από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000
Και ξαφνικά έγινε κάτι ασυνήθιστο για μένα. Από την ανοιχτή πόρτα του μεγάλου γραφείου του Γυμνασιάρχη σας, είδα να περνά ορμητικά και να ξεχύνεται προς τα έξω ένας χείμαρρος παίδια -με τα βιβλία και με τους χαρτοφύλακες, με το κέφι, με τη χαρά, με τη ζωντάνια. Ο ποιητής, συλλογίστηκα, όταν ξεκινά για να γράψει ένα ποίημα, είναι σαν ένας μαθητής που αφήνει την τάξη για να βγει στο δρόμο και κοιτάζει τα δέντρα, τον ήλιο, τα πουλιά, τη θάλασσα, σα να είχαν βγει την ώρα εκείνη από τα χέρια του δημιουργού. Κι ένιωσα μια μεγάλη φιλία για σας. Κι αυτός ο δρόμος της φιλίας που μου ανοίξατε, μ’ έφερε να συλλογιστώ δύο από τους καλύτερους φίλους μου – δύο νέους που αγάπησαν τα γράμματα με πάθος κι έγραψαν ποιήματα. Δύο συντρόφους, που δεν ξέρω, τούτη, τη στιγμή, αν ζουν ή αν έδωσαν κι αυτοί τη ζωή τους, όπως οι χιλιάδες οι Έλληνες που έπεσαν πολεμώντας για τη λευτεριά και για ό,τι έχουμε μέσα μας που ν’ αξίζει.
Συλλογίστηκα πως θα μπορούσα ίσως να κουβεντιάσω μαζί σας γι’ αυτούς τους δύο φίλους.
Ο ένας, ο Δημήτρης I. Αντωνίου, ήταν αξιωματικός πάνω σ’ ένα τορπιλοβόλο που το βούλιαξαν τα εχθρικά αεροπλάνα. 0 άλλος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ήταν ανθυπολοχαγός στο αλβανικό μέτωπο και είχε μεταφερθεί άρρωστος στα Γιάννενα, στο νοσοκομείο, που το χάλασαν κι αυτό οι Γερμανοί.
Θα ξέρετε, ίσως, ότι η ποίηση των νέων, στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του περασμένου πολέμου -δηλαδή, πάνω -κάτω, στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευση της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία. Αλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσα. Όταν λεω “ποίηση των νέων”, έχετε υπόψη σας πως εξαιρώ τους αντιπροσώπους άλλων γενεών, όπως τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Σικελιανό, που είναι δημιουργοί πρώτου μεγέθους και που εξακολουθούν να δημοσιεύουν και να συμπληρώνουν το έργο τους. Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης. Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία, που μολονότι πέθανε τρομερά νέος, είχε την τύχη ν’ αφήσει ένα έργο που λογαριάζει ωσάν σταθμός στη λογοτεχνία μας.
Δυστυχώς, όπως τυχαίνει τόσο συχνά, από την ποίηση του Καρυωτάκη γεννήθηκε και ο καρυωτακισμός, που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση. Λ.χ. ο Καρυωτάκης τραγούδησε, με την χορευτική φαντασία του, τους τραγικούς γύψους της κάμαράς του, αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε μέσα στη κάμαρά του, και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του, με μια παραπονιάρα συγκατάβαση. Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα.
Όμως, γύρω στα 1930, τα πράγματα αλλάζουν. Εκείνο που χαρακτηρίζει τις αναζητήσεις των νέων είναι ένα είδος νησιώτικης ιδιοσυγκρασίας. Οι ορίζοντες πλαταίνουν. Τα σκονισμένα δρομάκια και οι κάμαρες μένουν πίσω. Το Αιγαίο με τα νησιά του, η θαλασσινή μυθολογία, το ταξίδι προς όλες τις κατευθύνσεις, είναι τα πράγματα που [τους] συγκινούν και που προσπαθούν να εκφράσουν.
Πέσαν οι τοίχοι της κάμαράς μου κι έμεινα στον κήπο
Θα γράψει ο Αντωνίου – κι ο δρόμος που μας ενθουσίαζε, μέσα στους δρόμους της Αθήνας, ήταν η πλατιά, μεγάλη λεωφόρος που οδηγούσε προς τα λιμάνια, προς το πέλαγο.
