από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006
Όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες διέπονται από το ερωτικό στοιχείο που αποτελεί θεμελιώδη έκφραση της ανθρωποποίησης. Όντως, η μεταβολή του γενετήσιου ενστίκτου σε έρωτα σημαδεύει τη μετάβαση από το ζώο στον άνθρωπο. Πάνω στον έρωτα, ή μέσω του έρωτα, εν συνεχεία, θα οικοδομηθεί η οικογένεια ως σταθερός πυρήνας κοινωνικοποίησης του ανθρώπου και ως απαραίτητη βάση για τη συσσώρευση των γνώσεων και των δεξιοτήτων που επιτρέπουν την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Μια λίγο-πολύ σταθερή οικογένεια είναι προϋπόθεση για τη μετάδοση του διευρυνόμενου γνωστικού αποθέματος από γενιά σε γενιά.
Χωρίς τον έρωτα, ο οποίος σταδιακώς ξεπερνάει τη γενετήσια καθήλωσή του και επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, δεν θα μπορούσε να υπάρχει ούτε η τέχνη, ούτε όλες οι μορφές της ειδικά ανθρώπινης «υπεραναπλήρωσης», όπως η θρησκεία, το ιερό, ο πολιτισμός εν τέλει. Όλα αυτά τα γνωρίζουμε πλέον εν εκτάσει εδώ και έναν περίπου αιώνα, μετά τον Φρόυντ και μισόν αιώνα μετά το Έρως και Πολιτισμός του Χέρμπερτ Μαρκούζε.
Ο πολιτισμός, μας λέει ο Φρόυντ, σε μια αμφισβητούμενη σήμερα άποψη, συνιστά μια υπεραναπλήρωση του γενετήσιου ενστίκτου και της αρχής της απόλαυσης, γι’ αυτό και αποτελεί «πηγή δυστυχίας». Με αυτή την έννοια, όσο οι κοινωνίες προχωρούσαν στον πολιτισμό, τόσο και πιο δυστυχισμένοι και καταπιεσμένοι γίνονταν οι άνθρωποι. Αυτή η αρχή υποφώσκει εξ άλλου στη ρουσσωϊκή αντίληψη για τον «ευτυχισμένο άγριο» που ζει σύμφωνα με τις «επιταγές της Φύσης».
Είναι γεγονός πως ένας βαθμός «υπεραναπλήρωσης», δηλαδή επένδυσης του ερωτικού στοιχείου στην τέχνη, το ιερό, την εργασία, αποτελεί προϋπόθεση της ανάπτυξης του πολιτισμού. Και σχετικά ισορροπημένες κοινωνίες ήταν εκείνες που συνδύαζαν με αρμονικό τρόπο τη διοχέτευση του ερωτικού στοιχείου στον πολιτισμό και τη δημιουργικότητα, παράλληλα με την ερωτική διάσταση των ανθρώπινων σχέσεων και την απόλαυση. Αντίθετα, προβληματικές υπήρξαν πάντα οι κοινωνίες που υπεραναπλήρωναν τον ανθρώπινο ερωτισμό σχεδόν στο σύνολό του, προς την κατεύθυνση της παραγωγής και της παραγωγικότητας, κατασκευάζοντας δυστυχισμένους ανθρώπους, όπως συμβαίνει κατά την προτεσταντική φάση του καπιταλισμού, την οποία και περιγράφει εν τέλει ο Φρόυντ. Το ίδιο δυστυχείς παραμένουν και οι κοινωνίες που στρέφουν τον ερωτισμό σχεδόν αποκλειστικά προς την «ηδονοθηρία», τον καταναλωτισμό, και μια δήθεν διαρκή στιγμιαία απόλαυση, όπως κάνει ο όψιμος καταναλωτικός καπιταλισμός σήμερα. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός προσφέρει ίσως ένα παράδειγμα αυτής της ισορροπίας στην κατανομή του ερωτικού ενστίκτου. Όπως λέει ο Μαρξ, «οι αρχαίοι Έλληνες μας γοητεύουν γιατί υπήρξαν ‘φυσιολογικά παιδιά’».
