Αρχική » Θεόφιλος και Καβάφης, δρόμοι παράλληλοι

Θεόφιλος και Καβάφης, δρόμοι παράλληλοι

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γιώργου Καραμπελιά

Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Λέσβο, στο χωριό Βαρειά. Ο πατέρας του, ο Γαβριήλ Κεφαλάς (ή Κεφάλας), ήταν τσαγκάρης, ενώ η μητέρα του η Πηνελόπη Χατζημιχαήλ, της οποίας υιοθέτησε αργότερα το επώνυμο, ήταν κόρη αγιογράφου. Μάλιστα ο νεαρός Θεόφιλος απέκτησε τις πρώτες ζωγραφικές γνώσεις του μαθητεύοντας στον παππού του.

…Και μια ωραία μέρα του 1887, πάνω που αρχινούσανε οι Απόκριες, πήρε τη μεγάλη απόφαση: θα ντυνόταν φουστανελάς. Τη φορεσιά, που χρόνια τώρα δε χόρταινε να καμαρώνει στις φιγούρες των οπλαρχηγών και των άλλων εθνικών ηρώων, επιτέλους θα έκανε δική του… Όμως κάποτε τέλειωσαν οι Απόκριες…, κι αυτός δεν εννοούσε […] ν’ αποχωριστεί τη στολή του. Οι δικοί του άρχισαν ν’ ανησυχούν… «Καημένε Θεόφιλε», του φωνάζανε, «τι μασκαριλίκια είναι αυτά;» Κι εκείνος αποκρινότανε περήφανα: «Τι θέλετε να φορέσω, φράγκικα; Εγώ Φράγκος δεν είμαι[1].

Την ίδια περίοδο εγκατέλειψε τη Μυτιλήνη για τη Σμύρνη, όπου και εργάστηκε, όπως υποστηρίζει, ως «Καβάσης», πορτιέρης στο ελληνικό προξενείο της πόλης, γεγονός που του έδινε ένα πρόσχημα για να διατηρεί τη φουστανέλα του. Κατά τον πόλεμο του 1897, όπως το περιγράφει σε αυτοβιογραφικό του σημείωμα, θα στρατευτεί και θα συμμετάσχει στον ντροπιασμένο πόλεμο[2], ενώ αμέσως μετά θα εγκατασταθεί αρχικώς στον Βόλο και εν συνεχεία στο Πήλιο, όπου ζούσε ζωγραφίζοντας σε σπίτια και μαγαζιά της περιοχής. Παράλληλα, συμμετείχε σε λαϊκές θεατρικές παραστάσεις στις εθνικές εορτές, ενώ, κατά την περίοδο της Αποκριάς ντυνόταν Μεγαλέξανδρος ή ήρωας της Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστού­μια που έφτιαχνε ο ίδιος.

Το 1927, τριάντα χρόνια μετά, επέστρεψε στη Μυτιλήνη όπου συνέχισε να ζωγραφίζει, ιστορώντας πολυάριθμες τοιχογραφίες σε χωριά, πολύ συχνά με μοναδική αμοιβή του ένα πιάτο φαΐ. «Εἶναι ἡ καταπληκτικὴ δύναμη ποὺ ἔχει νὰ μεταμορφώνει, σύμφωνα μὲ τὸ ρυθμό του, ὅ,τι ἀγγίξει. Κυριεμένος ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἔκφρασης, ἀπορροφᾶ καὶ παράγει ζωγραφικὴ ὅπου τὴ βρεῖ καὶ ὅπως μπορεῖ. Ἔτσι ζωγραφίζει ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του σὲ ὅποιαν ἐπιφάνεια πετύχει: ξύλα, πανιά, τενεκέδες, παλιόχαρτα, τοίχους μαγαζιῶν ἢ σπιτιῶν»[3].

