του Γιώργου Καραμπελιά από το νέο Λόγιο Ερμή τ. 4
Η γαλλική Επανάσταση και οι ιδέες του Διαφωτισμού, κατ’ εξοχήν του γαλλικού και του αγγλικού1, θα εισέλθουν ορμητικά στην Ελλάδα με την προέλαση των στρατιών του Βοναπάρτη. Επρόκειτο για ένα ιστορικό παράδοξο που όμως έχει επαναληφθεί αμέτρητες φορές στην ιστορία2. Η Θερμιδώρ, την οποία εκπροσωπούσε ο Ναπολέων, σηματοδοτούσε, στο εσωτερικό της Γαλλίας, το τέλος της επαναστατικής περιόδου και, ταυτόχρονα, την επέκταση των ιδεών της στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ιδιαίτερα στην Ιταλία και τα Επτάνησα, οι στρατιές του Ναπολέοντα θα φέρουν μαζί τους την κατεδάφιση της παλιάς κοινωνικής ιεραρχίας –στα Επτάνησα θα κάψουν το Libro d’ oro– και θα πυροδοτήσουν την εμφάνιση μιας γενιάς επαναστατών που θα εμπνέονται από το πνεύμα της Καρμανιόλας και του 1793.
Όταν ο Ναπολέων θα εγκαταλείψει τις επαναστατικές αρχές και θα χριστεί Αυτοκράτορας, ορισμένοι επαναστάτες, στη Γαλλία και την Ιταλία, θα θεωρήσουν αναγκαίο το βάθεμα της επανάστασης και την ενίσχυση των ριζοσπαστικών της χαρακτηριστικών, προς την κατεύθυνση μιας βαθύτερης κοινωνικής αλλαγής. Οι μπαμπουβιστές (οπαδοί του Γράκχου Μπαμπέφ) στη Γαλλία και οι μεταγενέστεροι «καρμπονάροι» στην Ιταλία (μετά το 1808), αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (ο Φίλιππος Μπουοναρότι υπήρξε ο επιφανέστερος συνεχιστής του Μπαμπέφ3), θα δημιουργήσουν αναρίθμητες συνωμοτικές επαναστατικές ομάδες και οργανώσεις, οι οποίες θα συναντηθούν κάποτε και με τεκτονικές κινήσεις, ενώ θα αποτελέσουν και το υπόστρωμα για την ανάπτυξη του σοσιαλιστικού κινήματος στη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Στους Έλληνες που ζούσαν στη Γαλλία, την Ιταλία, την Αυστροουγγαρία, τη Δυτική Ελλάδα και τα Επτάνησα, οι ιδέες της γαλλικής Επανάστασης και η παρουσία του Ναπολέοντα θα επιταχύνουν την ωρίμανση των επαναστατικών, δημοκρατικών και πρωτο-κοινωνιστικών ιδεών που είχαν ήδη αρχίσει να αχνοφαίνονται σε ένα τμήμα των διανοουμένων4. Ο Βιτόριο Αλφιέρι, στην Ιταλία, με τη μεγάλη απήχηση των έργων του, αποτέλεσε προνομιακό διάμεσο για τη διάδοση των ριζοσπαστικών ιδεών στους Έλληνες, της Ιταλίας και των Επτανήσων κατ’ εξοχήν5.
Βέβαια, οι συνθήκες της Ελλάδας, που ζούσε κάτω από μια ανατολικού τύπου δεσποτεία, στην οποία η θρησκεία, η γλώσσα και η παράδοση αποτελούσαν το κυριότερο βάθρο της αντίστασης και της εναντίωσης στον ξένο και αλλόθρησκο δυνάστη, δεν επέτρεπαν την ανάπτυξη ιδιαίτερων οργανωτικών δομών και κινημάτων με διακηρυγμένες ριζοσπαστικές κοινωνικές αντιλήψεις. Ωστόσο, αυτές ήταν υπαρκτές, διότι και οι σχετικές κοινωνικές διαφοροποιήσεις είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται στην Ελλάδα: τα αστικά κοινωνικά στρώματα, από τους βιοτέχνες και τους μικρέμπορους, μέχρι τους καπεταναίους, τους μεγαλέμπορους του διεθνούς εμπορίου και τους τραπεζίτες, θα ενισχυθούν αποφασιστικά στο γύρισμα του 18ου αιώνα τα στρώματα των λογίων θα πολλαπλασιαστούν, καθώς και οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις που θα υπηρετούν στους στρατούς των ευρωπαϊκών δυνάμεων, Ρωσίας, Αγγλίας και Γαλλίας παράλληλα, οι αγρότες υποφέρουν όλο και λιγότερο τα κάθε είδους βάρη.
Έτσι, στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας πολλαπλασιάζονται όσοι δεν ανέχονται πλέον την εκμετάλλευση, όχι μόνον των Τούρκων αλλά και των Ελλήνων της προυχοντικής και εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Οι Έλληνες κοτζαμπάσηδες, οι Φαναριώτες, ένας σημαντικός αριθμός των ιεραρχών ταυτίζονταν στα μάτια τους με τους Οθωμανούς δυνάστες, το μέρος των οποίων εξ άλλου έπαιρναν σε πολλές περιπτώσεις. Γι’ αυτό και αυξάνονται, από τα τέλη του 18ου αι. και κυρίως κατά την πρώτη δεκαετία του 19ου αι., τα κείμενα που επικρίνουν ανοικτά τους «τουρκάρχοντες» και τους «ανάξιους ιεράρχες»: Ο Ρωσσοαγγλογάλλος6, η Ελληνική Νομαρχία, ο Λίβελλος κατά των Αρχιερέων. Aκόμα και κείμενα συντηρητικών και φιλότουρκων διανοουμένων, όπως ο Περδικάρης8, ή οπαδών της «μέσης οδού», όπως ο Κοραής, περιέχουν μια καταλυτική κριτική των αρχουσών τάξεων του ελληνισμού, γεγονός που υποδεικνύει πως ανάλογες απόψεις και αντιλήψεις κυκλοφορούσαν ευρέως στην ελληνική κοινωνία της εποχής.
Η κοινωνική διάσταση της ιδεολογίας των πιο ρηξικέλευθων διανοουμένων θα αποτυπωθεί πιο ολοκληρωμένα σε ένα –όντως– μοναδικό κείμενο, που κυκλοφόρησε στα 1806, στην Ιταλία, την Ελληνική Νομαρχία9, κείμενο που εκφράζει στον υψηλότερο βαθμό μια προσπάθεια ριζικής σύνθεσης μεταξύ κοινωνικού και εθνικού χαρακτήρα του επαναστατικού κινήματος, το οποίο οραματίζεται ο ανώνυμος συγγραφέας ή συγγραφείς του. Διότι, σε αντίθεση με τον Περδικάρη10 ή τον Λίβελλο, που επικρίνουν σχεδόν αποκλειστικά τις ελληνικές ηγετικές ομάδες, ο κύριος στόχος της Ελληνικής Νομαρχίας είναι η οργάνωση μιας επανάστασης εναντίον των Τούρκων, που εξ άλλου συγκεντρώνουν και τα περισσότερα βέλη της.
Κατά συνέπεια, η Νομαρχία δεν μένει στα επίπεδα ενός λιβέλου, αλλά αποτελεί ένα Μανιφέστο μιας εθνικής και συνάμα κοινωνικής επανάστασης, ένα μανιφέστο που προφανώς ενέπνευσε, λιγότερο ή περισσότερο, τις επαναστατικές απόπειρες και εγχειρήματα των Ελλήνων πριν την Επανάσταση, και την ίδια τη «Φιλική Εταιρεία», η οποία θα αναλάβει να κάνει πράξη τις επιταγές της.
Η Ελληνική Νομαρχία (από το Νόμος–Νομαρχία, και κατ’ αντιδιαστολή προς το «Μοναρχία), με άλλα λόγια η Ελληνική Δημοκρατία του Ρήγα, στον οποίον εξ άλλου αφιερώνεται11, έχει ως προϋπόθεση την κατάκτηση της ελευθερίας :
Ἡμεῖς δέ, ναὶ ἱερὰ Ἐλευθερία, μὲ τοὺς ὀδόντας μας θέλομεν συντρίψει τὰς ἁλύσους μας, διὰ νὰ τρέξωμεν πρὸς ἀπάντησίν σου. Εἶναι ἀδύνατον αἱ ἑλληνικαὶ ψυχαὶ νὰ κοιμηθοῦν πλέον εἰς τὴν ληθαργίαν τῆς τυραννίας! Ὁ λαμπρὸς ἦχος τῶν ἁρμάτων των πάλιν θέλει ἀκουσθῆ πρὸς κατατρόπωσιν τῶν τυράννων των, καὶ ταχέως (α-23).
Μια βαθύτατη κοινωνική κριτική
Το κείμενο όντως έχει χαρακτήρα «μανιφέστου», γι’ αυτό και αρχίζει με μια γενική περιγραφή και κριτική των αιτίων της ανισότητας και της καταπίεσης, προκρίνοντας ως προτιμότερο σύστημα αυτό που αποκαλεί «Νομαρχία», σύμφωνα με το Πνεύμα των νόμων του Μοντεσκιέ12, που αποτελεί μία από τις βασικές πηγές του. Ο Ανώνυμος, πιστός σε μια ρουσωική κριτική του πολιτισμού, θεωρεί την αρχέγονη φυσική κατάσταση του ανθρώπου, όταν μπορούσε «νὰ τραφῇ καὶ νὰ διαυθεντευθῇ μόνος του» –αυτή που η εβραϊκή και η χριστιανική θρησκεία θα αποκαλέσουν «Παράδεισο» και ο Ένγκελς «πρωτόγονο κομμουνισμό»– ως την «εὐτυχεστέρα διὰ ἡμᾶς τοὺς θνητούς» (α-11), ενώ, αντίθετα, ο πολιτισμός αποτελεί την «πτώση» από τον Παράδεισο, μια πηγή δυστυχίας:
Ἀφοῦ ὅμως ὁ ἕνας ἔκραξεν πρὸς βοήθειάν του τὸν ἄλλον, τὸ φυσικὸν σύστημα ἐτελείωσεν, καὶ εὐθὺς ἤρχισεν, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, τὸ ἐλεεινὸν θέατρον τῶν ἀνθρωπίνων περιστάσεων (α-11).
Ο Ανώνυμος φέρνει σε επαφή την ελληνική σκέψη με τον Ρουσώ, από τον οποίο έχει δανειστεί ή εμπνευστεί πάρα πολλά σημεία του έργου του13 και τον πιο ριζοσπαστικό φυσιοκρατικό στοχασμό, ίσως και με τον Μαμπλύ, τον Μορελλύ ή και τον Τόμας Μουρ14, ή τουλάχιστον με τις ιδέες τους, που είχαν διαδοθεί και στην Ιταλία, όπου ζούσε κατά πάσα πιθανότητα ο συγγραφέας του Ανωνύμου και όπου είχε τυπωθεί και το βιβλίο του15. Στην αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου δεν υπάρχει κράτος, πατρίδα ή νόμος, «ἡ φύσις ἦτον ἀντὶ τῶν νόμων, ἡ γῆ ὅλη ἀντὶ τῶν πολιτειῶν, καὶ ἡ θέλησις καθενὸς ἀντὶ τῶν ἠθῶν», ενώ από τότε που ο άνθρωπος αρχίζει να συσσωρεύει –«ἐζήτησε νὰ προητοιμάσῃ καὶ διὰ τὴν αὔριον»– και άρχισε να επιθυμεί «νὰ ζήσῃ μαζὶ μὲ ἄλλους, ἔχασε τὴν ἀληθῆ εὐτυχίαν, καὶ ἔγινε δοῦλος ὄχι μόνον τοῦ ἑαυτοῦ του, καὶ ἄλλων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἰδίων ἀψύχων πραγμάτων» (α-13). Η διαμόρφωση του πολιτισμού υπήρξε η πηγή της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης του ανθρώπου, της πραγμοποίησής του.
Οι επιρροές του/των συγγραφέα/ων της Νομαρχίας από τα ριζοσπαστικότερα ρεύματα της γαλλικής Επανάστασης και των άμεσα μετεπαναστατικών χρόνων στη Γαλλία και την Ιταλία, που ανοίγουν τον δρόμο στη μεταγενέστερη σοσιαλιστική κριτική, διαφαίνονται στην περιγραφή των λειτουργιών του χρήματος. Περιγραφή που καταδεικνύει ταυτόχρονα πως ο/οι συγγραφέας/είς κατείχαν και κάποιες βασικές γνώσεις πολιτικής οικονομίας: Ενώ τα χρήματα «εφευρέθηκαν» για να λειτουργούν ως «γενικό ισοδύναμο», δηλαδή ως «μέτρον γενικὸν τῶν πραγμάτων καὶ δηλωτικὸν τῆς τιμῆς των» (δ-12), με την αύξησή των μετεβλήθησαν σε όργανο αποθησαυρισμού και «οὕτως ἐγεννήθη ἡ πολυτέλεια εἰς τοὺς ἀνθρώπους» (δ-12). Εν τέλει, προσμετρώντας τα υπέρ («εὐκόλυνεν τοὺς τρόπους τῆς ζωοτροφίας») (δ-15) και τα κατά («σήμερον τὰ χρήματα μετρῶνται ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ οἱ ἠθικοὶ ὁρισμοὶ κατεστάθησαν μέτρα τοῦ χρυσοῦ» [δ-16]), ο Ανώνυμος καταλήγει «ὅτι καὶ ἄχρηστος εἶναι, μᾶλλον δὲ ἐπιζήμιος, ὁμιλῶντας γενικῶς, ἡ ἐφεύρεσις καὶ μεταχείρισίς των» (δ-14).
