Αρχική » 75 χρόνια μετά

75 χρόνια μετά

από admin

(μερικές σκέψεις για τη πορεία του λαϊκού πολιτισμού της Μικράς Ασίας με αφορμή τη λαϊκή μουσική)*.

του Στέλιου Ελληνιάδη

Θα είχε ενδιαφέρον να προσπαθήσει κανείς να “μετρήσει” τι απέμεινε από τον ανθηρό λαϊκό πολιτισμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας (και λέω εξαρχής ότι περιλαμβάνω και τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης), στον ελλαδικό χώρο και στον Ελληνισμό της Διασποράς. Βέβαια, αυτό είναι πολύπλοκο και δύσκολο. Θέλει μια δουλειά που δεν έχει γίνει ολοκληρωμένα. Όχι μόνο γιατί αφορά πολλούς επιμέρους τομείς, τα ήθη, τα έθιμα, τη μουσική, το χορό, τις ενδυμασίες, το φαγητό, τις κοινωνικές σχέσεις και ό,τι άλλο μπορεί να ενταχθεί σ’ αυτό που εννοούμε ως λαϊκό πολιτισμό, αλλά και γιατί η εργασία αυτή γίνεται σε πολλά επίπεδα (χρονικά, τοπικά, ειδολογικά κ.τ.λ), αφού οι περιοχές, οι εποχές και οι τομείς στους οποίους αναφερόμαστε είναι πολλοί, με τη δική τους ξεχωριστή φυσιογνωμία και δεν μπορούν να ομογενοποιηθούν παρ’ όλα τα κοινά γνωρίσματα.

Παρακολουθώντας, εδώ και αρκετά χρόνια, τις εξελίξεις στο χώρο της λαϊκής μουσικής κρίνω ότι το πιο σοφό που μπορώ να κάνω για τις ανάγκες αυτής της ημερίδας, είναι να μιλήσω για τη λαϊκή μουσική. Και ίσως εκεί να βρούμε αναλογίες που αφορούν και άλλες πτυχές της μικρασιατικής παρουσίας στον ελλαδικό χώρο, μετά την καταστροφή του 1922-24.

Τα ωραία σπίτια, τα νεκροταφεία και οι εκκλησίες έμειναν πίσω, αλλά η μουσική ήρθε στην Ελλάδα. Και με τη δύναμή της περιόρισε το ρόλο του ελαφρού τραγουδιού και έδωσε μεγάλη ώθηση σ’ αυτό που σιγά σιγά διαμορφωνόταν ως λαϊκό τραγούδι των πόλεων και το οποίο στην εξέλιξή του, με το αίμα και την πνοή της μικρασιατικής μούσας, αφομοιώνοντας και άλλα στοιχεία, απέκτησε τη δική του πρωτότυπη μορφή.

Το σμυρναίικο τραγούδι τραγουδιέται στα φτωχόσπιτα και τις αυλές των προσφυγικών συνοικιών. Μετά, καθώς οι πρόσφυγες αποκτούν κάποια εξοικείωση, μέσα σ’ ένα ευρύτερο περιβάλλον που δεν είναι και τόσο φιλικό, ανοίγουν τα δικά τους καφενεία, με μουσικούς και μικρές ορχήστρες που παίζουν τις μουσικές και τα τραγούδια τους που έφεραν από την Ανατολή.

Στις λαϊκές γειτονιές, η δεκαετία του ’30 βρίσκει τα στέκια με τα σμυρναίικα τραγούδια όπως παίζονταν στη Μικρά Ασία, απέναντι από τα μαγαζιά που παίζεται αυτό που αργότερα οι μελετητές αποκάλεσαν ρεμπέτικο. Οι Μικρασιάτες παίζουν κυρίως τα σμυρναίικα στην πιο αυθεντική τους μορφή, οι μουσικοί της πειραιώτικης σχολής Βαμβακάρη διαφοροποιούνται κυρίως λόγω ύφους και πελατείας από τους Μικρασιάτες και ορισμένοι, μουσικοί και θαμώνες, κινούνται ανάμεσα στα δυο καφενεία.

