι αμάραντο. «Όπως ανθίζει αυτό το χρυσαφένιο λουλούδι, σύμβολο αθανασίας, έτσι και η αγάπη των νέων ανθρώπων ολοένα μεγαλώνει και διαρκεί για πάντα».
Δεισιδαιμονίες αυτού του είδους υπήρχαν και στην Αρχαία Ελλάδα, γράφει ο Φρέιζερ. Έλεγαν π.χ., ότι το άλογο που βαδίζει πάνω στ’ αχνάρια ενός λύκου παθαίνει αγκύλωση αμέσως (Αιλιανός, Περί ζώων ιδιότητος). Στο σημείο αυτό αναφέρει και το πυθαγόρειο παράγγελμα που απαγορεύει το τρύπημα των ιχνών από πατήματα ανθρώπων.
Πιο πέρα ο Φρέιζερ σημειώνει επί λέξει: «Αν και τα ίχνη των ποδιών είναι πιο ορατά, δεν αποτελούν εντούτοις και τα μόνα που αφήνει το σώμα κι επιτρέπουν στη μαγεία να ασκήσει τη δράση της πάνω σ’ ένα άτομο». Οι ιθαγενείς της νοτιοανατολικής Αυστραλίας πιστεύουν ακόμα ότι μπορούν να πληγώσουν κάποιον χώνοντας κομμάτια αιχμηρά από γυαλιά κ.λ.π. στην αποτύπωση που άφησε ένα ξαπλωμένο σώμα. Μερικές φορές χτυπούν μ’ ένα μυτερό ραβδί από βελανιδιά το μέρος όπου έχει καθίσει κάποιος, τον οποίο θέλουν να τιμωρήσουν. Ιθαγενείς του Tuméo, νησιού της Γερμανικής Γουϊνέας, απαλείφουν τα σημάδια από το κάθισμά τους στο έδαφος, γιατί φοβούνται μήπως κάποιος τους κάνει μάγια. «Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε το νόημα του πυθαγόρειου παραγγέλματος που συνιστούσε, όταν κάποιος σηκωνόταν από το κρεβάτι του, να απαλείφει από το στρώμα την αποτύπωση του σώματος» («ταρράτειν αναστάντας εξ ευνής τα στρώματα»). «Ο κανόνας αυτός, σχολιάζει ο Φρέιζερ, είναι απλώς μια παλαιά προφύλαξη εναντίον της μαγείας, μέρος ενός ολόκληρου κώδικα δεισιδαιμονικών αποφθεγμάτων, που οι αρχαίοι απέδιδαν στον Πυθαγόρα, μολονότι αυτά ήταν στην πραγματικότητα οικεία στους βαρβάρους προγόνους των Ελλήνων πολύ πριν από την εποχή του φιλοσόφου αυτού». Ο ίδιος τέλος αναφέρει και το άλλο απόφθεγμα του Πυθαγόρα για το σβήσιμο των αποτυπωμάτων της χύτρας στη στάχτη, σημειώνοντας ότι η ίδια συνήθεια μαρτυρείται και από την Καμπότζη (αν δεν το έκαναν αυτό, το σπίτι κινδύνευε να πεινάσει από έλλειψη τροφής, κατ’ επίδραση βέβαια της συμπαθητικής μαγείας).
Όταν, συζητώντας με τον Γιώργο Καραμπελιά, του ανέφερα την αμέσως πιο πάνω περίπτωση ταύτισης μιας δοξασίας και συνήθειας, μαρτυρούμενης από τον Πυθαγόρα και από την Καμπότζη, μου απάντησε πως αυτό δεν θα δυσαρεστούσε τους ιδιότυπους ελληνοκεντρικούς νεοπαγανιστές, κ.λπ., αφού θα μπορούσαν να πιστεύουν πως έχουν έτσι ένα ακόμα επιχείρημα για τη διάδοση και διάχυση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού παντού – και βέβαια στην Άπω Ασία. Τι γίνεται όμως με τους Μαορί της Ν.Ζηλανδίας, τη Β.Αμερική, τη Ν. Γουϊνέα, την Αυστραλία; Και εκεί η ίδια διάχυση;
Η μόνη λογική παραδοχή είναι, ότι πολιτισμικά στοιχεία όπως τα παραπάνω έχουν κοινή καταγωγή, που είναι η ίδια καταρχήν σκέψη και ο ίδιος ψυχισμός όλων των ανθρώπων (οι Vico και Herder μιλούσαν ανθρωπολογικότερα από τον 18ο αιώνα για την «κοινή φύση των λαών»). «Δικό μας» θα ήταν ό,τι υπάρχει πέρα, επιπλέον αυτών των από κοινού κληρονομημένων, π.χ. η ανασημασιοδότηση των πυθαγόρειων ρήσεων από τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα. Ασφαλώς αυτό το επιπλέον, το πέρα από το κοινώς κληροδοτημένο, το πρωτογενές, μπορεί να είναι και κάτι πολύ σημαντικό. Αξίζει να δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου.
