Αρχική » Ο νεοελληνιστής Τζούλιο Καΐμη (Α΄ μέρος)

Ο νεοελληνιστής Τζούλιο Καΐμη (Α΄ μέρος)

από Σπύρος Κουτρούλης

του Σπύρου Κουτρούλη


O Τζούλιο Καΐμη ανήκε στην συντροφιά των Πικιώνη, Κόντογλου, Τσαρούχη, Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Εγγονόπουλου, οι οποίοι, με το έργο τους, θέλησαν, να ξεφύγουν από τα όρια της ακαδημαϊκής τέχνης, να ανακαλύψουν την «μέσα Ελλάδα» και να αναδείξουν τα θετικά και γόνιμα στοιχεία τής νεοελληνικής λαϊκής παράδοσης ως απαραίτητα συστατικά τής πρωτοποριακής τέχνης.
Ο Τζούλιο Καΐμη, αλλά και οι υπόλοιποι της συντροφιάς, γνωρίζουν επαρκώς την δυτική και ανατολική παράδοση είτε λόγω παιδείας, είτε λόγω καταγωγής. Επιπρόσθετα όλοι τους συμμετείχαν στην απόπειρα ανακάλυψης του αρχαίου λόγου δια μέσου τής λαϊκής παράδοσης, όπως συντελέστηκε με την έμπνευση του ζεύγους Σικελιανού στις Δελφικές εορτές. Ο Πικιώνης, ο Κόντογλου και οι υπόλοιποι υλοποιούν ότι ο Σεφέρης συνόψισε θεωρητικά: «πηγαίνουν προς τον λαό, μαθαίνουν από τον λαό». Ήταν η εποχή πού ο λαός δημιουργούσε πολιτισμό, διότι δεν είχε ευνουχιστεί από τα ευρωπαϊκά ή αμερικανιστικά μαϊμουδίσματα τής ισχνής άρχουσας τάξης ούτε από την προέλαση του μαζικού, εμπορευματικού πολιτισμού.
Ο Τζούλιο Καΐμη εδώ θα μας απασχολήσει κυρίως ως στοχαστής πού μελέτησε σε βάθος και αξιολογική ουδετερότητα τον νεοελληνισμό, ενώ δεν πρόκειται να αναφερθούμε σε άλλες ενδιαφέρουσες πλευρές του έργου του όπως είναι το ζωγραφικό έργο του ή και οι μεταφράσεις του.
Ο Καΐμη ταξιδεύει στα ελληνικά τοπία και, όπως ο Π. Γιαννόπουλος παλαιότερα, συμπεραίνει ότι ο φυσικός χώρος προμηθεύει -ίσως και υποβάλλει -στην τέχνη τα ουσιώδη παραδείγματα. Αναδεικνύει την λαϊκή αρχιτεκτονική, όπως το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα, όπου εναρμονίζονται τα πρακτικά ζητήματα τής κατοικίας με τις
απαιτήσεις τής αισθητικής, καθώς ο οίκος εντάσσεται λειτουργικά μέσα στον φυσικό χώρο. Εντοπίζει με υπομονή και λεπτότητα τις σημασίες της λαικής τέχνης. Θα μελετήσει τον Καραγκιόζη μέσα από ένα εξαιρετικά πλούσιο και δυσεύρετο πρωτογενές υλικό και θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στο νεώτερο θέατρο σκιών ξαναζεί η αρχαία κωμωδία, η αρχαία σάτιρα.
Από τον Α.Σαββάκη, φίλο και βιογράφο του Γ. Τσαρούχη, πληροφορούμεθα ότι ο Τζούλιο Καΐμη ήταν ένας ελληνιστής Ιουδαίος, όπως αυτοί της Αλεξάνδρειας και της Σιδώνος στα χρόνια του Χριστού. Ένας πράος διανοητής και φιλόσοφος. Ο Τσαρούχης τον γνώρισε από τον Κόντογλου το 1928 κι άρχισε ένας διάλογος μεταξύ τους, πού στάθηκε αφορμή να μάθουν πολλά και οι δύο. Του έμαθε τον κόσμο της Βίβλου, ένα πνεύμα ελεύθερο και ανεξάρτητο μπροστά στην αλήθεια. Από τον Καΐμη ο Τσαρούχης γνώρισε την Ρόζα Εσκενάζυ, την μεγάλη τραγουδίστρια. Στην οδό Δώρου, όπου τραγουδούσε, πήγαιναν με τον Κόντογλου και τον Ξυγγόπουλο να την ακούσουν, στα πρώτα χρόνια τής δεκαετίας του ’30, πολύ πριν από την ανακάλυψη του φιλέτου με τον αρακά και τον εξευτελισμό του μπουζουκιού. Ο πατέρας του τον παρατηρούσε πώς αυτά πού έκανε δεν ήταν τής τάξεώς τους, ούτε τής ηλικίας του κι εκείνος απαντούσε με την αναίδεια τής σιγουριάς, της πίστης για κάτι πού τον ευχαριστούσε και το αναγνώριζε ως σπουδαίο»1.