Τελικά η εντατική αστικοποίηση συμπλέει περισσότερο με το ρεμπέτικο τραγούδι και λιγότερο με το καθαρό μικρασιάτικο που έχει περισσότερο διακριτό ύφος της ελληνικής Ανατολής. Το ρεμπέτικο, πιο απλό στη μορφή, πιο αστικό, πιο τετράγωνο, απέχει περισσότερο από το ύφος των τραγουδιών της υπαίθρου και εξελίσσεται με μεγαλύτερη ευκολία και ταχύτητα, προσαρμοζόμενο στις κοινωνικές αλλαγές που συντελούνται, κυρίως με το τέλος της γερμανικής κατοχής. Όμως, παρ’ όλη τη δημοτικότητά του, το λαϊκό τραγούδι, σμυρναίικο και λαϊκορεμπέτικο, ευδοκιμεί στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, πίσω και κάτω από το πολιτικό-πολιτιστικό εποικοδόμημα και το οικονομικό κατεστημένο. Θεωρείται ανάξιο λόγου, φτηνό και μικρής καλλιτεχνικής αξίας και εν πολλοίς αντιδραστικό, τόσο για την πρόοδο του κεφαλαίου που υπηρετεί η δεξιά όσο και την πρόοδο των ιδεών που υπερασπίζεται η αριστερά.

Οι μικρασιατικοί αμανέδες, όπως και ο Καζαντζίδης του ’60, θεωρούνται εχθροί της προόδου.

Τελικά, μόνο μετά τη χούντα, η μικρασιατική μουσική αρχίζει να επανέρχεται στο προσκήνιο με ένα νέο πρόσωπο, αν και οι σημαντικότεροι συντελεστές της δεν είναι πια εν ζωή.

Ύστερα από χρόνια παραγκώνισης, στην οποία συνέβαλε ο “εξελλαδισμός” των Μικρασιατών, η ενσωμάτωσή τους, έρχεται σιγά σιγά η αναγνώριση από μερίδα διανοουμένων που ανοίγει κάποιες πόρτες.

Η ανάγκη αυτογνωσίας, που προκύπτει από καιρό σε καιρό σε εθνικό επίπεδο, σε εποχές στριμώγματος και πίεσης, αλλά και η κατάρρευση των ταμπού και των απαγορεύσεων ιδεολογικοπολιτικού χαρακτήρα, δημιουργούν ένα πρόσφορο έδαφος. Απελευθερώνονται οι απωθημένες μνήμες και οι άνθρωποι αναζητούν κομμάτια από τη χαμένη τους ταυτότητα.

Ταυτόχρονα, νέοι άνθρωποι που αναζητούν υλικό και χώρο για να αναπτύξουν τη δημιουργικότητά τους, βρίσκουν στη μικρασιατική μουσική αυτό που ψάχνουν. Μεγάλη μελωδική, ρυθμική και ηχητική ποικιλία, πλούτος αργάνων, ένα απέραντο πεδίο εξερεύνησης. Και το γεγονός ότι η μουσική από τη Μικρά Ασία έχει μέσα της στοιχεία από όλους τους πολιτισμούς που αποτελούν το ιστορικό και πολιτισμικό περιβάλλον μας, την καθιστά ιδιαιτέρως ελκυστική.

Σ’ αυτή τη στροφή συμβάλλει και ο κορεσμός από την υπερπροσφορά της δυτικής ποπ μουσικής, η οποία σταθερά χάνει πολύ από τη φρεσκάδα και την πρωτοτυπία της. Αυτό το άνοιγμα στην καθ’ ημάς Ανατολή, καλύπτει με φυσικό τρόπο το κενό που είχαμε από τις παρωπίδες που φορούσαμε επί τόσα χρόνια, που μας απέκοβαν από το παρελθόν μας και μας στερούσαν τον πλούτο που υπάρχει άφθονος στο κοντινό και μακρινό περιβάλλον μας. Αυτή η δημιουργική “επιστροφή” σπάζει τη μονοτονία του δυτικού ακούσματος που υποστηρίχτηκε όσο τίποτα άλλο από μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις, στην μεταπολεμική Ελλάδα.

Όμως, αυτός ο αποκλεισμός, δεν αφορά μόνο τη μουσική και το τραγούδι. Τι απέμεινε από τόσα ήθη, έθιμα, ενδυμασίες, κοσμήματα, φαγητά, τρόπους, εκφράσεις και διαλέκτους;

Ορισμένα στοιχεία δεν βρίσκουν εύφορο έδαφος για να αναπτυχθούν, γιατί η ζωή στις πόλεις βάζει πολλούς περιορισμούς και κυρίως επιτάσσει την ομοιομορφία, και χάνονται σχεδόν οριστικά ή μεταλλάσσονται. Αλλά απλώς διασώζονται στα αρχεία των μουσικολόγων και των συλλεκτών. Αλλά, υπάρχει και ένα μέρος τους που η ίδια η εμπειρία καταδείχνει ότι μπορεί να λειτουργήσει ενταγμένο στη νέα, αλλά και τη μελλοντική πραγματικότητα.

Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, αρκετά στοιχεία του πολιτισμού μας διασώζονται από αυτούς που τα οικειοποιούνται. Τι συνέβη με τα έργα των Ρωμιών συνθετών της Πόλης; Τα έφεραν στην επιφάνεια, τα μελετούν και τα παίζουν ωραιότατα οι Τούρκοι μουσικοί και όχι οι δικοί μας, της “σοβαρής” μουσικής, που καταρτίζουν το ρεπερτόριο τους σύμφωνα με τα προγράμματα των ορχηστρών της Δύσης. Γι’ αυτό ποτέ δεν υπήρξε μια εκτεταμένη, συστηματική και πολύπλευρη εμβάθυνση στις πολιτιστικές μας παραδόσεις. Αναζητούσαμε πάντοτε, κι ακόμα αναζητούμε την αναγνώριση και την αποδοχή μέσα από την προσπάθειά μας να μιμηθούμε και να υποδυθούμε τους δυτικούς. Αυτή η μονόπλευρη προσπάθεια μας εμπόδισε να ανακαλύψουμε εγκαίρως τον πλούτο της δικής μας ιστορικής ψυχής. Τα τελευταία χρόνια, συντελείται μια αλλαγή. Ιδρύθηκαν ωδεία για τη διδασκαλία της παραδοσιακής μουσικής, στην οποία εντάσσεται και η μικρασιάτικη. Πολλοί χορευτικοί όμιλοι σε όλη την Ελλάδα, έχουν εντάξει στο ρεπερτόριό τους χορούς και τραγούδια από τη Μικρά Ασία. Και σ’ αυτή την προσπάθεια μπορεί να παίξει ακόμα πιο ενεργητικό ρόλο η τοπική αυτοδιοίκηση.

Και το πιο αξιοσημείωτο: οι νέοι μουσικοί σε όλη την Ελλάδα, τα τελευταία δέκα χρόνια, επιλέξανε ως μουσικό τους πεδίο τη μικρασιάτικη μουσική και τη μαθαίνουν και την παραδίδουν πίσω στο κοινό. Και έχουν σοβαρό ακροατήριο. Δεν είναι μόνο ο Νίκος Οικονομίδης, ο Χρήστος και ο Γιάννης Τσιαμούλης ή ο Νίκος Κωνσταντινόπουλος. Ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες του το κανονάκι, που όταν πέθανε ο τελευταίος μεγάλος δεξιοτέχνης, ο Στεφανίδης, πιστέψαμε ότι μόνο από θαύμα θα το ξαναβλέπαμε στις ορχήστρες και θα το ξανακούγαμε. Και το θαύμα έγινε!

Σπουδαία είναι η δουλειά που κάνουν πάρα πολλοί σύλλογοι και σωματεία, που διατηρούν θαυμάσια χορευτικά και φωνητικά συγκροτήματα. Τι όμορφα που τραγουδούν τα σινασίτικα τραγούδια οι νεαρές και μεσήλικες γυναίκες, παιδιά και εγγόνια των Σινασιτών που ήρθαν το 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών! Και τι όμορφα τα χορεύουν οι έφηβοι του ερασιτεχνικού συγκροτήματος του Δήμου Χαϊδαρίου!

Εχει δε πολύ μεγάλη σημασία η εξέλιξη των σπουδών στα Μουσικά Σχολεία. Το ενδιαφέρον των παιδιών, η αυθόρμητη επιθυμία τους, τα μετέτρεψε γρήγορα σε εστίες εκμάθησης και διάδοσης της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Τα κανονάκια και τα ούτια ξαναγυρίζουν, στα χέρια των εφήβων.

