του Γιώργου Καραμπελιά
Απόσπασμα του βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα Βελεστινλή, “κόψε το ρόδο πριν μαραθεί” (σσ.149-157), Εναλλακτικές Εκδόσεις.

Ο Χριστόφορος Περραιβός (1774-1863) βρέθηκε το 1793 για σπουδές στη ακμάζουσα τότε ελληνική Σχολή του Βουκουρεστίου όπου, όπως αναφέρει, γνώρισε και τον Ρήγα, ενώ, το 1796, πήγε στη Βιέννη, προκειμένου να σπουδάσει ιατρική. Ο Περραιβός ταξίδεψε μαζί με τον Ρήγα στην Τεργέστη, συνελήφθη και αφέθηκε ελεύθερος ως Γάλλος υπήκοος, ενώ, αμέσως μετά, θα κάνει πρώτος γνωστό το έργο του Βελεστινλή, καθώς και τον Θούριο και τον Πατριωτικό Ύμνο, τα οποία θα εκδώσει το 1798 στην Κέρκυρα, μια και το πρωτότυπο του Ρήγα είχε κατασχεθεί. Ο Περραιβός, που είχε ταχθεί ανοικτά υπέρ των Γάλλων, τον αμέσως επόμενο χρόνο, ταυτόχρονα με την έκδοση των πατριωτικών ύμνων του Ρήγα, θα εκδώσει και το φιλογαλλικό άσμα που έχουμε ήδη προαναφέρει[1], ανάλογο με εκείνο του Κοραή και του Μαρτελάου, ενώ θα ταξιδέψει στο Παρίσι, το 1802-1803[2]. Στη συνέχεια, θα συνδεθεί με τους Σουλιώτες, και θα γίνει μέλος της Φιλικής το 1817, ενώ μετείχε ενεργά στην Επανάσταση, εξελέγη αντιπρόσωπος σε δύο εθνοσυνελεύσεις και το 1844 ονομάστηκε υποστράτηγος ο Περραιβός, εκτός από την Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας (1817), έγραψε πολεμικά Απομνημονεύματα και, το 1860, την Σύντομον Βιογραφίαν του Ρήγα, που αποτέλεσε και την πρώτη σημαντική πηγή για τη ζωή του[3].
Ο Περραιβός αναφέρει πως ο Ρήγας είχε στείλει ακόμα και «ταμβακοθήκη», δώρο στον Ναπολέοντα, ο οποίος το έλαβε και μάλιστα είχε –σύμφωνα με τον Περραιβό– προσκαλέσει τον Ρήγα στη Βενετία το γεγονός αυτό δεν έχει αποδειχτεί και αμφισβητείται έντονα ως μύθευμα, ωστόσο οι επαφές του Βελεστινλή και των συντρόφων του με τους Γάλλους είναι βέβαιες[4].

Ο γιατρός Γεώργιος Σακελλάριος (Κοζάνη 1765-1838), μαθητής του Καλλίνικου Μπάρκοση και του Αμφιλόχιου Παρασκευά, είχε σπουδάσει γερμανικά, γαλλικά και φιλοσοφία στην Ουγγαρία και ιατρική στη Βιέννη, όπου συνδέθηκε με τον Ρήγα. Ο Σακελλάριος είχε μια εξαιρετικά έντονη συγγραφική και φιλολογική δραστηριότητα εξέδωσε, με επιμελητή τον Πολυζώη Λαμπανιζιώτη, την Ἀρχαιολογία συνοπτικὴ τῶν Ἑλλήνων[5], καθώς και τον πρώτο τόμο του Ανάχαρση[6], ενώ είχε ήδη μεταφράσει και τους δύο επόμενους τόμους, οι οποίοι όμως δεν πρόλαβαν να εκδοθούν ποτέ εξ αιτίας της σύλληψης των εκδοτών Πούλιων και της απαγόρευσης από τους Αυστριακούς της έκδοσης του Ανάχαρση στα ελληνικά! Σύμφωνα με τον Ζαβίρα, μετέφρασε τον Ρωμαίο και Ιουλιέττα (Ρωμαῖος καὶ Ἰουλία), το 1789, λιμπρέτα μελοδραμάτων με αρχαιοελληνική θεματολογία, Ὀρφεὺς καὶ Εὐρυδίκη, Τηλέμαχος καὶ Καλυψώ, που εκδόθηκαν από τους Πούλιους το 1796, καθώς και τις τραγωδίες Ρομπὲρτ καὶ Φλοριάδε και Κόδρος[7]. Πιθανολογείται δε πως είχε προετοιμάσει και άλλα έργα που παραμένουν άγνωστα. Ο Σακελλάριος διέφυγε τη σύλληψη και την παράδοση στους Οθωμανούς, παρότι στις ανακρίσεις περιγράφεται συχνά ως ενεργό μέλος της επαναστατικής ομάδας. Από ό,τι φαίνεται, τον διέσωσε ο αυλικός σύμβουλος, αυλικός γιατρός, καθηγητής της Ιατρικής, αρχίατρος και διευθυντής του περιβόητου Νοσοκομείου της Βιέννης, συμπαθών της γαλλικής Επανάστασης, Πέτρος Φρανκ, πιθανώς συνδεδεμένος, λόγω του φιλελληνισμού του, με την ομάδα του Ρήγα εικάζεται μάλιστα ότι τον έκρυψε στο Νοσοκομείο μέχρι να περάσει η μπόρα[8]. Ο Σακελλάριος, εν συνεχεία, χρημάτισε γιατρός στην Κοζάνη, Νάουσα, Τσαρίτσανη και Καστοριά, και αρχίατρος στην αυλή του Αλή πασά ενώ η δεύτερη γυναίκα του, Μητιώ, μετέφρασε από το 1810 έργα του Γκολντόνι[9].

