από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006
*Απόσπασμα από το έργο του Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, εκδόσεις Παπαζήση, τόμος β΄, σελ. 180-190
Οι γονείς, ως ανωτέρω ελέχθη, εφρόντιζον να κρατούν τας θυγατέρας των μακράν της όψεως των ανδρών εντός του θαλάμου αυτάς εγκλείοντες, φρουρούς καθιστώντες και στερρώς τους μοχλούς των θυρών κλείοντες. Παρ’ όλα όμως αυτά δεν ήτο πάντοτε δυνατόν να υπερνικήσωσι την φύσιν ουδέ ν’ αποτρέψωσιν, ίνα ο πτερωτός έρως διευθύνη ευστόχως τα βέλη του διά των παρακυπτικών θυρίδων. Και αι Βυζαντιναί λοιπόν κόραι ηγάπων σαγηνευόμεναι είτε υπό της ευμορφίας των νέων, τους οποίους έβλεπον κατά τας εξόδους των, είτε παρασυρόμεναι υπό της μελωδίας του άσματός των, το οποίον συχνά αντήχει κάτωθεν των παραθύρων των.
ἡ ὀμορφιὰ κι’ ἡ μελῳδιὰ λαβώνει τὴν καρδίαν
είπε και ο ποιητής του εθνικού ημών έπους.
Και ήσαν διάφορα τα μέσα, τα οποία εχρησιμοποίουν οι νέοι της εποχής, ίνα προσελκύσωσι τον έρωτα της κόρης. ή δήλα δη παραφυλάττοντες αυτήν παρερχομένην της απέτεινον κολακευτικούς λόγους επαινούντες το κάλλος αυτής και μακαρίζοντες τον μέλλοντα σύζυγόν της ή μόνοι ή και μετά συντρόφων, τη συνοδεία πολλάκις μουσικών οργάνων, ψάλλοντες υπό τα παράθυρά της τα ερωτικά εκείνα άσματα, άτινα και επί της σκηνής έψαλλον οι ηθοποιοί και καθ’ ων, ως πορνικών, μετά τόσης δριμύτητος κατεφέροντο οι πατέρες της εκκλησίας.
Τοιούτων ασμάτων ελάχιστα δείγματα, και δη εκ των μεταγενεστέρων αιώνων, έστωσαν τα εξής, μη αποδίδοντα, δυστυχώς, πάντα τον δημώδη τύπον:
Ἐσύ ’σαι φῶς τῶν ὀφθαλμῶν,
ψυχή μου καὶ ζωή μου
καὶ τῆς καρδιᾶς μου ἀνασασμὸς ἐσύ ’σαι,
δέσποινά μου.
Λάμπει σελήνη, πλὴν ἐν ἀμφόδοις μέσοις,
τὸ σὸν δὲ φέγγος κἂν μέσῳ τῆς οἰκίας.
Καὶ κισσὸς ἡδὺ συμπλακεὶς δένδρου κλάδοις,
ἡδύτερον δὲ συμπλοκὴ σῆς ἀγκάλης.
Μετὰ τὸ φέγγος ἔρχομαι, κόρη,
εἰς τὸ περιβόλιν
εὐγενική μου καὶ ξανθὴ ἐξύπνησε, ἂν κοιμᾶσαι·
ἐξύπνησε, κυράτσα μου, ψυχή μου
μὴν κοιμᾶσαι
τὸν ἐνθυμᾶσαι ἔρχεται πρόθυμα εἰς ἐσένα.
Παραθυρίτσια μ’ ἀργυρᾶ, ἀργυροκοσμημένα
εἰπέτε τῆς κυράτσας σας
νὰ βγῇ νὰ τῆς συντύχω·
ἀλλοίμονον ἐβράδυασε, παίρνει
καὶ σκοτεινιάζει
τὰ παραθύρια σφάλισαν, τὴν ἀγαπῶ δέν εἶδα
κι’ εἶμαι θλιμμένος τὸ λεεινὸ
καὶ παραπονεμένος.