Και ίσως το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ότι το μικρασιάτικο τραγούδι πήρε τη θέση του στην αγορά της διασκέδασης. Πέρα από τις φίρμες-τραγουδιστές που πάνε όπου φυσήξει ο άνεμος, τραγουδώντας ευκαιριακά τα πάντα, από αντάρτικα έως σπανιόλικα, το χειμώνα ’96-’97 μόνο στην Αθήνα και τον Πειραιά λειτουργούσαν 55 μαγαζιά, τα λεγόμενα ρεμπετάδικα, όπου τα σμυρναίικα και πολίτικα τραγούδια αποτελούν σημαντικό κομμάτι του ρεπερτορίου και της φυσιογνωμίας τους. Με περισσότερους από 250 μουσικούς, στην πλειοψηφία τους 18 έως 30 ετών, που τα ερμηνεύουν με αγάπη και πάθος. Και βεβαίως, υπάρχει η μεγάλη και ακμαία ομάδα των Ποντίων, διαρκώς ενισχυόμενη από τις μεταναστεύσεις των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που έχει συνδέσει την ύπαρξή της με τη μουσική και τα τραγούδια της.

Στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, πολλά στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού της Μικράς Ασίας, είναι ζωντανά. Η απομόνωση από τον άκρατο καταναλωτισμό και τη μαζικά παραγόμενη κουλτούρα, άφηνε περιθώρια επιβίωσης στον παραδοσιακό πολιτισμό. Καταπληκτικά ελληνικά γλωσσικά ιδιώματα, ποίηση, τραγούδια και χοροί, ενδυμασίες, έθιμα και γιορτές, δοξασίες και αισθήματα της ελληνικής Ανατολής συνθέτουν ακόμα τη φυσιογνωμία των Ελλήνων της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου. Στις περιοχές αυτές, στην Αζοφική Θάλασσα, στην Κριμαία, στην Τιφλίδα και την Τσάλκα, ακόμα τραγουδάνε τα θρακιώτικα και τα τραγούδια του μικρασιάτικου Πόντου. Και οι εστίες αυτές, ισχυρό τμήμα του απανταχού Ελληνισμού, δεν προσφέρονται μόνο για μελέτη, αλλά ενισχύουν με την προσφορά τους, τον επαναπροσανατολισμό των αισθητικών επιλογών μας.

Βέβαια, όλη αυτή η κινητικότητα δεν είναι χωρίς προβλήματα. Ένα απ’ αυτά αφορά την ποιότητα της μουσικής, του τραγουδιού και του χορού που διασώζεται. Επειδή για πολλά χρόνια λειτουργούσε περιθωριακά, έσπασε η ροή, διεκόπη η απαραίτητη συνέχεια, και η μετάδοση της γνώσης και της αίσθησης από γενιά σε γενιά δεν έγινε με ολοκληρωμένο τρόπο. Έτσι, πολλά πράγματα αλλοιώθηκαν και παραμορφώθηκαν. Η εικόνα του δεκάχρονου Πόντιου που χορεύει φορώντας το τυποποιημένο μαύρο κοστούμι με τα πλαστικά φισεκλίκια, έγινε πρότυπο, επιβλήθηκε σαν μοντέλο και πέρασε ισοπεδωτικά πάνω από μια ολόκληρη κουλτούρα.

Στα τραγούδια, μη έχοντας μια φυσική σταδιακή εξέλιξη, εντάχθηκαν, άτσαλα, στοιχεία από την τρέχουσα μουσική των νυχτερινών κέντρων. Έτσι εκσυγχρονίστηκαν απότομα, χάνοντας πολύ από το ύφος και τη χάρη τους. Αλλά αυτό ήταν αναπόφευκτο έτσι όπως εξελίχθηκε η ιστορία του ποντιακού Ελληνισμού. Και πάλι καλά. Ευτυχώς, τώρα, οι νέοι δείχνουν πραγματικό και βαθύ ενδιαφέρον και οι γνώστες δάσκαλοι απέκτησαν ακροατήριο που ρουφάει τις υποδείξεις και ξανασυναρμολογεί τις μουσικές και τα βήματα των χορών.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις περιγράφουν ένα ευνοϊκό κλίμα για την καλλιέργεια και ανάπτυξη της μικρασιάτικης μουσικής παράδοσης. Κλίμα που εκτείνεται έξω από τα σύνορά μας.

Οι γείτονές μας στα Βαλκάνια, είναι πολύ ανοιχτοί στις προτάσεις μας. Τόσο γιατί οι δεσμοί μας είναι πολύ παλαιοί όσο και γιατί οι λαοί της περιοχής που βιώνουν μια πολύπλευρη κρίση έχουν ανάγκη της δικής μας δημιουργικής παρουσίας και επιζητούν τη σύσφιγξη των σχέσεών μας.

