Ομιλία της Χαρίκλειας Τσοκανή με την οποία παρουσίασε το βιβλίο τής μαραθωνοδρόμου Μαρίας Πολύζου (με τίτλο: Μην τα παρατάς), στο πλαίσιο των εκδηλώσεων 7ος αγώνας δρόμου στα «Χνάρια των ηρώων», οργανωμένων από τον Δήμο Αλιάρτου-Θεσπιέων, στην επέτειο της μάχης των Θερμοπυλών. Δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 132
Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας,
Είναι ιδιαίτερη χαρά μας που υποδεχόμαστε σήμερα εδώ τη Μαρία Πολύζου, μια γυναίκα, έναν άνθρωπο που, με τη μαρτυρία της ζωής του, έχει να διδάξει πολλά σε όλους, και κυρίως τους νεότερους. Το γεγονός ότι η Μαρία βρίσκεται σήμερα μαζί μας, εδώ, στα χώματα της Βοιωτίας όπου γεννηθήκαμε και πολλοί από εμάς μεγαλώσαμε, το γεγονός αυτό έχει για όλους μια ξεχωριστή σημασία. Γιατί η στάση ζωής που έχει επιδείξει ως σήμερα η Μαρία, η θέληση και η αγωνιστικότητά της, ξυπνάνε μέσα μας αισθήματα, μνήμες και σκέψεις που, ίσως, να βρίσκονταν σε λήθαργο έως τώρα. Ξαναβρίσκουμε πρώτα απ’ όλα μέσα μας την εικόνα ανθρώπων που μπορούν να μοχθούν, να υποφέρουν, αλλά και να χαίρονται, ιδίως όταν κατορθώνουν να ξεπερνούν μεγάλα εμπόδια. Θυμηθείτε τους γονείς, τους προγόνους μας, να παλεύουν μέσα στους κάμπους με όλες τις αναποδιές που απειλούσαν τη σοδειά τους. Θα πείτε, αυτό είναι το πιο φυσικό αγώνισμα της ζωής﮲ είναι για τον αγρότη κάτι σαν μοίρα. Αλλά το θέμα είναι πώς στέκεσαι απέναντι στη μοίρα σου, κι ακόμη αν μ’ αυτό που λέμε μοίρα εννοούμε κάτι που μας υποτάσσει εντελώς ή κάτι που, αν το υπολογίσουμε σωστά, μας δείχνει τον κατάλληλο δρόμο για να πορευτούμε. Το ζήτημα είναι να πάρουμε τον δρόμο που μας ταιριάζει. Και τι μας ταιριάζει καλύτερα; Τι ταιριάζει κατ’ εξοχήν στον άνθρωπο; Η Μαρία Πολύζου, με τη ζωή της καταγεγραμμένη στο βιβλίο της, μας δίνει την απάντηση: αυτό που ταιριάζει στον άνθρωπο είναι να θέτει σκοπούς στη ζωή του, σκοπούς στους οποίους μπορούν να κορυφωθούν οι δυνατότητές του.
Γιατί η ανθρώπινη ζωή δεν είναι μόνον ένας αγώνας για επιβίωση στον οποίο ρίχνεται ενστικτωδώς κάθε ζωντανό πλάσμα, αλλά κάτι πολύ περισσότερο και, κυρίως, κάτι το εντελώς διαφορετικό. Όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται για να επιβιώσει, συνειδητοποιεί ότι τη ζωή δεν τη ζει απλώς, αλλά ότι υπάρχει κάτι μέσα σ’ αυτήν που τον ξεπερνά και που διαρκώς του το υπενθυμίζει ένα βασικό καθήκον: η υποταγή στην Ανάγκη. Πρόκειται για μια συνθήκη της ζωής στην οποία υπόκεινται ακόμη και οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων.
