Χρίστος Δάλκος
Μὲ βαρειὰ καρδιά, κάθομαι νὰ γράψω γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ σημάδεψε ὄχι μόνο τὴν ζωή μου -αὐτὸ στὸ κάτω-κάτω δὲν πολυενδιαφέρει- ἀλλὰ τὰ πνευματικά μας πράγματα, μ᾿ ἕναν τρόπο ποὺ ἐλάχιστα γίνεται κατανοητὸς σήμερα.
Ἐὰν οἱ ὑποθέσεις τοῦ πνεύματος συνεχίσουν νὰ ἀπασχολοῦν τοὺς ἀνθρώπους τοῦ μέλλοντος -πρᾶγμα διόλου εὐνόητο καὶ αὐτονόητο- τότε θὰ σκύψουν ἐνδεχομένως πάνω στὰ πνευματικὰ πεπραγμένα τοῦ Ἀντώνη Ζέρβα, καὶ θὰ τοῦ ἀποδώσουν τὶς ὀφειλόμενες τιμὲς ποὺ ἡ συνωμοσία τῶν πνευματικῶν μετριοτήτων τοῦ ἀρνήθηκε.
Ὁ Ἀντώνης Ζέρβας, ὁ ποιητής, ὁ μεταφραστής, ὁ δοκιμιογράφος, ὁ κριτικός, ὁ ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων καὶ τῶν τεχνῶν, ἀνῆκε στὴν γενιὰ τῶν Ἑλλήνων ποὺ διαμόρφωσαν τὸ πνευματικό τους πρόσωπο σὲ συνάφεια μὲ τὸν πνευματικὸ κόσμο τῆς Δύσης, εὐρωπαϊκῆς καὶ ἀμερικάνικης, τὸν ὁποῖο γνώρισαν εἰς βάθος καὶ μὲ τὸν ὁποῖο συνωμίλησαν ἐν πολλοῖς ὡς ἴσοι πρὸς ἴσον. Ὁ Κωστῆς Παπαγιώργης, μὲ τὸν ὁποῖο συμπορεύτηκε ὁ Ζέρβας, μὲ ὅλα τὰ σκαμπανεβάσματα ποὺ συνεπάγεται ἡ γειτνίαση ἐξ ὁρισμοῦ «δύσκολων», «ἐκρηκτικῶν» χαρακτήρων, διεκδικητῶν τῆς πνευματικῆς / μορφωτικῆς ἀριστείας, δίνει τὸ στίγμα τοῦ τί δὲν ἦταν αὐτὴ ἡ ὀλιγάριθμη, «εὐρωσπουδαγμένη» γενιά: «Μάλιστα ξέρουμε πολλοὺς ξενοσπουδασμένους ποὺ προτιμοῦν νὰ συνδιαλέγονται γαλλιστὶ ἢ ἀγγλιστὶ καὶ νὰ θεωροῦν τὴν Ἑλλάδα χεσμένο τόπο…».
Ὁ Ἀντώνης Ζέρβας, στὶς ἀνέκδοτες ἀκόμα Ὑποθῆκες ἀπὸ τὸ τελευταῖο κρεββάτι τῆς ζωῆς, περιγράφει τὸ ἦθος καὶ τὴν συμπεριφορὰ αὐτῆς τῆς «μικρῆς» γενιᾶς:
«Παρίσι, 17 χρονῶν, μὲ τὸν Κωστῆ, τὸν Νίκο, τὸν Λάκη, τὸν Ζιαμπάκα καὶ μὲ τὸν Στυλιανὸ ἀργότερα ἀλλὰ καὶ μερικοὺς ἄλλους ποῦ καὶ ποῦ, τοῦ ἰδίου φυράματος, ἐγκρατεῖς φιλολόγους καὶ ἔντιμους, μαζὶ μὲ τὴν ἄσβεστη φιλοσοφικὴ φλόγα τοῦ πιτσιρικᾶ Μαρσέλου, σὺν τὴ μορφὴ τοῦ λεπτότατου Κώστα Ζαφειρόπουλου, ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ ἔνοιωθαν.