Ο Κωνσταντίνος Καρακάσης (1773-1828), φοιτητής και γαμπρός του Σακελλάριου, φαίνεται πως διέφυγε τη σύλληψη επίσης λόγω της προστασίας του καθηγητή του, Φρανκ. Ο Κωνσταντίνος ήταν γιος του λογίου ιατροφιλόσοφου του Βουκουρεστίου, Δημήτριου Καρακάση, και τα επόμενα χρόνια ανέπτυξε μεγάλη και πολυσχιδή δράση στη Βλαχία – αρχίατρος, μέλος της Ελληνοδακικής Εταιρείας, το 1810, ιδρυτής τυπογραφείου στο Βουκουρέστι (1820) και συγγραφέας ενός περισπούδαστου βιβλίου κοινωνικής νοσολογίας[10].
Ο επίσης γιατρός, Δημήτριος Νικολίδης, όταν σπούδαζε στη Στουτγάρδη, στα 1793, είχε επαφές με έναν κύκλο φοιτητών, οπαδών της γαλλικής Επανάστασης, που σχετίζονταν με τους νεαρούς Χέγκελ και Χέλντερλιν, καθώς και τον, έφηβο ακόμα, Σέλλινγκ[11]. Χαρακτηριστική για την πολιτική ιδεολογία του νεαρού Νικολίδη υπήρξε μια φράση του, γραμμένη στα γαλλικά, με την υπογραφή του, που σώζεται σε άλμπουμ του Χέγκελ: «Καταραμένη να είναι η απαίσια πολιτική που θέλει να επιβάλει μια δεσποτική εξουσία πάνω στις καρδιές, ο καλός σου φίλος Δημήτρ. Νικολίδης, Στουτγάρδη 9 Οκτωβρίου 1793»[12]. Ο Νικολίδης υπήρξε λιγότερο τυχερός από τον Σακελλάριο, συνελήφθη από τους Αυστριακούς, ανακρίθηκε και οδηγήθηκε στον θάνατο.

Από τα νεαρότερα μέλη του κύκλου της Βιέννης ήταν οι δύο Καστοριανοί αδελφοί Εμμανουήλ –ο Ιωάννης, φοιτητής της Ιατρικής, 24 χρόνων, και ο Παναγιώτης, λογιστής στην επιχείρηση του Αργέντη, 22 χρόνων– οι οποίοι παραδόθηκαν και οι δύο στους δημίους τους και δολοφονήθηκαν. Ο Ιωάννης, την Πρωτοχρονιά του 1797, δημοσίευσε στην Εφημερίδα ένα στιχούργημα «συγχαριστικὸν εἰς τὸ Νέον Ἔτος», όπου η Αθηνά, με το δόρυ της σπασμένο, θρηνεί για τον λαό της τον οποίο κατατυραννεί η Εκάτη (= η Ημισέληνος) και κάνει έκκληση στον Δία και τους άλλους θεούς να σπλαγχνιστούν τους Έλληνες οι οποίοι, παρόλο που κατατρύχονται από τη διχόνοια, ετοιμάζονται να αναστήσουν «τὰς καλὰς Ἀθήνας»:
Ἐπίβλεψον Κρονίδη! Σπλαγχνίσθητε, Θεοί!
Λυπήθητέ μ’ ἔμένα, ὦ φίλοι Ἀχαιοί.
Ὦ ἔθνος μου, ὦ γένος, ὦ φίλτατε λαὲ
Εἰς τὰς πληγάς μου κλαῦσον, ἄχ κλαῦσον, Δαναέ (στ. 52-56).