Ακολουθεί μια κριτική της «αλλοτρίωσης» που θα μπορούσε ίσως να μας φέρει στον νου τον Μαρξ: «οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι καταστάθησαν μέτρα τοῦ χρυσοῦ, καὶ ὅποιος ἔχει περισσοτέρας μονάδας χρυσίου, ἠμπορεῖ νὰ ἀγοράσῃ περισσοτέρους ἀνθρώπους» (δ-17). Συνεχίζοντας στην παράδοση του Ρουσώ, προαναγγέλλει τον «πρωτόγονο κομμουνισμό» του Ένγκελς και προβαίνει σε μια εξύμνηση του «αγρίου» της Αμερικής και της αχρήματης οικονομίας, συνδέοντάς την μάλιστα, ως Έλληνας, με την αρχαία Σπάρτη, στην οποία εξ άλλου επιμένει ιδιαίτερα και ο Μαμπλύ:
Καὶ πῶς ἐζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, πρὶν νὰ ἐφεύρουν τοὺς χρυσοὺς ἀριθμούς; Οἱ Ἀμερικάνοι πρὸ τεσσάρων αἰώνων δὲν ἔτρωγον ἴσως, δὲν ἐνδύοντο, δὲν εἶχον ἴσως ὅλας τὰς ἀρετάς, μὴν ἔχοντες κανένα ἐλάττωμα; Ἀπέθανον ἀπὸ πεῖναν ἴσως οἱ Λάκωνες, ὁποὺ δὲν ἐμεταχειρίζοντο τὸν χρυσόν; Ἢ μήπως δὲν ἠφανίσθη ὅλη ἡ Ἑλλὰς ἐξ αἰτίας του; Δὲν τυραννεῖται μέχρι τῆς σήμερον ἀπὸ αὐτόν; Καί, τέλος πάντων, τὸ ἀνθρώπινον γένος δὲν ἀσχημώθη τόσον ἀπὸ αὐτόν; (δ-18)
Μετά το τέλος όμως της αρχέγονης φυσικής κατάστασης ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει ένα κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς που θα του επιτρέψει να διοικηθεί. Η αναρχία, δηλαδή η επικράτηση του δικαίου του ισχυροτέρου [«εἰς τὴν ἀναρχίαν, ὦ Ἕλληνες, ἐλεύθεροι εἶναι μόνον οἱ ἰσχυρότεροι»], η μοναρχία, «πρόξενος καὶ γεννήτρια τῆς πολιτικῆς ἀνομοιότητος τῶν ἀνθρώπων» (α-14) και η τυραννία, υπήρξαν τα καθεστώτα τα οποία αρχικώς επικράτησαν και, μέσα από τα πάθη που επισώρευσαν, οδήγησαν «τὴν ἀνθρωπότητα»:
…νὰ εὕρῃ μίαν διοίκησιν, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ ἐπιτύχῃ τὴν ἀνάπαυσίν της καὶ τὴν εὐτυχίαν της· αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἐκείνη ἡ διοίκησις, ὁποὺ ἐγὼ θέλω νὰ τὴν ὀνομάσω Νομαρχίαν, ἡ ὁποία, ὅσον περισσότερον οἱ ἄνθρωποι ἀγαπῶσι τὴν εὐτυχίαν των, τόσον αὐτὴ στερεοῦται καὶ φυλάττεται ἀμετάτρεπτος, οὗσα ἡ ὑστερινὴ μεταμόρφωσις, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, τῶν διαφόρων διοικήσεων, καὶ ἡ μόνη πρόξενος τῆς ἀρετῆς, τῆς ὁμοιότητος, καὶ τῆς ἐλευθερίας. […] (α-16)
Ὑπὸ τῆς νομαρχίας, τέλος πάντων, ἡ ἐλευθερία εὑρίσκεται εἰς ὅλους, ὡσὰν ὁποὺ ὅλοι κοινῶς τὴν ἀφιέρωσαν εἰς τοὺς νόμους, τοὺς ὁποίους διέταξαν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, καὶ ὑπακούοντάς τους καθεὶς ὑπακούει εἰς τὴν θέλησίν του, καὶ εἶναι ἐλεύθερος. Ἰδοὺ λοιπόν, ὁποὺ κατ᾿ αὐτοὺς ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ ὑπακοὴ εἰς τοὺς νόμους, καὶ ἐν ἑνὶ λόγῳ, ἄλλο δὲν εἶναι ἡ ἐλευθερία παρὰ ἡ αὐτὴ νομαρχία (α-21).
Η «νομαρχία» αντιστρατεύεται την «ἀναρχία», η οποία «κατέστησε κατ᾿ ἀρχὰς τὴν ἁπλῆν φυσικὴν ἀνομοιότητα ἀνυπόφορον», ενώ, στη συνέχεια, «ἐξακολούθως ἡ μοναρχία, καὶ μετ᾿ αὐτῆς ἡ τυραννία, ἠθέλησαν νὰ μετριάσουν ὁπωσοῦν τὴν φυσικὴν ἀνομοιότητα, καὶ αἰφνιδίως ἐπροξένησαν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα τὴν ἀκατάστατον καὶ φοβερὰν ἀνομοιότητα τῶν ἠθῶν τε καὶ τῆς τύχης». Όταν, όμως, επανέρχεται στη σημερινή πραγματικότητα, και το κοινωνικό περιεχόμενο της Νομαρχίας, ο Ανώνυμος την ορίζει ως τον μετριασμό και τη διευθέτηση των κοινωνικών αντιθέσεων, στα όρια που είχε χαράξει η γαλλική Επανάσταση και κατ’ εξοχήν ο Μοντεσκιέ στο Πνεύμα των Νόμων:
Αὐτὴ (η Νομαρχία) ἔδωσεν εὐθὺς τόπον τῶν δυνατῶν, νὰ διαυθεντεύσουν τὴν πατρίδα των, ἐπαρηγόρησεν τοὺς ἀδυνάτους, μὲ τὸ σκῆπτρον τῆς δικαιοσύνης, ἐδίδαξε τοὺς ἀτάκτους νὰ εὕρωσι τὴν εὐτυχίαν των εἰς τὴν χρηστοήθειαν, ἐβράβευσεν τοὺς καλοηθεῖς, καὶ τέλος πάντων, χωρὶς νὰ ἐμποδίσῃ τὸ ἀκατάστατον τοῦ συμβεβηκότος, ἐτίμησε μόνον τὴν ἀξιότητα τοῦ ὑποκειμένου, καὶ οὕτως μὴ καταφρονοῦσα τὸν πτωχόν, ἀπεδίωξε ἀπὸ τὸν πλούσιον τὴν λύσσαν τῶν χρημάτων (α-29).
Κάτω από το καθεστώς της Νομαρχίας, «ὁ πτωχὸς» μπορεί να μη «βλέπῃ τὴν πτωχείαν του ὡς ἀτιμίαν», και «ὁ πλούσιος» να μη «στοχάζεται πλέον τὰ πλούτη του ὡς ἀρετοδοχεῖον», «ἀλλ᾿ ἁπαξάπαντες νὰ εὑρίσκωσι τὴν εὐχαρίστησίν των χωρὶς τὸν παραμικρὸν κόπον, καὶ νὰ εὐτυχῶσι» (α-30). Και εξ άλλου, συμπληρώνει ο Ανώνυμος, το περιεχόμενο της νομαρχίας δεν εξαρτάται από τη μορφή της πολιτικής διοίκησης και την επιλογή μεταξύ αριστοκρατίας και δημοκρατίας, παρ’ ότι η προτίμησή του για τη δεύτερη είναι αδιαμφισβήτητη:
Ἡ νομαρχία, ἀδελφοί μου, εὑρίσκεται τόσον εἰς τὴν δημοκρατίαν, καθὼς καὶ εἰς τὴν ἀριστοκρατίαν, αἱ ὁποῖαι εἰς ἄλλο δὲν διαφέρουσι, εἰμὴ μόνον, ὅτι ἡ μὲν δημοκρατία κλίνει εἰς τὴν ἀναρχίαν, ἡ δὲ ἀριστοκρατία εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, ἡ ὁποία πολλάκις εἶναι χειροτέρα καὶ ἀπὸ τὴν ἰδίαν τυραννίαν. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ εἰς τὰς δύο αὐτὰς διοικήσεις σώζεται ἡ Ἐλευθερία, ἀδιάφορος εἶναι ἡ ἐκλογή. Ὅθεν, κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, καὶ κατὰ τὸ κλῖμα, ποτὲ μὲν προτιμᾶται ἡ μία, ποτὲ δὲ ἡ ἄλλη (α-18).
Δεν πρέπει να θεωρήσουμε αυτή την τοποθέτηση ως αντίφαση στη σκέψη του Ανωνύμου, όπως, ίσως, θα κάναμε αν τη βλέπαμε με τα ματογυάλια του σήμερα. Διότι η γενική κριτική της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων, ή ακόμη και του χρήματος, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ή οι επικρίσεις εναντίον των ευγενών, των βασιλέων και του κλήρου δεν οδηγούν, τουλάχιστον εκείνη την περίοδο –και μάλιστα έναν Έλληνα επαναστάτη που έχει ως κύριο στόχο την απελευθέρωση της πατρίδας–, σε μια «κομμουνιστική» ή σοσιαλιστική κατάληξη, όπως θα κάνουν στη σκέψη ενός Γάλλου θεωρητικού, όπως ο Μαμπλύ, ή ενός Γάλλου επαναστάτη, όπως ο Μπαμπέφ.
Το κοινωνιστικό και «αντιπλουτοκρατικό» υπόστρωμα της σκέψης του Ανωνύμου επιστρατεύεται για να πυροδοτήσει ένα ασίγαστο πάθος για απελευθέρωση. Σημασία έχει να «σώζεται ἡ Ἐλευθερία», και μάλιστα η ελευθερία των Ελλήνων, η οποία θα κατακτηθεί μόνον εάν ακουστεί «ὁ λαμπρὸς ἦχος τῶν ἀρμάτων»:
Φεῦ! ποῦ εἶσαι, ἐλευθερία ἱερά! […] Ἐσὺ εἶσαι ἡ μήτηρ τῶν μεγάλων ἀνδρῶν, σὺ ὁ στῦλος τῆς δικαιοσύνης, σὺ ἡ πηγὴ τῆς εὐτυχίας. Ἔ, πόσον καλὸν λείπει ἐκείνων, ὁποὺ σὲ ὑστεροῦνται! Πόσον θέλουν κλαύσει ὅσοι μέχρι τοῦδε δὲν σὲ ἐγνώριζον!
Ἡμεῖς δέ, ναὶ ἱερὰ Ἐλευθερία, μὲ τοὺς ὀδόντας μας θέλομεν συντρίψει τὰς ἁλύσους μας, διὰ νὰ τρέξωμεν πρὸς ἀπάντησίν σου. Εἶναι ἀδύνατον αἱ ἑλληνικαὶ ψυχαὶ νὰ κοιμηθοῦν πλέον εἰς τὴν ληθαργίαν τῆς τυραννίας! Ὁ λαμπρὸς ἦχος τῶν ἁρμάτων των πάλιν θέλει ἀκουσθῆ πρὸς κατατρόπωσιν τῶν τυράννων των, καὶ ταχέως (α-22, 23).
Ο «εσωτερικός εχθρός»
Η θέση του για την Ελλάδα και την ιστορία της είναι σχεδόν ταυτόσημη με εκείνη του δυτικού διαφωτισμού, του Μοντεσκιέ και του Γίββωνα, όπως συμβαίνει με τον Κοραή και πολλούς άλλους. Η πτώση της αρχίζει με τον Φίλιππο, η δε «ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος ἀπ᾿ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἐφθείρετο, ἕως εἰς τοὺς 146 πρὸ Χριστοῦ, ὁποὺ παντελῶς ἠφανίσθη ὑπὸ τῆς ρωμαϊκῆς μεγαλειότητος» (β-31). Η κατίσχυση του χριστιανισμού είχε αρνητικές συνέπειες για τον ελληνισμό, «ἀντὶς νὰ αὐξήσουν τὰ μέσα τῆς ἐλευθερώσεώς των, φεῦ! ἐσμικρύνοντο», διότι «ἡ δεισιδαιμονία καὶ ὁ ψευδής τε καὶ μάταιος ζῆλος τῶν ἱερέων καὶ πατριαρχῶν, κατεκυρίευσεν τὰς ψυχὰς τῶν βασιλέων, οἱ ὁποῖοι, ἀντὶς νὰ ἐπιμελοῦντο εἰς τὸ νὰ διοικῶσι τὸν λαόν, καθὼς ἔπρεπε, ἄλλο δὲν ἐστοχάζοντο, παρὰ νὰ φιλονικῶσι, καὶ νὰ κτίζωσιν ἐκκλησίας». Ακόμα και το σχίσμα μεταξύ Ορθοδοξίας και Λατίνων δεν υπήρξε παρά συνέπεια της ματαιότητος «τῶν πατριαρχῶν καὶ πάπων», ενώ «τὸ ἱερατεῖον», το οποίο «ἠθέλησε νὰ ἑνώσῃ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἐντάλματα μὲ τοὺς πολιτικοὺς νόμους», «διὰ νὰ τιμᾶται ἐν ταὐτῷ καὶ νὰ ὁρίζῃ χωρὶς δυσκολίαν», προσπάθησε «νὰ ἐσβήσῃ κάθε σπουδὴν εἰς τὴν Ἑλλάδα, καὶ ὑπερασπίσθη τὴν ἀμάθειαν» (β-34-35).
Όσο δε για τους «ἄφρονες καὶ μωροὺς» ανθρώπους, «ὁποὺ κράζονται προεστοὶ καὶ ἄρχοντες», αυτοί «ἔχασαν σχεδὸν καὶ τὴν ἐντροπὴν τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ», εκμεταλλεύονται και απομυζούν «μὲ ἄκραν ἀναισχυντίαν» τον φτωχό λαό και «δεικνύωνται πιστοὶ ὀπαδοὶ καὶ δοῦλοι τοῦ τυράννου ἑκούσιοι» (γ-25).
Ωστόσο, τα κύρια πυρά του τα στρέφει εναντίον των Οθωμανών: «Ἡ ὀθωμανικὴ διοίκησις εἶναι τυραννική. Οἱ νόμοι των εἶναι ἀτελεῖς, σκληροὶ καὶ ὀλίγοι. Ἡ πρώτη διαταγὴ τῶν νόμων των εἶναι, νὰ νομίζουν τοὺς λόγους τοῦ τυράννου ὡς νόμους ἀπαραβάτους». «Τὰ ἤθη των εἶναι βάρβαρα». Ωστόσο, δεν αρνείται πως «ὁ χαρακτήρ των» είναι «σοβαρὸς καὶ ὑπερήφανος» αλλά και «ἡ ἀμάθειά των ἄκρα καὶ γενική» (γ-2). Μια γενικευμένη αυθαιρεσία χαρακτηρίζει την εξουσία τους, η οποία σε ορισμένα μέρη καθίσταται ανυπόφορη: «Οἱ Θεσσαλονικεῖς καὶ Λαρσινοὶ ὑποφέρουσι κατ᾿ ἀναλογίαν πολλὰ περισσότερον ἀπὸ τοὺς λοιποὺς Ἕλληνας, ὡσὰν ὁποὺ σχεδὸν καθ᾿ ἑκάστην φονεύονται δύο καὶ τρεῖς χριστιανοί» (γ-9α). «Μύριοι εἶναι οἱ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους οἱ σκληροτράχηλοι ὀθωμανοὶ δίδοσι τὸν θάνατον εἰς τοὺς ἀθώους Ἕλληνας, ὁ συχνότερος ὅμως εἶναι τὸ κρέμασμα» (γ-9β). Οι αγρότες και οι τεχνίτες είναι αυτοί που υφίστανται, παράλληλα με την καταπίεση, και τη βαρύτερη εκμετάλλευση. «Οἱ τεχνῖται, λοιπόν, δουλεύουν σχεδὸν 18 ὥρας τὸ ἡμερόνυκτον, καὶ ποτὲ δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀναπληρώσουν τὰς ἀναγκαίας χρείας των» (γ-24), ενώ ο αγρότης απολαμβάνει μόνο τα 2/10 της παραγωγής του, «ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχει νὰ ζωοτραφῇ καὶ νὰ ἐνδυθῇ αὐτὸς καὶ ἡ φαμιλία του» (γ-21β).