Ἤμασταν ὑπερόπτες, περιφρονητικοί, ὀξύθυμοι. Ἕτοιμοι νὰ ἀλληλοσφαχτοῦμε καὶ νὰ ξαναφιληθοῦμε. Δὲν δεχόμασταν ἐπαίνους καὶ καλὰ λόγια. Δὲν ἤμασταν τῆς πιάτσας, ἀλλὰ τῆς ἄκρης καὶ τῶν ἄκρων. Καγχάζαμε μὲ τοὺς τίτλους «ποιητὴς» καὶ «φιλόσοφος».
«Μετρᾶμε καὶ μαλώνουμε», ἔλεγε ὁ Κωστῆς. […]
Ὑπερόπτες, ὀξύθυμοι, περιφρονητικοί!
Ὅλο τὸ ἑλληνοευρωπαϊκὸ μάθημα σχεδὸν στὸ πρωτότυπο! Αusgezeichnet! Δὲν διαβάζαμε σελίδες, μελετούσαμε βιβλία.
Πιὸ Γάλλοι ἀπὸ τοὺς Γάλλους, πιὸ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες.»
Ἡ μέριμνα γιὰ τὴν πορεία, πολιτική, πολιτισμική, πνευματική, τῆς Ἑλλάδας καὶ τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἡ ἔγνοια τοῦ «τί σημαίνει σήμερα νὰ εἶσαι Ἕλληνας καὶ νὰ ἐκφράζεσαι στὰ ἑλληνικὰ» συνώδευσε τὸν Ἀντώνη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς νιότης του μέχρι τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς του. Σπούδασε Κοινωνιολογία τῆς Λογοτεχνίας στὸ Παρίσι καὶ Ἀγγλικὴ Φιλολογία στὸ Λονδίνο καὶ ἀφέθηκε στὴν γοητεία τοῦ ἔργου καὶ τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἔζρα Πάουντ, ποὺ δὲν θά ᾿ταν ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε πὼς οἱ λογαριασμοὶ μαζί του ποτὲ δὲν ἔκλεισαν, ἔτσι ὅπως στοίχειωσε τὴν πνευματική του ζωή.
Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿80, μετὰ τὴν στρατιωτική του θητεία ὡς Στρατιωτικοῦ Διερμηνέως Γαλλικῆς (Βολαὶ Μάχης Ἁρμάτων ΑΜΧ – 30 τοῦ Γαλλικοῦ Ἐπιτελείου, στὴν ἁπλὴ καθαρεύουσα, Σχολὴ Πολέμου, «τὸ μεγάλο μου καμάρι», ὅπως περηφανευόταν), συνεργάστηκε ὑπὸ τὴν διεύθυνση τοῦ Περικλῆ Νεάρχου, γιὰ τὴν διαμόρφωση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτιστικοῦ Κέντρου Δελφῶν. Δὲν μπόρεσε κι ἐκεῖ νὰ στεριώσῃ καὶ ξαναπῆρε τὸν δρόμο τῆς ξενιτειᾶς.
Ἕναν ἄνθρωπο τέτοιας ἰδιοσυγκρασίας καὶ πνευματικῆς συγκρότησης -ἀπὸ τοὺς λίγους γνῶστες εἰς βάθος τῆς ἑλληνικῆς, εὐρωπαϊκῆς καὶ ἀμερικάνικης γραμματειακῆς παράδοσης- εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἑλλαδικὴ μιζέρια τὸν ἀπόδιωχνε, καὶ ἡ εὐρωπαϊκὴ γραφειοκρατία τῶν Βρυξελλῶν, ὅπου ἐργάσθηκε ἀπὸ τὸ 1984 ὣς τὸ 2015 στὸ μεταφραστικὸ τμῆμα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Οἰκονομικῆς καὶ Κοινωνικῆς Ἐπιτροπῆς, μόλις ποὺ τὸν ἀνεχόταν.