Τι όμως μπορούμε να πούμε για το Βυζάντιο; Το ιδεώδες του χριστιανικού πολιτισμού δεν είναι η απόλυτη «υπεραναπλήρωση», η διοχέτευση του ερωτικού στοιχείου στον έρωτα του θείου και η απόρριψη του «κόσμου»; Οι μοναχοί και οι μοναχές δεν είναι αποκλειστικά εραστές του Θεού; Μπορούμε να μιλάμε λοιπόν για ερωτισμό και ερωτικό στοιχείο στο Βυζάντιο, πέρα από τη σχέση με τον Θεό και το επέκεινα; Αυτή δεν είναι, εξ άλλου, η εικόνα που λίγο-πολύ μας έχει διοχετευτεί για το Βυζάντιο; Μιας κοινωνίας, απ’ όπου απουσιάζει ουσιαστικώς το εγκόσμιο στοιχείο και τα πάντα στρέφονται στο επέκεινα; Που τα περισσότερα κείμενα είναι θρησκευτικά, η τέχνη επικεντρώνεται κατ’ εξοχήν στην Αγιογραφία, και οι βασικές διαμάχες είναι θεολογικού χαρακτήρα;
Ο βασικότερος στόχος του ανά χείρας αφιερώματος είναι να καταδείξει το ανυπόστατο αυτής της αντίληψης. Το Βυζάντιο αποτελεί μια ολοκληρωμένη κοινωνία που, παρά τη μεγάλη σημασία που αποδίδει στο ιερό, δεν παύει να θεραπεύει και το ενταύθα, και να επενδύει παράλληλα τον ερωτισμό του στη γενετήσια λειτουργία αλλά και στον υψηλό έρωτα.
Όσο για το γεγονός ότι από το Βυζάντιο διασώθηκαν κυρίως τα θρησκευτικά μνημεία και κείμενα, σχετίζεται με τη συνολικότερη μοίρα του τόπου μας. Το μεγαλύτερο μέρος των κοσμικών μνημείων και κειμένων χάθηκε γιατί το βυζαντινό κράτος κατελύθη και ο πολιτισμός του κατεστράφη. Διασώθηκε μόνον η θρησκεία και η λαϊκή παράδοση. Η Ορθοδοξία ήταν ο μόνος θεσμός του Βυζαντίου ο οποίος επιβίωσε στους δύσκολους αιώνες της Κατοχής. Γι’ αυτό και σώθηκαν κυρίως οι εκκλησιές και η εκκλησιαστική ζωγραφική. Εξ άλλου και από την αρχαία Ελλάδα, τα σημαντικότερα μνημεία που διασώθηκαν είναι οι ναοί και τα αγάλματα των θεών, δηλαδή μνημεία θρησκευτικά. Μόνο που σε ό,τι αφορά αυτά, το ξεχνούμε, γιατί δεν αφορούν την σημερινή θρησκεία και επομένως τα προσλαμβάνουμε ως απλούς ανδριάντες και κίονες, παραθεωρώντας τον ιερό, για τους αρχαίους Έλληνες, χαρακτήρα τους.
Η σχετικά ισορροπημένη φύση του βυζαντινού κόσμου, συγκριτικά με τον ύστερο δυτικό Μεσαίωνα, ως προς τη σχέση του επέκεινα και του ενταύθα, του ιερού και του ερωτικού στοιχείου, αποτελεί συνέπεια δύο παραγόντων:
Α. Η ίδια η Ορθοδοξία, μετά από μία πρώτη περίοδο αποδοχής της νεοπλατωνικής αντίληψης που αντιπαραθέτει πνεύμα και ύλη, κόσμο και επέκεινα, αποδέχεται την ενότητα ύλης και πνεύματος. Ο ελληνισμός μπόρεσε να δείξει το πραγματικό του ανάστημα από τον τρόπο που επεξεργάστηκε τη βυζαντινή ορθοδοξία. Το ελληνικό πνεύμα θα διαποτίσει την πατερική θεολογία με την ελληνική πίστη στη φύση «που ακτινοβολεί στο έργο του Αγίου Βασιλείου, του Γρηγορίου Νύσσης ή του Μάξιμου του Ομολογητή. Γι’ αυτούς, ο κόσμος δεν είναι [μια] ζοφερή φυλακή»1. Σύμφωνα με τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον πατέρα του χριστιανικού μυστικισμού, ο κόσμος αποτελεί μία «Θεοφάνεια», μία «φανέρωση του Θεού». Ο Μάξιμος, στην κριτική του στον Ωριγένη, θα τονίσει με απόλυτη σαφήνεια πως θα πρέπει να απορρίψουμε ασυζητητί κάθε αντίληψη σύμφωνα με την οποία «αυτό το μοναδικό αριστούργημα που συνιστά ο ορατός κόσμος, μέσα στον οποίο ο Θεός αναγνωρίζεται από μία σιωπηλή αποκάλυψη, έχει ως αποκλειστική αιτία την αμαρτία». Κατά συνέπεια, γίνεται αποδεκτός ο κόσμος και όλες οι εκφράσεις του, ανάμεσά τους και ο εγκόσμιος έρωτας. Γι’ αυτό και τόσοι και τόσοι κληρικοί, όπως ο Κεφαλάς, ο Βασιλάκης, ο Πλανούδης, θα γράψουν ή θα συλλέξουν ερωτικά κείμενα, παρ’ ότι η εκκλησία προσπαθούσε πάντα να διοχετεύσει τον ερωτισμό στα νόμιμα πλαίσια του γάμου.
