από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000
Ξέρω έναν κύριο παράξενο πολύ
που λόγια πάντ’αλλόκοτα μιλεί/για το Παρίσι
στη συντροφιά μας όταν έρθει να καθήσει.
Λένε γι’αυτόν
πως από τα μαθητικά τα χρόνια είχεν ορίσει
μοναδικό
μες στη ζωή του ιδανικό / να πάει στο Παρίσι. Χρονια και χρόνια τον μεθούσε τ’ ονειρεμένο αυτό ταξίδι/πουποθούσε. Παντού για κείνο συζητούσε μέσ’ στα όνειρά του αυτό θωρούσε τόσο, που ο πόθος του με τον καιρό τούγινε μέσ’ στην ύπαρξή του ένα στολίδι λαμπρό.
Να πάει στο Παρίσι…
Για το ταξίδι αυτό τ’ονειρευτό σκότωνε φευγαλέες επιθυμίες κι έκανε αιματηρές οικονομίες για να το πραγματοποιήσει. Να πάει στο Παρίσι…
Και να,
που κάποια μέρα στα στερνά το κατορθώνει.
Κι ένα πρωί, μέσα στ ου τραίνου ένα βαγόνι για το Παρίσι μεθυσμένος ξεκινά. Μα
μόλις αντίκρυσε μακριά τον πύργο του ‘Αιφελ ν’αχνοδιαγράφεται στο φόντο τ’ουρανού, φριχτή μια σκέψη εισώρμησε στην κάμαρα του νου:
“Κι ύστερα; Κι ύστερα τι θα γινόταν; Πως θα μπορούσε πιά να ζήσει με δίχως τη λαχτάρα αυτή για το Παρίσι;” Γιατί ένοιωθε τώρα καλά πως όταν σε λίγο στο Παρίσι θα βρισκόταν μέσα σ’ελάχιστο διάστημ’ ασφαλώς θα το βαρυόταν. Κω τότε;
Και τότε/πήρε μια τεράστια απόφαση
που ως τώρα δεν ευρέθηκε να του τη συγχωρήσει
κανείς
Αντίς να προχωρήσει στο Παρίσι κατέβηκε σ’ ένα προάστειο / στο Σαιν Ντενίς. Και το πρωί απ την ίδια οδό/ξανάρθε εδώ.
Και τώρα, σαν και τότε προτού φύγει, πάλι, με μια λαχτάρα σαν και πριν μεγάλη, μιλάει και λεει παντού, πως έχει ορίσει μοναδικό /μέσ’ στη ζωή του ιδανικό να πάει στο Παρίσι.