Η κριτική του στην Εκκλησία και τον κλήρο είναι καταλυτική, παρ’ ότι βέβαια εντάσσεται σε μια ευρύτατη παράδοση στην οποία θήτευσαν και κληρικοί, ακόμα και πατριάρχες. Ωστόσο, η κριτική του Ανώνυμου φθάνει στον συστηματικό αντικληρικαλισμό. Κανένας κληρικός, οποιασδήποτε βαθμίδας, δεν ξεφεύγει από τα βέλη του, αρχίζοντας από τον Πατριάρχη και καταλήγοντας στους μοναχούς. Ίσως οι μόνοι που δεν επικρίνονται τόσο σκληρά, παρά μόνο για την αμάθειά τους, είναι οι ιερείς, οι οποίοι αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης των επισκόπων. Τα βέλη του στρέφονται κατ’ εξοχήν, στον χρηματισμό του κλήρου και την εκμετάλλευση του ποιμνίου:
Ἡ Σύνοδος ἀγοράζει τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸν ἀντιβασιλέα διὰ μίαν μεγάλην ποσότητα χρημάτων, ἔπειτα τὸν πωλεῖ οὕτινος τῆς δώσῃ περισσότερον κέρδος, καὶ τὸν ἀγοραστὴν τὸν ὀνομάζει πατριάρχην. Αὐτός, λοιπόν, διὰ νὰ ξαναλάβῃ τὰ ὅσα ἐδανείσθη διὰ τὴν ἀγορὰν τοῦ θρόνου, πωλεῖ τὰς ἐπαρχίας, ἤτοι τὰς ἀρχιεπισκοπάς, οὕτινος δώσῃ περισσοτέραν ποσότητα, καὶ οὕτως σχηματίζει τοὺς ἀρχιεπισκόπους, οἱ ὁποῖοι πωλῶσι καὶ αὐτοὶ εἰς ἄλλους τὰς ἐπισκοπάς των. Οἱ δὲ ἐπίσκοποι τὰς πωλῶσι τῶν χριστιανῶν, δηλαδὴ γυμνώνουσι τὸν λαόν, διὰ νὰ ἐβγάλωσι τὰ ὅσα ἐξώδευσαν. Καὶ οὗτος ἐστὶν ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον ἐκλέγονται τῶν διαφόρων ταγμάτων τὰ ὑποκείμενα, δηλαδὴ ὁ χρυσός (δ-26).
Πρὸς τούτοις ὁ ἀρχιεπίσκοπος πωλεῖ τὰς ἐνορίας τῆς πόλεως οὕτινος ἱερέως θελήσῃ, καὶ ἔπειτα κάμνει ἀργὸν ἢ ἐξορεῖ ὅποιον θέλῃ ἀπὸ αὐτούς, καὶ ξαναπωλεῖ τὴν ἐνορίαν ἄλλου, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ τὸ ἴδιον ὕστερα ἀπ᾿ ὀλίγον. Κάθε τόσον τοὺς ζητεῖ δάνεια, καὶ ποτὲ δὲν τοὺς τὰ ἐπιστρέφει (δ-32).
Η κριτική της ανώτερης ιεραρχίας δεν περιορίζεται στον χρηματισμό της αλλά επεκτείνεται στον συνολικό τρόπο της ζωής της. Οι αρχιεπίσκοποι «τρώγοσι καὶ πίνοσι ὡς χοῖροι. Κοιμῶνται δεκατέσσαρας ὥρας τὴν νύκτα καὶ δύο ὥρας μετὰ τὸ μεσημέρι. Λειτουργοῦσι δύο φορὰς τὸν χρόνον, καὶ ὅταν δὲν τρώγωσι, δὲν πίνωσι, δὲν κοιμῶνται, τότε κατεργάζονται τὰ πλέον ἀναίσχυντα καὶ οὐτιδανὰ ἔργα, ὁποὺ τινὰς ἠμπορεῖ νὰ στοχασθῇ» (δ-33), ενώ οι επίσκοποι «εἶναι ἄλλοι λύκοι, ἴσως χειρότεροι ἀπὸ τοὺς πρώτους, ἐπειδὴ κυριεύουσι τοὺς χωρικοὺς καὶ ἰδιώτας» (δ-34). Έτσι, η χριστιανική θρησκεία μεταβάλλεται στο αντίθετό της – και εδώ ο Ανώνυμος μένει στα όρια της λαϊκής θρησκευτικότητας, που συστηματικά αντιπαραθέτει τους λειτουργούς της θρησκείας με τις ίδιες τις αρχές της:
Ὦ γλυκύτατε Ἰησοῦ! Ὦ δίκαιοι Ἀπόστολοι! Ὦ φιλόσοφοι Πατέρες! Ποῦ εἶσθε τὴν σήμερον, νὰ ἰδῆτε τοὺς ἀπογόνους σας, καὶ νὰ συγκλαύσητε, μαζὶ μὲ ὅσους τὴν ἀλήθειαν γνωρίζουσι, διὰ τὴν ἀθλιότητά τους; […] ’Εσεῖς ἐκηρύξατε τὴν ὁμόνοιαν, τὴν ἀδελφότητα, τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν ἐλευθερίαν, αὐτοὶ δὲ διδάσκουσι μὲ τὰ παραδείγματά των τοὐναντίον. Ἐσεῖς, τέλος πάντων, εἴχετε τὴν ἀρετὴν διὰ ὁδηγόν, αὐτοὶ ἔχουσι τὰ χρήματα (δ-40).
Ορισμένες εκφάνσεις της κριτικής του, σε αντίθεση με τις εναντίον του χρήματος και της αποδοτικότητας στην εργασία απόψεις του, που προαναφέραμε, αποκτούν στοιχεία μιας προτεσταντικής και καπιταλιστικής αποδοτικότητας: «Ἀναγκαῖον ἦτον νὰ ὀλιγοστεύσῃ ὁ πατριάρχης τὸ πλῆθος τῶν ἑορτῶν καὶ τῶν νηστειῶν, ἐπειδὴ αἱ μὲν ἑορταὶ ἐμποδίζουσι τὸ κέρδος μὲ τὴν ἀργίαν εἰς τὸν λαόν, καὶ αἱ νηστεῖαι τοῦ ἀφανίζουν τὴν ὑγιείαν». Κατά συνέπεια, όλες οι μεγάλες εορτές θα έπρεπε να μεταφερθούν «εἰς ὅλας τὰς Κυριακὰς καὶ εἰς ἄλλας ἑορτὰς νὰ δώσῃ τὴν ἄδειαν νὰ δουλεύουν», ενώ η διάρκεια των νηστειών θα έπρεπε να σμικρυνθεί ή ακόμα και να καταργηθούν κάποιες από αυτές (δ-52α). Από την κριτική του, όπως προαναφέραμε, δεν εξαιρούνται οι μοναχοί, οι οποίοι αντίθετα «ζῶσιν ἀργοὶ καὶ τρέφονται ἀπὸ τοὺς ἵδρωτας τῶν ταλαιπώρων καὶ πτωχῶν Ἑλλήνων». Τα δε μοναστήρια «εἶναι τόσαι πληγαὶ εἰς τὴν πατρίδα, ἐπειδή, χωρὶς νὰ τὴν ὠφελήσουν εἰς τὸ παραμικρόν, τρώγοσι τοὺς καρπούς της καὶ φυλάττουσι τοὺς λύκους, διὰ νὰ ἁρπάζουν καὶ ξεσχίζουν τὰ ἀθῶα καὶ ἱλαρὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ» (δ-42).
Ο Ανώνυμος, συγχέοντας τα μοναστήρια της Ελλάδας με τα μοναχικά τάγματα της Δύσης, αδυνατεί να κατανοήσει πως, άσχετα με το μορφωτικό επίπεδο ή την ηθική ποιότητα συγκεκριμένων μοναχών, οι μονές επιτελούσαν έναν ρόλο υψίστης σημασίας. Στα μοναστήρια θα καταφεύγουν κατά χιλιάδες οι Έλληνες για να γιορτάσουν τις γιορτές τους, μακριά από το άγρυπνο μάτι των Τούρκων, στα μοναστήρια θα προσφεύγουν οι καταδιωκόμενοι κλέφτες για να ανεφοδιαστούν, τα μοναστήρια θα αποτελέσουν τους χώρους όπου θα εγκατασταθούν τα σχολεία, οι βιβλιοθήκες, και θα μένουν οι άποροι μαθητές. Στα μοναστήρια, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους δύσκολους αιώνες της Τουρκοκρατίας, θα διατηρηθεί άσβεστη η γλώσσα και το πνεύμα του ορθόδοξου ελληνισμού, στα μοναστήρια θα προετοιμαστούν πνευματικά οι νεομάρτυρες για να φέρουν τη μαρτυρία τους στις πόλεις, μπροστά στο πλήθος των ραγιάδων.
Μπορεί το μεγαλύτερο μέρος των μοναχών να ήταν απαίδευτοι, κάποτε αγροίκοι, ή ακόμα κάποιοι από αυτούς να καταλήστευαν όντως τους ραγιάδες. Ωστόσο, δεν έπαυαν να ενσαρκώνουν, ως εκπρόσωποι της Ορθοδοξίας, τη ριζική απόρριψη των απίστων κατακτητών και να αποτελούν το στήριγμα των καταδιωκόμενων Ελλήνων. Ο Ανώνυμος τους ζητάει να γίνουν κήρυκες του πατριωτισμού και της εθνικής συνείδησης, με τη δυτική έννοια του όρου, χωρίς να αντιλαμβάνεται πάντα πως η επιμονή και ο ρόλος τους στη διατήρηση της πίστης απέναντι στον αλλόθρησκο κατακτητή ήταν το θεμέλιο κάθε πατριωτισμού για τον ελληνισμό αυτής της εποχής. Και όμως, αυτό το στοιχείο το επισημαίνει και ο ίδιος, όταν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οι Έλληνες μπορούν να επαναστατήσουν νικηφόρα εναντίον των Οθωμανών:
[Οἱ Ἕλληνες εἶναι] φιλόθρησκοι καὶ εἰς τὸ ἄκρον ἐναντίοι τῶν ὀθωμανῶν (ε-22). […] Οἱ ὀθωμανοὶ δέ, […] δὲν ἠμπόρεσαν ποσῶς οὔτε νὰ τοὺς φθείρουν τὰ ἤθη, οὔτε νὰ τοὺς ἀλλάξουν τὸν παλαιὸν χαρακτῆρα τους, καὶ τοῦτο διὰ δύο αἴτια. Πρῶτον μέν, ἐπειδὴ οἱ ὀθωμανοὶ εἶναι ἑτερόθρησκοι… (ε-29)
Όμως, την εμμονή στη θρησκευτική ετερότητα και την πίστη στην Ορθοδοξία την συντηρούν ακριβώς αυτοί οι κληρικοί τους οποίους, δίκαια ή άδικα, επικρίνει! Γι’ αυτό, αναγνωρίζοντας, εν τέλει, πως η θρησκεία και η θρησκευτική αντιπαλότητα των Ελλήνων προς τους Οθωμανούς αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του πατριωτισμού τους, καλεί, σε άλλη αποστροφή του, τους κληρικούς με τα έργα τους να διαψεύσουν τους επικριτές τους!
Ναί, πατριάρχα, ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι, πνευματικοὶ καὶ ἁπαξάπαντες Ἕλληνες ἀγαπητοί μου, ὁποὺ τὸ ἔνδυμα τῆς ἱερωσύνης φέρετε, μὴν ἀδημονήσετε ἀπὸ τοὺς λόγους μου, ὁποὺ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πατριωτικὴ ἀγάπη μου μοὶ ὑπαγόρευσεν. Συγχωρήσατέ με πρὸς τούτοις, ἂν οὕτως σᾶς φανῇ εὔλογον, διὰ τὴν τόλμην καὶ θάρρος, μὲ τὸ ὁποῖον σᾶς ὡμίλησα, καὶ κάμετε μὲ τὸ παράδειγμά σας, νὰ σιωπήσῃ εἰς τὸ ἑξῆς κάθε χριστιανὸς ἀπὸ τὸ νὰ σᾶς συμβουλεύῃ. Μὴν καταδέχεσθε πλέον νὰ σᾶς κράζουν προδότας καὶ λαοπλάνους. Ἐγκαλιασθῆτε τὴν ἀρετήν (δ-54).
Αισθανόμενος, ίσως, την υπερβολή των επικρίσεών του, ζητάει να μην τον κρίνουν αυστηρά, «νὰ μὴν ὑποψιάσητε εἰς ἐμένα οὔτε ἀνευλάβειαν, οὔτε κακοήθειαν», διότι τα κίνητρά του είναι «ὁ ζῆλος τῆς πατρίδος μου, ὁ ἔρως τῆς ἐλευθερίας, καὶ ἡ ἐλεεινὴ σημερινὴ κατάστασις τῶν Ἑλλήνων». Εν τέλει δε, υπάρχουν πολλοί άξιοι κληρικοί, και ο ίδιος προσωπικά γνωρίζει «ἐμμέσως καὶ ἀμέσως πολλοὺς ἐναρέτους σοφοὺς ἱερεῖς καὶ ἀληθεῖς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ» (δ-55). Και, σε μια δραματική στροφή, αναθέτει στην Εκκλησία ένα ρόλο που μόλις πριν είχε απορρίψει: «ἡ Ἑλλὰς ζητεῖ ἀπὸ τὸ ἱερατεῖον τὴν ἀρχὴν τῆς ἐλευθερώσεώς της» και καλεί τους «εὐλαβέστατους ἱερεῖς», οι οποίοι διαθέτουν «τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν σοφίαν», να ανοίξουν «τοὺς οφθαλμοὺς τῶν Ἑλλήνων», μιμούμενοι «τὸν ἀξιάγαστον καὶ ἀληθῆ ἱερέα καὶ ὀπαδὸν τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἐν Κερκύρᾳ, λέγω, κὺρ Παπ᾿ Ἀνδρέα» (τον παπά Ανδρέα Ιδρωμένο) [δ-56, 57, 58].