Στὶς Βρυξέλλες, συνέβαλε, στὸ μέρος καὶ στὸ μέτρο ποὺ τοῦ ἀναλογοῦσε, «ἐκτὸς τοῦ τεράστιου τρέχοντος ἔργου», στὴν μετάφραση τοῦ«τεράστιο[υ] εὐρωπαϊκ[οῦ] κεκτημένο[υ]». «Ἡράκλειος Ἆθλος, ποτὲ δὲν ἀναγνωρίσθηκε», σημειώνει. Ἡ μεταφραστική του ἐνασχόληση τὸν ἔφερε σὲ σύγκρουση καὶ μὲ τὶς ρωμαίικες μεταπολιτευτικὲς παθογένειες ποὺ κατατρύχουν μέχρι σήμερα τὴν πνευματική μας ζωή: «Στὴ Μεταπολίτευση ἔπεσε τὸ χρέος τοῦ ἀπαραίτητου ἐκσυγχρονισμοῦ. Τί συνέβη εἶναι τὸ ἐρώτημα! Ἔπρεπε νὰ σβήσει τὸ φάντασμα τοῦ παρελθόντος ἀδιακρίτως, ἔπρεπε ὅλα νὰ γίνουν δημοτικὴ γιὰ νὰ προοδεύσουμε καὶ νὰ γίνουμε δίκαιοι, νὰ ἄρουμε τὴν ἀντιδραστικὴ διάκριση ἐγγράμματου καὶ λαοῦ. Δημοκρατικὴ παιδεία καὶ ψωμί! Οἱ ἐγγράμματοι ἦταν δεξιοὶ καὶ ἀπεχθεῖς. Ὄφειλαν νὰ παραδοθοῦν μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες. Σπουδαῖες προσωπικότητες, ἀλλὰ φασίστες λόγῳ ἀντιπροοδευτισμοῦ. Σεβάσου ὅμως, ἀντὶ νὰ συνθηματολογεῖς. Σεβάσου!»
Στὶς Βρυξέλλες βίωσε καὶ τὴν διάψευση τοῦ ντεγκωλικοῦ του ὁράματος τῆς εὐρωπαϊκῆς αὐτοδυναμίας, καὶ εἶδε νὰ ἐπελαύνῃ, μὲ τὸ ὄχημα τῶν νέων τεχνολογιῶν καὶ τῆς καθισοπεδωτικῆς διαδικτύωσης, ἡ πραγμοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θρίαμβος τῆς ἑνιαίας σκέψης, τὸ «παγκόσμιο Ντουμπάι», ποὺ δὲν ἔπαψε νὰ ἐλεεινολογῇ μέσα ἀπ᾿ τὰ γραπτά του.
Ὁ Ἀντώνης Ζέρβας στάθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους ἱππότες τοῦ πνεύματος, μὲ τὴν ματιά του στραμμένη στὰ μεγάλα πνευματικὰ μεγέθη τοῦ 19ου καὶ 20οῦ αἰῶνα, καὶ ταυτόχρονα μὲ πίστη κι ἀφοσίωση «στὸ σόι, στὴ γλώσσα, στὴ φυλή.»
Ἑπόμενο ἦταν νὰ εἰσπράξῃ ἀπὸ τὴν «προοδευτικὴ» διανόηση τὴν ἀποδοκιμασία καὶ τὴν ἀπομόνωση, βοηθούσης καὶ τῆς ἐκρηκτικῆς ἰδιοσυγκρασίας του, ἀλλὰ καὶ μιᾶς ἀριστοκρατικῆς στάσης ζωῆς: «Ἡ ἐπιτυχία εἶναι φροῦτο τῆς χυδαιοκρατίας. Ὁ ἀριστοκρατικὸς ἄνθρωπος, ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ δὲν ὑποτάσσεται στὸ κοπάδι, δὲν ἐπιτυγχάνει.»