του Γ. Μπαλόγλου, από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006
Κτενίζουσιν, παστρεύουσιν καὶ ὁμαλίζουσίν με
καὶ ὥσπερ τάς γυναῖκας των, οὕτως με ἀγαποῦσιν.
Τα λόγια αυτά του παραχαϊδεμένου αλόγου (στίχοι 766-767) είναι από τα πιο ερωτικά στο κατά τ’ άλλα αθυρόστομο και ανατρεπτικό ποίημα του ύστερου 14ου αιώνα που μας είναι γνωστό ως «Παιδιόφραστος Διήγησις τῶν Ζῴων τῶν Τετραπόδων». είναι επίσης τα μόνα που αναφέρονται –παρά τις εκτενέστατες αναφορές σε θέματα καθημερινού βίου– στην οικογενειακή ζωή ή έστω στην αναπαραγωγή, αν εξαιρέσει κανείς την όχι και τόσο στοργική αναφορά του λύκου «μικρὰ πουλάρια τὰ κάμνουν οἱ φοράδες» (819) ή τον καθαρά λογοπαιγνικό χαρακτηρισμό του λεοντόπαρδου από τον πάρδο (867) ως ζώου «πορνικοῦ» και «κοπελοαναθρεμμένου».
Βεβαίως δεν λείπουν οι αναφορές στη γυναικεία (και όχι μόνο) φιλαρέσκεια, καθώς ο ελέφαντας δεν αγνοεί τις διάφορες χρήσεις του ελεφαντοστού, όπως σε χτένια «σμαραγδοπλουμισμένα» (926), που χρησιμοποιούν οι «γέροντες καὶ νέοι» άρχοντες (927), ή σε πλαίσια καθρεπτών (928-929):
Ἀλλ’ ἔχουσιν καὶ κάτοπτρα
τὰ λέγουσιν καθρέπτες
καὶ βλέπουσιν τὸ σκίος τους αἱ νέες κορασίδες
Αλλά και ο λαγός δεν διστάζει, παινεύοντας τις χρήσεις του δέρματός του (300-309), να αναφερθεί στα εσώρρουχα («μέσα ἐνδύματα»), που ως φαίνεται φορούσαν «διά τὴν πρεποσύνην» οι καλοντυμένες Βυζαντινές. μας δίνει επίσης ο λαγός μία μάλλον διαχρονική εικόνα κοσμικής ζωής:
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρχόντισσες οἱ μεγαλομανδοῦσες,
ὁπού ’χουν τάς μακρὰς οὐρὰς καὶ σύρνουν τὰς ὀπίσω
Αν δεν μας ξαφνιάζει η ταύτιση επίσημου βραδινού φορέματος και μακριάς ουράς, ίσως μας συγκινήσει η θεώρηση της κοντής ουράς ως ηθικού ισοδύναμου της μίνι φούστας. Αυτό συμβαίνει και όταν ο όχι και τόσο μακρόουρος χοίρος απευθύνεται στο ελάφι (355-356):
Τὴν κολοβήν σου τὴν οὐρὰν ἀείποτε σηκώνεις
καὶ φαίνεται ὁ κῶλός σου καὶ πάντες σὲ γελοῦσιν
… αλλά και, ακόμη χειρότερα, όταν η όχι και τόσο μακρόουρη προβατίνα επιτίθεται στην κατσίκα, που τόσο την εκθέτει τέλος πάντων (466-467):
ἐσένα τί σὲ ἤθελα νὰ εἶσαι εἰς ἐντροπήν μου,
διὰ νὰ σηκώνεις τὴν οὐράν, νὰ δείχνεις
τὸ μουνίν σου
Στον αμέσως επόμενο στίχο (468) η προβατίνα αποκαλεί την κατσίκα όχι μόνο «στραβοκερέα» και «πετροφαγωμένη» μα και «βυζού»: το μέγεθος του στήθους αποτελούσε και τότε αντικείμενο αισθητικής αντιπαράθεσης…
Αν ο ανώνυμος συγγραφέας δείχνει, έστω και πλάγια, να μην εκτιμά και τόσο το μεγάλο στήθος, δεν φαίνεται να έχει ανάλογες επιφυλάξεις για το μέγεθος μιας άλλης ερωτικής παραμέτρου: μιλώντας ο ίδιος πλέον και παρουσιάζοντας τους επιβλητικούς πρέσβεις που τα υποτιθέμενα αδύναμα –αλλά τελικώς και απροόπτως νικηφόρα- φυτοφάγα ζώα έστειλαν στα σαρκοφάγα, γράφει (81-82) για
τὸ ἄλογον τὸ φοβερόν, τὸν θρόνον
τῶν ἀνθρώπων,
καὶ ὄνον μεγαλόψωλον καὶ μεγαλοαρχιδᾶτον
Αυτόν τον θαυμασμό τον πληρώνει πολύ ακριβά ο ατυχής όνος: πολύ αργότερα, και αμέσως μετά μία έκρηξη αυτοθαυμασμού, όπου καταλήγει να συγκρίνει το «μεγαλοματζούκατον» και «πουθωνοκεφαλᾶτον» «νεῦρον» του με δυτικής τεχνοτροπίας καλτσιέρα (654-655):
Καὶ ὅταν εἰς οἰκτρὸν κινηθῇ καὶ πυρωθῇ
ὀλίγον,
ὁμοιάζει τὸ κεφάλιν του φράγκικον
καλτζαπόλιν
…δέχεται βιαιότατη επίθεση από τον πάλαι ποτέ συμπρέσβη του ίππο, ο οποίος δεν διστάζει να παραθέσει εκτενώς ακόμη και έναν μύθο του Αισώπου για να τον καταρρακώσει και να τον απομακρύνει από το βήμα!