Πολλά από τα έργα του αυτής της περιόδου έχουν χαθεί. Στη Μυτιλήνη τον συνάντησε, μετά από προτροπή του Γουναρόπουλου, ο γνωστός τεχνοκριτικός και εκδότης τότε του πρωτοποριακού καλλιτεχνικού περιοδικού Minotaure Στρατής Ελευθεριάδης (Tériade, 1897-1983), ο οποίος αναγνώρισε τη σημασία του έργου του και του ζήτησε να συνεχίσει να ζωγραφίζει ώστε να οργανώσει μια έκθεση στο Παρίσι. Τελικώς, όμως, ο φτωχούλης του Θεού, πριν γνωρίσει την οποιαδήποτε «καθιέρωση», έφυγε τον Μάρτιο του 1934, παραμονές του Ευαγγελισμού, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση, στη Μυτιλήνη[4].

Και αίφνης, αυτός ο μεγάλος αγνοημένος και καταδιωγμένος θα κερδίσει την εθνική, και όχι μόνο, αναγνώριση. Μερικούς μήνες μετά τον θάνατό του, στις 20 Σεπτεμβρίου 1935, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα, συνέντευξη του Τεριάντ με τίτλο «Μια καλλιτεχνική ανακάλυψη. Ένας άγνωστος μεγάλος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ», και το 1936 οργανώθηκε από τον ίδιο έκθεση έργων του στο Παρίσι. Στην Αθήνα το 1938, σε μεγάλη έκθεση που οργάνωσε ο Δημήτρης Πικιώνης στην Αθήνα, με όχημα τον Σύλλογο «Ελληνική Λαϊκή Τέχνη», πρόεδρος του οποίου ήταν η Ναταλία Παύλου Μελά, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά έργα του. Το 1939 γράφτηκε η πρώτη μελέτη για τη ζωγραφική του στο Πήλιο, από τον Βολιώτη λαογράφο Κίτσο Μακρή[5], ενώ το 1947 οργανώθηκε στο Βρετανικό Συμβούλιο στην Αθήνα έκθεση έργων του, όπου μίλησαν οι Άγγελος Σικελιανός, Γιώργος Σεφέρης, Ηλίας Βενέζης, Σπύρος Βασιλείου, Ευάγγελος Παπανούτσος και Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος – τότε ήταν που ο Σεφέρης συνέδεσε τον Μυτιληνιό ζωγράφο με τον Στρατηγό Μακρυγιάννη και τον Ζωγράφο. Στη συνέχεια, τον Ιούνιο του 1961, οργανώθηκε στο Παρίσι, στο Μουσείο του Λούβρου, μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του. Ο Γιάννης Τσαρούχης, αργότερα, αποτίοντας φόρο τιμής στον μεγάλο καλλιτέχνη, ζωγράφισε τον Θεόφιλο ντυμένο Μεγαλέξαντρο, έργο το οποίο βρίσκεται στο Μουσείο Τεριάντ, στη Βαρειά Μυτιλήνης.

Ο Τάσος Πολυμέρης, σε ένα εξαιρετικά διεισδυτικό έργο[6] –που θα αγνοηθεί βέβαια από την ελληνική διανόηση–, συγκρίνει, νόμιμα και εύστοχα, τον Θεόφιλο με… τον Καβάφη και τον Μακρυγιάννη και αποκαλύπτει μια δεύτερη πτυχή του ταλέντου του, την ποιητική του φλέβα, όπως αναδεικνύεται μέσα από τις λεζάντες των εικόνων και των τοιχογραφιών του. Διαβάζουμε:

«Την σημαίαν των οργιωδών εκείνων συμποσίων / είχε υψώσει πρώτη η Αυτοκρατώρεισα Ευδοξία / του Βυζαντίου το γέννημα / των Φράγκων των Φιληδόνων, το οποίον / η συμφερολογικοί υπολογισμοί / του πανισχύρου Πρωθυπουργού Ευτροπίου / ανεβίβασαν εις τον λαμπρότερον της Οικουμένης Θρόνον.»