Ο Τ. Καΐμη έζησε ως αυθεντικός στοχαστής, αφοσιωμένος αποκλειστικά στην τέχνη. Κατοίκησε στο σπίτι του στον Περισσό -έργο του Πικιώνη –στα όρια της κοινωνικότητας και του αναχωρητισμού. Δεν ήταν μόνο ο «αλαφροίσκιωτος» χαρακτήρας του και η απόδρασή του στον φαντασιακό κόσμο της τέχνης, αλλά και τα επιδεινούμενα με το πέρασμα του χρόνου προβλήματα ακοής, πού έθεταν αξεπέραστα συχνά εμπόδια στην επικοινωνία του με τούς άλλους. Οι αραιές έξοδοί του ήταν ή επιλεγμένες συναντήσεις με αισθητικούς και διανοητές ή επισκέψεις του σε εκθέσεις έργων Τέχνης. Σε μία από αυτές, με θέμα τις φιγούρες του Καραγκιόζη, στην αίθουσα Τέχνης «Κούρος» στο
Κολωνάκι, τον συνάντησε το 1960 ο Λεωνίδας Χρηστάκης και μας τον περιγράφει ως «μια σκιώδη φυσιογνωμία, διακριτική. Μελαγχολικός έως σκυθρωπός ο τύπος μου φαινόταν άλλοτε αποστασιοποιημένος κι άλλοτε ονειρικός. Κακοντυμένος, κρατούσε στη μασχάλη του μια παλιά δερμάτινη τσάντα. Έκανε μια σύντομη βόλτα στην αίθουσα όπου ήσαν εκτεθειμένα τα έργα συνήθως ατομικής ζωγραφικής – κι αποχωρούσε αθόρυβα»2.
Ο Καΐμη πέθανε όπως έζησε, διακριτικά. Από τον Α. Σαββάκη μαθαίνουμε ότι «τον ίδιο χρόνο, δηλαδή το 1980, έφυγαν και ο Καΐμη και η Ρόζα Εσκενάζυ. Πέθαναν και οι δύο λησμονημένοι και εξαθλιωμένοι. Βρέθηκε νεκρός στο δρόμο ίσως από το κρύο ή από την πείνα ή από τη μοναξιά»3.
Ο Φώτης Κόντογλου σημειώνει: «Ο Τζούλιο Καΐμη, εβραϊκης καταγωγής, είναι γιος του Μωυσή Καΐμη πού πέθανε τελευταίως, και πού υπήρξε ένας άνθρωπος τής σκέψης κι ανήκε στην επτανησιακή πλειάδα, φίλος του Μαβίλη, του Θεοτόκη, του Πάλλη, του Κογεβίνα κ.λπ. Ο νέος Καΐμη συνεχίζει την πνευματική παράδοση του πατέρα του. Προικισμένος με λεπτό γούστο, με παρατηρητικότητα και διείσδυση, ιδιότητα κατ’ εξοχήν εβραϊκή, σταχυολογεί και αποδίδει με ευσυνειδησία ό,τι εκλεκτό και ενδιαφέρον εύρει στην σύγχρονη λογοτεχνία κυρίως στην ιταλική»4.
Ο Καΐμη δεν είναι πλέον «ένας αποσιωπημένος», όπως αναφέρεται συχνά. Έχουν γράψει γι’ αυτόν ή έχουν προσφέρει τις μαρτυρίες τους ο Δ. Καλαμάρας, ο Σίμων Καρρας, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Φώτης Κόντογλου, ο Άρης Κωνσταντινίδης, ο Γ. Μανούσακας, η Αρετή Μόλλα-Γιοβάνου, ο Γ. Μόραλης, η Χρύσα Ρωμανού, ο Γ. Τσαρούχης, ο Γ. Χαρίδημος, ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Γ. Κιουρτσάκης, ο Τ. Κόρφης, ο Ά. Ξύδης, η Α. Σχινά, ο Μ. Φάϊς, ο
Λ. Χρηστάκης και ο Δ. Φιλιππίδης.