Εἰς τῶν χαρίτων τὴν αὐλὴν
ἐκάθισεν ἡ φύσις
ἐσύναξεν, ἐμάζωξε κατὰ λεπτὸν τὰ πάντα
τοῦ κόσμου ὅλας τὰς χάριτας
καὶ τὰς εὐμορφοσύνας
ἐσένα τὰς ἐχάρισε, χαρὰ σ’ ἐσένα, κόρη·
τὸ σῶμά σου τὸ εὐγενικὸν ἴσον βεργὶν
τὸ ποῖκε
κυπαρισσοβεργόλικον ἐδημιούργησέ το.
Και τα άσματα ταύτα εσκανδάλιζον πολλάκις τας νέας, αι οποίαι, αφίνουσαι τον ιστόν ή την ηλακάτην, έσπευδον εις την παρακυπτικήν θυρίδα, ίνα ακούσωσι τον ψάλλοντα, κρύφα όμως των μητέρων, αίτινες, αντιλαμβανόμεναι ενίοτε το πράγμα, ερράπιζον τας παρεκτρεπομένας.
Και πάντα ταύτα συνέβαινον, της κόρης ισταμένης όπισθεν των κιγκλίδων των παραθύρων ή της οπής των σανίδων του εξώστου της.
Ίνα εμφανισθή το πρόσωπον της νέας ή, ίνα ο εραστής την πλησιάση, έπρεπε και άλλας ούτος να καταβάλη προσπαθείας προσεταιριζόμενος διά δώρων τους υπηρέτας της οικίας ή τον θυρωρόν ή και την τροφόν της κόρης.
Η πρώτη αρχή των ερωτικών σχέσεων εγίνετο «διὰ τῆς τῶν βλεμμάτων ἁφῆς», ως λέγει ο Μ. Βασίλειος, αφ’ ου, ως αλλαχού αναφέρουσιν οι συγγραφείς, ο έρως, εκ των ομμάτων αρχόμενος, ριζούται εις την καρδίαν.
Ευτυχής λοιπόν εθεωρείτο ο εραστής, αν κατώρθωνε να ίδη την ερωμένην και ερωτικώς να νεύση προς αυτήν, ευτυχέστερος δε, αν εύρισκεν ευκαιρίαν να ανταλλάξη ολίγας λέξεις μετ’ αυτής.
Ωμίλησα περί της κατά τον Μ. Βασίλειον αφής των βλεμμάτων, ως όμως ο ιερός ανήρ προσθέτει, «ἡ διὰ βλεμμάτων ἁφὴ ἐπὶ τὴν τῶν χειρῶν λαθραίως ὁδεύει». Μετά όντως τα βλέμματα, επηκολούθει, ως παρηγοριά του ερωτικού πάθους, η αφή της χειρός, μεθ’ ην ήρχετο ο εναγκαλισμός και το φίλημα, και δη του αυχένος και των οφθαλμών. Οι έμπειροι μάλιστα των ερωτικών την εξής συνταγήν έδιδον εις τους πρωτοπείρους. «θίγε χειρός, θλῖψον δάκτυλον, θλίβων στέναξον, ἢν δὲ ταῦτά σου ποιοῦντος καρτερῇ καὶ προσίεται, σὸν ἔργον ἤδη δέσποινάν τε καλεῖν καὶ φιλῆσαι τὸν τράχηλον». Και εθεωρείτο μεν υπερβαίνον τα όρια η κόρη να φιλή, ενώπιον μάλιστα τρίτων, τον νέον, έχομεν όμως και τούτου μαρτυρία εν στιγμή ερωτικής παραφοράς.