Γι’ αυτό σημείωσα πως οι δύο φίλοι μου είναι νησιώτες. 0 ένας από τη Δωδεκάνησο, ο άλλος από τη Λέσβο. 0 Αντωνίου μάλιστα, όταν τον πρωτογνώρισα στο Λονδίνο, ήταν τρίτος καπετάνιος σ’ ένα εμπορικό καράβι που φόρτωνε κάρβουνο για τη Νότιο Αμερική. Ερχότανε από τη Μαύρη θάλασσα. Ο χειμώνας ήταν προχωρημένος και η πηχτή ομίχλη γέμιζε τους δρόμους. Πάνω από τον Τάμεση δε βλέπαμε τίποτε άλλο, καθώς περπατούσαμε, παρά τις μεγάλες φωτεινές ρεκλάμες που ανάβαν και σβήναν.
Έλεγε ένα σωρό ιστορίες για τα λιμάνια, για τους θαλασσινούς. Μιλούσε με άπειρη στοργή για τα μικροπράγματα της ζωής ενός καραβιού – πως πρέπει να κλείνουν τ’ αμπάρια, λ.χ., ή για τα παλιά ημερολόγια καταστρώματος. Αλλά πάντα σ’ ό,τι κι αν έλεγε, ένιωθε κανείς πως εκείνο που τον απασχολούσε στο βάθος ήταν ένα και μόνο: η αγάπη της θάλασσας. “Πώς να το εξηγήσει κανείς;” ρωτούσε, σα να ρωτούσε τον εαυτό του. “Μόλις βρεθούμε στο πέλαγο, μας αρρωσταίνει η νοσταλγία της στεριάς, και μόλις αράξουμε σ’ ένα λιμάνι, γυρεύουμε ολοένα να φύγουμε”. Μιλούσε με μικρές φράσεις κομμένες από μεγάλα διαστήματα σιωπής. Ψάχνοντας, με φροντίδα, τις λέξεις του. Έπρεπε να τον συνηθίσει κανείς για να μπορέσει εύκολα να τον παρακολουθήσει. Την άλλη μέρα έφυγε.
Αλλά θυμούμαι πάντα την πρώτη μας εκείνη συνομιλία. Την ξαναβρίσκω όταν τυχαίνει να διαβάσω κάτι δικό του. Όπως όταν κουβέντιαζε, νομίζω πως και στα ποιήματα του αισθάνεται κανείς αυτό τον αγώνα, να βγάλει μέσα από τη σιωπή, που είναι η άπειρη σιωπή του ταξιδιού και της θάλασσας, μια σωστή φράση, δυό – τρεις λέξεις που να λένε ακριβώς εκείνο που θέλει να πει. Το πράγμα που κάνει τη χάρη – και για κάποιους το ψεγάδι – της ποίησης του Αντωνίου, είναι τούτο: όπως ακριβώς όλοι οι πραγματικοί θαλασσινοί, είναι άνθρωπος που δε λεει πολλά, που δεν του αρέσουν τα κούφια λόγια. Δεν καλπάζει καβάλα στον Πήγασο. Προχωρεί σιγά, γνωρίζοντας πως έχει μπροστά του πολλά εμπόδια. Και όπως ένα ιστιοφόρο, που έχει αντίθετο τον αγέρα, λοξοδρομεί και τραβάει μπροστά χρησιμοποιώντας το ενάντιο τούτο φύσημα, έτσι κι αυτός πιάνεται από τα εμπόδια που συναντά, για να φτάσει σιγά-σιγά στο σκοπό του.
Έτσι ο Αντωνίου, ξεκινώντας από τα μικροπράγματα της καθημερινής ζωής του θαλασσινού, άρχισε σιγά-σιγά να πλάθει έναν κόσμο παράξενα ζωντανό κι οργανωμένο, για να γεμίσει την ερημιά και τη σιωπή, που αφήνει το αγωνιώδες ερώτημα του: “Γιατί αγαπούμε τη θάλασσα;” Σε τέτοια ερωτήματα, όπως θα το καταλαβαίνετε, απάντηση δεν υπάρχει. Αλλά ο ποιητής, μετηνπροσήλωσή του, με την αγάπη του και με τον πόνο του, κατορθώνει κάποτε ν’ απαντήσει, δημιουργώντας ένα, δύο τρία ποιήματα – αν το επιτύχει αυτό είναι πολύ – που μόνο και μόνο με την ύπαρξη τους μας βοηθούν στη μάταιη αναζήτησή μας μιας τελειωτικής απόκρισης, μας καθαρίζουν και μας λυτρώνουν.
