Αρχική » Η επαναστατική «οργάνωση» του Ρήγα Βελεστινλή – Οι σύντροφοί του (Α΄ μέρος)

Η επαναστατική «οργάνωση» του Ρήγα Βελεστινλή – Οι σύντροφοί του (Α΄ μέρος)

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γιώργου Καραμπελιά

Απόσπασμα από το βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα Βελεστινλή, “κόψε το ρόδο πριν μαραθεί” (σσ.143-149), Εναλλακτικές Εκδόσεις.

Κατά την περίοδο 1788-1792, το επίκεντρο των επαναστατικών κινήσεων, στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, βρισκόταν στο Σούλι, τη Μάνη ή το Αρχιπέλαγος, με τον Λάμπρο Κατσώνη, ενώ, στη Βιέννη, είχε αρχίσει να λειτουργεί απλώς ένα κέντρο «προπαγάνδας» και επαναστατικών ζυμώσεων, γύρω από την Εφημερίδα και τις εκδόσεις βιβλίων από τον Ψαλίδα, τον Καρατζά, τους Πούλιους, τον Ρήγα… Οι «άνθρωποι των όπλων» έχουν την απόλυτη προτεραιότητα, μετέχοντας στον ρωσοτουρκικό πόλεμο, ή χρησιμοποιώντας τον[1].

Στη δεύτερη περίοδο, εκείνη του 1797, όταν κορυφώνεται η δραστηριότητα του Ρήγα, πραγματοποιείται ένα αποφασιστικό ιδεολογικό και οργανωτικό βήμα: η εμφάνιση της «επαναστατικής πρωτοπορίας» ή, τουλάχιστον, οι προσπάθειες για τη συγκρότησή της. Άσχετα με το εάν αυτή είχε ήδη λάβει ολοκληρωμένη οργανωτική μορφή ή βρισκόταν ακόμα σε αρχικό στάδιο διαμόρφωσης –κατ’ εξοχήν ιδεολογικού χαρακτήρα–, το κέντρο βάρους της επαναστατικής απόπειρας περνά στα χέρια «λογίων», εμπόρων, εκδοτών. Δηλαδή, σε αντίθεση με τα Ορλωφικά ή τις κινήσεις του Κατσώνη, οι επαναστατικές προσπάθειες μπαίνουν σε μία νέα ιστορική φάση, κατά την οποία οι Έλληνες αποπειρώνται τη διαμόρφωση ενός αυτόνομου επαναστατικού κέντρου που θα ξεκινήσει από την ιδεολογική συγκρότηση –Σύνταγμα, Θούριος, Επαναστατική Προκήρυξη–, θα προχωρήσει σε οργανωτικά μέτρα, με ένα επαναστατικό δίκτυο σε όλη την επικράτεια, και θα καταλήξει σε ανάπτυξη ένοπλων επαναστατικών κινήσεων με αφετηρία τη Μάνη και το Σούλι. Επρόκειτο για μια αποφασιστική στιγμή στην πορεία προς την Επανάσταση του ’21, τη στιγμή της συγκρότησης της οργανωμένης «πρωτοπορίας», η οποία θα λάβει την ολοκληρωμένη μορφή της με τη «Φιλική Εταιρεία». Ο Ρήγας και οι σύντροφοί του θα εγκαινιάσουν αυτή τη νέα ιστορική φάση, αρχίζοντας από την ιδεολογική και οργανωτική προετοιμασία. Και άσχετα από το εάν είχαν ή όχι συγκροτήσει μια παράνομη οργάνωση, ζήτημα για το οποίοι ερίζουν από παλιά οι ιστορικοί, και στο οποίο δεν θέλω να εισέλθω εδώ, ήδη κινούνταν πέραν της νομιμότητας των Αψβούργων: παράνομη εκτύπωση των επαναστατικών κειμένων, πολλαπλές μυστικές επαφές με συντρόφους, ή απλώς ανταποκριτές και συμπαθούντες, εκτός Βιέννης, απόπειρες επαφών με τον Βοναπάρτη, εκτύπωση του Στρατιωτικού Εγκολπίου.

Η συμβολή της γαλλικής Επανάστασης υπήρξε ουσιώδης. Το πρότυπο της σύγχρονης ιδεολογικής και πολιτικής «πρωτοπορίας» διαμορφώνεται στη Γαλλία, με τις λέσχες των Ιακωβίνων και των Κορδελιέρων, με την οργάνωση μυστικών «εταιρειών», όπως εκείνης των «΄Ισων» του Γράκχου Μπαμπέφ, και εξαπλώνεται σταδιακώς σε όλη την Ευρώπη, με περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένη μορφή. Και μπορεί οι οργανώσεις αυτές να «δανείζονται» οργανωτικά και συνωμοτικά στοιχεία από τις παλαιότερες μυστικές οργανώσεις και εταιρείες, όπως οι Τέκτονες, αλλά, επειδή εισάγουν το στοιχείο της ιδεολογικής συγκρότησης και των επαναστατικών στόχων, συνιστούν ένα ουσιωδώς νεοφανές ιστορικό φαινόμενο: με αφετηρία τη γαλλική Επανάσταση, διαμορφώνεται η έννοια της «επαναστατικής πρωτοπορίας».

