Αρχική » Ο Ταρκόφσκι στα Εξάρχεια

Ο Ταρκόφσκι στα Εξάρχεια

από Κωνσταντίνος Μπλάθρας

του Κωνσταντίνου Μπλάθρα* από το Άρδην τ. 132

Τελικά δεν κατάφερα να μπω στον Στάλκερ (1978), όπως είχα προγραμματίσει. Φτάνοντας περίπου σαράντα λεπτά πριν την έναρξη της προβολής, η ουρά στο ταμείο έφτανε περίπου ως τη Ζωοδόχου Πηγής και η έκδοση εισιτηρίων είχε διακοπεί. Δεν υπήρχαν άλλες θέσεις! Είχα δει την προηγούμενη μέρα τη Θυσία (1986), μπαίνοντας σχεδόν τελευταίος. Εν τω μεταξύ, στην Αθήνα είχε βρέξει, μετά από κάμποσους μήνες ανομβρίας. Ο Ταρκόφσκι έκανε πάλι το θαύμα του. Έφερε ξανά τη βροχή, έφερε και χιλιάδες θεατές πίσω στο σινεμά. Κάπου 2.300 μπήκαν κι ίσως άλλοι τόσοι μείναν απ’ έξω, στις επτά μέρες που κράτησε το αφιέρωμα στις ταινίες του, στο «Σινέ Ριβιέρα», το θερινό σινεμά στον πεζόδρομο της Βαλτετσίου, στα Εξάρχεια.
Το αφιέρωμα είχε αναγγελθεί για τις 29 Αυγούστου έως 4 Σεπτεμβρίου, με κάποια σχετική γκρίνια: Μα, Ταρκόφσκι σε θερινό; Πάει; Και παραπάει, όπως αποδείχτηκε. Με άριστες συνθήκες προβολής, πρέπει να πω, προβλήθηκαν και οι επτά ταινίες του –«σαν τους επτά στύλους της Σοφίας», όπως ωραία το είπε ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ανοίγοντας το αφιέρωμα και προλογίζοντας τη Θυσία–, για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε ψηφιακή μορφή, όπως έχουν επανεκδοθεί, κατευθείαν από τη «Μοσφίλμ», το Σουηδικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου και την Ιταλική Τηλεόραση (ΡΑΙ), που κρατούν τα δικαιώματα των ταινιών του. Οι εκπλήξεις αποδείχτηκαν πολλές για τους διοργανωτές. Πρώτα πρώτα η μεγάλη προσέλευση. Οι θεατές σχημάτιζαν ουρά δύο ώρες πριν τις προβολές για να εξασφαλίσουν το εισιτήριό τους, με την ηλεκτρονική προπώληση να είναι σολντ-άουτ πριν την έναρξη του αφιερώματος. Πολλοί απ’ αυτούς, αρκετά νέοι, γεννημένοι μετά τον θάνατο του σκηνοθέτη, έβλεπαν τις ταινίες του Ρώσου για πρώτη φορά.