Τελειώνει δε το στιχούργημά του (78 στίχοι) με την ευχή να εξαφανιστεί η «Ἑκάτη ἡ δεινὴ/καὶ λάμψῃ ἡ φίλη πάλιν Πατρὶς μας ἡ κλεινή». Ο Ιωάννης, στα δεκαεννέα του, είχε μεταφράσει από τα γερμανικά ένα Ἐγκόλπιον τῶν παίδων (1792) και το 1797 τύπωσε ένα εγχειρίδιο αριθμητικής (Στοιχείων τῆς Αριθμητικῆς Δοκίμιον), που μάλιστα βρέθηκε ανάμεσα στα κατασχεθέντα βιβλία του Ρήγα, στην Τεργέστη[13]. Ο αδελφός του, Παναγιώτης Εμμανουήλ, υπήρξε ακάματος προπαγανδιστής των ιδεών και των στόχων της επαναστατικής ομάδας και «εξεφράσθη ευμενώς υπέρ του νυν καθεστώτος εν Γαλλία πολιτεύματος, καθ’ όσον τούτο κατά το πλείστον είνε ειλημμένον εκ των νόμων του γνωστού σοφού Σόλωνος…»[14]
Νεαρός, μόλις 22 χρονών, ήταν και ο Θεοχάρης Τουρούντζιας, έμπορος από τη Σιάτιστα. Ο νεαρός είχε στενές επαφές με το Σεμλίνο (Zemun) της αυστροκρατούμενης Σερβίας, το σημαντικότερο κέντρο του ελληνισμού στη Σερβία, όπου βρισκόταν εγκατεστημένος ο αδελφός του, και όπου είχε στείλει πενήντα αντίτυπα της χαλκογραφίας του Αλεξάνδρου και τρία αντίτυπα της Χάρτας. Η δράση του αυτή, καθώς και το ότι αντέγραψε τον Θούριο ή εγχείρησε σε έναν τρίτο την Επαναστατική Προκήρυξη, άρκεσε για να παραδοθεί στα χέρια του δημίου[15].
Το νεαρότερο μέλος της ομάδας του Ρήγα ήταν ο Φίλιππος Πέτροβιτς, 17 χρονών το 1797, που έγινε γνωστός κυρίως από τις δύο επιστολές του προς τον Αββά Σεγιές, στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε, και ο οποίος, παρά το όνομά του, ήταν μάλλον ελληνοσερβικής καταγωγής, δεν ήταν όμως Οθωμανός υπήκοος και διεσώθη[16].
Παλαιότερα, ιστορικοί και ερευνητές διαπορούσαν πώς ο Πέτροβιτς και οι ωριμότεροι σύντροφοί του είχαν εμπιστευθεί έναν Γερμανό, όπως ο Γκάσπαρ Πέτερς, για να μεταφράσει στα γαλλικά τις επιστολές προς τον Σεγιές. Σήμερα, χάρις στο ακάματο ερευνητικό δαιμόνιο του Βρανούση, γνωρίζουμε περισσότερα γι’ αυτόν. Πράγματι, έχει διασωθεί ένα μονόφυλλο συγχαριστικό στιχούργημά του για την Πρωτοχρονιά του 1796, προς «τῷ κλεινῷ γένει τῶν Ἑλλήνων», το οποίο καλεί το γένος «ὡς Φοῖνιξ ἀνθησάτω ἀπὸ πᾶν πτῶμα δεινὸν». Ο Πέτερς, συνομήλικος του Ρήγα, «διδάσκαλος Φιλοσοφίας, Μαθηματικῆς καὶ Νομικῶν», όπως αναφέρει ο ίδιος στο στιχούργημά του, έκανε μεταφραστικές εργασίες για τους Έλληνες και φαίνεται πως συνδεόταν με την ομάδα του Ρήγα αλλά και με τον Αθανάσιο Ψαλίδα, τον οποίο χαρακτηρίζει φίλο του[17]. Επομένως, θα πρέπει να τον θεωρήσουμε τουλάχιστον ως έναν «φιλέλληνα», που συμμεριζόταν πολλές από τις ιδέες του Ρήγα και των συντρόφων του, αν όχι και μέλος του κύκλου τους, και γι’ αυτό μάλιστα απελάθηκε από την Αυστρία.
Όσο για τη θρυλούμενη διασύνδεση των συντρόφων του Ρήγα, ή ακόμα και του ίδιου, με τεκτονικές στοές, τουλάχιστον για ορισμένους από αυτούς ίσχυε όντως: Έτσι, ο Γεώργιος Πούλιος υπήρξε μέλος τεκτονικής στοάς, από το 1801, πιθανότατα μέχρι και τον θάνατό του. Αγνοούμε, βέβαια, αν είχε σχέση με τον τεκτονισμό και παλαιότερα, ωστόσο, κατά το πρώτο έτος της έκδοσης της Εφημερίδας, στο κόσμημα του τίτλου της εφημερίδας, υπήρχε η απεικόνιση μιας κυψέλης μελισσών, που εθεωρείτο τεκτονικό σύμβολο, η οποία όμως εξαφανίζεται μετά το 1792[18]. Ο Γεώργιος Θεοχάρης (1758-1843), που εξορίστηκε από την Αυστροουγγαρία μαζί με τον Γεώργιο Πούλιο, ήταν μέλος τεκτονικής στοάς, ήδη από το 1785[19]. Ο Θεοχάρης ήταν επιτυχημένος έμπορος και, μετά την εκδίωξή του από τη Βιέννη, εγκαταστάθηκε στη Λειψία όπου απέκτησε μεγάλη περιουσία. Επίσης και ο Στέργιος Χατζή Κώνστα, στον οποίο ο Ρήγας αφιέρωσε τον Ηθικό Τρίποδα, το 1797, αναφέρεται ως μέλος τεκτονικής στοάς από το 1798, ενώ το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία[20].