Εις την ημερησίαν λοιπόν διάταξιν και τότε το φίλημα, παρά τας απειλάς των εκκλησιαστικών ανδρών και της εκκλησίας, ήτις την αφήν της χειρός της γυναικός και το φίλημα θεωρούσα ως έλασσον αμάρτημα επέβαλλεν εις τον φιλούντα τεσσαρακονθήμερον ξηροφαγίαν και εκατόν μετανοίας καθ’ εκάστην διαρκούντος του τεσσαρακονθημέρου.
Τας ασέμνους περιπλοκάς και τα φιλήματα συνώδευον, εννοείται, και λόγοι ερωτικοί. Ο ερωτευμένος, ως είδομεν, εκάλει την κόρην δέσποιναν, εξ άλλων δε μαρτυριών πληροφορούμεθα ότι την προσηγόρευε χρυσήν, φως των οφθαλμών του και παρηγορίαν της λύπης του, φως και πνοήν του, κάλλους άνθος και ψυχήν της ψυχής του, ψυχήν και ζωήν του, περιστεράν του εύμορφην και τα τοιαύτα.
Ας προσθέσωμεν τέλος ότι και πρόχειροι ήσαν οι ερωτομανούντες εις όρκους, τους οποίους συχνά παρέβαινον.
Οι ερώντες ουχί μόνον απηύθυνον κολακευτικάς φράσεις προς την ερωμένην, αλλά και επήνουν το κάλλος αυτής, εκ των σχετικών δε χωρίων, τα οποία δύναταί τις να σταχυολογήση εκ των ερωτικών ποιημάτων, των μυθιστορημάτων και των επιστολογράφων, δύναταί τις να λάβη πλήρη ιδέαν του τίνα εθεώρουν οι Βυζαντινοί ωραίαν.
Κατά τας αντιλήψεις λοιπόν των Βυζαντινών, ωραία εθεωρείτο η έχουσα ευθυτενές ανάστημα προσομοιάζον προς το της κυπαρίσσου, στρογγύλον πρόσωπον μικρόν πως διαφέρον της ακριβείας του κύκλου της σελήνης, οφθαλμούς υγρούς, ευστρόφους, λάμποντας, μεγάλους και μέλανας, οφρύς μελανάς και τοξοειδείς, παρειάς λευκάς και κατά το μέσον ερυθραινομένας, ρίνα ευθείαν, κόμην μακράν, βοστρυχώδη και ξανθήν, χείλη ερυθρά και αυτόβαπτα, στόμα μικρόν, μαργαριτών δίκην αποστίλβοντας οδόντας, δακτύλους ευμήκεις, τράχηλον λευκόν και τορνευτόν και μαρμαρώδες στήθος.
Σημειωτέον ότι, περί ωραίας ομιλούντες οι Βυζαντινοί, έλεγον ότι αύτη έλαμπεν ως ο ήλιος ή ήτο ηλιογέννητος.
Η ΓΥΝΗ ΚΑΙ Ο ΓΑΜΟΣ
Και ταύτα μεν ως προς τον έρωτα, προκειμένου όμως ν’ αποφασισθή ο γάμος μίας κόρης, τον λόγον είχον οι γονείς αυτής, αφ’ ου μάλιστα αύτη ηδύνατο να υπανδρευθή μόλις συμπληρώσασα το δωδέκατον ή δέκατον τρίτον έτος της ηλικίας της. Διά την Βυζαντινήν ίσχυεν ό,τι λέγει ο Ευριπίδης εις την Ανδρομάχην.
νυμφευμάτων μὲν τῶν ἐμῶν πατὴρ ἐμὸς
μέριμναν ἕξει κοὐκ ἐμὸν κρίνειν τάδε.
Τον μέλλοντα λοιπόν γαμβρόν έπρεπε να εύρη ο πατήρ, τη παρεμβάσει ενίοτε και προμνηστριών, αι οποίαι ελέγοντο κουρκουσοῦραι και αι οποίαι, ως και οι μεσιτεύοντες, πολλάκις επληρώνοντο λαμβάνουσαι το πολύ ποσόν αντιστοιχούν μέχρι του ενός εικοστού της προικός και της προγαμιαίας δωρεάς.