Στο μύθο συνυπάρχουν δυο πολύ παλαιά θέματα: της αρπαγής της φωτιάς αφενός, του ρόλου του εκπολιτιστή ήρωα αφετέρου, στο οποίο εντάχθηκε και το πρώτο, ως μια ακόμα ευεργεσία που αυτός πρόσφερε στους ανθρώπους. Έτσι, είναι γνωστός ο μύθος σε κατοίκους της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Στα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας έχει καταγραφεί μια διήγηση, ότι ο αρχηγός της φυλής Baira έκλεψε τη φωτιά από το μαύρο αρπακτικό πουλί Urubu αφού το ξεγέλασε, κι ύστερα την έφερε στους ανθρώπους τοποθετώντας την στο καβούκι μεγάλης χελώνας, μέσω ενός ποταμού. Πολύ συχνά αρπάζει ο ήρωας τη φωτιά μεταμορφωμένος ο ίδιος σε πουλί ή πετάει με την βοήθεια ενός πουλιού στον άλλο κόσμο, όπως διηγούνται οι Παπούα της Ν. Γουϊνέας. Στους μύθους των Πυγμαίων, στο ΒΑ Κονγκό, κλέβουν οι άνθρωποι τη φωτιά από τον Orbu Oro, πατέρα της μεγάλης θεάς Tore. Στους Σουδανέζους Ντονγκόν υπάρχουν πολλοί μύθοι που συνδέουν την προέλευση και την αρπαγή της φωτιάς με σιδεράδες, χαλκιάδες. Σ’ έναν απ’ αυτούς, κάποιος βοσκός αρπάζει απ’ το βασίλειο των πνευμάτων χαλκιάδες και μαζί μ’ αυτούς το καμίνι και τα σύνεργά τους.
Αξίζει ιδιαίτερα να προσθέσουμε, ότι στον Καύκασο υπάρχει ο εντυπωσιακά όμοιος με τον Προμηθέα ήρωας Amiran (Γεωργία), Abriskil (Αμπχαζία) κ.α. Ο γίγαντας Αμιράν αρπάζει το φως από τον ουρανό, φυλακίζεται σε μια σπηλιά και δένεται με χοντρές αλυσίδες με το έδαφος «για το λόγο μόνο, ότι ευεργέτησε τους ανθρώπους φέρνοντάς τους τη φωτιά». Ακριβώς για τον «φιλάνθρωπον τρόπον» του υφίσταται την ίδια σχεδόν τιμωρία και ο Προμηθέας. Συζητούν αν ο κατά βάση ίδιος αυτός μύθος ήλθε από εκεί στην Ελλάδα ή αντίστροφα. Για την πρώτη περίπτωση μνημονεύεται κι ένα έθιμο στους λαούς του Καυκάσου, που κράτησε ως τον εικοστό αιώνα, συνδεδεμένο προφανώς με την αρχαία λατρεία της φωτιάς. Οι Ινγκούτσι θεωρούσαν μεγάλη αμαρτία να πάρει κάποιος και το παραμικρό καρβουνάκι ή φωτιά, ή και στάχτη ακόμα απ’ την εστία, την ημέρα που γιόρταζε ο θεός της βροντής Σέλι (για την «αμαρτίαν» της αρπαγής τη φωτιάς κατηγορείται ο Προμηθέας). Παρόμοια έθιμα, που συνδέονταν με τη φύλαξη της φωτιάς, υπήρχαν στη Γεωργία, την Οσσετία και άλλους λαούς του Καυκάσου. Θεωρείται λοιπόν πιθανή η μεταφορά του μύθου από τον Καύκασο στην Ελλάδα, αν και παραδόσεις ελληνικές, σχετικές με την αρπαγή της φωτιάς, υπήρχαν και άλλες. Ο θρησκειολόγος Salomοn Reinach μίλησε γι’ αυτές [(Ε.Μ., 4 (1999)], στήλες 1087-1093). Το ερώτημα εντούτοις είναι, αν πράγματι προέχει μια τέτοια συζήτηση (όταν μάλιστα ο ίδιος στην ουσία μύθος μαρτυρείται από τόσο, ανεξάρτητα μεταξύ τους, αρχικά μέρη), ώστε να περνάει σε δεύτερο πλάνο το ουσιαστικό γεγονός της μετάπλασης και αναδημιουργίας του κοινού, πανανθρώπινου μύθου στο μοναδικό αριστούργημα του Αισχύλου. Που είναι και το μόνο «δικό μας». Το πριν από τον αισχυλικό Προμηθέα δεν είναι δικό μας, που οπωσδήποτε εμείς το δώσαμε, το διαδώσαμε και σε όλους τους άλλους: είναι και όλων των άλλων, όπως η παλιά εθνολογία προπάντων το είχε αποδείξει (δυο παραδείγματα παρέθεσα πιο πάνω), επινοώντας κιόλας μιαν ελληνική λέξη για να εκφράσει το φαινόμενο: polygenesis. Έχω υποστηρίξει και άλλοτε ότι ο σοβινισμός και ο ρατσισμός προκύπτει, όταν για ορισμένους κάθε φορά λόγους το δευτερογενές, αντίθετα προς την αντικειμενική πραγματικότητα, εκλαμβάνεται και ως πρωτογενές αλλά και μονογενές, αποκλειστική «δωρεά» της ιστορίας σε ορισμένους εκλεκτούς και περιούσιους λαούς. Εντούτοις την εθνική ιδιαιτερότητα των λαών συνιστά η κάτω από ορισμένες συνθήκες περαιτέρω διαμόρφωση μιας προϋπάρχουσας διεθνικής, κοινής πολιτισμικής προίκας (Παιδαγωγικά της Λαογραφίας, Ιωλκός, 2001).