Τέλος, και ο διαβόητος –για τους Αυστριακούς ανακριτές, που τον αναζητούσαν και τον παρακολουθούσαν επίμονα– γιατρός, Κυριάκος ή Κυρίτσης Πολύζος, υπήρξε μέλος τεκτονικής στοάς από το 1793[21]. Ο Πολύζος, στενός φίλος του Νικολίδη, και μέλος φοιτητικής οργάνωσης στη Βαϊμάρη, το 1792, τον Ιούλιο του 1797, έφυγε από τη Βιέννη και μετέβη στο Ιάσιο, προφανώς, όπως υπαινίσσεται ο Γεώργιος Λάιος, για να οργανώσει τους εκεί Έλληνες[22]. Συνελήφθη αμέσως μετά τον Ρήγα, από τον ηγεμόνα της Μολδαβίας, Αλέξανδρο Καλλιμάχη, κρατήθηκε τέσσερις μήνες στη φυλακή και απελευθερώθηκε μετά από παρέμβαση εμπόρων του Ιασίου. Ωστόσο, τον Ιούνιο του 1799, συνελήφθη εκ νέου, από τον νέο ηγεμόνα, Κωνσταντίνο Υψηλάντη, και απελάθηκε στα Γιάννενα. Στα κατασχεμένα χειρόγραφά του, βρέθηκαν πραγματείες για τη γαλλική Επανάσταση και μεταφρασμένα αποσπάσματα από έργα του Καντ, που, σύμφωνα με τον γραμματέα του αυστριακού προξενείου στο Ιάσιο, «πιστοποιούν το επαναστατικόν πνεύμα και τα φθοροποιά ήθη του ανθρώπου αυτού»[23]!
Τέλος, εκτός από τη στενή ομάδα του Ρήγα στη Βιέννη, υπάρχουν και άνθρωποι του ευρύτερου κύκλου του, η συμμετοχή των οποίων καταδεικνύει επίσης τη σοβαρότητα του εγχειρήματός του:
Κατ’ αρχάς, ο Ιωάννης Μαυρογένης (1760-1841), ο οποίος ανέλαβε –πιθανά και με δική του πρωτοβουλία– το καθήκον της σύνδεσης με την επαναστατική Γαλλία. Ο Ιωάννης, ανεψιός του εκτελεσθέντος Νικολάου Μαυρογένη, είχε χρηματίσει «Μέγας Καμαράσης» (θησαυροφύλακας) στη Μολδοβλαχία, επί ηγεμονίας του θείου του, την εποχή που πιθανότατα και ο Ρήγας υπηρετούσε στην Αυλή του Νικολάου. Επομένως, η γνωριμία του με τον Ρήγα και τον Τουρναβίτη, στενό συνεργάτη του ηγεμόνα, πρέπει να χρονολογείται από αυτή την εποχή. Το 1791, ο συνεργάτης του Γεωργίου Βεντότη, Πολυζώης Λαμπανιζιώτης, του αφιέρωσε το βιβλίο, Η στοχαστική και ωραία χήρα, του Γκολντόνι, που είχε εκδοθεί στη Βιέννη. Στα αρχεία του υπουργείου Αστυνομίας της Βιέννης, που δημοσίευσε το 1955 ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης[24], ο Μαυρογένης εμφανίζεται ως ένθερμος υποστηρικτής και μέτοχος των επαναστατικών σχεδίων του Ρήγα. Σύμφωνα με την έκθεση του Αυστριακού ανακριτή, «ο Μαυρογένης ευρίσκετο με τον Ρήγα Βελεστινλήν, Δημήτριον Νικολίδην, Θεοχάρην, Αργέντην και τον ιατρόν Πολύζον [ ] εις αρίστας σχέσεις»[25], ενώ, τον Σεπτέμβρη του 1797, έφυγε για το Παρίσι, «δια να μάθη από τους ανθρώπους του Διευθυντηρίου εάν υπάρχη βάσιμος ελπίς να υπολογίζουν εις την συνδρομήν της Γαλλίας δια την απελευθέρωσιν της Ελλάδος και ότι εάν θα του εχορηγείτο απ’ εκεί βοήθεια θα ανεχώρει ακολούθως δια την Ανατολήν»[26], όπως συνάγεται από επιστολή του προς τον Αργέντη.
Μετά τη σύλληψη του Ρήγα και των συντρόφων του, ο Μαυρογένης αρνήθηκε επίμονα οποιαδήποτε σχέση με τους επαναστάτες, επιδιώκοντας να επιστρέψει στη Βιέννη. Όμως, οι αυστριακές αρχές, στηριγμένες τόσο στις ανακρίσεις όσο και στην περιβόητη επιστολή του προς τον Αργέντη, από τις Βρυξέλλες, στις 8 Νοεμβρίου του 1797[27], του απαγόρευσαν την είσοδο στην Αυτοκρατορία, μέχρι το 1811, οπότε ήλθε στη Βιέννη ως… πρέσβης της οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Ρήγας, στην αναφορά του προς τον πρόξενο της Αυστρίας, Μερκέλιους, της 17/28 Δεκεμβρίου 1794, σχετικά με τις διαφορές του με τον Λάνγκενφελντ, αναφέρεται στη στενή σχέση που διατηρούσε με τον «Δημητράκη Τουρναβίτη»[28]. Ο τελευταίος, συμπατριώτης του Ρήγα, «και πιθανότατα φίλος του», σημειώνει ο Βρανούσης[29], καταγόταν από τον Τύρναβο της Θεσσαλίας, αρχικώς τυροκόμος και εν συνεχεία πρόεδρος των «διφθεροποιών», ήταν έμπιστος του Νικολάου Μαυρογένους, ο οποίος τον διόρισε καϊμακάμη στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου.
