του Γιάννη Ιωαννίδη, από το Άρδην τ. 53, Απρίλιος-Μάιος 2005
Σε πολύ κόσμο έχει παγιωθεί ο μύθος ότι οι σημερινοί ένθερμοι δημόσιοι υποστηρικτές της Νεωτερικότητας αγανακτούν όταν ακούνε περί θρησκείας και γενικώς αντιμετωπίζουν τη θρησκεία και τη θρησκευτικότητα με εξαιρετική καχυποψία, τολμηρή κριτική διάθεση έως και ανοικτή ειρωνεία, ως έχουσα σχέση, στην Ελλάδα τουλάχιστον, μόνον ή κυριότατα με την αμορφωσιά.
Πράγματι, αυτό το τελευταίο μάς πληροφορεί επακριβώς η… διαφωτιστική Ελευθεροτυπία της Δευτέρας 17 Ιανουαρίου 2005, δημοσιεύοντας σε μιάμιση σελίδα μια έρευνα ευρωπαϊκής ιδιωτικής εταιρείας σε 21 «πολιτισμένες» χώρες με θέμα τη θρησκευτικότητα των κατοίκων τους: «Όσο πιο χαμηλή είναι η κοινωνική τάξη και η εκπαίδευση, τόσο πιο μεγάλο είναι το ποσοστό των ερωτώμενων που δηλώνουν ότι πιστεύουν στο Θεό».
Ωραία, αυτό το ξέραμε από τότε τουλάχιστον που ο Βολταίρος δήλωνε ότι η Δημοκρατία που οραματίστηκε δεν αφορά τους «άξεστους χωριάτες, που δε διαφέρουν από τα ζώα». Κι από τότε επίσης που ο, εκ των πατέρων του ελευθεριακού Σοσιαλισμού, Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, δήλωνε ότι «ο νόμος δεν πρέπει να προέρχεται από τη βούληση ούτε του λαού ούτε των εκπροσώπων του, αλλά από εκείνους που έχουν παιδεία στον Ορθό λόγο».
Βέβαια, η έρευνα αυτή που αναδημοσιεύει η Ελευθεροτυπία, παρουσιάζει ένα μικρό πρόβλημα σε ό,τι αφορά την πολυδιαφημισμένη σχέση μεταξύ θρησκευτικότητας και αμάθειας. Σύμφωνα με αυτήν, το 85% των Ελλήνων (αντίστοιχα μεγάλα ποσοστά, που κυμαίνονται από το 74% έως και το 89% επί του πληθυσμού, παρουσιάζουν και οι 21 χώρες που ερευνήθηκαν) «πιστεύει στο Θεό». Μήπως λοιπόν αυτό σημαίνει ότι το 85% των Ελλήνων είναι … αμόρφωτοι; Στράφι πήγανε λοιπόν τόσες δεκατίες δωρεάν παιδείας για όλους; Ή μήπως κάτι άλλο συμβαίνει με τον σχεδιασμό της Παιδείας στον πολιτισμένο κόσμο μας; Κάτι που έχει σχέση με την παραγωγή, κυρίως στο πανεπιστημιακό επίπεδο, μιας άθρησκης ελίτ, η οποία αφομοιώνει και αναπαράγει άκριτα τους μύθους του νεωτερικού συστήματος, μεταξύ των οποίων και το θρυλούμενο ασυμβίβαστο μεταξύ θρησκευτικής πίστης και μόρφωσης;
Να όμως που και η ίδια η Ελευθεροτυπία έρχεται, από μόνη της, να διαψεύσει την περιλάλητη σχέση μεταξύ θρησκείας και αμορφωσιάς, προβάλλοντας και διαφημίζοντας την –κάπως ιδιαίτερη, είν’ αλήθεια– θρησκευτικότητα κάποιων διασήμων προσώπων της εποχής μας, που και η ίδια αποθαυμάζει για την καλλιέργειά τους και την τολμηρή τους δημιουργικότητα.
Ιδού τρία ενδεικτικότατα αποσπάσματα, το πρώτο από το περιοδικό «Έψιλον» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (16 Ιανουαρίου) και τ’ άλλα δυο από το πολιτιστικό ένθετο «… Η άλλη ζωή» (17 Ιανουαρίου), που ασφαλώς προβάλλει ό,τι πιο καλλιεργημένο έχει, κατά την εφημερίδα, να επιδείξει η εποχή μας:
• Συνέντευξη με τον διάσημο γλύπτη Takis, ο οποίος διατυμπανίζει ελευθέρως και χωρίς να εισπράξει καχυποψία, κριτική ή ειρωνική απάντηση από την απεσταλμένη της εφημερίδας: «Απεχθάνομαι το χριστιανισμό (…) Έχω μυηθεί στην αιγυπτιακή θρησκεία. Για 20 χρόνια έκανα έρευνες στην Αίγυπτο. Πολλές φορές ήθελα να πηδήξω μέσα σε μια σαρκοφάγο και μην ξαναβγώ ποτέ έξω (…) Επικοινωνώ με το υπερπέραν (…) Κάθε πρωί στέλνω μηνύματα στο υπερπέραν κι έπειτα φτιάχνω μια σούπα τραχανά και την τρώω μαζί με το σκύλο μου».