Η γνώμη και συγκατάθεσις του πατρός, από της εποχής των Ισαύρων και μέχρι των Μακεδόνων και της μητρός, ήτο αναγκαία, άλλως ο άνευ των κρατούντων γάμος εθεωρείτο πορνεία.
Κατά την τότε εποχήν, επικρατούσης της διαφοράς των κοινωνικών τάξεων, δεν επετρέπετο πρόσωπον ανωτέρας κοινωνικής τάξεως να υπανδρευθή κατωτέρας τοιούτον, ουδ’ ελεύθερος δούλην, εκτός αν προηγουμένως την ηλευθέρωνεν, ουδ’ η ελευθέρα δούλον ή απελεύθερον, ωρίζοντο δε και ωρισμένοι περιορισμοί διά τον γάμον μετά χήρας ή διαζευγμένης ή εταίρας ή σκηνικής, αφ’ ου ο τοιαύτην τινά γυναίκα συζευχθείς δεν ηδύνατο να γίνει επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος ή ν’ ανήκη καθ’ όλου εις τον ιερόν κατάλογον.
Εκ των κυρίων προσόντων της νύμφης ήτο τότε το κάλλος, το γένος και η προιξ, ήτις, ως εκ των μαρτυριών των συγγραφέων μανθάνομεν, ήτο εις την ημερησίαν διάταξιν. Όσον αφορά εις το κάλλος, οι φρόνιμοι συνίστων οι μέλλοντες γαμβροί να μη προσέχωσι τόσον εις αυτό όσον εις την σωφροσύνην και τα ψυχικά προτερήματα της γυναικός, αφ’ ου το κάλλος με τον χρόνον μαραίνεται, τα δε δι’ αυτό προσγινόμενα κακά, ήτοι η υπερηφάνεια και η υπεροψία παραμένουσιν, όπου δ’ υπάρχει σωφροσύνη εκεί την πενίαν και τας άλλας του βίου δυσκολίας ευχερώς δύναταί τις να υπομείνη.
Κατά της προικός ήσαν πάλιν οι φρονιμώτεροι τονίζοντες τας δυσχερείας καθ’ ων έχει να παλαίση ο νυμφευθείς πλουσίαν, ήτις αποβαίνει ουχί σύζυγος, αλλά δέσποινα ποικίλας ενοχλήσεις εις τον σύνευνον παρέχουσα. Σχετικώς είπε και ο Αλέξιος Κομνηνός εν τω παραινετικώ του ποιήματι.
εἰ δ’ ἔχει τέχνην, ἄπεχε, ἂς ἔχῃ καὶ λογάριν·
διαβαίνει τὸ λογάριον καὶ σὺ τὸ πάθος ἔχεις·
κάλλιον λάβε σιγαλήν, νὰ θέλῃ τὴν τιμήν σου
κι’ ἂς ἔχῃ χρῆμα λιγοστὸν καί πράγματα ὀλίγα.
Η ΠΑΛΛΑΚΕΙΑ
Την ιερότητα του γάμου και την ήρεμον συζυγικήν διαβίωσιν ετάρασσε κατά τους Βυζαντινούς χρόνους και η επικρατούσα συνήθεια της παλλακείας. Κατά τα κείμενα, η άνευ νομίμου γάμου συζώσα μετά τινος εκαλείτο παλλακή, εισήγετο δε πολλάκις αύτη εις την οικίαν εγγάμου, οσάκις ούτος, άπαις ων, διισχυρίζετο ότι, παιδοποιίας χάριν, την προσελάμβανε. Και διισχυρίζεται μεν ο Χρυσόστομος ότι προ της εποχής του το πράγμα δεν ημποδίζετο και ότι επί των χρόνων του δεν ήτο ανεκτόν, η κακή όμως συνήθεια, ως εκ των μεταγενεστέρων ψόγων και απαγορεύσεων φαίνεται, εξηκολούθησε, της πολιτείας λαμβανούσης, μάλιστα διά των νόμων, και ωρισμένα μέτρα προς εξασφάλισιν των κληρονομικών δικαιωμάτων των εκ παλλακών γεννωμένων τέκνων.