Όταν ο Μαυρογένης έπεσε σε δυσμένεια, έφυγε μαζί του και έχασε μέρος της περιουσίας του, επέστρεψε και πάλι επί των Κωνσταντίνου Σούτσου (1791-1793), Αλεξάνδρου Μουρούζη (1793-1796) και Αλέξανδρου Υψηλάντη (1796-1797), αλλά έπεσε στη δυσμένεια του νέου ηγεμόνα, Κωνσταντίνου Χαντζερή (1797-1799).
Ο Τουρναβίτης –που είχε πάρει και το αρχαιοελληνικό όνομα Πολυδάμας– διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Ρήγα, που του απέστελλε πολλά από τα βιβλία του, χρημάτισε αντιπρόσωπος γαλλικών οίκων της Αδριανουπόλεως και συνδέθηκε άρρηκτα με τη Γαλλία[30]. Ο Κ. Σβολόπουλος, πριν μερικά χρόνια, εντόπισε, στα αρχεία του Και ντ’ Ορσαί, έκθεση προς τον Ταλλεϋράνδο, όπου ο γραμματέας της γαλλικής πρεσβείας της Κωνσταντινούπολης αναφέρει πως ο Πασβάνογλου εμπιστευόταν μόνο έναν άνθρωπο, και αυτός ήταν Έλληνας. Γνωρίζοντας τους ισχυρούς δεσμούς του με τον Πασβάνογλου, ο Σβολόπουλος, μετά από σχετική διερεύνηση, βάσιμα υποθέτει πως πρόκειται για τον Δ. Τουρναβίτη[31], ο οποίος αποτελούσε και τον «σύνδεσμο» του Ρήγα με τον πασά του Βιδινίου. Ο Χαντζερής, τον Απρίλιο του 1798, θα τον καταδώσει στην Υψηλή Πύλη ως μέλος της «συνωμοσίας» του Ρήγα – όμως ο Τουρναβίτης είχε ήδη… εκτελεστεί από τον καπουδάν πασά στην Κωνσταντινούπολη, τον Φεβρουάριο του 1798, μετά από καταγγελία των Αυστριακών[32].
Τέλος, ο Ράτκηλ γράφει στον Μερκέλιους, στις 14 Φεβρουαρίου, πως «η πιθανωτέρα εικασία, ότι η επ’ εσχάτων εν Βιέννη ανακαλυφθείσα συνωμοσία των Ελλήνων δυνατόν να έχει διακλαδώσεις μέχρι Βλαχίας και ότι κατά ταύτα η εξέτασις των εγγράφων του διαβοήτου Δημητράκη Τουρναβίτη πιθανώς θα ηδύνατο να παράσχη σπουδαίας εξηγήσεις»[33]. Ο αδελφός του, Μιχαήλ, ήταν έμπορος στην Τεργέστη, είχε χρηματοδοτήσει τον Λάμπρο Κατσώνη κατά τον «πόλεμο των τριών Ιμπερίων», ενώ εμφανίζεται μεταξύ των συνδρομητών του Νέου Ανάχαρση.

Μια σημαντική προσωπικότητα, που είχε συνδεθεί με τον Ρήγα από την πρώτη περίοδο της διαμονής του στη Βιέννη, ήταν ο συνομήλικός του, Γεώργιος Βεντότης (1757-1795), ο οποίος όμως πέθανε πριν αρχίσει η δεύτερη φάση του βιεννέζικου αναβρασμού. Ο Βεντότης είχε ακολουθήσει θεολογικές σπουδές στην Ιταλία, εργάστηκε στο τυπογραφείο του Νικολάου Γλυκύ, στη Βενετία, το 1777-1780, εν συνεχεία έγινε διδάσκαλος στη Βουδαπέστη αλλά «παραίτησε διὰ τινας λογοτριβάς τὸ διδασκαλικόν ἐπάγγελμα»[34], και εξέδωσε, μαζί με τον Πολυζώη Λαμπανιζιώτη, την Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία του Μελέτιου (τρεις τόμοι), μετά από επίπονη προετοιμασία του κειμένου επί ένα έτος και τυπογραφική εργασία δύο ετών. Στον πρόλογο της έκδοσης (σ. ιδ΄), σημειώνει, διεκτραγωδώντας την κατάσταση του γένους:
Εἶναι Ἐκκλησία, ὡς ἐν μέρει λαμβανομένη, Λατίνων δηλαδή, Λουθηρανιστῶν, Καλουϊνιστῶν, ὅπου νὰ μὴν ἔχῃ ἐγγράφως τὰ ἐν διαφόροις καιροῖς ἐπακολουθήσαντα εἰς τὰς Ἐκκλησίας των; Μόνον τὸ Ἑλληνικὸν Γένος, μόνον ἡ Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία νὰ ὑστερῆται; Ἡ ἀληθής, ἡ μόνη, ἡ Ἁγία Ἐκκλησία; Ἂχ θλιβερὰ ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ κατάστασις εἰς τὴν ὁποίαν καταντήσαμεν![35]
Τότε, εξέδωσε, σε δική του μετάφραση, την Ὀρθόδοξον Διδασκαλίαν του Μητροπολίτου Πλάτωνος[36], και το έργο του Έιμπελ (Joseph Valentin Eibel)[37], Πάπας τι εστί (1782), χωρίς όμως να αναγράφει όνομα συγγραφέα, μεταφραστή, εκδότη και τόπο έκδοσης.