Όμως, ενώ ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος από τη μια να υπακούσει στο καθεστώς της Ανάγκης, δηλαδή σε αυτό που διαγράφεται ως πεπρωμένο του, από την άλλη καλείται, ενόσω ζει, να πραγματοποιήσει το αίτημα της ελευθερίας που πηγάζει αυθόρμητα από μέσα του. Κι αυτή η φωνή της ελευθερίας αναβλύζει με ορμή έπειτα από τη διαπίστωση ότι, μέσα στο σύμπαν των δυνατοτήτων του, ορισμένες απ’ αυτές τις δυνατότητες θα μπορούσαν να γίνουν μέρος της δικής του πραγματικότητας, αρκεί να το αποφάσιζε ο ίδιος.
Ακριβώς για το ζήτημα αυτό μας μιλάει η αυτοβιογραφία της Μαρίας Πολύζου.
Στην αρχή, η Μαρία μάς λέει πως αργεί να πάρει την απόφαση να αντιμετωπίσει το πεπρωμένο της: αργεί να περπατήσει, αργεί να μιλήσει με επάρκεια, και δεν μοιάζει καθόλου η βρεφική και η νηπιακή της ζωή με αυτή του ρωμαλέου και αποφασιστικού μυθικού Ηρακλή, που πνίγει με τα ίδια του τα χέρια, μέσα στην κούνια του, τα απειλητικά για τη ζωή του φίδια.
Αντιθέτως, η Μαρία ξεκινάει κάπως δειλά τη δική της ζωή. Το θάρρος θα το αποκτήσει σιγά-σιγά, μόλις η ζωή τής δείξει τα κοφτερά δόντια της, όταν σταθεί απέναντί της με το σκληρό προσωπείο της πατρικής ωμότητας, που της επιβάλλεται με τη βία. Και τότε ξυπνά εντός της το αίτημα της ελευθερίας, το οποίο θα βρει την έκφρασή του στη φτερωτή κίνηση των ποδιών της.
Το τρέξιμο διαφέρει πολύ από το απλό βάδισμα. Με το περπάτημα μπορεί κανείς να διανύσει όχι μόνον έναν ήδη ανοιχτό δρόμο, αλλά και να χαράξει έναν καινούργιο δρόμο. Στο συστηματικό περπάτημα του οδοιπόρου διακρίνει κανείς περισσότερο την περιέργειά του για τον εξωτερικό κόσμο και λιγότερο το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν την ίδια την πράξη του, για την ουσιαστική σημασία της.
Με το τρέξιμο, όταν αυτό ανάγεται σε επίμονη άσκηση, μοιάζει να συμβαίνει το αντίθετο: Ο έξω κόσμος υποχωρεί και προβάλλει απαιτητικός ο αφανής εσωτερικός εαυτός που ζητεί να μάθει τα όριά του. Στην αρχή, το τρέξιμο για τη Μαρία φαίνεται να είναι μια τάση φυγής από την οικογενειακή εστία, μια απομάκρυνση από την οδύνη που της προκαλεί η πατρική στέγη.
Πολύ γρήγορα, η ίδια θα μετατρέψει αυτή την εκδήλωση ενεργητικότητας σε αυτοσκοπό, σε συστηματικό άθλημα και σε μια τέχνη με την οποία θα δώσει τα μεγάλα στοιχήματα της ζωής της. Δεν είναι τυχαίο που η Μαρία Πολύζου επιλέγει να γίνει μαραθωνοδρόμος﮲ είναι επειδή θέλει να μετρήσει όχι μόνον την αντοχή των ποδιών και του σώματός της σε μεγάλες αποστάσεις –καθώς περιορίζει τον ζωτικό της χρόνο καταβροχθίζοντας τον κοσμικό χρόνο– αλλά, προπάντων, να μετρήσει την ψυχική της δύναμη.