Εν κατακλείδι, ο «Ανώνυμος», παρά τις ακραίες αντικληρικαλιστικές αποστροφές του, μένει πιστός στο κυρίαρχο σχήμα και της πιο ακραίας πτέρυγας του ελληνικού Διαφωτισμού, δηλαδή της ταυτόχρονης απόρριψης της «δεισιδαιμονίας» αλλά και της αθεΐας. Ο Ανώνυμος δεν ανήκει στους ανοικτούς οπαδούς του ντεϊσμού, όπως συμβαίνει με τον μοναδικό ίσως διακηρυγμένο ντεϊστή της Ελλάδας, τον Χριστόδουλο Παμπλέκη, παρότι στις τοποθετήσεις του για τη θρησκεία γενικώς, στα πρώτα μέρη του κειμένου και όχι σε αυτές που αφορούν στην ελληνική Εκκλησία, υπάρχουν απηχήσεις μιας ντεϊστικής τοποθέτησης16. Ο Ανώνυμος καλεί, προπαντός, σε μια επιστροφή στο ευαγγελικό πνεύμα και στην ανοικτή στράτευση του κλήρου στην υπόθεση της ελευθερίας των Ελλήνων, ενώ η χριστιανική θρησκεία και το Ευαγγέλιο παραμένει στα μάτια του ένα σχολείο φιλευσπλαχνίας και αλληλεγγύης:
Ἡ θρησκεία ὡσαύτως, τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ παραδείγματος χάριν, κατασταίνει τοὺς ὀπαδοὺς του φιλευσπλάγχνους, φιλοξένους καὶ συμπαθητικούς. Ἡ ἑβραϊκὴ θρησκεία κάμνει τὸν λαὸν μισάνθρωπον. Ἡ ὀθωμανική, τέλος πάντων, τὸν κάμνει αὐτόματον, καὶ οὕτως διὰ τὰς λοιπάς (ε-27).
Η απόρριψη της ξενοδουλείας
Και αυτή η τοποθέτηση δεν μοιάζει να αποτελεί ένα προπέτασμα καπνού για να καλύψει τις πραγματικές απόψεις του, διότι αμέσως μετά επικρίνει τους Έλληνες της διασποράς, και κατ’ εξοχήν τους εμπόρους, όχι μόνο διότι λησμονούν εντελώς την πατρίδα τους αλλά και γιατί βυθίζονται στην «ἀσωτεία» και την «κακοήθεια τῶν ἀλλογενών» (δ-69), καθώς και στα θέατρα και «στὰ ποιήματα χωρὶς νόημα», αγνοώντας τον Πλούταρχο και τον Ξενοφώντα:
Εὐθύς, λοιπόν, ὁποὺ κερδίσωσι χρήματα, χωρὶς νὰ ἀλλάξωσιν ἰδέας, πίπτουσι εἰς τὴν λάσπην τῆς ἀσωτείας καὶ κυλίονται μέχρι θανάτου ὡς οἱ χοῖροι.[ ] Ποῦ πατρίς! Ποῦ Ἑλλὰς δι᾿ αὐτούς! Αὐτοὶ δὲν γνωρίζουν, παρὰ τὴν κατοικίαν τῆς παλλακίδος των, καὶ τὴν Ἑλλάδα ἴσως τὴν νομίζουσι ἀνάμεσα εἰς τὰ νησία τῆς Ἰνδίας. Ἂν κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς καταλαμβάνῃ τὴν γλῶσσαν τὴν ἀλλογενῆ, τότε ἀναγινώσκει μὲ εὐχαρίστησιν τὰ δράματα τοῦ θεάτρου, ἢ διὰ νὰ εἰπῶ καλλίτερα, τὰ ποιήματα χωρὶς νόημα, ἀλλὰ τὸν Πλούταρχον καὶ τὸν Ξενοφῶντα ἴσως τοὺς νομίζουσιν Ἀμερικάνους (δ-69).
Σε αντίθεση με όλους εκείνους που παριστούν τον Ανώνυμο ως έναν εμμανή δυτικόφρονα –παρά τις αδιαμφισβήτητες επιρροές της γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού, από τον Ρουσώ και έως τον Μοντεσκιέ–, δείχνει μια τέτοια εμμονή στα «πάτρια» και την απόρριψη των ευρωπαϊκών ηθών, ώστε να θυμίζει κάποιες στιγμές όλους εκείνους, τους συντηρητικούς, όπως ο… Αθανάσιος Πάριος, που απέρριπταν τη μετάβαση στην Ευρώπη, ως βλαπτική για τα ήθη των νεαρών Ελλήνων. Γι αυτό και αυτή η παράμετρος της ιδεολογίας του Ανωνύμου θα υποτιμάται συστηματικά αν δεν αποσιωπάται εντελώς:
Τρέχουσι μὲ κάθε ταχύτητα εἰς τὸ θέατρον, νὰ ἀκούσωσι τὸ τραγώδιον μιᾶς γυναικός, ἢ ἑνὸς ἀνδρός, ἢ ἄλλου τινὸς εὐνούχου, καὶ τοὺς ἐφημίζουσι – ἀλλ᾿ ὅποιος τοὺς διηγηθῇ τὰ βάσανα τῆς πατρίδος, εἶναι τὸ ἴδιον ὡσὰν νὰ τοὺς ἔδερνε, καὶ φεύγουσι πάραυθα. Στέκονται μὲ ἄκραν ὑπομονήν, καὶ πολλάκις χωρὶς εὐχαρίστησιν, νὰ θεωρῶσι τοὺς χοροὺς εἰς τὸ θέατρον καὶ τὰ ἀγάλματα τῆς ἀσωτείας τριγύρωθεν, ἀλλ᾿ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐξοδεύσουν μίαν ὥραν εἰς ἀνάγνωσιν τῆς πατρικῆς μας ἱστορίας. […] Ἀφανίζουσι τὴν ὑγιείαν των μὲ τὴν ἀκρασίαν, φθείροσι τὰ ἤθη των μὲ τὴν ἀσωτείαν, καὶ γίνονται ὄντως χοῖροι, καὶ χειρότεροι ἀκόμη (δ-70).
Ακόμα χειρότερα, «μερικοὶ νέοι μάλιστα, εὐθὺς ὁποὺ ἀλλάξουν τὰ φορέματα τῆς πατρίδος, θέλουσιν ἐξ ἀποφάσεως νὰ φανῶσιν ἀλλογενεῖς καὶ σχεδὸν δὲν καταδέχονται οὔτε κἂν νὰ συναναστρέφωνται εἰς τὴν ὁδὸν μὲ τοὺς ὁμογενεῖς των» (δ-71). «Εἶναι μερικοὶ νέοι, ὁποὺ χρωματίζουσι τὸ πρόσωπόν τους ὡς αἱ πόρναι» (δ-72α). Και αντί να σπουδάζουν «τὴν πολιτικήν, τὰ νομικά, τὴν τακτικήν, τέλος πάντων, τὰς ἀναγκαίας ἐπιστήμας διὰ τὸ γένος μας», αυτοί αντίθετα «ἢ τὴν ἰατρικὴν σπουδάζουσι, ἢ τὰ μυθολογικὰ ποιήματα ἀναγινώσκοσι, ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι περισσότεροι τόμοι εἰς τὴν Γαλλίαν καὶ Ἰταλίαν παρὰ κολοκύνθια εἰς ὅλην τὴν Πελοπόννησον» (δ-71). Επί πλέον, μένουν συχνά στον ξένο τόπο και ξεχνούν την πατρίδα τους. Εδώ, ο Ανώνυμος βρίσκεται στην ίδια γραμμή με τον Καταρτζή, όταν καλεί τους Έλληνες νέους να παίρνουν από τη Δύση μόνο ό,τι χρειάζεται στην πατρίδα τους και να αναπτύσσουν μια δημιουργική σχέση με τους ξένους πολιτισμούς, κατά τον ίδιο τρόπο που έκαναν οι Έλληνες στην αρχαιότητα:
…φυλάγοντας ἐκεῖνο ποὺ ’ναι καὶ μὴ βγάνοντας ἀπτὸ νοῦ του μήτε μία στιγμὴ πὼς εἶναι Ρωμηὸς χριστιανός, νὰ ξέρῃ νὰ κυνηγᾷ πάντα τῆς ἰδέαις ποὺ τὸν χρειάζουνται καὶ τὸν ὠφελοῦν, καὶ νὰ παραβλέπῃ ἐκείναις ποὺ εἶναι σ’ αὐτὸν περιτταίς, ἢ ποὺ τὸν ἐβλάφτουν. […]
Ὤντας λοιπὸν κ’ ἐμεῖς ὄπωσουν ἕνα ἔθνος, κ’ ἔχωντας πατρίδα φίλον ἔδαφος, πρέπει νὰ ’χουμε οἰκείαις ἰδέαις ποὺ μας τεριάζουν, ἡ ὁποίαις κ’ εἲν’ ἄλλαις κ’ ἀλλοιώτικαις ἀπὸ τῆς τούρκικαις, ἰταλικαὶς ἢ φραντζέζικαις, καὶ γιὰ τοῦτο χαρακτηρίζωντας τὸ ἔθνος μας πρέπει νὰ σπουδάζ’ ἕνας Ρωμηὸς χριστιανὸς νὰ τῆς ἀποχτᾷ καὶ ἢ σπουδάζει καὶ διαβάζει βιβλία τούρκικα, ἢ ἐπέρχεται καὶ μαθαίνει βιβλία φράγκικα, πρέπει σὰ μέλισσα ν’ ἀπανθίζη τῆς οἰκείαις του, τόσο διὰ νὰ τῆς φρονῇ, ὅσο καὶ διὰ νὰ τῆς κοινολογᾶ’ εἰς τὸ ἔθνος του, μὲ τὸ στόμα του ἢ μὲ τὸ κοντύλι ὡσὰν ὀποῦ μὲ τέτοιον τρόπο κάμν’ ἐκεῖνο πώκαμαν καὶ οἱ Ἕλληνες, Πλάτων καὶ ἄλλοι, ποὺ πηγαίνωντας στὴν Αἴγυπτο καὶ Ἰνδία, καὶ μαθαίνοντας τὴ σοφία τους, γύρισαν πίσου στὸ ἔθνος τους καὶ τὴν πατρίδα τους, καὶ ἐκοινολόγησαν κ’ ἐπαράδοσαν σ’ αὐτουνοὺς τὰ πλούτη ποὺ κέρδησαν.
Λοιπὸν κ’ ὅσοι μαθαίνουν ἀποὺ μᾶς ξενικαὶς γλώσσαις, καὶ τρόπον τινὰ μὲ τοῦτο ἀποδημοῦν σ’ ἄλλα ἔθνη, δὲν πρέπει ναπομένουνε εἰς αὐτὰ καὶ ναρνιοῦνται τὴν πατρίδα τους, νὰ λειποτακτοῦν καὶ νὰ καταδικάζουνται μοναχοὶ τους σὲ ἀειφυγία, ἀλλὰ πάλε νὰ γυρίζουν στὸν τόπο τους, ὃ ἐστὶ παραβλέποντας τῆς ἄλλαις ἰδέαις, νὰ οἰκειοποιοῦνται τῆς ἰδέαις ποὺ τεριάζουν στὸ ἔθνος τους καὶ τὸ ὠφελοῦν, κ’ ἐκείναις μοναχὰ νὰ δοξάζουν καὶ νὰ ’χουν πάντα στὸ στόμα τους ἢ νὰ τῆς γράφουν καὶ νὰ τῆς μεταδίδουνε μὲ τὴν πέννα17.
Ο Ανώνυμος, στο πλαίσιο του αγώνα του ενάντια στην απορρόφηση από τους ξένους, καταδικάζει ως «ἄκραν ἀφροσύνην» και «ἐντροπὴν ἀνυπόφορον» την επιλογή να νυμφευθούν με «ἀλλογενῆ γυναῖκα» (δ-74), όταν μάλιστα οι Ευρωπαίες γυναίκες υποτιμούν το ελληνικό γένος, και απατούν τους άνδρες τους, κάποτε μάλιστα εν γνώσει των!
Πῶς θέλεις νὰ σὲ ἀγαπήσῃ ἡ συμβία σου καὶ νὰ σὲ τιμήσῃ, ὅταν ἔμπροσθέν σου κατηγορῇ τὸ γένος σου, καὶ ἐσύ, ἀναίσχυντε, τὸ ἀκούῃς μὲ ἄκραν ἀδιαφορίαν; Πῶς θέλεις νὰ εὕρῃς τὴν ἀνάπαυσίν σου, ὅταν αὐτὴ πωλῇ τὴν τιμήν σου καί, τὸ χειρότερον, ὁποὺ πολλάκις ἐσὺ δὲν τὸ ἀγνοεῖς; (δ-74)
Εν συνεχεία, με μια εκπληκτική και τόσο πρώιμη επίκριση της έννοιας του έρωτα στη Δύση, υποστηρίζει πως «αἱ γυναῖκες τῶν ἀλλογενῶν» έχουν «καρδίας διεφθαρμένας» και «προσπαθοῦσι νὰ καταστήσωσι τὴν ἀγάπην μίαν τεχνικὴν τρυφήν», αντί για την «θεία ἀλλεπάλληλο κλίσι καὶ φιλία», που συνιστά τον αυθεντικό έρωτα. Και, εξ άλλου, η Ελλάδα δεν υστερεί καθόλου σε γυναικεία ομορφιά από τη Δύση:
Ὑστερεῖται ἡ Ἑλλάς, ἴσως, ἀπὸ κοράσια; Ἔφυγεν, ἴσως, ἡ Ἀφροδίτη ἀπὸ τὸν πρῶτον της ναόν; Τὶ σὲ ἀποτύφλωσε τόσον, ὁποὺ σοῦ φαίνονται ὡραιότερα τὰ ζωγραφισμένα ἀναιδέστατα πρόσωπα τῶν κακοηθεστάτων ἀλλογενῶν, ὦ ἀναίσχυντε καὶ ὄντως γιδοκέφαλε ἀποστάτα τῆς πατρίδος; (δ-76)
Επί πλέον, ο Έλληνας, όσο και αν πασχίσει, δεν πρόκειται ποτέ να κερδίσει την επιδοκιμασία των «ἀλλογενῶν», οι οποίοι κατά βάθος «σὲ μισοῦν, σὲ καταφρονοῦν καὶ σὲ περιγελοῦν παντοτινά».
