του Κωνσταντίνου Μπλάθρα
Με τέσσερις διαδοχικές ιστορίες από το σημερινό Ιράν ο Μοχάμαντ Ρασούλοφ στην ταινία του Δεν υπάρχει κακό –δεν γνωρίζω την ακρίβεια της μετάφρασης του τίτλου από τα φαρσί– φτιάχνει μια πραγματικά δυνατή ταινία για τα όρια του νόμου και τη θανατική ποινή. Για έναν υπάλληλο, φερ’ ειπείν, σύζυγο και στοργικό πατέρα ενός μικρού κοριτσιού, η εκτέλεση καταδικασμένων σε θάνατο είναι η καθημερινή του νυχτερινή βάρδια. Ή τι μπορεί να συμβεί με έναν φαντάρο, που αίφνης η διοίκηση τον στέλνει δήμιο στις φυλακές, υπηρεσία που αυτός με κανένα τρόπο δεν θέλει να εκτελέσει; Ακόμα περισσότερο, ένας φαντάρος εκτελεί, χωρίς να τον γνωρίζει, τον δάσκαλο της κοπέλας που αγαπά και το κάνει ώστε να πάρει τριήμερη άδεια στα γενέθλιά της, για να της κάνει πρόταση γάμου! Ο Ρασούλοφ ανεβάζει το θερμόμετρο από ιστορία σε ιστορία, επιστεγάζοντας την αφήγησή του με έναν ετοιμοθάνατο μεσήλικα γιατρό, που ζει απομονωμένος σε μια ερημιά με τη γυναίκα του, κρύβοντας σ’ όλη του τη ζωή ένα οδυνηρό μυστικό.
Με έναν ρεαλισμό κοντινών πλάνων, που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον για τα πρόσωπα, ο Ρασούλοφ καλλιεργεί το ενδιαφέρον του θεατή, βοηθούμενος από ένα δυναμικό σενάριο, που κρατάει πάντα την αποκάλυψη για το τέλος – εγώ τώρα σας τα είπα απ’ την αρχή, αλλά επιμένω ότι κριτική κανείς πρέπει να διαβάζει πάντα εκ των υστέρων, αφού δει την ταινία. Στο πρώτο κιόλας πλάνο, στην πρώτη σκηνή, όπου δύο άνδρες κουβαλάνε ένα βαρύ σακί στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου, με ένα φως στο γκαράζ να τρεμοπαίζει, ο ήρωας, με πρόσωπο ανέκφραστο, μοιάζει να θέλει να ξεφορτωθεί κάτι. Τελικά, το σακί είχε ρύζι, αλλά ο υπαινιγμός θα απαντηθεί στο τέλος: Μετά από δεκάδες λεπτά που περιφέρεται για να μαζέψει τη γυναίκα του και την κόρη του, μέσα στην κίνηση της Τεχεράνης, που θα πάνε στη γριά μάνα για να τη βοηθήσουν, που θα βοηθήσει τη γυναίκα του να βάψει τα μαλλιά της, για να πάνε την επομένη σε γάμο, θα πέσει κατάκοπος για να ξυνπήσει η ώρα τρεις για τη βάρδια του. Στο μικρό δωμάτιο της βάρδιας, όπου ετοιμάζει έναν καφέ και τα φρούτα του για μετά, ανάβουν τέσσερα λαμπάκια. Αυτός πρέπει να πατήσει μετά ένα κουμπί από κάτω τους… αυτή είναι η «υπηρεσία» του. Μετά την αποκάλυψη του θέματος της ταινίας, η αφήγηση πυκνώνει. Ένας φαντάρος θητείας έχει επιλεγεί για δήμιος. Θα πρέπει να κλωτσήσει το σκαμνί κάτω από τα πόδια του κρεμασμένου. Κλαίει και τους ξυπνάει όλους στον θάλαμο των συνδημίων του. Στη νυχτερινή κουβέντα τους θα ειπωθούν πολλά, ώσπου ο φαντάρος να πειστεί να ακολουθήσει το αναπόφευκτο: Να γίνει κι αυτός ένας εκτελεστής. Μα θ’ αποδειχθεί πως δεν είναι τόσο κλαψιάρης, όταν τελικά θα αποφασίσει να πάρει το πράγμα στα χέρια του, ανατρέποντας τη μοίρα του.