Διαβάζουμε στον Καβάφη

«Αλέξανδρος ‘Ιανναίος, καὶ Aλεξάνδρα

Επιτυχείς και πλήρως ικανοποιημένοι, / ο Βασιλεύς Αλέξανδρος Ιανναιος,

κι η σύζυγός του η Βασίλισσα Αλεξάνδρα / περνούν με προπορευομένην μουσικήν, / και παντοίαν μεγαλοπρέπεια και χλιδήν, / περνούν απ’ τες οδούς της Ιερουσαλήμ.»

Είναι όντως εντυπωσιακή η συνάφεια με την ποίηση του Αλεξανδρινού. Και το ίδιο ισχύει για δεκάδες άλλες επιγραφές και λεζάντες στα έργα του.

«Ο Ιάσων διά τα μαγικά της γυναικός του Μηδείας/ φονεύει περίπνοον Δράκοντα/ όπου έπνεε πυρ φυλάσουσα/ το χρυσόμαλλον δέρμα/ τον κήπον του Άτλαντος και τα μήλα των Εσπερίδων.»

ή

«Το 1822. Ο Στρατηγός της Πελοποννήσου / Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

εις τον κάμπον της Λέρνης λίμνης / συναθροίζει τους νικητάς του Δράμαλη.»

Γράφει ο Καβάφης στη «Διορία του Νέρωνος»

«Και στην Ισπανία ο Γάλβας / κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί / ο γέροντας, ο εβδομήντα τριώ χρονώ.»

«Οι φράσεις είναι πανομοιότυπες. Ακόμη και το ρήμα συναθροίζει είναι κοινό, ακόμα και ο (ιστορικός) ενεστώς που χρησιμοποιούν και οι δύο».

«Ο χορός του Ζαλόγγου

Οι Σουλιόταις να μην υποκύψουν εις τον ζυγόν/του Αλή Πασά Απεφάσισαν οι γυναίκες αυτών / να ανέβουν εις τους βράχους του Ζαλόγγου / εκυμάτισαν κύκλον χορόν /και εγκρεμίζοντο από τους βράχους του Ζαλόγγου / εις τον Αχέροντα ποταμόν του Σουλίου το 1808. / Οι δε άνδρες έπεσαν μαχόμενοι.»

«Ο Θεόφιλος έχει την στόφα του επιγραμματοποιού. (Όπως βεβαίως ο Καβάφης και η ποίηση της Παλατινής Ανθολογίας). Όλες του οι λεζάντες το υπενθυμίζουν». Διαβάζουμε και πάλι στον Καβάφη:

«”Υπὲρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες”

Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατε ευκλεώς·

Τους πανταχού νικήσαντες μη φοβηθέντες

Άμωμοι σεις…»

Ο Λε Κορμπυζιέ, σε συνέντευξή του στα 1936, αφού πρώτα χαρακτήρισε τον Θεόφιλο ζωγράφο αυτόχθονα του ελληνικού τοπίου και του ελληνικού ήθους, προβαίνοντας σε μια σύγκριση Αισχύλου-Θεόφιλου, αδιανόητη ίσως για Έλληνα διανοούμενο, αναφέρει :

«Ο Θεόφιλος είναι διάμεσο. Μέσω αυτού ερχόμαστε σε πλήρη επαφή με την ουσία της ελληνικότητος. Ο Αισχύλος μπορεί να μιλήσει, αναγνωρίζουμε χωρίς παραμορφώσεις από τι είναι φτειαγμένοι οι ήρωες που υποτάσσονται στο μεγάλο πεπρωμένο. … ο Θεόφιλος δεν είναι παρά ένα καλοδουλεμένο πρίσμα, μέσα από το οποίο δεν αποκαλύπτεται το μικρό ατομικό του δράμα, αλλά η φύση των πραγμάτων. Δίχως τούτα τα διάμεσα, τα μάτια μας –που εξουσιάζουν το πνεύμα μας, το βασανισμένο από την ταραχή του χρόνου– δεν θα βλέπαν τα πράγματα που συνιστούν αυτούσιο το γεγονός, απογυμνωμένο από αυθαίρετες επιστρώσεις, ακριβές, συγκινητικό, φυσικό»[7].