Σ’ αυτό το ποίημα, που συχνά δίνει την εντύπωση πως τίποτα δεν είναι τυχαίο, πώς οδηγήθηκε ο όνος σε τόσο απρεπή ερωτική περιαυτολογία; Ο υπεύθυνος δεν είναι άλλος από το βόδι, το οποίο, αφού παρέθεσε πλήθος χρήσεων κέρατος, δέρματος, ουράς, και «νεύρων» (τενόντων) απαντώντας στο νεροβούβαλο, έκρινε σκόπιμο να αναφερθεί και στο «μακρὺν καὶ πυρωδᾶτον», και βεβαίως πρώτη ύλη για την ως πρόσφατα θρυλική βοϊδόπουτσα ή, επί το ευπρεπέστερον, βούνευρον, τον πρόδρομο του ξενόφερτου γκλομπ:
ὅπου τὸ ἔχουν οἱ κριταὶ καὶ μαγκλαβοκοποῦσιν
τοὺς κλέπτας καὶ τοὺς ὑβριστὰς καὶ πάντας
κακεργάτας
Γνωρίζει βεβαίως ο βους (631-634) πως, αν τύχει ν’ ακούσουν αυτά τα πράγματα τα «γύναια», μπορεί και να χασκογελάσουν («νὰ γελάσουσιν καὶ νὰ ἐμνοκτευθοῦσιν»). όχι μόνον γυναίκες, και όχι μόνον σ’ αυτό το σημείο του ποιήματος– ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε. υποτίθεται άλλωστε πως ἐφράσθη (γράφτηκε) «χάριν παιδιᾶς» (για πλάκα), εξ ου και ο μοναδικός στην ελληνική όρος «παιδιόφραστος».
Ερωτική πολύ μπορεί να μην είναι, αλλά σίγουρα έχει τους θαυμαστές της η «Παιδιόφραστος» –όπως στοργικά την αποκαλούν οι φιλόλογοι–, που είναι τελικά ένα αναπάντεχα σύγχρονο (κατά το πνεύμα μάλλον παρά κατά το γράμμα) ποίημα. ίσως να είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη ερωτισμού, μαζί με την έλλειψη θρησκευτικότητας και ιστορικότητας, που την καταδίκασε στην εκτός βενετσιάνικων τυπογραφείων αφάνεια ώς τις μέρες μας –μια αφάνεια από την οποία το άρθρο αυτό ίσως τη βοηθήσει κάπως να βγει, ας ελπίσουμε!
- Το ποίημα «Διήγησις Παιδιόφραστος τῶν Ζῴων τῶν Τετραπόδων» αποτελεί πόνημα αγνώστου δημιουργού του 14ου αιώνα. Σατιρικό, πραγματεύεται μιαν ενδεχομένως αλληγορική διαμάχη φυτοφάγων και σαρκοφάγων ζώων, με πάμπολλες ενδοπαραταξιακές αψιμαχίες. Ευρίσκεται υπό έκδοσιν από τον καθ. Μανόλη Παπαθωμόπουλο. Η εξαιρετική του αθυροστομία εξηγείται εν μέρει από το ότι αναφέρεται σε ζώα και επομένως γινόταν πιο εύκολα αποδεκτή κοινωνικά.
- ** Ο Γιώργος Μπαλόγλου είναι καθηγητής Μαθηματικών στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (Oswego). Μαζί με το Νίκο Νικολάου, ερευνητή Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, έκαναν την πρώτη μετάφραση του ποιήματος «Διήγησις Παιδιόφραστος τῶν Ζῴων τῶν Τετραπόδων» στην αγγλική. Το δίγλωσσο (περιλαμβάνει το πρωτότυπο και την αγγλική απόδοση) βιβλίο τους κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Columbia University Press.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΕΔΩ
HANS EIDENEIER (επιμ.)
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΖΩΩΝ (Διήγησις των Τετραπόδων Ζώων, Πουλολόγος)
Διήγησις των Τετραπόδων Ζώων & Πουλολόγος. Κριτική έκδοση