Το 1783, σε συνεργασία με τον Πολυζώη Λαμπανιτζιώτη, μετέφρασε και τύπωσε, στο τυπογραφείο του Baumeister, το μυθιστόρημα του Μαρμοντέλ, Βελισάριος (Bélisaire), υπό τον τίτλο Ἠθικὴ Ἱστορία Βελισαρίου, «ἀποβλέπων εἰς τὸ αληθινὸν ἀγαθὸν τοῦ Γένους ἡμῶν», όπως αναφέρει ο Λαμπανιτζιώτης στον πρόλογο[38].
Το 1784, εκμεταλλευόμενος την πολιτική του Ιωσήφ Β΄ και τις βλέψεις του στα Βαλκάνια, κατόρθωσε να πάρει άδεια για την έκδοση μιας εβδομαδιαίας εφημερίδας. Όταν όμως αυτό έγινε γνωστό στην Κωνσταντινούπολη, ο μέγας βεζίρης, Χαμίτ πασάς, κάλεσε τον πρέσβη, βαρώνο φον Χέρμπερτ-Ράτκηλ, και αξίωσε να απαγορευτεί η ελληνική εφημερίδα διότι η Υψηλή Πύλη είναι της γνώμης ότι «πρέπει να κρατά το λαό στην άγνοια, πρέπει να αποτρέπει την προσοχή του από τις κρατικές υποθέσεις και πρέπει να του κρύβει κάθε τι, που συζητείται στην Ευρώπη για το Τουρκικό Κράτος για τους Κυριάρχους του και για τους επισημοτέρους υπουργούς του». Εν τέλει, δε, παρά τις αντιρρήσεις της κυβέρνησης της Κάτω Αυστρίας, που επιθυμούσε να ενισχύσει τη διείσδυσή της στον ελληνικό χώρο και παρουσίασε και σχετική έκθεση στον αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄, η εφημερίδα παύτηκε μετά από κυκλοφορία μόλις δύο μηνών[39]. Ο Χαμίτ πασάς εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για την αναστολή έκδοσης της εφημερίδας, διότι την θεωρεί «απαραίτητο όρο για την ησυχία του τουρκικού κράτους» (αναφορά του Χέρμπερτ-Ράτκηλ, 25-9-1784)[40].
Ο Βεντότης έμεινε στο τυπογραφείο του Μπαουμάϊστερ μέχρι το 1790, όταν τον αντικατέστησαν οι Πούλιοι και εν συνεχεία άνοιξε –ο πρώτος Έλληνας στη Βιέννη– δικό του τυπογραφείο[41]. Οι σχέσεις του με τον Ρήγα, προφανώς, δεν περιορίστηκαν στο εγκώμιο του 1790, αλλά θα πρέπει να συνεχίστηκαν, μια και είναι αυτός που μετέφρασε –προφανώς λίγο πριν τον θάνατό του, στα 1795– τα τρία πρώτα κεφάλαια του Νέου Ανάχαρση και ο Ρήγας ανέλαβε να μεταφράσει τα υπόλοιπα. Γεγονός που καταδεικνύει πως υπήρχαν ήδη σχέσεις –έστω εκδοτικές/φιλολογικές– μεταξύ των μελών της ομάδας πριν το 1796.
Από αυτή τη μάλλον ελλιπή παράθεση στοιχείων για τη δράση των συντρόφων του Ρήγα, μπορούμε να διαπιστώσουμε το εύρος και τη σημασία της υπό διαμόρφωση «πρωτοπορίας» της Βιέννης, σε άμεση διασύνδεση με τις Ηγεμονίες και την Τεργέστη. Γιατί όμως η Βιέννη;
[1] «Ὕμνος εγκωμιαστικὸς πάρ’ ὅλης τῆς Γραικίας πρὸς τὸν Ἀρχιστράτηγον Μποναπάρτε» [Βλ. Επαναστατικά τραγούδια…, ό.π.]
[2] Βλ. Λ. Βρανούσης, «Ένα περιζήτητο κερκυραϊκό χειρόγραφο, Ο κώδικας της αλληλογραφίας του Περραιβού», Πρακτικά Γ΄ Πανιονίου Συνεδρίου (1966), τ. Α΄, σσ. 45-57 Στέφανος Μακρυμίχαλος, Βιογραφικές και ιστορικές έρευνες γύρω από τον Περραιβό, Έκδοσις «Βιβλιοφίλου», Αθήνα 1950.