Ένας άλλος φαντάρος, καθόλου κλάψας, πολύ δυνατός και γυμνασμένος, δήμιος κι αυτός, έχει ήσυχη τη συνείδησή του: Στην εκτέλεση οδηγούνται οι κακοί. Κι έπειτα, αυτή είναι η «υπηρεσία» του. Άρα, αυτός δεν έχει ευθύνη. Ελαφρά τη καρδία, λοιπόν, έχει εκτελέσει κάμποσους, για να παίρνει την τριήμερη άδεια που δικαιούται και να βλέπει το κορίτσι του. Σε μια τέτοια άδεια, θα την επισκεφθεί για να της κάνει έκπληξη στα γενέθλιά της: Να τη ζητήσει σε γάμο. Η έκπληξη, όμως, παραμονεύει για τον ίδιο: Αυτός που μόλις εκτέλεσε, όχι μόνο δεν ήταν κάποιος κακός, αλλ’ ήταν ένας δάσκαλος που τον σέβονταν όλοι στο χωριό της φίλης του. Όταν φτάνει, αντί για γενέθλια, πέφτει σε μνημόσυνο! Η εξέλιξη φανερώνει ότι ο Ρασούλοφ δεν παίζει με τα διλήμματα που βάζει. Οι ήρωές του κρατάνε τον πήχη πάντοτε ψηλά. Όπως ο γιατρός της επόμενης και τελευταίας ιστορίας, που ζει απομονωμένος στο πουθενά, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε ξωμάχους. Βρέθηκε κι αυτός κάποτε σε τέτοιο δίλημμα. Η απάντηση που έδωσε φανερώνεται από την αυτοεξορία του. Μα δεν είναι μόνο αυτό το τίμημα που έχει πληρώσει. Όταν τον επισκέπτεται η ανιψιά του, κόρη του αδελφού της νεανικής του αγάπης, μακαρίτισσας πλέον, βρίσκεται μπροστά στη μεγαλύτερη πρόκληση της ζωή του, όντας κι ο ίδιος ετοιμοθάνατος.
Θα μπορούσε να δει κανείς την ταινία του Ρασούλοφ, που κι ο ίδιος υποχρεώνεται να ζει όπως ο τελευταίος ήρωάς του, σαν ένα σπαρακτικό μανιφέστο κατά της θανατικής ποινής, που για τα ισλαμικά καθεστώτα είναι ψωμοτύρι – τυχαίο ότι το ίδιο κοινής χρήσεως είναι και για αρκετές Πολιτείες των ΗΠΑ; Μιας κι έχουμε φέτος Είκοσι ένα, θυμήθηκα μια παλιά δική μας ιστορία. Όταν, στα χρόνια της αντιβασιλείας του Όθωνα, αν θυμάμαι καλά, έφτασε η πρώτη καρμανιόλα, προοριζόμενη για εκτελέσεις στην Ελλάδα, την κατέβασαν, ή προσπάθησαν να την κατεβάσουν, στο Μεσολόγγι. Αλλά, οι πολίτες, όταν έμαθαν την άφιξη του απεχθούς φορτίου, ξεχύθηκαν στο λιμάνι και άρχισαν να πετροβολούν το φρικώδες όργανο. Αδιανόητο για την πολιτική τους συνείδηση –κι αυτή ήταν η πολιτική συνείδηση που έθρεψε την Επανάσταση– η εκτέλεση ανθρώπων, πράξη που επίσης ήταν καθημερινή πρακτική των Οθωμανών, που μόλις προ ολίγου, με ποταμούς αιμάτων, είχαν ξεφορτωθεί.
Δεν χρειάζεται να πω άλλα. Η ταινία, παρ’ ό,τι ίσως περνάει απαρατήρητη για το μεγάλο κοινό, κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 2020. Αν και αυτό το τελευταίο δεν σημαίνει και πολλά για την ποιότητά της, είναι αληθινά μια πολύ δυνατή ταινία.
Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό
Συμπτωματικά, λόγω κορωνοϊού, ταυτόχρονα παίζεται μια ακόμα Χρυσή Άρκτος. Είναι η ταινία του Ρουμάνου Ράντου Ζούντε, Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό, με παραπλήσια στοχαστική διάθεση πάνω στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της πατρίδας του. Πρόκειται για ένα ατυχές «πήδημα», μια παλαβή σύμπτωση και μια μάλλον ατυχή ιδέα. Μια καθηγήτρια κάνει σεξ με τον άντρα της, το οποίο γυρίζεται σε βίντεο, σαν κανονικό πορνό, από τα πάμπολλα πορνοσάιτ και ανεβαίνει ερήμην της –και του συζύγου, όπως μαθαίνουμε– στο ίντερνετ. Δημιουργείται, όπως είναι φυσικό, σκάνδαλο, καθώς το βίντεο το έχουν στα κινητά τους όλοι οι μαθητές και οι γονείς των μαθητών. Ο σκηνοθέτης στις προθέσεις του, πέρα από την κριτική της καθημερινής μιζέριας της χώρας του –μια αφ’ υψηλού και χωρίς πραγματικό στόχο κριτική, κατά τη γνώμη μου–, έχει την πρόθεση, σύμφωνα με όσα λέει, να ερευνήσει τα όρια του χυδαίου. «Κάποτε πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά το θέμα της πορνογραφίας», έλεγε σε μια θερινή μας συζήτηση ένας δικός μας σκηνοθέτης και ηθοποιός, πραγματικά πνευματικός άνθρωπος. Και εξήγησε για τη βαθιά αλλοίωση που προκαλεί αυτός ο εθισμός στον έρωτα και στις σχέσεις των ανθρώπων.
Τα πρώτα δέκα περίπου λεπτά της ταινίας του Ζούντε, λοιπόν, είναι καθαυτό πορνό, σαν κι αυτά που κυκλοφορούν στα σχετικά σάιτ. Με όλους τους κώδικες του είδους, οι οποίοι, να με συμπαθάτε οι της «απελευθέρωσης», πρώτα και κυρίως πλήττουν τη γυναίκα, που γίνεται εδώ όργανο εν τέλει σεξουαλικής (αυτο)ικανοποίησης ενός τεταμένου, χάρτινου και τζούφιου ανδρισμού. Το ίδιο κάνει και το εισαγωγικό πορνό φιλμάκι της ταινίας, πέτρα του σκανδάλου της: Ο άντρας-σύζυγος του βίντεο, ο και κινηματογραφιστής, ποτέ δεν φαίνεται, ούτε και κατηγορείται. Ε, ναι, είναι χυδαίο και δεν χρειάζεται η «δίκη» της Έμι, της καθηγήτριας ηρωίδας, στο τρίτο μέρος της ταινίας, για να αποδειχθεί. Ίσως, την αμηχανία του μπροστά στο προφανές προσπαθεί να καλύψει ο σκηνοθέτης, βάζοντας ένα θίασο από χάρτινους ήρωες, μια υστερική ηθικολόγα μητέρα, έναν αεροπόρο, έναν αξιωματικό, έναν παπά, να «δικάσουν» την ηρωίδα του, καλή καθηγήτρια κατά τα άλλα, για το ακούσιο σφάλμα της. Μαζί, ανακατεύει στο δεύτερο μέρος της ταινίας του μια αναρχομπουρπουλέξ κριτική για όλα τα δεινά –πραγματικά και μη– της ρουμάνικης πολιτικής, κοινωνίας και ιστορίας. Όλα τα σφάζω…
Συγχωρέστε μου τη φανερή μου απέχθεια σε τέτοιου τύπου ευκολίες. Θυμήθηκα κιόλας έναν άλλο σουρεαλιστή Βαλκάνιο, τον Ντούσαν Μακαβέγιεφ και το Σουίτ Μούβι (1974) του. Καμία, μα καμία σχέση! Εκεί που ο Μακαβέγιεφ, οκτώ μόλις χρόνια από τον Μάη, ήταν κατεδαφιστικός για την πολιτική και ηθική σεμνοτυφία ενός πλαστού κομφορμισμού, ο Ζούντε, καθώς πάνω από μισός αιώνας έχει περάσει και τίποτα πια δεν μας σοκάρει πραγματικά, τι θέλει ν’ αποδείξει τάχα; Κρατάω ως κέρδος από την ταινία του τη με χιούμορ και σε κάποια σημεία της τρυφερή ουρά των πλάνων, στην περιδιάβαση της ηρωίδας, στο πρώτο μέρος του έργου, στο κέντρο του Βουκουρεστίου, όπου τα ερείπια συναντούν τις γιγαντοδιαφημίσεις, σε ένα σκηνικό που σε κάποια σημεία του θυμίζει τη μεταμνημονιακή Αθήνα. Ίσως κι αυτό να είναι κάτι. Και θα αρκούσε ως εισαγωγή μιας άλλης ταινίας, καθόλου ατυχούς.