Τα σημαντικότερα έργα του είναι: «Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα» (Αθήνα 1934, Ακρίτας 1997), «Καραγκιόζης ή η αρχαία κωμωδία στην ψυχή του θεάτρου σκιών» (Αθήνα 1935, Γαβριηλίδης 1990), «Ελληνικά Τοπία» (Γαβριηλίδης 1993). Μετέφρασε «Οι έξι κανόνες της ζωγραφικής. Ή οι βασικές αρχές του Αμπανίστρα – Νάθ Ταγκόρ» (Αθήνα 1932, Ακρίτας 1991), «Ο Άτυχος Γάμος. Αραβικό παραμύθι γραμμένο από τον Klaus Vrieslanter» (Aθήνα 1932, Aκρίτας 1997). Συνεντεύξεις πού έλαβε από τον Φ. Κόντογλου, τον Γιαννούλη Χαλεπά, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα περιέχονται στο «Τ. Καΐμη. Συναντήσεις με τούς Φ. Κόντογλου, Γ. Χαλεπά, Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης 1993). Τέλος στον συλλογικό τόμο «Τζούλιο Καΐμη, ένας αποσιωπημένος. Μαρτυρίες και κρίσεις. Ζωγραφικό έργο. Επιλογή από άρθρα» (1928-1976) διαβάζουμε πολλά από τα δοκίμια πού δημοσίευσε σε διάφορα περιοδικά όπως τα Ελληνικά Γράμματα, η Νέα Εστία, το 3ο Μάτι, ο Ζυγός, η Φιλολογική Πρωτοχρονιά αλλά και στην Νεολαία τής μεταξικής EON5. Για το τελευταίο ο Λ. Χρηστάκης γράφει: «Παρατηρώ ότι ή πλέον μακρόχρονη συνεργασία υπήρξε αυτή του περιοδικού “Νεολαία” – ένα περιοδικό της δικτατορίας του Ιωάννου Μεταξά. Διευκρίνηση του συγγραφέα του παρόντος: Η συνεργασία του Τζούλιο Καίμη με το περιοδικό “Νεολαία” ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ»6. Η θεματολογία των άρθρων όπως θα δούμε παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Η θεμελιώδης σημασία, που αποδίδει ο Καΐμη στην σχέση του στοχαστή με τον φυσικό κόσμο, το τοπίο και την λαϊκή παράδοση παραπέμπει άμεσα στις σκέψεις του Δ. Πικιώνη και του Περικλή Γιαννόπουλου (από τον οποίο είχε επηρεαστεί σημαντικά ο Πικιώνης και άλλοι στοχαστές όπως ο Δραγούμης, ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης).
Γράφοντας ο Καΐμη μαζί με τον Κλάους Φρισλάντερ για το «Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα» αναδεικνύει την αιτιώδη διαλεκτική σχέση του στοχαστή με τον φυσικό χώρο και την λαική παράδοση. Σημειώνει:
«Με το λογοτεχνικό αυτό ντοκουμέντο δε σκοπεύουμε, καθώς το καταλαβαίνει κανένας, να δείξουμε ένα προσωπικό έργο, μα ένα λαμπρό τεκμήριο μιας ελληνικής νησιώτικης παράδοσης, πού φανερώνει πόσο βαστιέται ακόμα μέσα της αμόλυντη η ευγένεια του πρωτόγονου μυστικού ρυθμού. Δίκαια οι διανοούμενοι της εποχής μας δείχνουν ενδιαφέρον για τη ζωή και για την τέχνη του λαού, πού λες και προέρχεται από την ανάγκη να αναζωογονούν την άκαρπη, από την τεχνητή εξέλιξη, διανόησή τους. Γιατί η σχέση του φυσικού και τού πνευματικού ανθρώπου είναι η αρμονική αντίθεση απ’ όπου βγαίνει ή αληθινή τέχνη»7.
Ο Καΐμη επικρίνει τον ορθολογισμό, τον μηχανικό πολιτισμό ως στοιχεία «μιας τραγικής αλήθειας της ανθρώπινης παρακμής από την νευρική αναζήτηση του ολοένα τελειότερου, πού καταλήγει να σκοτώνει το απλό»8.
Απέναντι στην παρακμή ο Καΐμη αποκαλύπτει την «παμπάλαιη λαμπρά παράδοση» του νεοελληνισμού. Από τα «πρόσφατα λαΐκά τεκμήρια τής παράδοσης αυτής μπορούμε να καταλάβουμε αμέσως τι θα πει απλότητα, τι θα πει τέχνη»9.