Εχρησιμοποιούντο δε τότε συνήθως ως παλλακαί είτε οικόσιτοι δούλαι, είτε απελεύθεραι, είτε και πτωχαί και άσημοι γυναίκες, σπανιώτερον δε ευγενείς, «αἷς ἡ τῆς σωφροσύνης παραφυλακὴ ἐξαίρετόν τι χρέος ἐστί».
Είπον μικρόν ανωτέρω ότι η κακή της παλλακείας συνήθεια εξηκολούθησε και μετά τον 4ον αιώνα. Ούτως εν γαμηλίω συμβολαίω του στ΄ αιώνος ο μέλλων σύζυγος υπισχνείται να περιποιήται την μέλλουσαν σύζυγόν του «μηδὲ ἑτέραν γυναῖκα εἰς παλλακίδα ἐπισυντάττειν», έχομεν δε βραδύτερον διάταξιν Βασιλείου του Μακεδόνος απαγορεύουσαν να έχη τις παλλακήν εν τω ιδίω οίκω και ετέραν Λέοντος του Σοφού «περὶ τοῦ μὴ συμφύρεσθαι παλλακαῖς». Και ηλαττώθη μεν το κακόν αφ’ ότου ωρίσθη υπό του βασιλέως τούτου η εκκλησιαστική τελετή ως απαραίτητος όρος προς αναγνώρισιν του γάμου, πάντως όμως δεν εξέλιπε. Τουλάχιστον κατά τον ΙΒ’ αιώνα ο Θεόδωρος Πρόδρομος εισάγει γυναίκας νομίμους παραπονουμένας ότι οι σύζυγοί των δεν απέκρυπτον τους αθέσμους γάμους, αλλ’ αναφανδόν εξετέλουν την αισχύνην, έχομεν δε εν Κρήτη κατά το 1369 Δουκικόν διάταγμα, δι’ ου ο έχων δύο γυναίκας υπεχρεούτο να διαζευχθή την δευτέραν, να επιστρέψη εις διπλούν ό,τι παρ’ αυτής είχε λάβει, προς δε και να πληρώση πρόστιμον πεντήκοντα υπερπύρων, εξηκολούθησε, λέγω, η κακή συνήθεια, παρά τα υπό του νόμου οριζόμενα, καθ’ ον ουδείς ηδύνατο, υπό την πολιτείαν ων των Ρωμαίων, να έχη δύο γαμετάς, οφείλων να εκδιώκη την επείσακτον μετά των εξ αυτής γεννηθέντων τέκνων. Πόσον μάλιστα είχεν επικρατήσει η συνήθεια φαίνεται και εκ του ότι και εις ωρισμένα μέρη της νεωτέρας Ελλάδος επεκράτει αύτη μέχρι προ ετών ουχί πολλών. Ούτως εν Χιμάρα της Ηπείρου και Μάνη η μη τεκνοποιούσα ηνείχετο να εισαγάγη εις τον οίκον της παλλακήν ο σύζυγος, της οποίας μάλιστα μετά Χριστιανικής ανεξικακίας ανέτρεφε τα τέκνα, το αυτό δε πιστοποιείται ότι συνέβη και εν Κερκύρα.