Κάποιοι σχολίασαν αρνητικά, βλέποντας σε όλο αυτό σουσούμια μόδας, κάτι ιν, όπως λέμε. Εγώ νομίζω πως, εν πολλοίς, ήταν μια ειλικρινής αναζήτηση, απ’ αυτήν που την είδαμε και σ’ άλλα τις μέρες αυτές. Ο κινηματογράφος του Ταρκόφσκι, καταμεσής της πνευματικής ερήμου που μας έχει ζώσει από παντού, έχει, ως φαίνεται, πολλά να πει. Ακόμα! Αυτό είναι που δίνει τη δημοφιλία του σε κάθε αφιέρωμα που γίνεται. Το προηγούμενο της Ταινιοθήκης, πριν μερικά χρόνια –τότε είχαν προβληθεί οι πρωτότυπες κόπιες σε φιλμ– είχε την ίδια απήχηση, με πολλούς επίσης να στριμώχνονται να μπουν, μη βρίσκοντας θέση. Να λοιπόν, που οι αληθινές ταινίες πάντα βρίσκουν το κοινό τους στα σινεμά, όσο κι αν θεωρούνται δύσκολες. Και εδώ που τα λέμε, ο Ταρκόφσκι δεν είναι για ελαφρούς θεατές, που αναζητούν στον κινηματογράφο κάτι που να περάσουν δύο ώρες ευχάριστα. Αυτή ίσως να ήταν η αντίρρηση όσων σκανδαλίστηκαν με την προβολή των ταινιών του σε θερινό. Αλλά κι ο θερινός άντεξε, όπως αποδείχτηκε, στο βάρος ταινιών που δεν είναι μόνο για ρομάντζα, γέλιο και φεγγαράδα. Εκκλησία για μια εβδομάδα η Ριβιέρα. Μία ώρα πριν οι θεατές έπιαναν τις θέσεις τους περιμένοντας. Το φαντάζεστε; Το είδα!
Για τις ίδιες τις ταινίες του έσχατου και μέγιστου κινηματογραφιστή έχουν γραφεί χιλιάδες κριτικές και πολλές δεκάδες βιβλία, που το ίδιο επιμόνως τα αναζητά το κοινό, όπως και τις ταινίες του. Υπήρξε αναμφισβήτητα μύστης, ο τελευταίος του σινεμά, καθώς, μετά από αυτόν, η ψηφιακή εποχή έφερε ισχυρές μετατοπίσεις τόσο στη θέαση των ταινιών, όσο και στην αποδοχή τους. Η εποχή που οι κινηματογράφοι ήταν κάτι σαν εκκλησίες που οι πιστοί τους, το ευρύ λαϊκό, όπως το λέμε, κοινό, προσερχόταν απαραιτήτως μια ή δύο φορές την εβδομάδα, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Τώρα έχουμε κινηματογραφόφιλους, χωρισμένους σε φυλές και δόγματα, που βλέπουν ταινίες σε μεγάλες και κυρίως σε μικρές –ή πολύ μικρές– οθόνες, χωμένοι στο διαδίκτυο και σπανιότερα σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Εκείνο το ευρύ, το λαϊκό κοινό, που συνόδευε τις ταινίες από την αρχή του σινεμά και ως περίπου τα εκατό του χρόνια, πλέον δεν υπάρχει. Οι κινηματογράφοι μικραίνουν –όπως και οι ηλικίες των θεατών– ή κλείνουν. Και οι μάγοι της κινηματογραφικής τέχνης έχουν προ πολλού αφήσει τη ζωή αυτή – σημαδιακός ο σχεδόν ταυτόχρονος θάνατος του Μπέργκμαν και του Αντονιόνι, τον Ιούλιο του 2007.
Αν κάτι μπορώ να κρατήσω από το φετινό αφιέρωμα Ταρκόφσκι, πέρα από την έκπληξη του λαϊκού προσκυνήματος, λέγοντας κάτι σχετικά με τις ταινίες του, είναι πως αυτές αποκτούν μια νέα επικαιρότητα, από τη δεκαετία του 1960 ή του 1970 που γυρίστηκαν. Λέω επικαιρότητα, αν και έπρεπε να πω προφητική εγγύτητα. Η αλληλοσφαγή των πριγκίπων, φερ’ ειπείν, στον Αντρέι Ρουμπλιόφ (1966), που εισβάλλει μάλιστα ο ένας στη χώρα του αδελφού του, δηώνοντάς την, με τη συμμαχία των αλλόπιστων Τατάρων, είναι μια καίρια προόραση για όσα γίνονται στις μέρες μας στην Ουκρανία. Η φρικωδία του πολέμου, βέβαια, στοιχειώνει το έργο του, από τα Παιδικά χρόνια του Ιβάν (1962) κιόλας, αφού στοίχειωσε προηγουμένως τα παιδικά χρόνια του Αντρέι, όπως τα βλέπουμε στον Καθρέφτη (1975), το αυτοβιογραφικό του έπος, μια σπάνια ταινία που αποτελεί την καρδιά, κατά τη γνώμη μου, όλου του έργου του.
Κι έπειτα έχουμε, στην τελευταία του ταινία, την πνευματική του διαθήκη, τη Θυσία, το φάσμα της τραγωδίας ενός μελλούμενου πυρηνικού ολοκαυτώματος, με τον άνθρωπο να τον καταπίνει μέρα τη μέρα η μελαγχολία της απουσίας του Θεού, η ανία της απουσίας νοήματος. Ο Ταρκόφσκι, την ώρα που ο ίδιος πεθαίνει, συνομιλεί μέσω του ήρωά του με τον Νίτσε, την Ευρώπη και την Αναγέννηση, επιχειρώντας να ξαναβάλει στη ζωή μας την ευαγγελική απλότητα –έως παιδική σοφή αφέλεια– των αρχαίων αναχωρητών της ερήμου. Οι αποδιωγμένοι, οι τρελοί, οι χαμένοι, οι αφοσιωμένοι, είναι οι μόνοι που μπορούν να σώσουν τον κόσμο από την έσχατη καταστροφή. Αλλά, ας σταματήσω εδώ. Ο χώρος δεν αρκεί για πολλά λόγια πάνω στα έργα του. Άλλωστε, είμαι σίγουρος πως ο κάθε θεατής έχει πολλά δικά του να πει. Και διαφορετικά. Αυτό είναι που κρατάει το έργο του ζωντανό: Συνομιλεί με τον καθένα ξεχωριστά. Θερινός Ταρκόφσκι, λοιπόν; Γιατί όχι!

*Από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο, Ταινίες με το βλέμμα του Κωνσταντίνου Μπλάθρα

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