Αρχική » Αντιεθνικισμός και αυτοκρατορίες

Αντιεθνικισμός και αυτοκρατορίες

από Άρδην - Ρήξη

benedict-anderson-1050x700Μέρος Γ΄

Του Σπύρου Κουτρούλη από τη Ρήξη φ. 122

Το έργο του Μπενεντίκτ Άντερσον Φαντασιακές κοινότητες: στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού (εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1997), κυκλοφόρησε στα πλαίσια μιας σειράς έργων για την ιστορία, που υπεύθυνος είναι ο Αντώνης Λιάκος, ένας καθηγητής που έχει στρατευτεί στην αναίρεση αντιλήψεων σαν και αυτές που υποστήριξαν, μεταξύ πολλών άλλων, ο Κ. Δημαράς και ο Ν. Σβορώνος. Μετά την έκδοσή του υπήρξε αντικείμενο ενός σοβαρού διαλόγου ανάμεσα στον επίσης καθηγητή και συγγραφέα Νάσο Βαγενά, που υπερασπίστηκε τις θέσεις των δύο τελευταίων και του Αντώνη Λιάκου1.
Ο όρος «φαντασιακός» υπήρξε η αφορμή πολλών παρανοήσεων, διότι κατέληξε να ταυτίζεται με το μη υπαρκτό. Ο ορισμός όμως του έθνους που δίνει ο Μ. Άντερσον είναι ο ακόλουθος: «Αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη. Αποτελεί κοινότητα σε φαντασιακό επίπεδο επειδή κανένα μέλος, ακόμα και του μικρότερου έθνους, δεν θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δε θα τα συναντήσει ούτε καν θα ακούσει γι’ αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του συνανήκειν»2.
Βεβαίως, το χαρακτηριστικό αυτό είναι τόσο σύνηθες σε κάθε πολυάνθρωπη, συσσωμάτωση ώστε δεν είναι αρκετό για να προσδιορίσει την έννοια «έθνος», καθώς είναι λογικό σφάλμα να επιχειρούμε να προσδιορίσουμε το είδος, το επιμέρους, με τις κατηγορίες του γένους. Το γεγονός αυτό άλλωστε το παραδέχεται ο Άντερσον, καθώς γράφει πως: «στην πραγματικότητα, κάθε κοινότητα που είναι μεγαλύτερη από ένα χωριό όπου οι άνθρωποι έχουν προσωπική επαφή (και ίσως και σ’ αυτή την περίπτωση) είναι φαντασιακή»3. Ενδεχομένως ο όρος νοηματικός ή πνευματικός να είναι τελικά προσφορότερος του φαντασιακού, ώστε να αποφεύγονται οι παρερμηνείες.
Ο Μ. Άντερσον διαπιστώνει την ισχύ και τη δραστικότητα του έθνους, καθώς γράφει: «Η πραγματικότητα είναι αρκετά απλή: το τέλος της εποχής του «εθνικισμού» που έχει εδώ και πολύ καιρό προαναγγελθεί δεν είναι ούτε αμυδρά ορατό. Πράγματι, η εθνική υπόσταση είναι παγκοσμίως η πλέον νομιμοποιημένη αξία στην πολιτική ζωή του καιρού μας. Αλλά όσο κι αν τα γεγονότα είναι ξεκάθαρα, η ερμηνεία τους παραμένει αντικείμενο μακροχρόνιας διαμάχης. Το έθνος, η εθνικότητα, ο εθνικισμός – έχουν όλα αποδεχθεί εξαιρετικά δύσκολα στον ορισμό τους, πόσω μάλλον στην ανάλυσή τους. Ενώ ο εθνικισμός έχει ασκήσει τεράστια επιρροή στον σύγχρονο κόσμο, η προοπτική διατύπωσης μιας πειστικής θεωρίας φαίνεται αχνή»4. Το έθνος προκάλεσε τουλάχιστον αμηχανία στην μαρξική σκέψη εφόσον «ο εθνικισμός αποδείχτηκε μια ενοχλητική ανωμαλία για τη μαρξιστική θεωρία, και ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο αποσιωπήθηκε μάλλον παρά αντιμετωπίστηκε»5. Ο όρος που χρησιμοποιεί ο Μ. Άντερσον για τα έθνη ως «κατασκευασμένα» αποδείχθηκε αρκετά δημοφιλής, ενώ η γενεαλογία τους τοποθετείται χρονικά προς το τέλος του δεκάτου όγδοου αιώνα ως «το αυθόρμητο απόσταγμα μιας σύνθετης ‘‘συνάντησης’’ διαφορετικών ιστορικών δυνάμεων»6. Το βασικό όπλο του έθνους είναι πως δημιουργεί μεταξύ των μελών του το ανιδιοτελές αίσθημα της αδελφότητας, της gemeinschaft, της ευρύτερης οικογένειας, «που δίνει τη δυνατότητα σε τόσα εκατομμύρια ανθρώπους, τους τελευταίους αιώνες, όχι τόσο να σκοτώνουν, όσο να είναι πρόθυμοι να δίνουν τη ζωή τους για τόσο περιορισμένες φαντασιώσεις»7. Η εκκοσμίσκευση και η υποχώρηση της θρησκευτικής πίστης που επιφέρει ο Διαφωτισμός δημιουργεί την ανάγκη για νέες σωτηριολογίες στη θέση των παλαιών, γεγονός που διευκολύνει στο να ερμηνευθεί ο εθνικισμός ως πεπρωμένο. Θα πρέπει να προσέξουμε ότι ο Μ. Άντερσον δεν θεωρεί τα έθνη, σε αυτό το σημείο, νέα: «Εάν είναι γενικά παραδεκτό ότι τα εθνικά κράτη αποτελούν φαινόμενο “νέο” και “ιστορικό”, τα έθνη στα οποία τα εθνικά κράτη δίνουν πολιτική υπόσταση ξεπροβάλλουν από ένα πανάρχαιο παρελθόν, και ακόμη πιο σημαντικό, κινούνται προς ένα απεριόριστο μέλλον»8. Βεβαίως ο γλωσσικός πλουραλισμός ευνόησε τα εθνικά κινήματα, ενώ το αίτημα της ιστορικής συνέχειας των εθνών βρήκε στη γλώσσα έναν σύμμαχο, διότι «ελάχιστα πράγματα φαίνονται τόσο βαθιά ριζωμένα στο παρελθόν όσο οι γλώσσες, για τις οποίες είναι αδύνατο να δοθούν ημερομηνίες γέννησης»9.
Το μυθιστόρημα και οι εφημερίδες παρείχαν τον δέκατο όγδοο αιώνα τα τεχνικά μέσα για την αναπαράσταση της φαντασιακής κοινότητας του έθνους, ενώ οι διανοούμενοι έδιναν τον γενικό τόνο. Μία τέτοια ερμηνεία προϋποθέτει ότι οι «ιδέες» και αυτοί που τις ενσαρκώνουν δημιουργούν τελικά την πραγματικότητα και όχι το αντίστροφο. Βεβαίως ο Μ. Άντερσεν δεν ασχολείται διόλου με το διαδίκτυο, κατά πόσο επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ των πολιτισμών ή μεταφέρει τις διαφορές τους στο εικονικό επίπεδο. Ο έντυπος ή και ο ηλεκτρονικός λόγος δεν μπορεί να δημιουργήσει τίποτε εκεί που δεν υπάρχει παρά το τίποτε. Αλλά όμως μπορεί μια δεδομένη κατάσταση να την επηρεάσει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Ενδιαφέρον είναι ότι ο Μ. Άντερσον θεωρεί τον Αδαμάντιο Κοραή μια χαρακτηριστική περίπτωση διανοούμενου που κινητοποιεί επιτυχώς ευρύτερες συσσωματώσεις για τη συγκρότηση εθνικού κράτους. Σε τρία διαφορετικά σημεία, με αρνητική μάλλον διάθεση, αναφέρεται σ’ αυτόν (σελ. 116-117, σελ. 124-125, σελ. 286). Στο πρώτο σημείο αναφέρεται ως ένας «ελληνόφωνος χριστιανός» που σπούδασε στη Δυτική Ευρώπη και έκανε σκοπό του τον μετασχηματισμό των νεώτερων Ελλήνων σε «όντα αντάξια του Περικλή και του Σωκράτη»10. Στο δεύτερο σημείο γράφει, «ο αξιαγάπητος Κοραής μας προσφέρει μια καλή βινιέτα της πρώιμης πελατείας του ελληνικού εθνικισμού, στην οποία κυριαρχούσαν διανοούμενοι και επιχειρηματίες»11. Στο τρίτο σημείο, ο Κοραής αναφέρεται ως «νεαρός Έλληνας εθνικιστής», που το «γλυκό βλέμμα του δεν είναι στραμμένο μπροστά προς το μέλλον, όπως του Σαν Μαρτίν, αλλά πίσω, ριγώντας, στις προγονικές δόξες»12. Η έλλειψη γνώσης της ιστορίας του ελληνισμού –ειδικά του τουρκοκρατούμενου, όπου είναι μια ιστορία επαναλαμβανόμενων εξεγέρσεων– οδήγησε τον Μ. Άντερσον να υπερτονίσει τη σημασία του Κοραή στην προετοιμασία της ελληνικής επανάστασης.
Όπως μας πληροφορεί ο Π. Κιτρομηλίδης, ένας άλλος ιστορικός, ο Έλι Κεντούρι, θεωρεί επίσης τον Α. Κοραή ως τον «πιο άρτιο εκπρόσωπο» του ελληνικού εθνικισμού13.