Παράλληλα, η εκκλησία στο Βυζάντιο, σε αντίθεση με τη Δύση όπου για πολλούς αιώνες η καθολική εκκλησία και ο Πάπας αποτελούσαν τον μοναδικό σταθερό θεσμό και είχαν αναλάβει το σύνολο της ζωής, κοσμικής και μη, είναι υποχρεωμένη να δέχεται την ύπαρξη και τη λειτουργία του κράτους, με αποτέλεσμα η εκπαίδευση να μην έχει σχέση με την εκκλησία και ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας να γράφεται από λαϊκούς. Γράφει ο μεγάλος βυζαντινολόγος Χανς-Γκέοργκ Μπεκ:
Επειδή η τρέχουσα αντίληψη θέλει τον Βυζαντινό έναν άνθρωπο φανατικά προσηλωμένο σε δογματικές λεπτολογίες και σχολαστικότητες, ή τουλάχιστον τον φαντάζεται ως «anima naturaliter theologica», θα συνεχίσουμε εδώ λίγο ακόμα με τη στατιστική. [ ] Με χονδρικούς υπολογισμούς, η αναλογία των συγγραφέων που ασχολήθηκαν με τη θεολογία στο σύνολο των βυζαντινών λογίων δεν πρέπει να ξεπερνάει τα 2/5 περίπου. Av προσπαθήσουμε να ελέγξουμε αυτή την αναλογία με βάση τα χειρόγραφα που σώθηκαν [ ] και αν παραβλέψουμε προς στιγμή τους συμμιγείς κώδικες, τότε, διαβάζοντας λόγου χάρη τον κατάλογο των ελληνικών χειρογράφων του Escorial, θα δούμε ότι, στα 210 (περίπου) χειρόγραφα που έχουν λίγο πολύ αμιγώς θεολογικό περιεχόμενο, αναλογούν γύρω στα 330 χειρόγραφα που θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε «κοσμικά».2
Έτσι στο Βυζάντιο υπάρχει φιλοσοφία αυτονομημένη από τη θεολογία, από δε τον 11ο αιώνα και μετά, αυτόνομη λογοτεχνική παραγωγή καθώς και ισχυρή λαϊκή παράδοση.
Β. Ο δεύτερος, αποφασιστικής σημασίας, παράγων είναι η ύπαρξη της αρχαίας ελληνικής και ελληνιστικής παράδοσης η οποία αναδεικνύεται διαρκώς μέσα από την επιβίωση παγανιστικών εορτών, όπως των Βρουμαλίων, των Κρονίων κ.λπ., που συνεχίζονται μέχρι την υστεροβυζαντινή περίοδο.