[3] Χριστ. Περραιβός, Σύντομος βιογραφία…, ό.π. Το σύνολο των έργων του Περραιβού στα Άπαντα, ό.π.
[4] Ο πρόξενος μάλιστα της Γαλλίας, Μπρεσέ (Brechet), στην Τεργέστη, θα επιχειρήσει και μια δειλή παρέμβαση υπέρ του Ρήγα στον Αυστριακό διοικητή της Τεργέστης, ενώ, σε αναφορά του στον στρατηγό Μπερναντότ, αναφέρεται και σε σημείωμα που κατόρθωσε να του αποστείλει ο Ρήγας, παρ’ ότι είχε ήδη συλληφθεί. Γνωρίζουμε εξ άλλου τις επαφές του, παλαιότερα, με τους Γάλλους προξένους στη Μολδοβλαχία. Βλ. Απ. Δασκαλάκης, Ρήγα Βελεστινλή, Επαναστατικά σχέδια…, ό.π., σ. 120.
[5] Ἀρχαιολογία συνοπτικὴ τῶν Ἑλλήνων: Περιέχουσα τὰς δογματικάς, πολιτικὰς καὶ πολεμικὰς τάξεις, ἅμα δὲ καὶ τὰ ἤθη αὐτῶν, καὶ ἄλλα πλεῖστα ἀξιόλογα ὡς ἐν τῷ πίνακι φαίνεται. / Ἐρανισθεῖσα ἐκ διαφόρων συγγραφέων παρὰ Γεωργίου Κωνσταντίνου Σακελλαρίου, Βιέννη 1796.
[6] Περιήγησις τοῦ Νέου Ἀναχάρσιδος εἰς τὴν Ἑλλάδα περὶ τὸ μέσον τοῦ τετάρτου αἰῶνος πρὸ Χριστοῦ. Συντεθεῖσα ἐν Γαλλικῇ διαλέκτῳ παρὰ τοῦ κυρίου Βαρθολομαίου καὶ μεταφρασθεῖσα παρὰ τοῦ Γεωργίου Σακελλαρίου, τοῦ ἐκ Κοζάνης, Τόμος Πρῶτος, παρὰ Μαρκ. Πουλίου, Ἐν Βιέννῃ 1797.
[7] Βλ. Γεώργιος Ζαβίρας, Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον, Επιμ. Τ. Γριτσόπουλος, ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη, 1972, σσ. 242-244 Άννα Ταμπάκη, «Εισαγωγή στον Νέο Ανάχαρσι», στο Ρήγας, Άπαντα, ό.π., ΙΒΕ, τ. 4ος, σσ. 60-61 και Βάλτερ Πούχνερ, «Μεθοδολογικοί προβληματισμοί και ιστορικές πηγές για το ελληνικό θέατρο του 18ου και 19ου αιώνα», Παράβασις, τ. Α΄, Αθήνα 1995, σσ. 57, 59.
[8] Εφημερίς, ό.π.,τ. 5ος,Λ. Βρανούση, Προλεγόμενα…, σσ. 312-315, 653-662.
[9] Βλ.
Walter Puchner, Γυναικεία δραματουργία στα χρόνια της επανάστασης, Μητιώ Σακελλαρίου, Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου, Ευανθία Καΐρη, Καρδαμίτσας, 2001.
[10] Εφημερίς, ό.π.,τ. 5ος,Λ. Βρανούση, Προλεγόμενα…, σσ. 724-729.
[11] Ίλια Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, Ο τεκτονισμός στην ελληνική κοινωνία και γραμματεία του 18ου αιώνα, οι γερμανόφωνες μαρτυρίες,Εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα 2010, σσ. 134, 186-187. Βλ. Λεγράνδ, Ανέκδοτα…, ό.π., σ. 16 και Άμαντος, Ανέκδοτα…, ό.π., σ. 20 Νίκος Ψημμένος, «Δημήτριος Νικολίδης, ένας φίλος του νεαρού Hegel», στο Ρήγας, Για μια νέα ερευνητική συγκομιδή, Επιστημονικό Συνέδριο, Τομέας Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1998, σσ. 43-52.
[12] «Et périsse à jamais l’affreuse politique/qui prétend sur les coeurs un pouvoir despotique./ton bon ami/ Demetr. Nikolides/Stutgart le 9me Octobre/ 1793». Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, Ο τεκτονισμός…, ό.π., σ. 187 Ν. Ψημμένος, «Δημήτριος Νικολίδης…, ό.π.
[13] Εφημερίς, ό.π., τ. 6ος, σσ. 15-16 τ. 5ος (Προλεγόμενα), σσ. 15-16, 78-83.
[14] Λεγράνδ, Ανέκδοτα…,ό.π., σ. 91.
[15] Λεγράνδ, Ανέκδοτα…, ό.π., σσ. 101-105.
[16] Ιωάννης Παπαδριανός, «Φίλιππος Πέτροβιτς. Ένας από τους πιο νεαρούς οπαδούς του Ρήγα Βελεστινλή», στο ΕΙΕ, Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο 22, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 149-154.
[17] Εφημερίς, ό.π., τ. 5ος (Προλεγόμενα), σσ. 499-504 και Κ. Διαμαντής, Άπαντα, Αθήνα 1991, τ. 12-13, σ. 255.