Ανάμεσα στον άνθρωπο και στον φυσικό χώρο υπάρχει μία σχέση αμοιβαίας επιρροής. Η σκέψη αυτή ακούγεται κοινότυπη. Όμως στον Καΐμη είναι το σημείο όπου θεμελιώνεται μία ριζική κριτική τής εξέλιξης του σύγχρονου κόσμου: «Αναγνωρίζουμε πώς στις σημερινές συνθήκες είναι αστείο να θέλουμε να τα βγάλουμε πέρα με το σύγχρονο τέρας. Δεν μπορούμε με τα αδύνατα χέρια μας να γκρεμίσουμε όλες τις σημερινές μεγαλουπόλεις, αυτά τα μιάσματα τής ακαλαισθησίας. Μα ένα επιτακτικό καθήκον μας επιβάλλει να φανερώνουμε και να εκτιμούμε αυτό πού, παρ’ όλη τη σημερινή κακοδαιμονία, κρατιέται αγνό στη ζωή μας, δηλαδή, τη σχέση του αγνού ανθρώπου με τη φύση και πού άφορα τις λίγες ψυχές, πού βρίσκονται μέσα στο χάος του μοντερνισμού. Η φωνή αυτών των ψυχών αντιλαλεί σε τούτο το βιβλίο. Αφήνουμε την εξέλιξη του χρόνου να μεταμορφώσει τα τραγικά πράγματα τής ανθρωπότητας, ως που να φθάσει στο αγνό και στο απλό. Αφήνουμε τούς αρχιτέκτονες με την ατομική τους αντίληψη να εξυπηρετούνε το κοινωνικό κακό. Εδώ εμείς δεν κάνουμε άλλο παρά να δείξουμε το θαύμα αυτό της απλότητας, την πρωτόγονη επαφή τής φύσης και του ανθρώπου»10.
Είναι ιδιαίτερα επικριτικός προς τον σύγχρονο «διανοούμενο», πού εκτός εξαιρέσεων «είναι κυριολεκτικά διεφθαρμένος, έχασε την ευγένεια της ανθρώπινης ψυχής. Κλέβει τις αξίες του λαού, τις παραμορφώνει και τις λέει “νέα τέχνη”, ανταποδίδει το καλό με το κακό. Δηλαδή μαθαίνει στο λαό να μηχανοποιεί το πνεύμα, του μαθαίνει τη μόδα, πούναι η χειρότερη αδυναμία της ανθρωπότητος, και την κρύβει πίσω από κολακευτικές λέξεις, όπως ομορφιά, υγιεινή, “κομφόρ” κ.λπ.»11.
Αναγορεύει την μαθητεία στην λαϊκή τέχνη ως κριτήριο τής αυθεντικής τέχνης: «Το ξαναλέμε, η Μεγάλη Τέχνη δεν μπορεί νάχει τη ρίζα της παρά στην τέχνη του λαού, στη ζωντανή σχέση μεταξύ διανοουμένου και λαού. Ο αληθινός Αρχιτέκτων, ο άνθρωπος της παράδοσης, δεν θα κάνει, όπως ο σημερινός, μάταιους υπολογισμούς στο ξεμοναχιασμένο γραφείο του μα θα εξευγενίσει τον λαϊκό ρυθμό πού βγαίνει από την επίδραση του περιβάλλοντος, που είπαμε… Μπορείτε να αγαπάτε την Ελλάδα και την τέχνη της. Αυτό δε σημαίνει τίποτα είναι η επιφανειακή μεριά τής λατρείας σας. Το παν είναι να νοιώθεις το λαό σου, δηλαδή τον εαυτό σου. Γιατί ο λαός μένει παντού και πάντα απλός και αγνός. Σε τούτο το σημείο θέλουμε νάμαστε θετικοί μ’ ένα ντοκουμέντο λαϊκής τέχνης. Να λοιπόν ο λαός, πού δεν
αεροκοπανάει για στιλ, μα δημιουργεί ελεύθερα μέσα στη φύση. Να το έργο, το πιο ωραίο τεκμήριο της αγάπης του ανθρώπου για τον τόπο του. Πρέπει να πλησιάζετε με λεπτότητα σ’ ό,τι φτιάνει ο λαός. Πρέπει να διακρίνετε μέσα στο έργο του την πραγματική αγάπη για την τέχνη, πού έπαψε να ζει στη σημερινή μας πόλη. Κάθε πράγμα έχει τα όριά του, κάθε τέρας είναι άσχημο έτσι η σημερινή πόλη ξεπέρασε τα όριά της και μπαίνει στο στάδιο της ανωμαλίας»12.