ΑΙ ΣΥΝΕΙΣΑΚΤΟΙ
Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους υπήρχεν η συνήθεια του αγάμου γάμου, όπως ούτος χαρακτηρίζεται. πολίται δήλα δη, αλλά προ πάντων κληρικοί και μοναχοί, προσελάμβανον εις τον οίκον των παρθένους μη εχούσας συγγενείς ή απροστατεύτους και συνέζων μετ’ αυτών, δια να τας προστατεύσωσιν, ως έλεγον. Εκαλούντο δ’ αύται ἀγαπηταί, οι δε προσλαμβάνοντες αυτάς ἀγαπητοί. Η τοιαύτη εννοείται συμβίωσις, ως σκανδαλώδης, πολλαχώς επολεμείτο, πολλοί δ’ υπάρχουσι λόγοι, μάλιστα πατέρων της εκκλησίας, περί των συνεισάκτων τούτων. Και διισχυρίζοντο μεν οι αγαπητοί ότι προσελάμβανον τας κόρας, ίνα τας προστατεύσωσιν από την πονηρίαν του κόσμου, διαβεβαιούντες ότι εις ουδεμίαν επίψογον συνάφειαν ήρχοντο μετ’ αυτών αφ’ ου μάλιστα εφρόντιζον κατά την πρόσληψιν, καλούντες μαίας, να πιστοποιήσωσι την παρθενίαν της αγαπητής, το πράγμα όμως δεν έπαυε να σκανδαλίζη διεγείρον των φρονίμων τας ειρωνείας.
Διισχυρίζεσαι ότι προστατεύεις κόρην απροστάτευτον, λέγει ο Χρυσόστομος, απευθυνόμενος προς ένα εξ αυτών. δεν εντρέπεσαι τοιαύτην απολογίαν προβάλλων; Τονίζεις επ’ ίσης ότι δεν συνευρίσκεσαι μετ’ αυτής, καλώς.αλλά δεν κολάζεσαι βλέπων καθ’ εκάστην της παρθένου το κάλλος; Νομίζω ότι είσαι μυρίων μοιχειών υπεύθυνος συ ο καθ’ εκάστην μετά επιθυμιών προσβλέπων την κόρην. Λέγεις ότι, διά να σε ανακουφίζη από κόπους προσέλαβες την συνείσακτον. Συ ανακουφίζεσαι; Συ, όστις ευρίσκεσαι καθ’ εκάστην εις συνεχή κίνησιν μεταβαίνων εις τα χρυσοχοεία, διά να ερωτήσης αν κατεσκευάσθη το κάτοπτρον της κυρίας ή εις τα μυροπωλεία, διά να συζητήσης δια τα μύρα, τα οποία θα χρησιμοποιήση αύτη ή τέλος εις την αγοράν, διά να προμηθευθής διάφορα οικιακά σκεύη; Δεν αισχύνεσαι να βλέπουν οι εισερχόμενοι εις την οικίαν σου του μοναχού υποδήματα γυναικεία κρεμάμενα και ζώνας και γυναικεία καλύμματα της κεφαλής; Έπειτα πώς κατά παράδοξον τρόπον συνοικείς κατά προτίμησιν με νέας και ωραίας και ουχί με γυναίκας προβεβηκυίας ηλικίας;
Έτερος πατήρ, ο Μ. Βασίλειος, απευθυνόμενος προς τον έχοντα τοιαύτην συνείσακτον, του λέγει. μη σκανδάλιζε τον κόσμον έχων συνείσακτον. θα μου είπης ότι, συνοικών μετ’ αυτής, δεν βλάπτεσαι ψυχικώς, αλλά «ἀνὴρ μετὰ γυναικὸς κακὸν καὶ γυνὴ μετ’ ανδρὸς δεινότερον κακόν».
Τρίτος ιερός ανήρ, ο Θεολόγος Γρηγόριος, διά δηκτικών επιγραμμάτων επιτίθεται επ’ ίσης κατά των συντηρούντων συνεισάκτους. οι μοναχοί, λέγει, ας ζουν τον βίον των μοναχών. όταν συζούν μετ’ αγαπητών, βεβαίως δεν είναι μοναχοί. διά τον μοναχόν η δυάς είναι αλλοτρία. Λέγεις, εξακολουθεί, ότι συζής αγνός μετά αγνής. πιθανώς να ισχύη τούτο διά σήμερον, εάν η συνείσακτος είναι σώφρων, δύνασαι όμως να βεβαιώσης τι θα συμβή αύριον; Συ σάρκα φέρεις συζών μετά γυναικός φερούσης επ’ ίσης σάρκα. τι φρονείς ότι θα λέγη ο κόσμος περί σου; Απόφευγε το πυρ, δεν είσαι ανώτερος του πυρός. Αποτεινόμενος δ’ ο αυτός και προς την συνείσακτον της λέγει. απόφευγε πάντα άνδρα, μάλιστα δε τον συνείσακτον.