Η ουσία της ποίησης του Αντωνίου ανάγεται σ’ ένα αιώνιο θέμα. Θέμα παμπάλαιο, αφού είναι το ίδιο με το θέμα της Οδύσσειας, θέμα πανελλήνιο, αφού ο Έλληνας είναι ο πιο ταξιδεμένος άνθρωπος του κόσμου. Το θέμα αυτό είναι η μοίρα του ανθρώπου που ταξιδεύει. Ο ποιητής μας το καταπιάστηκε σχεδόν άθελά του, με πολλή δυσκολία, μουρμουρίζοντας μήνες ολόκληρους ένα του στίχο, καθώς ανεβοκατέβαινε τις σκάλες του καραβιού του ή το κυβερνούσε τη νύχτα πάνω στη γέφυρα. Σπάνια ήθελε να δημοσιέψει. Κάποτε που ταξίδεψα μαζί του, τον παρακολούθησα πώς έγραφε. Τους στίχους του τους σημείωνε πάνω στο κουτί των σιγαρέτων του. Τους ξαναδούλευε άπειρες φορές στο μυαλό του. Κι έπειτα, πολύ αργότερα, όταν έφτανε στο λιμάνι, τους αντέγραφε. Θυμάμαι την πρώτη φορά που μου έδειξε την καμπίνα του. Σε μια γωνιά ήταν στοιβαγμένα άπειρα αδειανά κουτιά σιγαρέτων. Ήταν τα χειρόγραφά του.
Ο άλλος ο φίλος μου, ο Οδυσσέας Ελύτης, είναι κι αυτός ένας από τους καλύτερους νέους ποιητές. Αλλά ολωσδιόλου διαφορετική ιδιοσυγκρασία από τον Αντωνίου. Και του Ελύτη η ποίηση είναι ποίηση της θάλασσας. Αλλά η θάλασσα αυτή δεν είναι ο ωκεανός, δεν είναι το ταξίδι, είναι το γελαστό, το φωτεινό Αιγαίο. Όταν συλλογίζομαι την ποίηση του Ελύτη, έχω πάντα όρεξη να ονομάσω το Αιγαίο με το όνομα που του έδιναν οι παλιοί θαλασσινοί και που του δίνει ακόμη ο λαός μας: “Η Ασπρη Θάλασσα”. Η χαρούμενη θάλασσα. Και πραγματικά, ενώ υπάρχει μια τραγική μοίρα στον Αντωνίου, ένα τραγικό ερωτηματικό, όπως σας είπα – στον Ελύτη (πράγμα πολύ σπάνιο στον τόπο μας) υπάρχει μια χαρά. Είναι η χαρά του ανθρώπου που ξυπνά την αυγή με τα δίχτυα του ή με τις ξόβεργές του και είναι σίγουρος πως θα γυρίσει πίσω τραγουδώντας και φέρνοντας τα πιο ασημένια ψάρια ή τα πιο φανταχτερά πουλιά:
Ο χρόνος είναι γλήγορος ίσκιος πουλιών
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του.
Αυτοί οι δύο στίχοι, παρμένοι από τα πρώτα του ποιήματα, είναι κιόλας με κάποιον τρόπο η ποιητική του. Ή ακόμη:
Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι
Ακριβώς. Αυτό το τραγούδι του αρχιπελάγους, συνυφασμένο με τον αγέρα, με το κύμα. με τα βότσαλα, με τις ακρογιαλιές, με την βλάστηση του νησιού, με τις αυλές των κάτασπρων σπιτιών, με τα φουσκωμένα πανια. με τις άγκυρες στο βυθό, είναι το τραγούδι που ανεμίζει ο Ελύτης όρθιος σε μια κουπαστή, αμέριμνος κι ευτυχισμένος. Είπα “αυτό το τραγούδι συνυφασμένο”. Θα έπρεπε να μεταχειριστώ μιάν άλλη έκφραση. Γιατί έχει κανείς την εντύπωση, όταν διαβάζει τα ποιήματά του, πως όλα αυτά τα αντικείμενα, όλα αυτά τα πλάσματα του Θεού και των ανθρώπων, δεν τα συναρμολόγησε κανείς, αλλά ήρθαν μόνα τους να μπουν σε μια μαγική τάξη και να γίνουν τραγούδι. Θα ξέρετε ίσως το παραμύθι του ανθρώπου που έχτιζε σπίτια παίζοντας μόνο και μόνο τη φλογέρα του, καθισμένος σε μια πέτρα. Κάτι ανάλογο θα συμβαίνει με τον ποιητή μας. Αυτός κάθεται σε μια γωνιά και καπνίζει ή παίζει τη φλογέρα του. Έπειτα από λίγο, ξαφνικά, εμφανίζεται το ποίημα, χωρίς να ξέρει κα-λά-καλά ποιος το έχει γράψει. Και πραγματικά ποτέ δεν τον είδα να σημειώνει κάτι, ποτέ δεν είδα χειρόγραφο του με διόρθωση. Μας έφερνε για Τα Νέα Γράμματα τα ποιήματά του καθαρογραμμένα με μια θαυμάσια καλλιγραφία, τελειωμένα. Διευκρινίζω: όταν η δουλειά δεν αφήνει ίχνη, τούτο δεν σημαίνει διόλου πως δεν υπάρχει, δουλειά.