Ο Καΐμη επικρίνει τον νεώτερο πολιτισμό διότι «όλοι γινήκαμε αριθμοί μέσα στους αριθμούς», αλλά και τον Ρωμηό διότι στραβώθηκε και δεν βλέπει την «συμμετρία τής ελληνικής φύσης και τα χαρίσματα του λαού»13.
Τελικά ο Καΐμη εντοπίζει τα αισθητικά κριτήρια και τις σημασίες πού προσφέρει το σπίτι του Ροδάκη: «Μα το κτίριο πού πήρε τη φόρμα του από το χαρακτήρα του ελληνικού τοπίου μένει τεκμήριο λαμπρό του αληθινού ρυθμού που εναντιώνεται στη μόδα»14.
Επίκριση τής μηχανοκρατίας, της απρόσωπης μεγαλούπολης, εξύμνηση του λαϊκού κοινοτικού ανθρώπου πού ζει αρμονικά με την φύση, προβολή των έργων τού λαού ως φάρμακο στην σύγχρονη παρακμή, κάπως έτσι μπορούν να περιγραφούν οι θεμελιώδεις σκέψεις του Τζούλιο Καΐμη, πού συνταυτίζονται με ανάλογες σκέψεις του Πικιώνη, του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, του Τσαρούχη.


Ο Γ. Κιουρτσάκης σημειώνει ότι ο Καΐμη, για να μιλήσει για τον Καραγκιόζη, «δεν διαλέγει τον δρόμο της θεωρίας- παίρνει το ραβδί τού οδοιπόρου και περιπλανιέται στην Αττική και στην Πελοπόννησο, για να μαζέψει το υλικό του από τα χείλια των ανθρώπων πού έχουν κάνει ζωή τους τον Καραγκιόζη»15. Επίσης αναγνωρίζει ως σημαντικότερη συνεισφορά του Καΐμη ότι ουσιαστικά «είναι ο πρώτος άνθρωπος πού μελετάει σε τέτοιο πλάτος και σε τέτοιο βάθος τον ελληνικό καραγκιόζη»16. Όμως θεωρεί ως κυριότερο πρόβλημα της μελέτης τού Καΐμη για τον Καραγκιόζη το γεγονός ότι απουσιάζει «μια
στοιχειώδης κοινωνιολογική ανάλυση για τούς παράγοντες πού οδηγούν σε μαρασμό τον Καραγκιόζη (π.χ. για τον ανταγωνισμό του κινηματογράφου και των άλλων βιομηχανικά παραγόμενων θεαμάτων ή ακροαμάτων μαζικής κατανάλωσης και για τούς τρόπους πού ετούτα μεταμορφώνουν το γούστο του κοινού). Όμως, αντί γι’ αυτό, έχουμε την έκφραση τής μεταφυσικής πίστης «ότι η παρακμή για την οποία μιλήσαμε είναι μια μεταβατική κατάσταση χάους, απ’ όπου μέλλει να γεννηθεί ένα καινούργιο φως»17.
Η έρευνα του Καΐμη για την καταγωγή και την εξέλιξη του Καραγκιόζη είναι εξαντλητική. Καθώς σημειώνει, το θέατρο σκιών εισάγεται από «ρεύματα πού προέρχονται από την ανατολή», για να γίνει «ο πρώτος μύστης, από κάθε άποψη, τής νεοελληνικής κωμωδίας»18.
Το πρώτο θέατρο Σκιών, κατά τον Καΐμη, ιδρύθηκε το 1860 στον Πειραιά από τόν Μπαρμπαγιάννη Βραχάλη, πού καταγόταν από την Καλαμάτα αλλά ζούσε στην Κωνσταντινούπολη. Ο σημαντικότερος μαθητής του ήταν ο Δημήτριος Μίμαρος, ο οποίος ήταν «αναμορφωτής του Καραγκιόζη, με μεγάλη αντίληψη και καλλιεργημένο ταλέντο, πολύ ανώτερος απ’ όλους τούς άλλους συναδέλφους»19.
Αποδίδει τον δυναμισμό του θεάτρου Σκιών στην λαϊκότητά του, στο γεγονός ότι έμεινε ξένο από τον «διανοουμενισμό» και τον «λογιοτατισμό». Έτσι, σε μια αρχικά τουρκική σάτιρα, «αφού εξαγνίστηκε από την ελληνική μεγαλοφυία, απαλλάχτηκε από τη χυδαιότητά της, βλέπουμε να ξαναγεννιέται στα ελεύθερα βουνά τής Ελλάδας, ενισχυμένη απ’ τούς μύθους, μια νέα λαϊκή ποίηση»20.
