Αναδρομική έκθεση του Γ. Μόραλη στο Μουσείο Μπενάκη
Της Μ. Δ.
Ο Γιάννης Μόραλης (1916-2009) υπήρξε ένας ζωντανός θρύλος για πολλούς από εμάς που ενηλικιωθήκαμε στη Μεταπολίτευση. Είχε την τύχη να γεννηθεί σε μια εποχή αναγέννησης της ελληνικότητας – όπως αυτή προέκυψε από τις ακάματες προσπάθειες της γενιάς του ’30, στην οποία και εντάσεται από πολλούς ερευνητές – και ενασχόλησης με την παράδοση και τη συνέχειά της στη σύχρονη εποχή, σε μια συνδιαλλαγή, αλλά και αντιπαράθεση με τα τότε ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά τεκταινόμενα. Συναναστράφηκε μεγάλους Έλληνες διανοούμενους της εποχής του και υπήρξε συνομιλητής, συνοδοιπόρος και φίλος πολλών επιφανών δημιουργών και καλλιτεχνών της μετεμφυλιακής, αλλά και μεταπολιτευτικής πνευματικής κίνησης. Μαζί με τον Τσαρούχη, ήταν ο δάσκαλος που δίδαξε και ενέπνευσε – σε μεγάλο βαθμό – τη γενιά των ζωγράφων του ’60. «Πώς να μιλήσει κανείς για τον Μόραλη, ένα ζωγράφο που τα έργα του ανήκουν πια στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο;» σύμφωνα με τον Διονύση Καψάλη, που υπογράφει το κείμενο του καταλόγου: «Γιάννης Μόραλης, Σχέδια 1934-1994» (ΜΙΕΤ 2008).
Γεννήθηκε μέσα στον Α΄ Παγκόσμιο στην Άρτα, δεύτερος από τέσσερα παιδιά του φιλόλογου Κωνταντίνου Μόραλη και της Βασιλικής, το γένος Αναστασίου Μιχάλη. Υπήρξε παιδί-θαύμα, η καλλιτεχνική ευφυία του οποίου αναγνωρίστηκε νωρίς, καθώς δίνει εξετάσεις και γράφεται στο προπαρασκευαστικό τμήμα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών στην ηλικία των δεκαπέντε ετών (1931)! Εκεί συναντιέται με τους Γιάννη Καπράλο, Γιάννη Τσαρούχη, Νίκο Νικολάου και Γιάννη Γεωργόπουλο, ενώ επιλέγεται από τον Κωνταντίνο Παρθένη για το εργαστήριό του και μαθητεύει κοντά στον Ουμβέρτο Αργυρό και τον Δημήτρη Γερανιώτη, όπως και στον χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνό, τον οποίο θα θεωρεί «πατέρα, δάσκαλο και φίλο». Με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών (κληροδότημα Ουρανίας Κωνσταντινίδου) φεύγει μαζί με τον φίλο του Νίκο Νικολάου για τη Ρώμη να διδαχτεί ψηφοθετική, για να καταλήξει στο Παρίσι, όπου θα περάσει από διάφορα εργαστήρια και σχολές. Με την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αναγκάζεται να επιστρέψει στην Ελλάδα, όπου θα υπηρετήσει τη θητεία του και, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, θα αρχίσει να εντρυφεί στη ζωγραφική με στόχο και βιοποριστικό (προσωπογραφία). Η μεγάλη του προσφορά, όμως, θα έρθει με την εκλογή του ως τακτικού καθηγητή της Προπαρασκευαστικής τάξης της ΑΣΚΤ (1947), όπου διδάσκει ως τη συνταξιοδότησή του το 1982 – τριάντα έξι χρόνια προφοράς αγάπης για τους φοιτητές του.