Όπως παρατηρεί ο καθηγητής του Παν. της Ν. Υόρκης και κληρικός Δ. Κωνσταντέλος, στο «Μαρτύριον τοῦ ἁγίου Δασίου», που γράφηκε κατά τον 11ο αιώνα, καταδικάζονται τα άσεμνα και αθέσμια παίγνια, τα μυσαρά είδωλα και ό,τι διαδραματιζόταν κατά την εορτή των αρχαίων Κρονίων. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Μάρτυρα Δασίου, διατηρούνται σχεδόν αναλλοίωτες οι γιορτές στις Καλένδες του Ιανουαρίου, όπου οι εορτάζοντες μεταμφιέζονται, συμμετέχουν σε ανόσιες πομπές και παίρνουν τη μορφή του διαβόλου φορώντας δέρματα τράγων, αποβάλλοντας τη χριστιανική ταυτότητά τους:
Αὕτη ἡ μυσαρὰ παράδοσις καὶ μέχρις ἡμῶν τῶν ἐσχάτων περιελθοῦσα ἀθλιωτέρως παραφυλάττεται. [ ] Ἐν γὰρ τῇ ἡμέρᾳ τῶν καλανδῶν Ἰανουαρίων μάταιοι ἄνθρωποι τῷ ἔθει τῶν Ἑλλήνων ἐξακολουθοῦντες χριστιανοὶ ὀνομαζόμενοι μετὰ παμμεγέθους πομπῆς προέρχονται, ἐναλλάττοντες τὴν ἑαυτῶν φύσιν, καὶ τὸν τρόπον καὶ τὴν μορφὴν τοῦ διαβόλου ἐνδύονται. Αἰγείοις δέρμασι περιβεβλημένοι, τὸ πρόσωπον ἐνηλλαγμένοι ἀποβάλλουσιν ἐν ᾧ ἀναγεννήθησαν ἀγαθῷ καὶ διακατέχουσιν ἐν ᾧ ἐγεννήθησαν κακῷ…».3
Τα «Κρόνια», που ήταν αρχαία εορτή προς τιμήν της χρυσής εποχής του Κρόνου, τα οποία συνδέθηκαν μετέπειτα με το φαγοπότι, την ελευθερογαμία και οργιαστικές συμπεριφορές, ταυτίστηκαν δε από τους Ρωμαίους με τα Σατουρνάλια, ή Βρουμάλια, φαίνεται πως επιβίωναν ακόμα τον 13ο αιώνα. Στον αρχόμενο 13ο αιώνα, ο Νικήτας Χωνιάτης (1155-1217), αναφερόμενος στις ερωτικές περιπέτειες του Ανδρόνικου Κομνηνού, υποστηρίζει πως, κατά τα Κρόνια, δεν δίσταζε να διαπράττει ανόσιες πράξεις με ενδεκάχρονη συγγενή του, «οὐκ ᾐσχύνετο Κρονίων ἀπόζων ἀνεψιοῦ γυναικῖ μιλτοπαρνίῳ καὶ τρυφερᾷ καὶ μήπω τὸ ἐνδέκατον ἔτος… ἀθεμίτως συγκατακρίνεσθαι…»4. Επομένως, οι βαθιά ριζωμένες ελληνικές παραδόσεις επιβεβαιώνουν την επιβίωση και επανεμφάνιση του ερωτισμού και του εγκόσμιου στοιχείου.
Παράλληλα, και στο επίπεδο της λόγιας παραγωγής, η αρχαία Ελλάδα παραμένει το πρότυπο και ο κανόνας στη φιλοσοφία, τις επιστήμες, τη λογοτεχνία. Από τον πατριάρχη Φώτιο έως τον Πλήθωνα και από τον Παύλο Σιλεντιάριο τον 6ο αιώνα έως τον Μακρεμβολίτη και την Άννα Κομνηνή, το ελληνικό μέτρο αποδεικνύεται παντοδύναμο.
Λαϊκά στιχουργήματα όπως η Παιδιόφραστος Διήγησις των Τετραπόδων, λόγια έργα όπως ο Υσμινίας και η Υσμίνη, επιγράμματα καταπληκτικού ύφους, όπως τα ερωτικά του Σιλεντιάριου και προγυμνάσματα όπως του μοναχού Βασιλάκη καλλιεργούν το ερωτικό είδος χωρίς να χρειάζεται να κρύβονται. Όπως μάλιστα τόνισε ο Μπεκ, δεν κάηκε ποτέ κείμενο για το άσεμνο περιεχόμενό του ούτε διώχθηκε κάποιος συγγραφέας γι’ αυτό.
