Αρχική » H. G. Beck: Το βυζαντινό συναμφότερον

H. G. Beck: Το βυζαντινό συναμφότερον

από Άρδην - Ρήξη

του H. G. Beck, από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006

Το χάσμα ανάμεσα στη δημόσια και ιδιωτική ηθικότητα αφενός και τους κανόνες της εκκλησιαστικής αυθεντίας, αφετέρου, είναι στο Βυζάντιο τόσο βαθύ όσο σ’ όλον τον κόσμο. Διατυπωμένο με θεολογικούς όρους: Η αμαρτία είναι και στο Βυζάντιο ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της χριστιανικής καθημερινότητας. [ ]

Οι βυζαντινοί συγγραφείς, στον βαθμό που καταπιάσθηκαν με ερωτικά θέματα, δεν χρειάσθηκε, παρά τις αυστηρότατες ηθικολογικές απόψεις που εκφράσθηκαν στη θεολογική λογοτεχνία, να νοιαστούν καθόλου, για το αν ήταν θεμιτό να δραστηριοποιηθούν δημόσια σε αυτό το είδος της λογοτεχνίας. [ ]

Η Εκκλησία ως «τέλεια κοινωνία» είναι μια έννοια που δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στο Βυζάντιο. Όπως στην ιδιωτική ζωή των Βυζαντινών, έτσι και στη δημόσια, η Ορθοδοξία δεν αντιποιείται πειθαρχικές αρμοδιότητες, με τη δύναμη των οποίων θα μπορούσε να επιβάλει απόλυτα την αυστηρότητά της. Οι λανθάνουσες μη ορθόδοξες δυνάμεις επιβάλλονται διαρκώς.

Από τον ορθόδοξο κλήρο λείπουν εντελώς ορισμένα χαρακτηριστικά του «κληρικισμού»1, ο οποίος θα έπρεπε να βασίζεται σε μια ιδιαίτερη για τον ιερατικό κλάδο εκπαίδευση και στη διαμόρφωση δικών του προτύπων και δικής του χαρακτηριστικής αυτοσυνειδησίας, που θα τον καθιστούσε ικανό να δείξει τη βαρύτητα της αυθεντίας του, που δεν προσιδιάζει σε καμιά άλλη βυζαντινή κοινωνική ομάδα. [ ]

…είναι γενικά πολύ αμφίβολο, κατά πόσον ο μέσος κληρικός είχε γενικά γνώση της ερωτικής λογοτεχνίας. Φυσικά, το όχι ιδιαίτερα πολυάριθμο στρώμα των κληρικών που είχαν υψηλή μόρφωση αποτελούσε μια εξαίρεση. Αλλά αυτοί συνέπλεαν με τους λόγιους, όπως συχνά υποδηλώθηκε πιο πάνω, συμμερίζονταν τις προτιμήσεις τους και ενδιαφέρονταν ασφαλώς ελάχιστα να γίνουν με την κριτική τους ενοχλητικοί στους κύκλους των λογίων. [ ]
Η ένοχη συνείδηση είναι ουσιαστικό συστατικό τμήμα κάθε πολιτισμού, στο πλαίσιο του οποίου οι άνθρωποι, και μάλιστα εκείνοι που διάγουν μια συνειδητή και μελετημένη πνευματική ζωή που απολογείται για αιτίες και κίνητρα, έχουν «διπλή ζωή» και μ’ αυτήν αναπτύσσουν αναγκαστικά, μια διχασμένη συνείδηση. Ο διχασμός αυτός στο Βυζάντιο είναι επιπλέον η λογική συνέπεια μιας δυαδικότητας των συνόλων σταθερών πεποιθήσεων και συμπεριφορών, τα οποία δεν μπορούν να εναρμονισθούν αμοιβαία με ασφαλή τρόπο. Ο Βυζαντινός υπόκειται στις υπαγορεύσεις μιας αυστηρής Ορθοδοξίας, η οποία του προκαθορίζει επακριβώς, τι πρέπει να πιστεύει, και, πέρα από αυτό, φιλοδοξεί να επιτηρεί την καθημερινή πρακτική και δράση του και να του επιβάλλει κανόνες που δεν ανταποκρίνονται στη «φυσική» βούληση και επιθυμία του μέσου πολίτη, κανόνες, μ’ άλλα λόγια, που θέλουν να τον χωρίσουν και να τον αποξενώσουν από τη «φύση» και τα εγκόσμια. [ ]