Καθεὶς ἀπὸ αὐτοὺς λέγει: «ἰδὲ τὸν χοῖρον, τὸν χυδαῖον Ἕλληνα, διὰ νὰ μετριάσῃ τὴν οὐτιδανότητά του, ἠθέλησε νὰ λάβῃ σύζυγον ἀπὸ τὸ γένος μας. Ἀλλ᾿ αὐτὸς εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος τὰ βάρβαρα ἤθη τῆς πατρίδος του δὲν τὰ ἄλλαξεν» (δ-77).
Διότι τον αποστάτη και τον καταφρονητή της πατρίδας και των ηθών του οι πάντες τον αποστρέφονται, συνεχίζει ο Καταρτζής:
Καὶ τὶ Φραντζέζος εἲν’ ἕνας Φραντζέζος, ἢ Ἐγγλέζος ἕνας Ἐγγλέζος νὰ φρονῇ τὰ τῶν Ἐγγλέζων ἢ τὰ τῶν Φραντζέζων πολιτικὰ κ’ ἐκκλησιαστικά; Τὸν τέτοιον πάντα ὁ Ἐγγλέζος τὸν λέγει σκυλί, κ’ ὁ Φραντζέζος καλβίνο καὶ προδότη τῆς πατρίδας του. Λοιπὸν κ’ ἕνας δικός μας, τὶ Ρωμηὸς καὶ τὶ χριστιανὸς εἶναι σὰ συνάζ’ ἰδέαις ὀθνείαις, σὰν τῆς πρεσβεύῃ καὶ τῆς κηρύττῃ ἐνάντια στῆς δικαίς του πώπρεπε νὰ ’χη; Δὲν εἲν’ τάχα σεσηπὸς μέλος, λειποταξίας, αὐτόμολος στοὺς ἐχθρούς μας, κ’ ἀνάξιος νάχη τὰ ὀνόματά του, ποῦ γιὰ λόγου του δὲν μπορεῖ ναύρῃ ποτὲς του πιὸ τιμημένα18;
Και επί τέλους οι Έλληνες και προπαντός οι «ξενιτευμένοι» θα πρέπει να έχουν υπόψη τους «ὅτι, ὅπου εἶναι ἡ πατρίς, ἐκεῖ καὶ ἡ εὐτυχία» (δ-81). Σε καμία περίπτωση δεν αρκούν τα χρήματα τα οποία πέμπουν, διότι «οἱ Ἕλληνες ἔχουσι χρείαν ἀπὸ τὴν παρουσίαν» τους. Σε μια βίαιη έκκληση σε άμεση επαναστατική δράση και απόρριψη των κάθε είδους «καταπραϋντικῶν», καλεί τους ευεργέτες να πάψουν «νὰ παρηγορῶσι τοὺς δυστυχεῖς Ἕλληνας ὁπωσοῦν, καὶ νὰ τοὺς φυλάττωσιν ὀλίγον ξέμακρα ἀπὸ τὴν ἀπελπισίαν», η οποία, εάν αφηνόταν ελεύθερη να εκδηλωθεί, «ἤθελεν σταθῆ ἀληθῶς βιαία, ἀλλὰ ἄφευκτος καὶ βεβαία ὁδὸς τῆς ἐλευθερώσεως τῆς Ἑλλάδος»! (δ-85) Το έθνος «ζητεῖ περισσότερον, παρὰ τὰ περισσεύματα τῶν πλούτων σας. Τὴν παρουσίαν σας, τὴν συνέργειάν σας ζητεῖ, ὦ Ἕλληνες, καὶ ὄχι ἄλλην βοήθειαν» (δ-90). Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Σπύρος Ασδραχάς, οι Έλληνες δεν θεμελιώνουν την υπόστασή τους και την ιστορική διεκδίκηση της ταυτότητάς τους με αναφορές στις αξίες της Δύσης, αλλά σε εκείνες των αρχαίων Ελλήνων και –όπως δείξαμε πιο πάνω– στη θρησκευτική τους ετερότητα:
Οι έλληνες του Ανωνύμου είναι γένος διακριτό από τους αλλογενείς, χριστιανούς ή μουσουλμάνους. Είναι ξένοι στις εξωελλαδικές ευρωπαϊκές κοιτίδες τους, μισητοί από φθόνο ή περιφρόνηση: οι ίδιοι παραδίδονται σε πολιτισμικές ωσμώσεις που διαιωνίζουν τη δουλικότητά τους, χάνουν την οικογενειακή τους τιμή, όπως τη χάνουν στην τυραννία. Βρίσκεται στους αντίποδες του Κοραή του Άμστερνταμ, όπως τον περιγράφει και απαξιώνει ο Σταμάτης Πέτρου19.
Αυτή η στάση απέναντι στους «ἀλλογενεῖς» επεκτείνεται και εις «τοὺς ἀλλογενεῖς δυνάστας», από τους οποίους οι Έλληνες δεν έχουν τίποτε να περιμένουν, διότι «ὁ κύριος στοχασμὸς τῶν ἀλλογενῶν δυνάστων εἶναι εἰς τὸ νὰ προσπαθήσουν νὰ κάμουν τὸ ἴδιόν των ὄφελος μὲ τὴν ζημίαν τῶν ἄλλων». Εξάλλου, εάν κάποιος από αυτούς «κατατροπώσει τὸν ὀθωμανόν», δεν πρόκειται να «μᾶς ἀφήσει ἐλευθέρους», όπως καταδεικνύει και «ἡ πολυποίκιλος στροφὴ τῆς γαλλικῆς στάσεως» (δ-95). «Διότι οἱ Ἕλληνες, εἰ μὲν εἶναι πλούσιοι καὶ ἄξιοι, φθονῶνται παρὰ τῶν ἀλλογενῶν, εἰ δὲ πτωχοὶ καὶ ἀνάξιοι, καταφρονῶνται» (δ-74ε). Ο Ανώνυμος αρνείται το δίλημμα της επιλογής μεταξύ των Τούρκων και κάποιου ξένου, ίσως δυτικού, δυνάστη –πιθανότατα υπονοεί τη Γαλλία και τον Ναπολέοντα– για έναν επιπλέον λόγο: σε αυτή την περίπτωση, «οἱ Ἕλληνες δὲν θέλουν μείνει πλέον Ἕλληνες, ἀλλὰ κατ᾿ ὀλίγον ὀλίγον θέλουν διαφθαρῆ τὰ ἤθη των» (ε-44). Προφανώς, αναφέρεται στον κίνδυνο εκδυτικισμού των Ελλήνων, τον οποίο με τόση αποστροφή είχε διαπιστώσει και στηλιτεύσει στη συμπεριφορά των εκπατρισμένων Ελλήνων και ιδιαίτερα της νεολαίας. Και, σε μια τέτοια περίπτωση, οι Έλληνες κινδυνεύουν ακόμα περισσότερο να μείνουν «πάλιν δοῦλοι» και, μάλιστα, «δοῦλοι […] ἀλευθέρωτοι διὰ πολλοὺς αἰῶνας» (ε-44). Και, εξ άλλου, ποιος ο λόγος «νὰ θέλωμεν νὰ ἀλλάξωμεν κύριον, ὅταν μόνοι μας ἠμποροῦμεν νὰ ἐλευθερωθῶμεν;» (δ-97)
Και όλα αυτά σε μία στιγμή που, πλέον, οι Οθωμανοί καταρρέουν, ενώ οι Έλληνες βρίσκονται σε ανοδική πορεία. Εδώ επικεντρώνονται τα κυριότερα βέλη της κριτικής του, σε όσους δηλαδή κηρύττουν την υποταγή στους Οθωμανούς:
Τί λέγουσι, λοιπόν, αὐτοὶ οἱ βρωμεροὶ καὶ χυδαιότατοι ἄνθρωποι; «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ νικηθῇ ἓν τόσον μεγάλον βασίλειον; Ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ κυβερνηθῶμεν μόνοι μας. Ποῦ νὰ εὕρωμεν ἕνα ἄλλον βασιλέα τόσον εὔσπλαγχνον, καὶ τόσον καλόν; Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἐλευθερία; Ἡ ἐλευθερία οὔτε ἐστάθη, οὔτε θέλει σταθῆ. Ποῦ νὰ χύσωμεν τόσον αἷμα! Οἱ ὀθωμανοί, εὐθὺς ὁποὺ καταλάβουν, ὅτι ἔχομεν τοιοῦτον σκοπόν, θέλουσι μᾶς ἀποκεφαλίσει ὅλους, ὡς τόσα πρόβατα, καὶ ἔστω ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης... » καὶ ἄλλα παρόμοια, τὰ ὁποῖα […] δηλοποιοῦσι τὴν ἄνανδρον καὶ ὄντως ἑβραϊκήν των καρδίαν (ε-5).
Ο στόχος των επικρίσεών του είναι όλοι όσοι κηρύττουν την υποταγή στους Οθωμανούς και, μάλιστα, σε μία τουλάχιστον αποστροφή του, «Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἐλευθερία; Ἡ ἐλευθερία οὔτε ἐστάθη, οὔτε θέλει σταθῆ», απευθύνεται ευθέως στον συγγραφέα της Πατρικής Διδασκαλίας, τον Αθανάσιο Πάριο, ο οποίος υποβάλλει σε κριτική, με ανάλογες εκφράσεις, την έννοια της ελευθερίας. Και αυτό, τη στιγμή που το «ὀθωμανικὸν κράτος τὴν σήμερον εὑρίσκεται εἰς τὰ ὀλοίσθια (sic) τοῦ θανάτου» (ε-12) και αποσυντίθεται εσωτερικώς ενώ, αντίθετα, το ελληνικό έθνος ακμάζει. Και οι αιτίες αυτής της ακμής είναι πολλές: «πρώτη λοιπόν, εἶναι ἡ προχώρησις τοῦ γένους μας εἰς τὰ μαθήματα» (ε-15). Σε αντίθεση όμως με τους λόγιους διαφωτιστές, που εξαντλούν εις τον «φωτισμόν» την ακμή του γένους, το δεύτερο στοιχείο της είναι η αύξηση εκείνων «οἱ ὁποῖοι μὴν ὑποφέροντες τὰς φοβερὰς τυραννίας τῶν ὀθωμανῶν, […] φεύγουσιν εἰς τὰ δάση, διὰ νὰ διαυθεντεύσουν τὴν ἐλευθερίαν των» και οι οποίοι ξεπερνούν τους «δέκα χιλιάδας, τῶν ὁποίων ἡ ἀνδρεία εἶναι ἀδιήγητος καὶ ἡ ἀγάπη διὰ τὴν ἐλευθερίαν τους ἀπερίγραπτος» (ε-20). Και τέλος, το σημαντικότερο είναι η ίδια η φύση του ελληνικού λαού:
Τὰ ἤθη τῶν Ἑλλήνων, πρὸς τούτοις, εἶναι ἄλλη μεγαλειτέρα αἰτία, ὅτι εὔκολος εἶναι ἡ ἐπανόρθωσίς των. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες, καὶ μάλιστα οἱ χωρικοί, ἔχουσι μεγαλωτάτην κλίσιν εἰς τὰ ἅρματα. […] Εἶναι δὲ γενικῶς πεπροικισμένοι ἀπὸ τὴν φύσιν μ᾿ ἓν πνεῦμα γεννητικὸν καὶ ὀρθόν. Ἀνάμεσα δὲ εἰς τὰς φυσικάς των ἀρετάς, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, ἡ φιλοξενία εἶναι εἰς αὐτοὺς γενική. Τέλος πάντων φιλόθρησκοι καὶ εἰς τὸ ἄκρον ἐναντίοι τῶν ὀθωμανῶν (ε-22). […] Οἱ ὀθωμανοὶ δέ, […] δὲν ἠμπόρεσαν ποσῶς οὔτε νὰ τοὺς φθείρουν τὰ ἤθη, οὔτε νὰ τοὺς ἀλλάξουν τὸν παλαιὸν χαρακτῆρα τους, καὶ τοῦτο διὰ δύο αἴτια. Πρῶτον μέν, ἐπειδὴ οἱ ὀθωμανοὶ εἶναι ἑτερόθρησκοι, καὶ δεύτερον, ὁποὺ οἱ Ἕλληνες, μὴν ἔχοντες εἰς χεῖρας των τὴν διοίκησιν, πάντοτε ἔμειναν οἱ ἴδιοι (ε-29).
Δεν λείπουν δε τα παραδείγματα και τα πρότυπα αυτού του «ὑπὲρ πάντων» αγώνα και μάλιστα «ἓν παράδειγμα, καὶ μεγάλον καὶ νέον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀρκετόν, διὰ νὰ σᾶς καταπείσῃ, χωρὶς νὰ ἔχω χρείαν νὰ ἀντιγράψω τοὺς ἱστορικούς, […] οἱ Σέρβοι μᾶς δίδουν αὐτὸ τὸ μεγάλον παράδειγμα, ὦ Ἕλληνες» (ε-31). Και αν ο Καραγεώργης κατόρθωσε μέσα σε έξι μήνες να απελευθερώσει τους Σέρβους, οι Έλληνες διαθέτουν πολύ περισσότερα όπλα και δυνάμεις, «τὸ παντοτινὸν παράδειγμα τῶν θαυμαστῶν Μανιάτων» (ε-32,33), τους κλέφτες, «ὁποὺ καθημερινῶς πολεμοῦσι καὶ νικοῦσι» (ε-37), καθώς και «τὰ ἑλληνικὰ πλοῖα, καὶ μάλιστα τῶν Ὑδριώτων, ὁποὺ καθημερινῶς μὲ τοὺς ἀλλογενεῖς πειρατὰς ἐχθρούς των πολεμοῦσι» (ε-37). Και οι Έλληνες θα είχαν ίσως προηγηθεί των Σέρβων, διότι «ποῖος ἀμφιβάλλει, ὅτι ὁ Ρήγας ἤθελεν ἐλευθερώσει τὴν Ἑλλάδα, ἂν ἡ φθονερὰ τύχη μας δὲν ἤθελεν δανείσει τῆς προδοσίας τὸ μιαρὸν ξίφος εἰς τὰς χεῖρας τοῦ σκληροῦ Οἰκονόμου;» (ε-37) όταν, επί πλέον, οι Έλληνες υπερτερούν συντριπτικά, αριθμητικά, των Τούρκων στις κατακτημένες περιοχές (ε-35). Κατά τον Ανώνυμο, όπως είχε συμβεί και με τον Ρήγα, που αποτελεί πρότυπο και οδηγό του, σε αντίθεση με άλλους λογίους που επέμεναν περισσότερο –ή αποκλειστικά– στις αξίες της παιδείας, οι δυνάμεις της επανάστασης θα προέλθουν κατ’ εξοχήν από το σώμα του λαού και κυρίως από τα ένοπλα τμήματά του.