Το έργο του είναι πολυδιάστατο και πολυσχιδές: Θα κάνει ομαδικές και ατομικές εκθέσεις – ιδιαίτερα με την γκαλερί Ιόλα-Ζουμπουλάκη, με την οποία θα έχει μια εξαίσια και παραγωγική συνεργασία – θα δουλέψει με τη Ραλλού Μάνου, τον Κάρολο Κουν, αλλά και το Εθνικό Θέατρο ως σκηνογράφος σε μνημειώδεις παραστάσεις (Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές, Γυμνές Μάσκες, Τα χέρια του Ζωντανού Θεού κ.ά.), θα συνεργαστεί μέχρι το τέλος της ζωής του με τις εκδόσεις Ίκαρος, για τις οποίες θα φτιάξει διακοσμητικά χαρακτικά, θα εικονογραφήσει βιβλία και εξώφυλλα δίσκων (ειδικά του Χατζιδάκι), θα βραβευτεί σε διεθνείς εκθέσεις για τις ταπισερί του και τη ζωγραφική του, ενώ, παράλληλα, θα ασχοληθεί με αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «αρχιτεκτονικές εφαρμογές» σε δημόσια κτήρια, πολλές από τις οποίες βλέπουμε ακόμη και σήμερα (π.χ. τα κτήρια του ΕΟΤ τις δεκαετίες του ’50 και ’60, το ξενοδοχείο Χίλτον της Αθήνας, ακόμη και τα διακοσμητικά στον σταθμό του μετρό Πανεπιστήμιο). Εκπροσώπησε τη χώρα μας πολλές φορές στο εξωτερικό και τιμήθηκε επάξια με διακρίσεις όπως το μετάλλιο του Ταξιάρχη του Φοίνικα (1965), το Αριστείο των Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών (1979) και το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής (1999).
Αυτό, όμως, που συγκινεί και δονεί τον επισκέπτη στην τρέχουσα αναδρομική έκθεση είναι ο συνεχής μόχθος του καλλιτέχνη για την ανακάλυψη και ανάδειξη του παναθρώπινου μέσα από το ελληνικό «με ένα ολιγοψήφιο αλφάβητο», όπως καταγράφει ο Ελύτης, όπου «μια ορισμένη αυστηρότητα… συναντήθηκε με μερικές από τις πιο απαιτητικές μετασεζανικές ευρωπαϊκές αναζητήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν μνήμες και συναντήσεις να δέσουν, ύστερα από διαδοχικές διυλίσεις, σε μορφές μεγάλης απλότητας και ακρίβειας…». Όντως, τα πολλαπλά σχέδια πριν από κάθε σύνθεση, η μελέτη με εναλλακτικές παρουσιάσεις και σπουδές του ίδιου θέματος πριν από την τελική εκτέλεσή του και η προσεκτικά επιλεγμένη παλέτα που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης δείχνουν τη μεγάλη σημασία που απέδιδε και στην παραμικρή λεπτομέρεια και το άγχος του να απεικονιστεί το βίωμα και η προσωπική εμπειρία κατά τρόπο που να συγκρατεί «ατόφια την πρώτη τους αίσθηση», ενώ η παραγόμενη εικόνα οδηγείται «σε μια τόσο υψηλού βαθμού εγκράτεια, που ξεφεύγει από τους διαχωρισμούς της τρέχουσας αισθητικής. Και ίσως είναι γι’ αυτό που πραγματικά δεν αισθάνεται κανείς την ανάγκη να αναρωτηθεί αν ο Μόραλης είναι μοντέρνος ή κλασικός, ελληνικός ή ευρωπαΐζων» (Ο. Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος 2004).
Σύμφωνα με τον ιστότοπο του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης: «Το έργο του ξεκινάει από τους ζωγραφικούς προβληματισμούς της γενιάς του ’30 […]. Βαθμιαία οι συνθέσεις του αποκτούν μνημειακό χαρακτήρα και παραπέμπουν σε αρχαία ελληνικά ανάγλυφα. Η ανθρώπινη μορφή, κυρίως η γυναικεία, κυριαρχεί στο σύνολο της ζωγραφικής του […] (από τη δεκαετία του ’70 και μετά) η γεωμετρία των συνθέσεων τονίζεται και οι μορφές σχηματοποιούνται στο έπακρο, τείνοντας να ενωθούν με τον χώρο. Τα θέματα, γυναικεία γυμνά ή ερωτικά συμπλέγματα, εντάσσονται σε αρμονικές συζεύξεις γεωμετρικών σχημάτων με επίπεδα χρώματα, παραμένοντας ωστόσο αναγνωρίσιμα.» Από την άλλη, η απόφαση του Μόραλη να παραμείνει στη χώρα του ίσως δεν του επέτρεψε τη διεθνή αναγνώριση που θα μπορούσε να έχει, σύμφωνα με τον Γιάννη Παΐσιο, επιμελητή της έκθεσης.
Όπως και να έχει, ο Μόραλης είναι ένας από αυτούς τους καταπληκτικούς «οικουμενικούς» Έλληνες, τα έργα του οποίου ακόμη θαυμάζουμε και αγαπούμε. Και αυτή την έκθεση να μην τη χάσετε! (Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς μέχρι 05.01.2019)