[18] Ίλια Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, Ο τεκτονισμός …, ό.π., σσ. 68, 130-132.
[19] Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Συμβολαί εις την ιστορίαν…, ό.π., σσ. 93-111 Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, Ο τεκτονισμός…, ό.π., σσ. 63, 129, 219 Γ. Λάιος, «Οι αδελφοί Πούλιου…», ό.π., σσ. 202-270.
[20] Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, Ο τεκτονισμός…, ό.π., σσ. 134, 243.
[21] Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, Ο τεκτονισμός…, ό.π., σσ.134, 186-187, 232 Λεγράνδ, Ανέκδοτα…, ό.π.,σσ. 16, 18, 32, 52, 54, 76, 82 και Άμαντος, Ανέκδοτα…, ό.π., σσ. 20, 28, 32,86, 130.
[22] Γ. Λάιος, «Οι αδελφοί Μαρκίδες…», ό.π., σ. 213.
[23] Γ. Λάιος, «Οι αδελφοί Μαρκίδες…», ό.π., σσ. 217, 265-267 Λεγράνδ, Ανέκδοτα…, ό.π., σσ. 16,18, 32, 52.
[24] Π. Ενεπεκίδης, Συμβολαί…, ό.π.,σσ. 38-57
[25] Π. Ενεπεκίδης, Συμβολαί…, ό.π.,σ. 55.
[26] Π. Ενεπεκίδης, Συμβολαί…, ό.π.,σ. 53.
[27] Άμαντος, Ανέκδοτα…, ό.π., σσ. 29,33, 159, 161.
[28] Γεωργίου Λαῒου, Ο βαρώνος Λάνγκενφελντ και ο Ρήγας Βελεστινλής: ανέκδοτα έγγραφα από τα αυστριακά αρχεία (Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 6, Ιούνιος 1955, σσ. 435-441).
[29] Λ. Βρανούσης, «Άγνωστα πατριωτικά…», ό.π., σ. 173 Λ. Βρανούσης, Ρήγας, 1954, ό.π., σ. 55 Εφημερίς, ό.π., τ. 5ος (προλεγ.), σσ. 574-575.
[30] Ο Γκωντέν τον χαρακτηρίζει ως τον κυριότερο πράκτορα της Γαλλίας στην περιοχή, «εντελώς αφοσιωμένο» σε αυτή και συνδεδεμένο με τον Πασβάνογλου. [Βλ. Émile Gaudin, Du soulèvement des nations chrétiennes,ό.π., σ. 21.]
[31] Κ. Σβολόπουλος, «Ο Βοναπάρτης, ο Πασβάνογλου και τα επαναστατικά σχέδια του Ρήγα: αποκαλυπτικές μαρτυρίες από τα γαλλικά και βρετανικά αρχεία», Νέα Εστία, τ. 152, τχ. 1747, 2002, σσ. 128-129.
[32] Νίκος Βέης, «Ο Ρήγας Βελεστινλής-Φεραίος και ο Δημητράκης Τουρναβίτης», Εφημ. Ελευθερία, 27 Ιουνίου 1948, Αθήνα, σσ. 1, 4.
[33] Λεγράνδ, Ανέκδοτα…, ό.π., σ. 45.
[34] Ζαβίρας, Νέα Ελλάς…, ό.π., σ. 244.
[35] Γεώργιος Λάιος, «Αφιέρωμα στον Ζακύνθιο Γεώργιο Βεντότη, 1757-1795, πατέρα της ελληνικής δημοσιογραφίας, από ανέκδοτα έγγραφα των αρχείων της Βιέννης», Επτανησιακά φύλλα, Νοέμβριος 1958, περίοδος Γ΄, φυλ. 6, σ. 163.
[36] Γ. Λάιος, «Αφιέρωμα…», ό.π., σ. 164 και Ζαβίρας, ό.π., σ. 220.
[37] Το βιβλίο (55 σελίδων) σκόπευε να αποδείξει ότι παρήλθε πλέον η εποχή του αλάθητου του Πάπα, ενώ στρέφεται εναντίον των δυτικών μοναχών. Το βιβλίο αφορίστηκε από τον Πάπα, το 1786, και ο λόγος του αφορισμού ήταν η μετάφρασή του στα ελληνικά! Βλ. Γ. Λάιος, «Αφιέρωμα…, ό.π., σ. 165.
[38] Γ. Λάιος, «Αφιέρωμα…, ό.π., σ. 167.
[39] Γεώργιος Λάιος, «Ο Γεώργιος ο Βεντότης ο Ζακύνθιος και η πρώτη ελληνική εφημερίδα 1784», Επιθεώρηση Τέχνης, Αθήνα 1955, τεύχος 8, σσ. 149-154 Γ. Λάιος «Αφιέρωμα…, ό.π., σσ. 169-172 Λ. Βρανούσης, Εφημερίς…, ό.π., τ. 5ος, 1797, Προλεγόμενα, σσ. 29-30.
[40] Γ. Λάιος, Ο ελληνικός τύπος, ό.π., σ. 22.
[41] Γ. Λάιος, «Αφιέρωμα…, ό.π., σ. 174.