ist-anderson-cover-500-3619ab64

Σημειώσεις
1. Ο Νάσος Βαγενάς έχει γράψει πολλά σημαντικά κείμενα στο ΒΗΜΑ με αναφορές είτε στον Α. Λιάκο ή σε ιστορικούς όπως ο Μ. Άντερσεν: «Φαντασιακή ιστοριογραφία» 18/10/2015, «Επετειακά» 18/4/2014, «Μυθοπλασίες» 9/10/2011, «Συνέχειες και Ασυνέχειες» 15/11/2009, «Θεωρητοκρατία και Θεωριολαγνεία» 13/3/2005, «Ένας φαντασιακός ορισμός» 6/3/2015, «Οι περιπέτειες της ελληνικής συνείδησης» 23/1/2005, «Οι παραμορφώσεις του Σβορώνου» 20/2/2005.
2. Μπενεντίκτ Άντερσον Φαντασιακές κοινότητες: στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1997, σελ.26.
3. ό.π.σελ.26.
4. ό.π.σελ.23.
5. ό.π.σελ.23.
6. ό.π.σελ.24.
7. ό.π.σελ.28.
8. ό.π.σελ.33.
9. ό.π.σελ.288.
10. ό.π.σελ.116.
11. ό.π.σελ.124,125.
12. ό.π.σελ.286.
13. E. Kendourie, Ο εθνικισμός, προοίμιο Π. Κιτρομηλίδη, Μετάφραση Σ. Μαρκέτου, Επιστημονική Επιμέλεια Π. Λέκκας, εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2005, σελ.12.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