Αποδίδει βαρύνουσα σημασία στην λαϊκή ζωγραφική και αρχιτεκτονική πού παρουσιάζεται στον καραγκιόζη. Πολλές και ενδιαφέρουσες είναι οι πληροφορίες πού μας δίδει ο Καΐμη για πολλούς καραγκιοζοπαίχτες, όπως ο Δημοσθένης Ασπιώτης, ο Ρούλιας, ο Μόλλας , ο Μανωλόπουλος, ο Καράμπελας, ο Μώρος. Ο καθένας από αυτούς δίνει το δικό του ύφος και σε πολλές περιπτώσεις προσθέτουν
νέες φιγούρες. Όμως δεν παύει να είναι «ο καθρέπτης της πραγματικής ζωής» και να παρουσιάζει «στη σκηνή πρόσωπα πραγματικά και αληθινά»21.


Κάποιοι καραγκιοζοπαίχτες, όπως ο Γιάννης Μώρος, ήταν «φτωχοί οικογενειάρχες και ευχάριστοι ταβερνόβιοι», ενώ άλλοι όπως ο Μόλλας δεν συχνάζει «στα ταβερνεία ούτε στα καφενεία, είναι εκκλησιαστικός επίτροπος στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος και πρόεδρος του σωματείου των Καραγκιοζοπαικτών»22. Ο Καΐμη αναφέρεται και σε άλλους καραγκιοζοπαίκτες όπως ο Ξυδιάς, ο Δεδούσαρης, ο Μελίδης, ο Θεοδωρόπουλος, ο Ξάνθος και ο Νικητόπουλος. Επίσης διαπιστώνει ότι η αγάπη του κέρδους είναι η αιτία να υποχωρήσει η ποιότητα των παραστάσεων.
Ο Καΐμη αναλύει όλα τα πρόσωπα τού θεάτρου Σκιών, όπως τον Καραγκιόζη («ενσαρκώνει τον ελληνικό λαό. Είναι το πλαστικό σύμβολο της καθολικής αντίθεσης και το χαρακτήρα αυτό τον διατηρεί πάντοτε και σε ηρωικά επεισόδια και σε κωμωδίες»), τον σουλτάνο ή τον πασά ή τον βεζύρη ή τον Χατζιαβάτη. Ο Καραγκιόζης, ενώ είναι «πλημμυρισμένος από πατριωτικό ενθουσιασμό και εθνικό αίσθημα», είναι επιπρόσθετα «το σύμβολο του πρωτόγονου σατιρικού πνεύματος. Είναι ο αιώνιος Πάνας, μισός άνθρωπος -μισό ζώο, πού πλανιέται στις βαθιές μοναχικότητες και περιγελά τη ματαιότητα των ανθρώπινων πραγμάτων. Ενσαρκώνει επίσης τη γενναιόδωρη καλοσύνη, πού εκφράζεται στο γέλιο του. Η χαρά και η ξεγνοιασιά εκδηλώνονται παντού»23.
Κάθε ήρωας αντιπροσωπεύει στοιχεία τής νεοελληνικής κοινωνίας. Έτσι «Ο Μπαρμπαγιώργος: όπως το έχουμε ήδη αναφέρει, αντιπροσωπεύει την αγροτική Ελλάδα. Μιλάει ελληνο-βλάχικα, ένα ιδίωμα πού χρησιμοποιείται σ’ όλη τη Ρούμελη. Σε αντίθεση με τον Νιόνιο, είναι αμαθής και αγροίκος. Είναι ντυμένος με την εθνική ενδυμασία των βουνίσιων Ελλήνων. Επίσης δεν έχει δει ποτέ θάλασσα και συχνά εμφανίζεται στη σκηνή συνοδευόμενος από το γάιδαρό του»24.