Με ποιες δυνάμεις όμως θα γίνει η επανάσταση; Το σχήμα τους το έχει ήδη υποδείξει από το 1782 ο Σουαζέλ Γκουφιέ το είχε ήδη χρησιμοποιήσει ο Ιωάννης Δονάς το 1797: συνδέεται άμεσα με το κύριο πρόβλημα του Ανώνυμου, δηλαδή την εσωτερίκευση της δουλείας. Γιατί ο Σουαζέλ Γκουφιέ δεν συμβολοποίησε μόνο το μοτίβο της ex ossibus ανάδυσης του εκδικητή, το μοτίβο των κοκκάλων που εξήραν ο Μαρτελάος και ο Σολωμός και σατίρισαν οι επτανήσιοι συντηρητικοί: έδωσε κυρίως το σχήμα και τη γεωγραφία, μαζί με ένα είδος πολιτειογραφίας, της ανυποταγής, δηλαδή της διατήρησης της ελευθερίας στις ορεινές κοινότητες της Ακαρνανίας, του Σουλιού, της Μάνης. Προσοχή: το σχήμα αυτό δεν συμπίπτει με εκείνο του Καταρτζή, ούτε έγινε από όλους αποδεκτό θυμίζω τις επιφυλάξεις του Ψαλίδα για τα όρια της αυτονομίας και της ανομίας, τα μάλλον ληστρικά συστήματα των αυτόνομων κοινοτήτων. Αυτό το σχήμα υιοθετεί ο Ανώνυμος για να δείξει την πολεμική ετοιμότητα της επανάστασης. Έχουμε να κάνουμε πάλι με τόπους που έγιναν κοινοί20.
Όσο για τα κηρύγματα της υπομονής μέχρις ότου το γένος εκπαιδευτεί και εκπολιτιστεί εξ ολοκλήρου, που είχαν ήδη αρχίσει να ακούγονται μετά την υποχώρηση της επαναστατικής έξαρσης της περιόδου της γαλλικής Επανάστασης, ιδιαίτερα στο περιβάλλον των λογίων και των Φαναριωτών, είναι απολύτως εσφαλμένα. Για τον Ανώνυμο, απελευθέρωση και παιδεία συμβαδίζουν, είναι ταυτόσημα:
Μὴν στοχάζεσθε λοιπόν, ὅτι χρειάζονται αἰῶνες, διὰ νὰ καλλωπισθῇ τὸ γένος μας καθὼς πρέπει. Οὐχί, ὦ Ἕλληνες! Τὸ νὰ ἐλευθερωθῇ καὶ νὰ καλλωπισθῇ εἶναι τὸ αὐτό, καὶ θέλει ἀκολουθήσει εἰς τὸν ἴδιον καιρόν (ε-47).
Στο τέλος του κειμένου του, ο Ανώνυμος επιχειρεί μια συνοπτική απαρίθμηση των παραγόντων που καθιστούν άφευκτη την απελευθέρωση των Ελλήνων. «Ὁ χαρακτήρ μας, ἡ ποσότης μας, τὰ ἤθη μας», η παρακμή της Τουρκίας, η ύπαρξη των επαναστατικών δυνάμεων («τὸ πλῆθος τῶν συνδρομητῶν») και, τέλος, «ἡ φυγὴ τῆς ἀμαθείας», όλα αυτά από κοινού οδηγούν στην ωρίμανση των προϋποθέσεων της Επανάστασης (ε-54). Και ένας νέος Ρήγας θα βρεθεί για να φέρει το μήνυμα. Και θα ντροπιαστούν όσοι δεν πιστεύουν στην αναπόδραστη εμφάνισή του:
Ἀλλ᾿ ἰδοὺ πάλιν ἄλλος, ἀπ᾿ ἐκείνους ὁποὺ κρίνουν τὰ πράγματα καθὼς τὰ βλέπουν, καὶ ὄχι καθὼς εἶναι, νὰ λέγῃ: «Ἔ! ἕνας ἦτον ὁ Ρήγας, καὶ ἄλλος δὲν εὑρίσκεται». Ὤ, πόσον λανθάνεται, ὅποιος ἔτζι στοχάζεται! […] Καὶ ἂν μέχρι τοῦ νῦν δὲν ἐφάνη, ὄχι διὰ τοῦτο δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐμφανισθῇ ἐντὸς ὀλίγου; Μόνον οἱ ἀκατάπειστοι ἂς προσμείνουν νὰ ἰδοῦν εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν ἐντροπήν τους (ε-38).
Όπως κατέδειξε ο εκδότης της Νομαρχίας, ο Γιώργης Βαλέτας, το κείμενο της Νομαρχίας ήταν εν τέλει αρκετά διαδεδομένο στην προεπαναστατική Ελλάδα21, παρά το ότι επανεκδόθηκε μόλις το 1949, ενώ και ο συγγραφέας της παραμένει μέχρι σήμερα βυθισμένος στο σκοτάδι, παρά τις πολλές προσπάθειες να εντοπιστεί. Κατά καιρούς έχει αποδοθεί στον έμπορο Σπυρίδωνα Σπάχο, τον Ιωάννη Κωλέττη, τον Χριστόφορο Περαιβό, τον «ιατροφιλόσοφο» Γεώργιο Καλαρά, τον έμπορο και ιατρό Ιάννη Δονά Πασχάλη, στον… Αδαμάντιο Κοραή, αλλά και στον Αθανάσιο Ψαλίδα, τον πρόξενο της Αγγλίας στα Γιάννινα, Φορέστη, στον Ζακυνθηνό «ιατροφιλόσοφο», Διονύσιο Ταγιαπιέρα κ.ά22. Το βέβαιο είναι πως, μέχρι σήμερα, παρά τις προσπάθειες πολλών ερευνητών και ιστορικών να εντοπίσουν τον συγγραφέα της Νομαρχίας23, δεν έχει παρουσιαστεί κάποια οριστική ή έστω ικανοποιητική εκδοχή. Το μυστήριο εξακολουθεί να παραμένει ανεξιχνίαστο.
Το ότι ο συγγραφέας της Νομαρχίας παρέμεινε εν τέλει άγνωστος, ενώ το ίδιο το κείμενο επανεκδόθηκε μόλις το 1949, σε δύο παράλληλες εκδόσεις, από τον Ν. Τωμαδάκη και τον Γ. Βαλέτα, είναι μάλλον συνέπεια του ίδιου του εκρηκτικού του περιεχομένου και της διαφορετικής πορείας που πήραν τα πράγματα στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την Επανάσταση. Μια τέτοια καταλυτική κριτική, τόσο στις βάσεις του κοινωνικού καθεστώτος όσο και ενάντια στον κλήρο και τους κοτζαμπάσηδες, μετά μάλιστα από την εμπειρία μιας επανάστασης, στη διάρκεια της οποίας χιλιάδες κληρικοί και προεστοί, εκόντες ή άκοντες, θα θυσιαστούν μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες σε έναν μακρόχρονο και αιματηρό επαναστατικό αγώνα, έμοιαζε πλέον εκτός τόπου και χρόνου. Αν μάλιστα υποθέσουμε, όπως είναι εξαιρετικά πιθανό, πως ο συγγραφέας, οι συγγραφείς, ή οι ομοϊδεάτες τους που γνώριζαν τους συγγραφείς, βρέθηκαν στη συνέχεια σε κάποιες θέσεις ευθύνης στις τάξεις των επαναστατών ή του μετεπαναστατικού καθεστώτος, τότε είναι μάλλον κατανοητή αυτή η καθολική αποσιώπηση.
Αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου πως η Νομαρχία δεν επηρέασε τους Έλληνες σε όλη την προεπαναστατική περίοδο μέχρι την Επανάσταση. Αντίθετα, οι επιρροές της είναι προφανείς τόσο στην ίδια τη σύλληψη και την αρχική ιδεολογία της «Φιλικής Εταιρείας», που είναι πολύ ριζοσπαστικότερη από τη συνέχειά της, όσο και στο έργο των μεγάλων ποιητών της Επανάστασης: Εδώ θα συναντήσουμε ίσως και την πηγή της εμπνεύσεως του Κάλβου. Γράφει ο Ανώνυμος: «Ὤ, κάλλιον ἕνας σεισμὸς ἢ ἕνας κατακλυσμὸς νὰ μᾶς ἀφανίσῃ ὅλους τοὺς Ἕλληνας, παρὰ νὰ ὑποκύψωμεν πλέον εἰς ξένον σκῆπτρον» (ε-45) και απαντά ο Κάλβος: «Τῆς θαλάσσης καλῄτερα φουσκωμένα τὰ κύματα / να πνίξουν τὴν πατρίδα μου ὡσὰν ἀπελπισμένην, ἔρημον βάρκαν.»24.
Παραθέτει ο Ανώνυμος, στο προοίμιο της Νομαρχίας, μια φράση του Βιργιλίου: «Exoriare aliques nostris ex ossibus ultor» (την οποία και μεταφράζει, «’Αναφανῆναί τις ἐκ τῶν ὀστέων ἡμῶν ἔκδικος»), από την οποία είχε ήδη εμπνευστεί ο Μαρτελάος25 και στην οποία αποκρίνεται ο Σολωμός: «Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά». Ίσως αυτή είναι η μοίρα τέτοιων κειμένων στην ιστορία: εμπνέουν, καθοδηγούν, αλλά μένουν εν τέλει στο περιθώριο και ξεχνιούνται όταν περάσει η επαναστατική φλόγα, για να ξαναφανούν και να αποτελέσουν και πάλι πηγή έμπνευσης πολύ αργότερα και σε νέες συνθήκες (όπως θα συμβεί με τη Νομαρχία στη διάρκεια της δικτατορίας των «συνταγματαρχών», το 1967-197426).
Ίσως η μοίρα της Νομαρχίας να συμβαδίζει με τη μοίρα της Επανάστασης του ’21, με την ίδια τη μοίρα της Ρωμιοσύνης. Θα συνταράξει όλη την Ευρώπη αρχικώς, προκαλώντας το κύμα του φιλελληνισμού, θα επιδιώξει την απελευθέρωση όλων των Βαλκανίων, για να περιοριστεί σταδιακώς στη Νότια Ελλάδα, και θα σωθεί in extremis από τα νύχια του Ιμπραήμ με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου και την επιβολή της ξένης προστασίας. Θα ξεκινήσει με τα ριζοσπαστικότερα Συντάγματα της εποχής, συνέχεια εκείνου του Ρήγα, και θα καταλήξει στην Αντιβασιλεία και τον Όθωνα.
Εν τέλει δε, στις μέρες μας, θα χρησιμοποιηθεί, κατά κόρον, μία πλευρά της και μόνον, εκείνη που στρέφεται κατά της Εκκλησίας, ενώ θα αποσιωπηθεί, σχεδόν παντελώς, η απόρριψη της ξενομανίας και της ξένης προστασίας. Ωστόσο, ο Ανώνυμος δεν υπήρξε μια δυτικομανής καρικατούρα, και παρ’ ότι έχει απανθίσει αναρίθμητα στοιχεία από την πιο προχωρημένη ευρωπαϊκή σκέψη της εποχής του, τις περισσότερες φορές το έχει κάνει με τρόπο δημιουργικό.
Η ιστορική θεμελίωση γίνεται με αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα, όχι στη φωτισμένη Δύση, στην οποία άλλωστε οφείλει την πνευματική του διάπλαση. Το νέο πολίτευμα θα πρέπει να στηριχτεί στις αρχαίες αξίες. Είμαστε μπροστά σε ένα εθνικό κήρυγμα που δεν προσφέρει το όνομά του, αναδεικνύει όμως τις συνεκτικότητές του, τις πιθανές συνεκτικότητες του Γένους που θα αναδυθούν με τη συνειδητοποίηση της ελευθερίας ως προϋπόθεσης της ευδαιμονίας, και με το σύνδρομο της συνειδητοποίησης αυτής, δηλαδή την επανάσταση. Η ελευθερία, συνεπώς, δεν θα δοθεί, αλλά θα κερδηθεί από τα διαφοροποιημένα υποκείμενάτης: παραφράζοντας, η Ελλάδα θα γίνει da se. Κοινός πλέον τόπος και στον Ρήγα και στον Ρωσσοαγγλογάλλο, και στις κατοπινές επαναστατικές εταιρείες27.
Σχετικά με το ίδιο ζήτημα, ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης πραγματοποιεί δύο διαφορετικές αναγνώσεις της Νομαρχίας και της συνάφειάς της με τον Ρήγα και τις αντιλήψεις του. Στη διδακτορική του διατριβή, που υποβλήθηκε το 1978 στο Χάρβαρντ, ενώ μεταφράστηκε στα ελληνικά μεταγενέστερα (εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1996), γράφει για τη σχέση του Ανώνυμου με τον Ρήγα:
Το όραμα της ελευθερίας, ενσαρκωμένο στην επιστροφή της νομαρχίας, αποτελούσε την ενδεδειγμένη κατακλείδα της πολιτειακής θεωρίας του Ανωνύμου. Η κατάκτηση της ελευθερίας, ωστόσο, παρέμενε απλώς μια επιθυμία για το μέλλον, που μόνον η επαναστατική πρακτική μπορούσε να επιτύχει. Τα σημεία των καιρών και η θεώρηση των δυνατοτήτων της ελευθερίας δεν άφηναν καμία αμφιβολία στον νου του ανώνυμου πατριώτη. Το παράδειγμα ενός αδελφού βαλκανικού έθνους, των Σέρβων, έδειχνε καθαρά το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν οι Έλληνες. Η αναβίωση της σπαρτιατικής ανδρείας μεταξύ των Σουλιωτών και των Μανιατών δεν ήταν απλώς πηγή ελπίδας και υπερηφάνειας, αλλά και υπόμνηση των ηθικών υποχρεώσεων του κάθε πατριώτη. Ο δρόμος της επαναστατικής πάλης είχε ήδη χαραχθεί από τον Ρήγα, τον ήρωα που πρώτος πραγμάτωσε την αναγκαία ενότητα της θεωρίας του Διαφωτισμού και της πρακτικής της επανάστασης στην επιδίωξη της ελευθερίας. Το όραμα μιας νεοελληνικής νομαρχίας, που θα καθοδηγούσε τους αγώνες των νεότερων Ελλήνων, ήταν η απάντηση στην πρόσκλησή του και μνημείο στον μαρτυρικό του θάνατο.