Αυτό θεωρώ πως είναι το τολμηρό στοίχημα που έδωσε και κέρδισε η Μαρία Πολύζου﮲ κατόρθωσε κάτι που μόνον οι μεγάλες ασκητικές πνευματικές μορφές το μπόρεσαν: υπέταξε τις περιορισμένες δυνατότητες της σωματικής της υπόστασης στις απαιτήσεις που έθετε η άυλη πλευρά τής ζωής της, ο ψυχικός της εαυτός.
Γι’ αυτό και από την αρχή της ενασχόλησής της με τον αθλητισμό τη γοήτευαν, περισσότερο και από τους νικητές της πρώτης γραμμής, εκείνοι που κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να μην εγκαταλείψουν τον στόχο τους, που είναι να τερματίσουν στον στίβο. Στην πραγματικότητα, τη Μαρία την ενδιέφερε, περισσότερο και από την Ιθάκη του αθλητισμού, ο δρόμος τον οποίο θα διανύσει για να τη φθάσει. Η δική της Ιθάκη που της έδωσε το ωραίο ταξίδι ανταποκρίνεται απόλυτα στους στίχους του Καβάφη: «Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν». Αυτό ήταν και το βασικό αίτημα ζωής για τη Μαρία: πριν πεθάνει, να γνωρίσει τον εαυτό της, όπως γράφει.
Γι’ αυτό και τα εξωτερικά εμπόδια, τα οποία συναντά σ’ αυτή της τη διαδρομή και τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς στο βιβλίο της, συνιστούν ουσιαστικά μαρτυρίες για το πώς και πόσο αλλάζουν την ίδια εσωτερικά και την καθιστούν σοφότερη και πιο ανθρώπινη. Το παράδειγμα της Μαρίας είναι αρχετυπικό. Πιθανόν η ίδια δεν το γνωρίζει ότι βρίσκεται σε μια περιοχή όπου ο Ησίοδος, τον 8ο π.Χ. αιώνα, περιέγραψε μια μυθική μορφή, γνήσιο τέκνο της Γης, την οποία η εικαστική τέχνη παρουσίασε ως μια εκπληκτική δρομέα που διατρέχει τον ανοιχτό ορίζοντα φορώντας φτερωτά πέδιλα και φέροντας, συχνά, στο κεφάλι και στους ώμους της, φτερά.
Πρόκειται για τη Μέδουσα-Γοργώ, η οποία, ήδη από τις αρχαϊκές απεικονίσεις της, εμφανίζεται ως δρομέας στη χαρακτηριστική στάση του σπεύδοντος στον αγώνα αθλητή, που την απέδιδαν οι αρχαίοι με τη φράση, «δρόμος εν γούνασι». Αυτήν την αγωνιστική πλευρά της ζωής, την οποία ενσαρκώνει το αρχέτυπο της Μέδουσας-Γοργούς, αναδεικνύει ο Πίνδαρος, ο Βοιωτός ποιητής του 6ου αιώνα π.Χ., που εξύμνησε τους μεγάλους αθλητικούς αγώνες της εποχής του παραδίδοντας ως παγκόσμια κληρονομιά ανθρώπινου θάρρους και μεγαλείου τους περίφημους Ολυμπιόνικους, Νεμεόνικους, Ισθμιόνικους και Πυθιόνικους ύμνους του. Σε έναν από τους τελευταίους αυτούς, στον 12ο Πυθιόνικο ύμνο, δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στη Μέδουσα-Γοργόνα, καθώς συγκρίνει τη μοίρα της με εκείνη ενός σπουδαίου αθλητή του στίβου στο αγώνισμα του αυλού. Ο αγώνας δίδεται στους Δελφούς προς τιμήν του Απόλλωνος. Ο αυλητής Μίδας έχει την ατυχία να σπάσει το καλάμι της γλωττίδας του αυλού του λίγο πριν από την σίγουρη νίκη του. Τελικά, χάρη στο θάρρος και το πείσμα του, ο αθλούμενος μουσικός, επιστρατεύοντας όλες του τις δυνάμεις, κερδίζει τον αγώνα που όλα έδειχναν ότι τον χάνει, όπως κέρδισε η Μαρία Πολύζου τον φειδιππίδειο υπερμαραθώνιο αγώνα που έδωσε με τον εαυτό της, και που θα μπορούσε στον αγώνα αυτόν να χάσει όχι μόνον το αθλητικό στοίχημα, αλλά και αυτή την ίδια τη ζωή της.