Ο Σιόρ Νιόνιος «αντιπροσωπεύει τη λόγια Ελλάδα, την προερχόμενη από την δυτική επίδραση. Η καταγωγή του είναι από τη Ζάκυνθο, νησί του Ιονίου Πελάγους. Ντύνεται κατά τον ευρωπαϊκό τρόπο, μιλάει μια διάλεκτο ανακατεμένη με ιταλικές λέξεις»25. Σε άλλα πρόσωπα που αναφέρεται ο Καΐμη είναι ο Βεληγκέκας (Αλβανός μουσουλμάνος), ο Θανάσης Βάγιας (Αλβανός Χριστιανός), ο Σολομών (Εβραίος από την Θεσσαλονίκη, πού ομιλεί Σεφαρδίτικα), ο Σελίμ (συναισθηματικός ερωτευμένος νέος), ο Μορφονιός («ηλίθιος και άνοστος ωραίος, κρύος και ψευτοδιανοούμενος»), ο Σταύρακας (ταβερνόβιος), ο Πεπόνιας (αστυνομικός), ο Κρητικός Κουψομανώλης, ο Χαράλαμπος («τύπος πρόσφυγα, γεννημένος στην επαρχία του Πόντου, στη Μαύρη θάλασσα. Ομιλεί τη διάλεκτο του τόπου του, πού πιστοποιεί την καθαρότητα της Ελληνικής του καταγωγής. Από όλες τις ελληνικές διαλέκτους, αυτή διατηρεί την πιο μεγάλη συγγένεια με την αρχαία Ελληνική γλώσσα»26 ), ο Σεραφείμ (πρόσφυγας από την Κιλικία), και βέβαια η οικογένεια του Καραγκιόζη, η γυναίκα του, η μάνα του, τα τρία του παιδιά, το Κολλητήρι, ο Κοπρίτης και ο Σκορπιός.
Κατά τον Καίμη, στους ήρωες του θεάτρου Σκιών αντανακλάται η ψυχή και το ταλέντο του καραγκιοζοπαίκτη. Έτσι άλλα έργα έχουν ποιότητα και αξιοσύνη ενώ άλλα είναι μέτρια.
Όπως ειπώθηκε, τα γεγονότα της νεώτερης ελληνικής ιστορίας λαμβάνουν κυρίαρχο ρόλο στην θεματολογία του θεάτρου Σκιών, απηχώντας το αίσθημα και τα πάθη τής λαϊκής ψυχής: «Στην ψυχή του λαού, όπως και στη σκηνή του καραγκιόζη, η ιστορία της Ελλάδας αρχίζει κυρίως με την επανάσταση του 1821. Ο Μέγας Αλέξανδρος συνδέει τη νέα Ελλάδα με την αρχαία, μέχρι τα χρόνια τα πιο μακρινά τής μυθολογίας. Το ηρωϊκό δράμα είναι εμπνευσμένο κατευθείαν από τις παραδόσεις και τα λαϊκά έθιμα απ’ τις λαϊκές ιστορίες και τα λυρικά
τραγούδια ή είναι έμμεσα δανεισμένο απ’ τα έργα γνωστών ποιητών»27.
Στην συνέχεια, ο Καΐμη μας δίνει πληροφορίες για τις φιγούρες και την ζωγραφική, ενώ περιγράφει πολλά από τα έργα του θεάτρου Σκιών. Επίσης, για την μουσική του Καραγκιόζη αναφέρει ότι είναι ιδιαίτερα υποβλητική, ενώ τα τραγούδια του μαρτυρούν την «ανατολική καταγωγή τους». Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πληροφορίες για την καταγωγή και την εξέλιξη του θεάτρου Σκιών του καραγκιοζοπαίκτη Παντελή Μελίδη.
Ο Καΐμη επαναλαμβάνει: «Το θέατρο του Καραγκιόζη μας προσφέρει λοιπόν, σήμερα, μία αναπαραγωγή, μεγάλης ακρίβειας, των παραστάσεων των αρχαίων τραγωδών»28. Αλλά και η ελληνική λαϊκή ποίηση, το ελληνικό λαϊκό τραγούδι «θυμίζουν την αρχαία. Απ’ τη ρυθμική επανάληψη των λέξεων και των φράσεων, απ’ τα στοιχεία πού τής προσδίδουν μεγάλο αριθμό αποχρώσεων και επίσης από την ποικιλία των εικόνων πού δημιουργούνται από τις συγκρίσεις με τα φυσικά, στα οποία προσδίδεται ανθρωπομορφικός χαρακτήρας. Το λογικό και φιλοσοφικό πνεύμα αφθονεί σ’ αυτά τα τραγούδια και δηλώνει την βαθιά αντίληψη για τη ζωή, πού ενυπάρχει άλλωστε στη σοφία των παροιμιών και των γνωμικών»29.