Ο Θεόφιλος δεν είναι ένας «ναΐφ» καλλιτέχνης ο οποίος διδάσκει «λαογραφικά», όπως θα μπορούσαμε να πιστέψουμε, κρίνοντας από τα θέματά του, τις ενδυμασίες, τις παραπομπές στην αγροτική ζωή, τις μορφές τις δανεισμένες από τους ήρωες του ’21 ή της αρχαιότητας, από το θέατρο σκιών και τα λαϊκά δρώμενα, είτε από τα χρώματά του, τις μπογιατισμένες επιφάνειες καφενείων και σπιτιών. Αντίθετα, διδάσκει μάλλον «ζωγραφικά», έστω και αυτοδίδακτος και, όπως σημειώνει ο Γιώργος Σεφέρης, ύστερα «ἀπὸ τὸν Θεόφιλο δὲ βλέπουμε πιὰ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο· αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πρᾶγμα ποὺ δὲ μᾶς ἔφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ἀκαδημιῶν»[8]. Αλλά και ένας ομότεχνός του, ο Γιάννης Τσαρούχης, θα επιμείνει στην ίδια κατεύθυνση: «Δεν είμαι λαϊκιστής. Ο λαϊκός που μένει στο φολκλόρ δεν με ενδιαφέρει. Με ενδιαφέρει ο λαϊκός που δίνει τους κορυφαίους. Ο Θεόφιλος ήθελε να γίνει ένας μεγάλος ζωγράφος. Ήταν λαϊκός. Άνηκε σε μία τάξη αλλά μέσα εκεί έδειχνε το μεγαλείο του»[9].

Ο Θεόφιλος, μας λέει ο Τσαρούχης, ήθελε να μοιάζει με τους παλιούς καπεταναίους, «τα άφταστα είδωλά του, που τόσο συχνά ζωγράφιζε. Σ’ έναν τορβά που κρεμόταν στον ώμο του, έμπηγε ένα ξύλο με μια βυζαντινή σημαία με αετό… Στα πόδια του φορούσε τσαρούχια… Τα μαλλιά του ήταν μακριά σαν των παπάδων, και τα μάζευε κότσο δένοντάς τα με ένα κορδόνι, όπως ακριβώς οι παπάδες, αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες της προκλασικής εποχής…»[10]. «(Ο Θεόφιλος) είναι από τη μεριά των σοφών και των τρελών, παρέα με το Σολωμό, τον παγωμένο-θερμότατο Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον αναρχικό και άκρως πειθαρχημένο Καβάφη, τον τρελό Χαλεπά, κι όλους αυτούς τους φυσικά επαναστατημένους Έλληνες, μα εξίσου φυσικά συντηρητικούς, τους Έλληνες των οποίων η ευλογημένη μεγαλομανία έσπασε τα κλουβιά του συντηρητισμού»[11].

Ο Εγγονόπουλος θα του αφιερώσει έναν πίνακα αλλά και ένα ποίημα, την «Μπαλλάντα της Ψηλής Σκάλας».                