Ακριβώς στο σημείο αυτό, αρχίζει ένα δεύτερο σύνολο πεποιθήσεων και συμπεριφορών, όλα όσα ανάγονταν στην αρχαία κλασσική εποχή. Αυτό σήμαινε όχι μόνο τη γοητεία μιας ολοκληρωμένης γλώσσας, που παρέμενε ακόμη η γλώσσα του Βυζαντινού, και η οποία καθιστούσε την ιδιοποίηση όλων των αξιών, που είχαν εκφρασθεί ανέκαθεν με τη γλώσσα αυτή, μια εντελώς φυσική διαδικασία˙ περαιτέρω σήμαινε τη γοητεία μιας λογοτεχνίας, που τρεφόταν από τον μύθο και συνάμα από μια φυσική εσωτερικότητα, η οποία ήταν ικανή, ως ένα ορισμένο βαθμό, να δοξάσει τις ανάγκες εκείνες τις οποίες εχθρευόταν η Ορθοδοξία, επειδή ήταν σε θέση να τις «εξανθρωπίσει», με την πλήρη σημασία της λέξεως, και το κυριότερο να τις νομιμοποιήσει για καθημερινή χρήση.

Η σχεδόν αναπόδραστη ανάγκη για τον Βυζαντινό να σκέπτεται, να αισθάνεται και να ζει σε δυο επίπεδα, προέκυπτε κατά κύριο λόγο από το γεγονός, ότι και τα δύο σύνολα εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο με μια σχεδόν περιοριστική απαίτηση τελειότητας. Η Ορθοδοξία ήθελε να αποφασίζει για την τύχη του Βυζαντινού στο παρόν και την αιωνιότητα. Αν τυχόν κάποιος αυτό το παρέβλεπε, τότε δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας. Η κλασσική κληρονομιά, η οποία ανακαλούσε συνεχώς στη μνήμη τον επικίνδυνο μύθο –δεν χρειάζεται εδώ να εκτεθούν ακριβέστερα οι λόγοι–, ήταν αυτόχρημα συντεταγμένη της βυζαντινής υπάρξεως, χωρίς την οποία ο πολίτης του κράτους, που αντιπροσώπευε έγκυρα τον τύπο του Βυζαντινού, θα είχε χάσει την ταυτότητά του. Η ταυτότητα αυτή δικαιολογούσε την αξίωσή του να είναι κάτι περισσότερο από τους γειτονικούς βαρβάρους, φορέας των ύψιστων πολιτισμικών αγαθών της ανθρωπότητας. [ ]

Στη διαδρομή της ιστορίας, η δυαδικότητα αυτή βρήκε το δρόμο προς μια ορισμένη εξισορρόπηση˙ αυτό ήταν συνέπεια του γεγονότος, ότι και οι πιο χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της μιας πλευράς, της Ορθοδοξίας, βάσει της ανατροφής και της εκπαιδεύσεώς τους, εγκατοικούσαν στο «αρχαίο» σύνολο και δεν μπορούσαν εύκολα να αποστασιοποιηθούν, πνευματικά, από αυτό. Από την άλλη πλευρά, αυτό προήλθε από το γεγονός ότι και ο λόγιος με το ελεύθερο φρόνημα δεν διανοούνταν κατά κανόνα να υπονομεύσει τις αξίες της Ορθοδοξίας. Αυτό συνέβη με τρόπο επαληθεύσιμο τον 15ο αι. πια, όταν ο φιλόσοφος Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός ήλθε σε ρήξη με την Ορθοδοξία. Έτσι υπήρχαν για τον Βυζαντινό «δύο αλήθειες», ανομοιοβαρείς και εν τούτοις εξίσου ισχυρές. Κατά περίπτωση μπορούσε να προτιμηθεί η μία από τις δύο, γιατί και οι δυο, εν μέρει, παρείχαν ελκυστικές δυνατότητες. Η διαπλοκή των δυο αληθειών στη ζωή του κάθε βυζαντινού μπορούσε να οδηγήσει, περιστασιακά, σε μια οικεία συνύπαρξη. Η εναλλαγή των δυο επιπέδων ολοκληρωνόταν προς το τέλος της Αυτοκρατορίας όλο και πιο επιδέξια και με λιγότερες τριβές, και ίσως δεν έγινε πια αισθητή ως αλλαγή.

  • Απόσπασμα από το βιβλίο του Hans-Georg Beck, Βυζαντινόν Ερωτικόν, Εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1999, σσ. 298-312

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

  1. Κληρισμός: ο όρος επινοήθηκε για να εκφράσει την τάση του κλήρου να αναμειγνύεται αναρμόδια σε δημόσιες ή ιδιωτικές υποθέσεις, με σκοπό την επιβολή της επιρροής του. (βλ. σχετικά Γ. Χασιακός, Ερμηνευτικό λεξικό των -σμων, Αθήνα 1989, σελ. 158).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