Επιλέγοντας ο Πίνδαρος να παραλληλίσει την εικόνα ενός μουσικού αυλητή με εκείνη ενός αρχετύπου που παραπέμπει σ’ έναν δρομέα αθλητή, ίσως ήθελε να δείξει ότι ο δρομέας αθλητής είναι το αρχέτυπο όλων των αθλητών του στίβου και της ζωής. Δεδομένου ότι η ζωή η ίδια δεν είναι παρά ένας δρόμος, ή μάλλον ένας τροχός πάνω στον οποίο κινείται η ζωή του καθενός μας και που η κίνησή του αυτή φέρει την εναλλαγή απρόβλεπτων και, συχνά, ανεπιθύμητων συμβάντων. Από εμάς, λοιπόν, εξαρτάται κατά πόσον θα αντέξουμε, όταν βρισκόμαστε στην κάτω πλευρά του τροχού, να βρούμε το κουράγιο ώστε ν’ ανέβουμε και πάλι στην επάνω, ορατή του επιφάνεια. Για να συμβεί όμως αυτό, χρειαζόμαστε την αρετή του ψυχικού θάρρους την οποία εξυμνεί ο Πίνδαρος, θεωρώντας την απαραίτητο υπόβαθρο της σωματικής δύναμης, ώστε ο αθλητής του στίβου και της ζωής να βγει νικητής. Γιατί οι νικητές του στίβου δεν οφείλουν, κατά τον Βοιωτό ποιητή, τα κατορθώματά τους τόσο στους μύες, στους βραχίονες και στα πνευμόνια τους που λειτουργούν άψογα, όσο στη βαθιά ριζωμένη μέσα στην ψυχή τους θέληση να νικήσουν. Σ’ αυτήν τη θέληση στηρίχθηκε και η Μαρία Πολύζου σε όλα τα μεγάλα εγχειρήματα της δικής της ζωής, βάζοντας ως στόχο την ανάπτυξη στο έπακρο των δυνάμεών της.
Και πράγματι, με όσα έπραξε και πράττει ακόμη η Μαρία, βεβαιώνει πως έχει μεγάλη σημασία να πιστεύει κανείς πως, αν ενεργήσει με θάρρος και με ευγένεια στη ζωή του, δεν υπάρχει περίπτωση αυτό να μείνει αόρατο μέσα στο ανθρώπινο σύμπαν. Θα υπάρχουν πάντα κάποιοι που μπορούν να καταλάβουν και να εκτιμήσουν το σωστό. Έτσι, ο ένας είναι δυνατόν να ευεργετεί τον άλλον. Όταν η Μαρία περιγράφει πώς ξεπέρασε τους πόνους από την αρρώστια της, μας ενθαρρύνει και, εφόσον συμβαίνει αυτό, η ενθάρρυνση επιστρέφει ξανά στην ίδια και τη δικαιώνει. Εμείς ενισχυόμαστε από τη Μαρία και εκείνη ενισχύεται από εμάς. Είναι σαν να ξαναδημιουργούμε εδώ ένα Κοινόν που δεν είναι μόνο για Βοιωτούς, όπως στους αρχαίους χρόνους, είναι για όλους. Για όλους όσοι θέλουν να ζήσουν με αξιώσεις ως άνθρωποι. Μαρία, σου δίνουμε το χέρι μας και το χέρι μας δεν τρέμει πια.
Σας Ευχαριστώ.