Περί της συνηθείας των συνεισάκτων ομιλεί επ’ ίσης και ο άγιος Αθανάσιος (PG, 28,837).
Ουχί δε μόνον οι πατέρες της εκκλησίας κατεδίκαζον την συνήθειαν των συνεισάκτων, αλλά και αι οικουμενικαί σύνοδοι ελάμβανον σχετικά μέτρα. κατά τον 3ον κανόνα της πρώτης εν Νικαία οικουμενικής συνόδου απηγορεύθη εις τους του κλήρου να έχωσι συνεισάκτους, επετράπη δε να συγκατοικώσιν ούτοι μόνον με γυναίκας, αίτινες απέκλειον πάσαν υποψίαν, μητέρας τουτέστιν, αδελφάς, θείας, τον κανόνα δε τούτον επικαλείται και ο Μ. Βασίλειος λέγων. «ἀλλ’ ἀνάγνωθι τὸν ἐξενεχθέντα κανόνα παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν τῇ συνόδῳ τῆς Νικαίας, ὃς φανερῶς ἀπηγόρευσε συνεισάκτους μὴ εἶναι».
Εις το ζήτημα επανέρχεται διά του 5ου κανόνος της και η εν Τρούλλω σύνοδος, ήτις, επί ποινή καθαιρέσεως, απαγορεύει, ίνα οι του κλήρου έχωσιν εν τη οικία των γυναίκας, πλην των ανυπόπτων.
Πλην της εκκλησίας, και η πολιτεία διά της νομοθεσίας της κατεδίκασε την συνήθειαν των συνεισάκτων απαγορεύσασα ό,τι και αι σύνοδοι, διατάσσουσα δε, ίνα και αι ως συνείσακτοι προσλαμβανόμεναι διακόνισσαι αποχωρίζωνται των αγαπητών αυτών, εν περιπτώσει δε παρακοής, εμβάλλωνται εις μοναστήριον εφ’ όρου ζωής, της περιουσίας των μοιραζομένης εξ ίσου μεταξύ της μονής και των τέκνων των ή, αν δεν είχον τέκνα, μεταξύ της μονής και της εκκλησίας εις την ενορίαν της οποίας ανήκον.
Παρά τον πόλεμον εν τούτοις πολιτείας και εκκλησίας κατά των συνεισάκτων, φαίνεται ότι η κακή συνήθεια διετηρήθη, παρά τοις μοναχοίς τουλάχιστον, μέχρι τέλους της ημετέρας αυτοκρατορίας και κατά τον 15ον ακόμη αιώνα λήγοντα, αφ’ ου ο μεν Ιωσήφ Βρυέννιος παραπονείται κατά των μοναχών, οίτινες «ἀναίδην συνοικοῦσι μετὰ μοναστριῶν», συνήθεια, δι’ ην καθηρέθησαν υπό της συνόδου, ην και ύβριζον διά τούτο, ο δε Κρης Μελέτιος ο Πηγάς επιστέλλει τα εξής. «τοὺς συνεισάκτους ἔχοντας μοναχοὺς ἢ ἱερομονάχους κατὰ τοὺς ἱεροὺς νόμους τῶν πατέρων ἀποδοκιμάζομεν· ἀφόρισον οὖν καὶ διάσπα τὰ συναλλάγματα τῆς ἀδικίας ταύτης».