«Ὁ Θεόφιλος κάποτες ἀνέβηκε / σὲ μιὰ ψηλὴ σκάλα /… ἀλητόπαιδες –ξαναλέω– / γιὰ νὰ παίξουνε καὶ νὰ γελάσουν / ἐτραβήξανε τὴν σκάλα τὴν ψηλή /… ἀλλ’ –ὦ τοῦ θαύματος !–/ προσεγειώθη / ἀπόλυτα σῶος κι’ ἀβλαβής… / ἀκέργιος / … μόνο ποὺ τὰ σεμνὰ φορέματά του / εἶχαν γενεῖ χρυσᾶ ὡσὰν τὸν Ἥλιο / τὸ πρόσωπό του /… σὰν τὴ Σελήνη φωτεινό / …καὶ ἂν κατόπι ἐπῆγε νὰ κρυφτῇ στὴ Mυτιλήνη / εἴχ’ ἔμπει στὴν ἀθανασία πιά: / ἐπέπρωτο πλέον νὰ ὑπάρχη αἰώνια / ἀ θ ά ν α τ ο ς[12]

Τέλος, ο Γιώργος Σεφέρης θα δει στον Μυτιληνιό ζωγράφο τον φορέα της ελληνικής πνευματικής κληρονομιάς η οποία «εἶναι τόσο μεγάλη ποὺ ἀλήθεια δὲν ξέρει κανεὶς ποιοὺς μπορεῖ νὰ διαλέξει γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὶς βουλές της. Εἶναι στιγμὲς ποὺ τὴν κρατοῦν στὰ χέρια τους οἱ πιὸ φημισμένοι ἄνθρωποι ποὺ ἀκούστηκαν ποτὲ στὸν κόσμο, καὶ εἶναι στιγμὲς ποὺ πάει καὶ φωλιάζει ἀνάμεσα στοὺς ἀνώνυμους, περιμένοντας νὰ φανερωθοῦν ξανὰ οἱ ἄρχοντες ἐπώνυμοι»[13].

Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά: «Από τη μεταβυζαντινή ζωγραφική στη γενιά του ’30. Μια πολιτική ιστορία».


[1] Οδ. Ελύτης, «Ο ζωγράφος Θεόφιλος», Ανοιχτά χαρτιά, ό.π., σ. 220.

[2] Μετάφραση από σημείωμα του Θεόφιλου στον γαλλικό κατάλογο της έκθεσης της συλλογής Tériade, το 1961, βλ. Δανιήλ, Επιλογή από το ημερολόγιο 1973-1985, Νεφέλη, χ.χ., σσ. 50-53.         

[3] Γ. Σεφέρης, «Θεόφιλος», ό.π., σ. 465.         

[4] Βλ. Γεωργία Κακούρου-Χρόνη, «“Λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας”: Η υποδοχή του Θεόφιλου από τη γενιά του ’30», νέος Ερμής ο Λόγιος, 27, Μάιος 2024.

[5] Κίτσος Μακρής, Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο, χ.ε., Βόλος.

[6] Τ. Πολυμέρης, Μύθος ομόρριζος, ό.π., 2017.           

[7] Λε Κορμπυζιέ (μτφρ. Αντώνης Φωστιέρης), στο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, Αφιέρωμα του περιοδικού Λέξη, τχ. 172, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2002.              

[8] Γ. Σεφέρης, Δοκιμές Α΄, ό.π. σ. 460.            

[9] Γ. Τσαρούχης, Λίθος oν απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, Καστανιώτης, 1989, σσ. 163, 164.  

[10] Γ. Τσαρούχης, Έλληνες ζωγράφοι, εισ. Δ. Μυταράς, Καστανιώτης, Αθήνα 2003, σ. 20.

[11] Γ. Τσαρούχης, «Η καλλιτεχνική αξία του Θεόφιλου», Αιολικά Γράμματα, αφιέρωμα: Θεόφιλος Χατζημιχαήλ Στρατής Ελευθεριάδης-Τεριάντ, 80-81, Μάρτης-Ιούνης 1984, σ. 71.

[12] Νίκος Εγγονόπουλος, Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, Ίκαρος, Αθήνα 2007, σσ. 54-58.          

[13] Γ. Σεφέρης, Δοκιμές Α΄, ό.π., σσ. 462-463.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