Αποκαθιστώντας έτσι ρητά την ιδεολογική του συνάφεια με το έργο του Ρήγα, ο Ανώνυμος ο Έλλην δήλωνε απερίφραστα το περιεχόμενο της πολιτικής του συνείδησης. Η Ελληνική Νομαρχία ανήκε στην παράδοση του ελληνικού πολιτειακού ριζοσπαστισμού, που ξεπήδησε από την υποδοχή των γαλλικών επαναστατικών ιδεών στην ελληνική σκέψη. Ο Ρήγας υπήρξε ο πιο ηρωικός εκπρόσωπος αυτής της παράδοσης του ελληνικού επαναστατικού Διαφωτισμού, ενώ ο Ανώνυμος ο Έλλην της πρόσφερε την πιο περιεκτική θεωρητική της έκφραση28.
Εδώ, πράγματι, φωτίζεται ικανοποιητικά η ιδεολογική ταυτότητα του «Ανώνυμου» και οι πηγές της έμπνευσής του. Η «υποδοχή των γαλλικών επαναστατικών ιδεών στην ελληνική σκέψη», και προ παντός οι Σπαρτιάτες, οι Σουλιώτες, ο Ρήγας. Ωστόσο, στην πιο πρόσφατη αναφορά του στον «Ανώνυμο», το 2006, ο φωτισμός έχει μεταβληθεί ριζικά, ο «Ανώνυμος» επικρίνεται για «ξενοφοβία» (sic) και ο ρεπουμπλικανισμός του έχει μολυνθεί από τον «εθνικισμό»:
Προκειμένου να κινητοποιήσει τον τελευταίο, δηλαδή, τον λαό στο σύνολό του, χρειαζόταν κάτι παραπάνω από την ηθική του ρεπουμπλικανισμού και αυτή την ενίσχυση του συλλογικού συναισθήματος, της ηθικής βούλησης και της ψυχολογικής ισχύος, μπορούσε να την προσφέρει μόνο μια ισχυρή νέα κοινωνική δύναμη που συντηρούσε την εξάπλωση της νεωτερικότητας στην Ευρώπη: ο εθνικισμός. Το πώς πραγματοποιήθηκε αυτή η μετάβαση αποτυπώνεται αρκετά αποκαλυπτικά στις σελίδες της Ελληνικής Νομαρχίας. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη γλώσσα του ρεπουμπλικανισμού προκειμένου ν’ αρθρώσει τα επιχειρήματά του εναντίον της τυραννίας και να εκθειάσει τις αρετές της Νομαρχίας. Αλλά, όταν πρόκειται για τον απελευθερωτικό αγώνα, στρέφεται προς το ηθικό μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδος προκειμένου να τονώσει τη συλλογική υπερηφάνεια και να βρει πρότυπα ηρωισμού. […]
Επί πλέον, ο συγγραφέας καταφεύγει σε μια ξενοφοβική ρητορική εναντίον των Οθωμανών κυρίαρχων, και επικαλείται τις αρετές και την ανωτερότητα της ελληνικής φυλής. […]
Έτσι, η πολυπολιτισμική οπτική της ίδιας του της πηγής έμπνευσης, ο κοσμοπολίτικος ρεπουμπλικανισμός του Ρήγα, έχει χαθεί. Το παράδειγμα των Σέρβων, που εκείνη την εποχή ξεκινούσαν τη δική τους επανάσταση εναντίον των Οθωμανών, αναφέρεται από τον ανώνυμο συγγραφέα ως ένα πρότυπο ενός αγωνιζόμενου γειτονικού λαού, που θα πρέπει οι Έλληνες να μιμηθούν, αλλά οι Σέρβοι δεν προσκαλούνται να συμμετάσχουν σε μια κοινή νομαρχία, όπως είχε κάνει ο Ρήγας στη δική του επαναστατική έκκληση. Η απελευθέρωση υπό τη νομαρχία έγινε, μέσα σε πολύ λίγα χρόνια, ένα ζήτημα αμιγώς εθνικό, το οποίο επιδιώκουν ξέχωρες πολιτισμικές κοινότητες, που ορίζονται από τη γλώσσα τους και επιδιώκουν διακριτά ιστορικά πεπρωμένα. Η ρεπουμπλικανική κληρονομιά παρείχε τη γλώσσα της ελευθερίας και των συλλογικών επιδιώξεων, αλλά, μέσα στο καμίνι της Ναπολεόντειας Ευρώπης, η κοινότητα των πατριωτών είχε ενδυθεί τον χιτώνα του εθνικισμού, ώστε να αποκτήσει τη δυνατότητα να ιππεύσει πάνω στο κύμα του μέλλοντος29.
Ο «πολυπολιτισμικός» Ρήγας διαχωρίζεται από τον ανώνυμο μαθητή του, ο ρεπουμπλικανισμός του οποίου έχει πλέον στιγματιστεί από τον «ξενοφοβικό» εθνικισμό του! Τα δύο αυτά παραθέματα από το έργο του ίδιου συγγραφέα, για το ίδιο ακριβώς ζήτημα, καταδεικνύουν με ενάργεια τον δρόμο που έχει διανύσει τόσο ο ίδιος αλλά και μια ολόκληρη σχολή σκέψης από τη δεκαετία του 1970 μέχρι εκείνη του 2000. Μέσα σε τριάντα χρόνια, ο «ρεπουμπλικανισμός» αποσυνδέθηκε από τον ίδιο τον φορέα του, το… εθνικό κράτος.
Αν, στην πρώτη περίοδο, εκείνη του 1970, θα μπορούσε να προσάψει κανείς, στη σχολή της «νέας ιστορίας» στην Ελλάδα την υποτίμηση του Βυζαντίου και της Ορθοδοξίας και την υπερτίμηση των ταξικών ανταγωνισμών και των δυτικών επιρροών –χαρακτηριστική και της παραδοσιακής αριστερής ιστοριογραφίας, του Γιάννη Κορδάτου και άλλων–, ωστόσο, δεν θα διαπιστώσει ποτέ μια διχοτομία ανάμεσα στον «ρεπουμπλικανισμό» και το εθνικό κίνημα. Ο ρεπουμπλικανισμός αποτελεί την ιδεολογία του μαχόμενου έθνους, στην παράδοση της γαλλικής Επανάστασης.
Η «νέα ιστορία», στη δεκαετία του 1970, εξακολουθεί να κινείται στο εθνικό πεδίο. Έπρεπε να μεσολαβήσει η εποχή της «παγκοσμιοποίησης», η απόρριψη του έθνους-κράτους από τις κυρίαρχες πνευματικές και πολιτικές ελίτ, για να απαξιωθεί η έννοια του έθνους και να αποσυνδεθεί προκρούστεια από τον «ρεπουμπλικανισμό». Ως εάν να ήταν δυνατή η ύπαρξη μια δημοκρατικής πολιτείας χωρίς τον εθνικό πολιτειακό της φορέα! Η ρητή θέση του Κιτρομηλίδη πως ο «εθνικισμός» του «Ανώνυμου» διέστρεψε τον «κοσμοπολίτικο» ρεπουμπλικανισμό του Ρήγα, με την αντιοθωμανική του «ξενοφοβία», οδηγεί αβίαστα σε μία άλλη υπόρρητη: σήμερα, μπορούμε να αποκαθάρουμε αυτό τον αρχέγονο ρεπουμπλικανισμό (sic) από τον επιγενέστερο εθνικισμό και να επιστρέψουμε στο «πολυπολιτισμικό» πρότυπο μιας ρεπουμπλικανικής… Αυτοκρατορίας.
Επί πλέον, ο «Ανώνυμος» δεν ήταν «ξενοφοβικός» μόνο έναντι των Οθωμανών, αλλά, προπαντός, έναντι των Δυτικών – γεγονός που αποσιωπά εντελώς ο Κιτρομηλίδης σε αυτή τη δεύτερη επίσκεψή του στη Νομαρχία. Γι’ αυτό εξάλλου διαστρέφεται συστηματικά ο Ρήγας και μεταβάλλεται, ο πρωτομάστορας της ελληνικής Επανάστασης, σε πολυπολιτισμική καρικατούρα30.
Σημειώνει με οξυδέρκεια ο Ευάγγελος Παπανούτσος, μετά την πρώτη επανέκδοση του Ανωνύμου, το 1948:
Οι σελίδες που αφιερώνει στον τρόπο που δημιουργήθηκαν οι πολιτείες και διαμορφώνονται τα πολιτικά καθεστώτα, στους λόγους που προκαλούν την ακμή και την παρακμή των εθνών, στους σκοπούς της παιδείας, στη θεωρία του χρήματος […] δείχνουν ότι εδώ μας μιλεί ένας άνθρωπος που δεν έχει μόνο από βιβλία αντλήσει τις γνώσεις του αλλά και ο ίδιος με την προσωπική του σκέψη έχει ξεκαθαρίσει και τακτοποιήσει τις ιδέες του. Πρωτότυπες φυσικά δεν είναι. Είναι εκείνες που κυκλοφορούσαν στην εποχή του […]. Αυτός όμως τις έχει προσωπικά αφομοιώσει, και επειδή ξέρει την κατάσταση της χώρας του […] μπορεί και να τις εφαρμόζει με οξύνοια, με δεξιοτεχνία και με θαυμαστή παρρησία31.
Προφανώς, στη Νομαρχία υπάρχουν στοιχεία παράταιρα ή «αχώνευτα», δανεισμένα από την ευρωπαϊκή ιδεολογία και λογιοσύνη [αναφέραμε ήδη τον αντικληρικαλισμό του], που οδηγούν σε αντιφάσεις μεταξύ της γενικής ιδεολογικής τοποθέτησης και της αναφοράς στα καθ’ έκαστα. Ωστόσο, αυτές οι αντιφάσεις δεν αναιρούν το γεγονός πως πρόκειται για την απόπειρα διαμόρφωσης μιας συνθετικής πρότασης, που ήθελε να είναι δημοκρατική, ριζοσπαστική, στην πρωτοπορία της ευρωπαϊκής σκέψης, και ταυτόχρονα εθνικοαπελευθερωτική, ριζωμένη στην ελληνική πραγματικότητα. Και αυτό συμβαίνει με κάθε αυθεντικό επαναστατικό «μανιφέστο».
Εν κατακλείδι, η Νομαρχία αποτελεί το πιο ολοκληρωμένο κείμενο του ελληνικού διαφωτισμού και μάλιστα στην ακρότερη επαναστατική εκδοχή του, που ενέπνευσε τους επιγενέστερους και κατ’ εξοχήν τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας.
1.Παρότι ο συγγραφέας που τόσο επηρέασε τους Έλληνες, ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, δεν συμπεριλαμβάνεται στο κίνημα του Διαφωτισμού, με τη μηχανική και ορθολογική του στενότητα, αλλά αποτελεί μια πρόδρομη ρομαντική εκδοχή στο εσωτερικό του, ωστόσο ανήκει στο κίνημα του διαφωτισμού με την ευρύτερη έννοια του όρου, ιδιαίτερα εκείνη που εξέφραζε τους Έλληνες «διαφωτιστές», οι οποίοι ταύτιζαν τον «διαφωτισμό» με τον «φωτισμό» και κινούνταν μεταξύ ρομαντισμού και διαφωτισμού, και όχι με τις strictο sensu ιδιαίτερες αντιλήψεις του Διαφωτισμού.
2.Το κομμουνιστικό κίνημα και οι ιδέες της οκτωβριανής Επανάστασης θα επεκταθούν σε όλο τον κόσμο έχοντας ως κυριότερο εκπρόσωπο και φορέα τους τη σταλινική Ρωσία, που είχε εξοντώσει το μεγαλύτερο μέρος των πρωτεργατών του Οκτώβρη και εν πολλοίς και το ίδιο του το πνεύμα. Και μήπως το ίδιο δεν είχε συμβεί, mutatis mutandis, με τον χριστιανισμό, που από κίνημα των αποκλήρων μεταβλήθηκε σε κρατική θρησκεία;
3. Για τον Φίλιππο Μπουοναρότι (Πίζα 1761 – Παρίσι 1837), το σημαντικότερο «ιδρυτικό στέλεχος» των Καρμπονάρων, βλ. Elizabeth Εisenstein (1959), The First Professional Revolutionist, Filippo Michele Buonarroti, Harvard University Press, Κέιμπριτζ Μασ. 1959. Για τον «δάσκαλό» του, Γράκχο Μπαμπέφ (1760 – 1797), ηγέτη της «Συνωμοσίας των Ίσων» στη γαλλική Επανάσταση, βλ. το βιβλίο του Μπουναρότι, Philippe Buonarroti, La Conspiration pour l’égalité, dite de Babeuf, Βρυξέλλες 1828, επανέκδ. Les Classiques du peuple, Éditions Sociales, Παρίσι 1957, 2 τ., και Ηλία Έρενμπουργκ, Γράκχος Μπαμπέφ, Ο υπερασπιστής του λαού, Ηριδανός, Αθήνα χχ.
4. Είναι πλέον γνωστό ότι ο Ανδρέας Κάλβος συμμετείχε στο κίνημα των καρμπονάρων. Βλ. σχετικά, Κώστας Πορφύρης, Ο Ανδρέας Κάλβος Καρμπονάρος. Η μυστική δίκη των Καρμπονάρων της Τοσκάνης, Θεμέλιο, Αθήνα 1975, και Αθηνά Γεωργαντά, Τα θαυμάσια νερά, Ανδρέας Κάλβος. Ο ρομαντισμός, ο βυρωνισμός και ο κόσμος των Καρμπονάρων, Ερμής, Αθήνα 2011.