Νομίζω πως δεν προφταίνω να σας πω περισσότερα για τους δύο φίλους μου. Και οι δυό τους ανήκουν σε μια γενιά που γνώρισε δύσκολους καιρούς και που εύχομαι σεις, όταν μεγαλώσετε, να μην τους γνωρίσετε. Αλλά με το έργο που μας έδωσαν ως τώρα, έδειξαν πως θέλησαν να δουλέψουν τίμια και παστρικά, και να δώσουν το καλύτερο μέρος από τον εαυτό τους στην τέχνη. Νομίζω πως έχουν το δικαίωμα να τους κρίνουμε όπως θέλησαν να κριθούν από τον Κύριο οι “Κακοί έμποροι” του Αντωνίου:
Τώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
Μέτρησε μας δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας.
Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!
Μιλήσαμε για δυό ποιητές που συνέχισαν, με τις δυνάμεις που είχαν, τη μεγάλη εξερεύνηση της τέχνης, προσπαθώντας να πλάσουν, ο καθένας με τον τρόπο του, την ελληνική γλώσσα, τέτοια που ν’ ανταποκρίνεται στα συναισθήματα που είχαν να εκφράσουν. Αντικρίζοντας, ο καθένας με τον τρόπο του, τον ανθρωπο και τη θάλασσα.
Η ελληνική γλώσσα, ο άνθρωπος, η θάλασσα… Για κοιτάξετε πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πως, από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα. Κι αυτό δε σταμάτησε ποτέ, είτε σκεφτούμε την Κλυταιμνήστρα που μιλά στον Αγαμέμνονα, είτε την Καινή Διαθήκη, είτε τους ύμνους του Ρωμανού και τον Διγενή Ακρίτα, είτε το Κρητικό Θέατρο και τον Ερωτόκριτο, είτε το δημοτικό τραγούδι. Και όλοι αυτοί, οι μεγάλοι και οι μικροί, που σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ελληνικά, δεν πρέπει να νομίσετε πως είναι σαν ένας δρόμος, μια σειρά ιστορική, που χάνεται στη νύχτα των περασμένων και βρίσκεται έξω από σας. Πρέπει να σκεφτείτε πως όλα αυτά βρίσκουνται μέσα σας, τώρα, βρίσκουνται μέσα σας όλα μαζί, πως είναι το μεδούλι των κοκάλων σας, και πως θα τα βρείτε αν σκάψετε αρκετά βαθιά τον εαυτό σας. Αλλά για να κάνετε αυτή τη δουλειά, για να επιδοθείτε σ’ αυτή την εσωτερική προσήλωση, θα σας βοηθήσουν οι άνθρωποι του καιρού σας, που με τον καλύτερο τρόπο μπόρεσαν να εκφραστούν στην ελληνική γλώσσα. Γι’ αυτό, καθώς πιστεύω, η συγχρονή μας λογοτεχνία είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε, όχι μόνο την αρχαία λογοτεχνία, αλλά και όλη την ελληνική παράδοση. Πόσες ερμηνείες για τη λιτότητα της αρχαίας τέχνης δεν θα ήταν περιττές λ.χ. αν μπορούσαμε να νιώσουμε καλά την τέχνη ενός δημοτικού τραγουδιού;
Έτσι, ξεκινώντας απο δυο νέους Έλληνες ποιητές, που με τη σειρά τους και με τις δυνάμεις τους δώσαν έκφραση στη σημερινή ζωή μας, βρεθήκαμε ξαφνικά πολύ μακριά. αλλά έτσι συμβαίνει. Όσες φορές κοιτάξουμε με προσοχή και με αγάπη και την πιο μικρή ελληνικη λεπτομέρεια, βρισκόμαστε παντα στην καρδιά της μεγάλης ελληνικής ζωής. Τόση μεγάλη είναι η συνοχή της και η ενότητα της. Θυμάμαι τη μέρα που μας κήρυξαν το πόλεμο οι Γερμανοί. Το πλήθος που ζητωκραύγαζε στην οδό Σταδίου σώπασε ξαφνικά κι έπειτα άρχισε να τραγουδά με μια βαριά μεγάλη φωνή: “Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια”. Αυτό και μόνο. Αλλά αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να καταλάβει κανείς πως ο πόλεμος τούτος δεν ήταν σημερινός ούτε χτεσινός: ήταν ο αιώνιος πόλεμος της Ελλάδας όλων των καιρών για την ανθρώπινη αξία.
Τρίτη, 10 Ιουνίου 1941
Δοκιμές, α’ τόμος, (1936-1937), σελ. 166-178