Πιο βόρεια, πολλοί ευρωπαϊκοί λαοί, κουρασμένοι, αναζητούν ήχους πιο εξωτικούς και άφθαρτους, και έχουν ήδη εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για τις δικές μας μουσικές.

Αυτό το διεθνές περιβάλλον ενισχύει τις εσωτερικές μας τάσεις για μεγαλύτερη ενασχόληση με τις μουσικές και τους χορούς του μικρασιάτικου Ελληνισμού και ενθαρρύνει το άνοιγμα στον ιστορικό εαυτό μας.

Δυστυχώς, από τους καλλιτέχνες που ήθελαν να κάνουν καριέρα στο εξωτερικό, σπαταλήθηκαν χρόνια και προσπάθειες για να μάθουν σπαστά γαλλικά και σπανιόλικα, μέχρι να συνειδητοποιήσουν ότι ξένοι περίμεναν απ’ αυτούς ν’ ακούσουν σμυρναίικα και πειραιώτικα τραγούδια!

Η καλλιέργεια και διάδοση των στοιχείων του πολιτισμού μας, ιδιαίτερα αυτών πόυ θεωρήθηκαν πεπερασμένα, έχει μέλλον όταν τα αναλαμβάνουν οι ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας. Το κράτος μπορεί – πιεζόμενο – να παίξει έναν υποβοηθητικό ρόλο, κυρίως στο επίπεδο της υποδομής, με όλους τους κινδύνους που επιφυλάσσει η ανάμιξή του.

Η ίδρυση των Μουσικών Σχολείων, περίπου είκοσι σε όλη την Ελλάδα, είναι μια καλή ιδέα και δείχνει ένα δρόμο και τρόπο παρέμβασης της πολιτείας – όχι μόνο του Υπουργείου Πολιτισμού – για την ανάδειξη και επανένταξη των σπουδαίων στοιχείων του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού στη σύγχρονη ζωή. Όμως, η γραφειοκρατία και η αδυναμία ιεράρχησης των στόχων, συχνά οδηγούν ακόμα και έναν θεσμό που απέδειξε ότι μπορεί να είναι επιτυχής, γιατί τον έχει ανάγκη και τον αγκαλιάζει η κοινωνία, σε μαρασμό.

Βέβαια, η αντοχή της μουσικής, του τραγουδιού και του χορού δεν είναι μεταδοτική. Υπάρχουν όμως, και άλλες μορφές έκφρασης του μικρασιάτικου πολιτισμού που έχουν διατηρήσει τουλάχιστον ένα μέρος από τη λειτουργικότητά τους, από τη βυζαντινή αγιογραφία ως τα εδέσματα της πολίτικης κουζίνας.

Ίσως η καλύτερη παρέμβασή μας μπορεί να γίνει όχι μέσα από υποδείξεις και επιταγές, αλλά μέσα από την καλλιέργεια της γνώσης της ιστορίας του πολιτισμού μας. Εάν γίνει αυτό, οι δυνάμεις της κοινωνίας θα κρατήσουν αυτό που χρειάζονται, αυτό που τους πάει, αυτό που είναι διαχρονικό. Τα υπόλοιπα ας μείνουν στα μουσεία και τα βιβλία, σαν εργαλεία της γνώσης.

Όσο για τις ατομικές μας υποχρεώσεις, είναι πολύ σημαντικό να συμμετέχουμε σ’ αυτή τη διαδικασία της γνώσης και της γνωστοποίησης, ο καθένας από το δικό του σημείο εκκίνησης. Οποίος ασχολείται ιδιαιτέρως με την μουσική, από τη μουσική και όποιος ενδιαφέρεται για τη ζωγραφική ή τη μαγειρική από αυτά. Να αναζητήσουμε μόνοι μας τα σημεία επαφής, να επεξεργαζόμαστε τα ζητήματα και να συντονίζουμε μεταξύ μας, και τις ιδέες μας να τις κάνουμε προτάσεις προς την κοινωνία, χωρίς να αφήνουμε τις πρωτοβουλίες ούτε και να εξαρτήσουμε την πορεία των υποθέσεων που μας αφορούν από το δύσκαμπτο χέρι του κράτους.

Και γενικώς να μην ξεχνάμε ότι οι πραγματικά προοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις είναι υπαρκτές.

 


*Το κείμενο του Στέλιου Ελληνιάδη, εκδότη του περιοδικού “ντέφι”, αποτέλεσε εισήγησή του  σε ημερίδα που οργανώθηκε για τα 75 χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