Η εργασία του Καΐμη συμπληρώνεται με ξυλογραφίες του Κλάους Φρισλάντερ με σκηνές και πρόσωπα του θεάτρου Σκιών καθώς και με εκτενή χρονολογικό κατάλογο των διασημότερων καραγκιοζοπαιχτών με τον τόπο τής καταγωγής τους. Η σημασία της πρωτοποριακής εργασίας του Καΐμη για το θέατρο Σκιών έγκειται στο γεγονός ότι στηρίζεται σε πρωτογενές υλικό, πού τεκμηριώνει αφ’ ενός την αριστοφανική-διονυσιακή του διάσταση και αποτυπώνει αφ’ ετέρου με ευκρίνεια το ήθος του νεοελληνισμού.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Αλέξης Σαββάκης: «Ιωάννης Τσαρούχης» Έκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1993, σ. 219.
2. Λεωνίδα Χρηστάκη: «Τζούλιο Καΐμη: ένας αποσιωπημένος λόγιος», Έκδόσεις Σπηλιώτη, Αθήνα 2002, σ. 13.
3. Άλέξης Σββάκης: «Ιωάννης Τσαρούχης», Έκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1993, σ. 220.
4. «Τζούλιο Καΐμη. Ένας αποσιωπημένος: Μαρτυρίες και κρίσεις. Το ζωγραφικό έργο του. Επιλογή από άρθρα του (1928-1976). Επιμέλεια Μ. Φάις, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 1994, σ. 21-22.
5. Αναλυτικά εργοβιογραφικά στοιχεία μπορούμε να διαβάσουμε στο κείμενο του Μισέλ Φάις «Πρώτο σχεδίασμα προσέγγισης του Τζούλιο Καΐμη» που περιέχεται ως επίμετρο στο «Ελληνικά Τοπία» (Γαβριηλίδης 1993), σ. 117-143. Επίσης πολύ χρήσιμο είναι το κείμενο του Λεωνίδα Χρηστάκη «Τζούλιο Καΐμη ένας αποσιωπημένος λόγιος» (Σπηλιώτης 2002) με διεξοδικές εργογραφικές αναφορές πολλές από τις οποίες έχουν αντληθεί από το περιοδικό του Ν. Λογοθέτη «Ο Καλτσέτας» (τεύχος 10 Απρίλιος 1992).
6. Λεωνίδα Χρηστάκη: «Τζούλιο Καΐμη: ένας αποσιωπημένος λόγιος», Εκδόσεις Σπηλιώτη, Αθήνα 2002, σ. 48.
7. Klaus Vrieslander – Τζούλιο Καΐμη «Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα». Προλογικό σημείωμα: Άρης Κωνσταντινίδης, Εισαγωγή: Δημήτρης Φιλιππίδης, Επίμετρο – Επιμέλεια: Μισέλ Φάις, Εκδόσεις Ακρίτας 1997, σ. 29.
8. Όπως προηγούμενα, σ. 31.
9. Όπως προηγούμενα, σ. 31.
10.Όπως προηγούμενα, σ. 32.
11.Όπως προηγούμενα, σ. 33.
12. Όπως προηγούμενα, σ. 34, 35.
13. Όπως προηγούμενα, σ. 36.
14. Όπως προηγούμενα, σ. 36.
15. Από το «Τζούλιο Καΐμη: Ένας αποσιωπημένος» (Εκδ. Γαβριηλίδης, 1994), η μελέτη του Γ. Κιουρτσάκη «Ο αγνοημένος πρωτοπόρος και αγέννητη παράδοση», σ. 104.
16. Όπως προηγούμενα, σ. 105.
17. Όπως προηγούμενα, σ. 109.
18. Τ. Καΐμη: «Καραγκιόζης ή η αρχαία κωμωδία στην ψυχή τοΰ θεάτρου σκιών» (Μετ. Κ. Μέκκας – Τ. Μήλιας, Ξυλογραφίες Κλάους Φρισλάντερ), έκδ. Γαβριηλίδη 1990, σ. 20, 21.
19. Όπως προηγούμενα, σ. 31.
20. Όπως προηγούμενα, σ. 28.
21. Όπως προηγούμενα, σ. 36.
22. Όπως προηγούμενα, σ. 37.
23. Όπως προηγούμενα, σ. 60.
24. Όπως προηγούμενα, σ. 65.
25. Όπως προηγούμενα, σ. 65.
26. Όπως προηγούμενα, σ. 68.
27. Όπως προηγούμενα, σ. 71.
28. Όπως προηγούμενα, σ. 135.
29. Όπως προηγούμενα, σ. 143.

Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.

Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων

Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook

Ακολουθήστε το Άρδην στο twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