• Με υπέρτιτλο «Δεν υπάρχει θάνατος…», αναγγελία του θανάτου της Ισπανίδας υψιφώνου Βικτόρια δε λος Άνχελες, μιας «από τις σημαντικότερες μουσικές φυσιογνωμίες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα», όπως μας πληροφορεί η καλή εφημερίδα. Το ολοσέλιδο άρθρο που αφιερώνεται στη μεγάλη υψίφωνο κλείνει παραθέτοντας τα εξής από παλιότερη συνέντευξή της: «Πιστεύω ότι όλα συνεχίζονται. Για μένα, θάνατος δεν υπάρχει. Είναι ένα μεταβατικό στάδιο και επιστρέφουμε στη δημιουργία. Είναι μια λύση που προσφέρει η ίδια η ζωή, και είναι καλό που υπάρχει».
• Ολοσέλιδη συνέντευξη με τον κ. Τ. Άναλι, διδάκτορα πολιτικών επιστημών, ποιητή και μεταφραστή του Αισχύλου στα γαλλικά. Η συνέντευξη κλείνει με τα εξής λόγια του: «Θα έλεγα οτι είμαι πολυθεϊστής. Πάει να πει ότι το θεϊκό είναι απαραίτητο μόνον όταν είναι δίπλα μας. Δηλαδή, δεν προσκυνάω κανένα θεό, αλλά πιστεύω στην Αθηνά, όταν είναι δίπλα μου. Πιστεύω στο θεϊκό. Εξάλλου η ελευθερία άρχισε με την ποίηση, με τον Όμηρο, τη στιγμή που έβαλε τους θεούς να έχουν τα ίδια ελαττώματα και προτερήματα με τους ανθρώπους. Ήταν η μεγαλύτερη επανάσταση που έγινε ποτέ».
Απ’ όλα αυτά τολμώ να συναγάγω ένα συμπέρασμα: Ότι η καχυποψία, η τολμηρή κριτική διάθεση και η ειρωνική αντιμετώπιση των σύγχρονων εκφραστών της Νεωτερικότητας έναντι της θρησκείας αίρεται και μεταβάλλεται σε έως και ευλαβική σιωπή, όταν έχει να κάνει με θρησκευόμενους παγανιστικών, ανατολίτικων ή εκκεντρικών δοξασιών. Εκεί, το να δηλώνει ένας διάσημος τη μύησή του στην αιγυπτιακή θρησκεία (Takis), την πίστη του στη μετεμψύχωση (Βικτόρια δε λος Άνχελες) ή στην Αθηνά (Άναλις), όχι μόνο δεν συνιστά … σκάνδαλο αλλά αντίθετα κρίνεται ως στοιχείο «ενδιαφέρον», άξιο αν όχι να συζητηθεί τουλάχιστον να καταδηλωθεί ελευθέρως, χωρίς την παραμικρή λογοκρισία και άνευ κανενός ειρωνικού ή άλλου αρνητικού σχολιασμού ενώπιον του αναγνωστικού κοινού. Ίσως επειδή, μεταξύ άλλων, η πίστη σε εκκεντρικές, παγανιστικές ή ανατολίτικες δοξασίες κολακεύει τη ματαιοδοξία εκείνων των διανοουμένων, που θεωρούν τίτλο τιμής να ξεχωρίζουν από το …άξεστο πόπολο, ακόμα κι όταν κάτι τέτοιο τους ωθεί να πηδήξουν μέσα σε μια αιγυπτιακή σαρκοφάγο και να μην ξαναβγούν έξω ποτέ! Ca fait très chic, που λένε κι οι Γάλλοι.
Έτσι, ανεπιγνώστως ίσως, η Ελευθεροτυπία μάς υπενθυμίζει οτι και οι προπάτορές της, Διαφωτιστές και Ρομαντικοί –οι πνευματικοί προπάτορες τής Νεωτερικότητας–, κινούνταν με την ίδια άνεση μεταξύ ανοικτού αθεϊσμού και δεδηλωμένου θεϊσμού, παγανιστικού, τεκτονικού ή θεοσοφιστικού τύπου. Και ότι, η μόνη έκφραση θρησκευτικότητας, την οποία δεν συμπεριλάμβανε η «ανεκτικότητά» τους, ήταν (και είναι) η χριστιανική-εκκλησιαστική. Κάτι που νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον για όσους εξακολουθούν να φαντάζονται πως οι αρχές της Νεωτερικότητας δεν συμβαδίζουν με μια ορισμένου τύπου θρησκευτικότητα.
Αρκεί να είναι μια θρησκευτικότητα άλογη.