Εν κατακλείδι, σε αντίθεση με τα συνήθως και ευκόλως θρυλούμενα, το Βυζάντιο παραμένει μια εξαιρετικά ανεκτική, για την εποχή της, κοινωνία, η οποία κατορθώνει να συνδυάζει τη βαθιά πνευματικότητα και τον «έρωτα του θείου» με τον εγκόσμιο έρωτα και τη χαρά της ζωής, διαμορφώνοντας ήδη το γνώριμό μας ελληνικό «συναμφότερον». Ιδιαίτερα, δε, κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο φάινεται πως, παράλληλα με τις «Αναγεννήσεις» του αρχαιοελληνικού ήθους και ύφους, χαλαρώνουν ακόμα περισσότερο οι απαγορεύσεις. Το τελευταίο επιβεβαιώνεται τόσο από τα λόγια και δημώδη μνημεία, όπως και από το ότι ατονεί το αυστηρό νομικό πλάισιο που είχε κληρονομηθεί από τους Ρωμαίους. Φαίνεται πως πολλές από τις αυστηρές ποινές που περιγράφει ο καθηγητής Σπ. Τρωϊάνος στο άρθρο του δεν εφαρμόζονταν πλέον.
Πάντως, θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε πως το «ιερό» παραμένει πάντα ισχυρό και η ισορροπία του με το εγκόσμιο πρέπει να αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα των συνθηκών της εποχής που εξετάζουμε.
Στο αφιέρωμα περιλαμβάνονται κείμενα και αποσπάσματα από ευρύτερες εργασίες: του Γιώργου Καραμπελιά, για την ερωτική λογοτεχνική παραγωγή του ύστερου Βυζαντίου. του Μιχάλη Μερακλή για το παλαιολόγειο ερωτικό μυθιστόρημα και μάλιστα το «Καλλίμαχος και Χρυσορρόη». του Σπύρου Τρωϊάνου, για τη νομοθεσία και τις ποινές γύρω από τις γαμικές και σεξουαλικές παραβάσεις. απόσπασμα από το μνημειώδες έργο του Φαίδωνα Κουκουλέ, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, με θέμα το γάμο, την παλλακεία κ.ά.. μια σύντομη παρουσίαση της Παιδιοφράστου από τον Γιώργο Μπαλόγλου, η οποία, επειδή αναφέρεται σε ζώα και στις σεξουαλικές τους προτιμήσεις, είναι ιδιαίτερα αθυρόστομη. μία ανάλυση του Νικηφόρου Αρμενόπουλου για τη σχέση ερωτισμού και ορθοδοξίας. την παρουσίαση της Απόκρυφης Ιστορίας του Προκόπιου από τον Νίκο Βεντούρα. δύο αποσπάσματα από το Βυζαντινόν Ερωτικόν του Χ.-Γ. Μπεκ, το πρώτο για τις ερωτικές παρεκτροπές του Ανδρόνικου Α΄ Παλαιολόγου, όπως τις παρουσιάζει το Νικήτας Χωνιάτης, και το δεύτερο για το «βυζαντινό συναμφότερον» μεταξύ ερωτισμού και ορθοδοξίας. από το βιβλίο του Ρόντρικ Μπήτον, Η ερωτική μυθιστορία του ελληνικού Μεσαίωνα, παραθέτουμε ένα απόσπασμα για τη συνέχεια της βυζαντινής παράδοσης στην ενετοκρατούμενη Κρήτη. Τέλος, παρουσιάζονται αυτούσια αποσπάσματα από την Παλατινή Ανθολογία, τον Διγενή Ακρίτα, την Παιδιόφραστο Διήγηση, τα Ερωτικά Ροδιακά, και την Πασιφάη και τον Ταύρο του Βασιλάκη.
Υ.Γ. Παρότι αρκετά από τα αποσπάσματα μπορούν να χαρακτηρισθούν ελευθεριάζοντα ή ακόμα και «άσεμνα», κρίναμε ότι δεν θα έπρεπε να τα «λογοκρίνουμε», ακριβώς για να καταδειχθεί η αποκεκρυμμένη πραγματικότητα του Βυζαντίου, σε ένα αφιέρωμα με λαογραφική, συν τοις άλλοις, αξία. Παρ’ όλα ταύτα, τα αποσπάσματα π.χ. από την Παλατινή Ανθολογία ή την Απόκρυφη Ιστορία του Προκόπιου δεν περιλαμβάνουν τα πιο «τολμηρά» στιχουργήματα, αλλά εκείνα που θεωρήσαμε υψηλότερης ποιότητας.