5.Vittorio Alfieri, Ιταλός δραματικός ποιητής, ελληνιστής και θεατρικός συγγραφέας (1749-1803). Έγραψε πάνω από είκοσι τραγωδίες, πολλές από τις οποίες παίχτηκαν και στην Ελλάδα. Οι σπουδαιότερες ήταν οι: Ορέστης, Φίλιππος Β΄, Πολυνείκης, Σαούλ, Αγαμέμνων, Αντιγόνη, Βρούτος κ.ά. Μέσα από το έργο του ξεπηδά η αγάπη για την ελευθερία και το μίσος για τους τυράννους. Ο Αλφιέρι αποτέλεσε και την κυριότερη πηγή της Ελληνικής Νομαρχίας, μετά τους αρχαίους ἑλληνες συγγραφείς.
6. Κ. Θ. Δημαράς, Ο ρωσσαγγλογάλλος. Κριτική έκδοση με προλεγόμενα, Πορεία, Αθήνα 1999.
7. Βλ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης, «Ιδεολογικές συνέπειες της κοινωνικής διαμάχης στη Σμύρνη (1809-1810)», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τ. 3, Αθήνα 1982, όπου παρουσιάζεται στο μεγαλύτερο μέρος του ο λεγόμενος «Λίβελλος κατά των Αρχιερέων». Για το ευρύτερο πλαίσιο των διαμαχών της εποχής, βλ. Γιώργος Kαραμπελιάς, Κοινωνικές συγκρούσεις και Διαφωτισμός στην προεπαναστατική Σμύρνη (1788-1820), Κοραής και Γρηγόριος Ε΄, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2008.
8. Βλ. Μιχαήλ Περδικάρης, Ερμήλος ή Δημοκριθηράκλειτος, Βιέννη 1817 Μ. Περδικάρης, «Ρήγας ή κατά ψευδοφιλελλήνων», επιμ. Λ. Βρανούσης, ΕΜΑ, Ακαδημία Αθηνών, τ. 11 (1961), Αθήνα 1997 Μ. Περδικάρης, Προδιοίκησις εις τον Ερμήλον ή Δημοκριθαράκλειτον, 1817.
9. Χρησιμοποιούμε την τέταρτη αναλυτική έκδοση του Γιώργη Βαλέτα (Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία, ήτοι Λόγος περί ελευθερίας, εκδ. Αποσπερίτης, Αθήνα 1982), η οποία, εκτός από το κείμενο, τους προλόγους και την εισαγωγή του επιμελητή, περιλαμβάνει εκτενή σχόλια (βιβλιογραφικά, κριτικά, ερμηνευτικά, γλωσσικά, ιστορικά), καθώς και δύο σχετικές μελέτες, του Μαρίνου Σιγούρου («Ο Ανώνυμος Έλληνας», σσ. 1-7) και του Νίκου Βέη («Έρευνες και στοχασμοί γύρω στην “Ελληνική Νομαρχία” και τον συγγραφέα της», σσ. 8-41). Στην παράθεση των αποσπασμάτων, εξ αιτίας του μεγάλου πλήθους των, δεν παραπέμπουμε σε σημειώσεις, αλλά σε παρένθεση σημειώνουμε το μέρος και την παράγραφο, όπως αποτυπώνονται στη συγκεκριμένη έκδοση (π.χ. Ε-28), ή, όταν πρόκειται για σημείωση του Ανωνύμου, μετά την παράγραφο, ακολουθεί ο αύξων αριθμός της σημείωσης (π.χ. Δ-3α).
Με την Ελληνική Νομαρχία έχουν ασχοληθεί επίσης ο πρώτος εκδότης της, Ιω. Τωμαδάκης (Βαγιονάκης, Αθήνα 1948, σσ. ζ΄- κβ΄), ο G.P. Henderson [The Revival of Greek Thought 1620-1830, σσ. 159-169, ΝΥ State University of NY Press,, Ώλμπανυ, Νέα Υόρκη 1970, Η αναβίωση του ελληνικού στοχασμού 1620-1830: Η ελληνική φιλοσοφία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μετ. Φ. Κ. Βώρου], ο Τάσος Βουρνάς, που την εξέδωσε το 1982 (Τολίδης), καθώς και δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, άλλοι συγγραφείς. Ανάμεσά τους, ο Παναγιώτης Νούτσος (Ελληνική νομαρχία. Συμβολή στην έρευνα των πηγών της, Δωδώνη 1982), ο Π. Κιτρομηλίδης (ιδιαίτερα στο βιβλίο του Ελληνικός διαφωτισμός, ΜΙΕΤ 1996, σσ. 343-366, και στο Paschalis M. Kitromilides, «From republican patriotism to national sentiment, a reading of hellenic nomarchy», Εuropean journal of political theory, τ. 5, τχ. 1, 2006, σσ. 50-60), ο Σπ. Ασδραχάς («Για την Ελληνική Νομαρχία», περ. Τα Ιστορικά, τχ. 46, Ιούν. 2007), ο Δ. Σωτηρόπουλος («Ελληνική Νομαρχία, Ήτοι λόγος περί του Ριζοσπαστικού Διαφωτισμού. Η Γέννηση της Νεοελληνικής Πολιτικής Σκέψης στις Απαρχές του 19ου Αιώνα», στο Π. Πιζάνιας (επιμ.), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, ένα ευρωπαϊκό γεγονός, Κέδρος, Αθήνα 2009, σσ. 104-118), προφανώς ο Γιάννης Κορδάτος και πολλοί άλλοι.
10. Όντως, ο Ν. Βέης υποστηρίζει πως το κείμενο γράφτηκε από μια ομάδα συγγραφέων, δηλαδή μια «οργάνωση», της οποίας αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο το «μανιφέστο». [Νίκος Βέης, «Έρευνες και Στοχασμοί γύρω στην “Ελληνική Νομαρχία” και τον συγγραφέα της», στο Ανωνύμου, ό.π., σσ. 38-39.]
11. «Εἰς τὸν τύμβον τοῦ Μεγάλου καὶ Ἀειμνήστου Ἕλληνος Ρίγα, τοῦ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς Ἑλλάδος ἐσφαγιασθέντος, χάριν εὐγνωμοσύνης ὁ συγγραφεὺς τὸ πονημάτιον τόδε ὡς δῶρον ἀνατίθησι» (προοίμιον).
12. Μοντεσκιέ, Το πνεύμα των νόμων, Γνώση, Αθήνα 2006, μετ. Κωστής Παπαγιώργης – Παναγιώτης Κονδύλης.
13. Ο Γ. Βαλέτας παρουσιάζει αναλυτικά τα δάνεια του Ανωνύμου από τον Ρουσώ, καθώς και από τον Μοντεσκιέ και τον Αλφιέρι. [Βλ. Ανωνύμου, ό.π., τα σχόλια του Γ. Βαλέτα, στο «Ξένα, Αναθυμήματα», σσ. 364-384 Μοντεσκιέ, σσ. 365-369, Ρουσώ, 369-371, Αλφιέρι 371-378, Βεκκαρίας, 378-379, και οι περιηγητές Choisseul Gouffier, William Eton, Sonnini, 379-384.]
14. Ο Gabriel Bonnot de Mably (1709–1785) και ο Étienne-Gabriel Morelly (1717–;) ήταν Γάλλοι φιλόσοφοι που κατατάσσονται στη «ριζοσπαστική» πτέρυγα του διαφωτισμού, μαζί με τον Ρουσώ, τον οποίο και υπερακοντίζουν, προτείνοντας μια μορφή κοινοκτημοσύνης. Ο Μαμπλύ ήταν γνωστός συγγραφέας και το εκδοθέν, το 1789, μετά θάνατον, έργο του, Περί δικαιωμάτων και καθηκόντων του πολίτη, προκάλεσε ένα εκδοτικό και πολιτικό «σκάνδαλο» στο επαναστατημένο Παρίσι, ενώ συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της ιδεολογίας και των κατευθύνσεων της Επανάστασης. Ο Κώδικας της Φύσης του Μορελλύ, που κυκλοφόρησε το 1755, υπήρξε αντίθετα το μόνο γνωστό βιβλίο του συγγραφέα.
15. Το έργο του Μαμπλύ, Βασιλειάδα, είχε ήδη μεταφραστεί στα ιταλικά από το 1753, ενώ ο Κώδικας της Φύσης του Μορελλύ από το 1755. [Βλ. Χρ. Ευελπίδης, Ουτοπίες και πραγματικότητες, Αθήνα 1945.]
16. Οἱ ἱερεῖς, ἀγαπητοί μου, φυλάττοντες ἕνα σκοπὸν καθόλου διάφορον, ἀπὸ τοὺς λοιποὺς συμπολίτας, πάντοτε ἐπροσπάθησαν, μὲ τὸ μέσον τῆς θεότητος, νὰ καταδυναστεύσουν τοὺς συμπολίτας των, καθὼς μέχρι τῆς σήμερον, μὲ τὴν ἀμάθειαν καὶ κακομάθησιν ἐπέτυχον τοῦ σκοποῦ των. Αὐτοί, καλύπτοντες μὲ τίτλον ἁγιότητος τὰ πλέον φανερὰ ψεύματα, ἐγέμισαν τοὺς ἀδυνάτους νόας τοῦ λαοῦ ἀπὸ μίαν τοσαύτην δεισιδαιμονίαν, ὥστε ὁπού, ἀντὶ νὰ ὀνομάσουν ψεῦμα τὸ ἀδύνατον, τὸ ὀνομάζουν ἅγιον (Β-18).
17. Δημήτριος Καταρτζής, Δοκίμια, επιμ. Κ. Θ. Δημαράς, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1974, σελ. 43-47, απόσπασμα από το: «Συμβουλὴ στοὺς νέους πὼς νὰ ὠφελιοῦνται καὶ νὰ μὴ βλάπτουνται ἀπτὰ βιβλία τὰ φράγκικα καὶ τὰ τούρκικα καὶ ποιὰ νὰ ’ναι ἡ καθ’ αὐτὸ τους σπουδή». Εμφανής η αναφορά στην παρόμοιου χαρακτήρα προτροπή του Μ. Βασιλείου προς τους νέους «ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων».
18. Δημήτριος Καταρτζής, Δοκίμια, ό.π., σ. 43-47.
19. Σπύρος Ι. Ασδραχάς, «Για την Ελληνική Νομαρχία», Τα Ιστορικά, τχ. 46, Ιούνιος 2007, Μέλισσα & Μουσείο Μπενάκη, σσ. 9-10.
20. Σπύρος Ι. Ασδραχάς, ὀ.π., σσ. 8-9.
21. Η διάσωση τουλάχιστον 15 αντιτύπων της «Νομαρχίας», σε αντίθεση με άλλα κείμενα της περιόδου –από την Αδελφική Διδασκαλία του Κοραή σώζονται μόνον πέντε ή από την Ιστορία Πάργας και Σουλίου του Περραιβού τρία– καταδεικνύει τη σημαντική διάδοση του βιβλίου. Βλ. Ελληνική Νομαρχία, ό.π., Γ. Βαλέτας, «Υπομνήματα Βιβλιογραφικά», σ. 239.
22. Βλέπε τη σχετική λεπτομερειακή καταγραφή στο βιβλίο του Κ. Παπαχρίστου, Ποιος έγραψε την ελληνική Νομαρχία, εκδ. Εστία, Αθήνα 1987. Σημειωτέον ότι ο ίδιος ο Κ. Παπαχρίστος υποστηρίζει την «εκδοχή Καλαρά».
23. Ο Α.Π. Βρεττός, ο πρώτος που αναφέρει την ύπαρξη της Νομαρχίας στη Νεοελληνική φιλολογία, [Μέρος Β΄, Αθήνα 1857, σ. 141], αναφέρει ως συγγραφέα τον Σπ. Σπάχο.
24. Ἀνδρέα Κάλβου, Ὠδαί, Κριτικὴ Ἔκδοση Filippo Maria Pontani, Ἴκαρος, Αθήνα 1988, σσ. 134-135.
25. Βλέπε τον Θούριο του Μαρτελάου: «Ὅθεν εἶσθε τῶν Ἑλλήνων / παλαιὰ ἀνδρειωμένα, /κόκκαλα ἐσκορπισμένα, /τώρα λάβετε πνοήν». Γ.Θ. Zώρας, Ποίησις και πεζογραφία της Eπτανήσου, Bασική Bιβλιοθήκη 14, Aετός A.E. 1953.
26. Πράγματι, το 1973, θα εκδοθεί από τις εκδόσεις «Κάλβος» και θα μεταβληθεί σε σάλπισμα κατά της τυραννίας των συνταγματαρχών.
27. Σπ. Ι. Ασδραχάς, ό.π., σσ. 8-9.
28. Π. Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21999, σσ. 365-366.
29. Paschalis M. Kitromilides. «From republican…», ό.π., σσ. 57-58.
30. Βλέπε διεξοδικά στο βιβλίο μου, Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα Βελεστινλή, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2011.
31. Ε. Π. Παπανούτσος, «Νόμος και Ελευθερία», εφ. Το Βήμα, 25-11ου – 1948.
2 ΣΧΟΛΙΑ
ΚΑΛΗΜΕΡΑ
ΠΟΛΛΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΔΕΝ ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΔΙΟΤΙ ΕΧΟΥΝ ΚΕΝΑ ΤΕΤΡΑΓΩΝΑ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
Φραγκλίνος.ν.π
Σήμερα είναι η ημέρα για την ” ηλεκτρονική περιήγηση ” και είμαι πολύ χαρούμενος που βρέθηκα στην συγκεκριμένη Ιστοσελίδα ….( διακόπτοντας το διάβασμα του 90/12/1/2013 φύλλου της εφ. ΡΗΞΗ ).
Διαβάζοντας και τα όσα γράφονται στο περιοδικό ΕΡΜΗΣ Ο ΛΟΓΙΟΣ , η σκέψη μου γύρισε πολλά χρόνια πίσω -όταν νεώτερος μελετούσα το περιοδικό ΤΕΤΡΑΔΙΑ ή και το ΑΝΤΙ του αείμνηστου ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗ…
Με την πρώτη ευκαιρία θα πρέπει να περάσω από το Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο και για κάποια βιβλία.
Λυπάμαι , τους νέους αλλά και τα παιδιά μου που δεν έχουν χρόνο να μελετήσουν όλα τα θέματα , τα οποία αναλύετε ή δεν έχουν την δυνατότητα ( για οποιαδήποτε αιτία )να παρακολουθήσουν την συγγραφικό έργο όλων σας και ιδιαίτερα του Γ.Κ
Το ΑΡΔΗΝ , τους είναι προσιτό – αλλά και αυτό στο μέτρο του του διαθέσιμου χρόνου τους.
Ευχαριστώ
φ.ν.π 30/1/2013