Γι’ αυτό και είναι εντελώς σφαλερή η θεώρηση που αντιμετωπίζει τον Βελεστινλή ξεκομμένο από τους συντρόφους του. Ο Ρήγας πρέπει να ιδωθεί ως μέρος –και ηγέτης, αλλά πάντα μέρος– μιας ευρύτερης επαναστατικής κίνησης. Μιας κίνησης που, εκτός από τον ίδιο, συμπεριλάμβανε αξιοσημείωτες προσωπικότητες οι οποίες, παρά το νεαρό της ηλικίας τους, στην πλειοψηφία τους είχαν ήδη αναπτύξει σημαντική δράση – ορισμένοι, δε, θα αναπτύξουν ακόμα μεγαλύτερη στη συνέχεια. Και είναι βέβαιο πως, αν κάποιοι από αυτούς δεν έπεφταν κάτω από το μαχαίρι του Τούρκου δημίου ή δεν καταδιώκονταν απηνώς από τις αυστριακές υπηρεσίες και την αστυνομία, η γενικότερη συμβολή τους θα ήταν πολύ πιο σημαντική. 

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η παλαιότερη υποτίμηση της σημασίας και του ρόλου της Εφημερίδος των αδελφών Πούλιου. Και όμως, επρόκειτο για το μοναδικό, σε ολόκληρο τον ελληνισμό εκείνης της εποχής, δημοσιογραφικό όργανο, που θα μπει ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του επαναστατικού οράματος του Βελεστινλή – τουλάχιστον κατά την τελευταία περίοδο της δράσης του. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να παραθεωρείται η σημασία των ανθρώπων που την εξέδιδαν, δύο φορές την εβδομάδα, και προφανώς έγραφαν και τα κείμενά της κατά το μεγαλύτερο μέρος; Ακόμα περισσότερο, πώς μπορεί να υποτιμάται ο ρόλος του μοναδικού «συλλογικού οργανωτή» –για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση κάποιου που γνώριζε από οργανώσεις και επαναστάσεις, δηλαδή… του Λένιν– που διέθετε τότε ο σύμπας ελληνισμός; Σήμερα πλέον, μετά τη μνημειώδη εργασία του Λέανδρου Βρανούση, που παρουσίασε και σχολίασε διεξοδικά, σε επτά ογκώδεις τόμους, το σώμα των εφημερίδων[2] –των πέντε από τα επτά έτη, που σώθηκαν–, καθώς και τις συναφείς εργασίες του ιδίου, του Γεωργίου Λαΐου[3] και άλλων, έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του έργου τους. Εν τούτοις, αυτό δεν έχει ακόμα ενταχθεί πλήρως, όπως θα όφειλε, στο συνολικό πλαίσιο της δράσης του Ρήγα αντιθέτως, η εξουσία των Αψβούργων προσέδωσε την ύψιστη σημασία στη σύλληψή τους. Η εξουδετέρωση μιας ομάδας Ελλήνων με επαναστατικές προθέσεις –τουλάχιστον– η οποία διέθετε τυπογραφείο μέσα στη Βιέννη, όπου τύπωνε τα κείμενά της, καθώς και μία εφημερίδα άμεσα συνδεδεμένη με αυτή, δεν αποτελούσε κάτι το αμελητέο, γι’ αυτό και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας επιστατούσε στις ανακρίσεις.

Οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου δέχονταν πιέσεις από τις αυστριακές αρχές να μην αρθρογραφούν κατά της οθωμανικής Αυτοκρατορίας μάλιστα, βρέθηκε έγγραφο του Μεγάλου Δραγουμάνου της Υψηλής Πύλης, Κωνσταντίνου Υψηλάντη, ο οποίος ζητούσε από τον πρέσβη της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη τη διακοπή της κυκλοφορίας της Εφημερίδος, ενώ βέβαια και ο Χέρμπερτ–Ράτκηλ, σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του 1797 και κατ’ εξοχήν μετά το καλοκαίρι, έκανε τα αδύνατα δυνατά για να επιτύχει την απαγόρευσή της με διαρκείς παρεμβάσεις και αναφορές. Ωστόσο, η Εφημερίδα όχι μόνο δεν μετέβαλε την αρθρογραφία της αλλά, όπως είδαμε, έγινε ανοικτά «ανατρεπτική». Τελικά, η επιθυμία του Ράτκηλ θα εκπληρωθεί όχι βέβαια ως συνέπεια των αναφορών του αλλά εξ αιτίας της σύλληψης της οργάνωσης, που σήμανε και το οριστικό κλείσιμό της[4]. Και έτσι, στις 2 Φεβρουαρίου του 1798, ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών θα μπορέσει να αναγγείλει στον πρέσβη του, στην Πόλη, πως «απαγορεύτηκε από τις αρχές η έκδοση αυτής της ελληνικής εφημερίδας και έτσι εκπληρώθηκε και σε αυτό το σημείο η επιθυμία, που συχνά είχε διατυπωθεί εκ μέρους της Υψηλής Πόρτας»[5].

Οι αδελφοί, Πούλιος ή Πούμπλιος και Γεώργιος, Μαρκίδες (δηλαδή γιοι του Μάρκου) Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Δυτικής Μακεδονίας, μεγάλωσαν στη Βιέννη όπου είχε εγκατασταθεί ο πατέρας τους, από το 1776. Οι δύο αδελφοί, από το 1790, στράφηκαν στην έκδοση βιβλίων και εργάστηκαν στο τυπογραφείο του Ιωσήφ Μπαουμάιστερ, το οποίο ανέλαβαν εξ ολοκλήρου από το 1792 έως τα τέλη του 1797. Το 1790, εξέδωσαν την Εφημερίδα, ενώ, στο τυπογραφείο τους, όπως είδαμε, τυπώθηκαν πολλά ελληνικά βιβλία. Το πατάρι του τυπογραφείου ήταν ο χώρος όπου ο Ρήγας, μαζί με τους συντρόφους του, συζητούσαν και παθιάζονταν, στην πρώτη περίοδο, με τις νίκες των ιμπερατόρων κατά της Τουρκίας και, στη δεύτερη περίοδο, με την «επικείμενη» εισβολή του Ναπολέοντα στην οθωμανική Αυτοκρατορία. Εδώ, και στην εμπορική επιχείρηση του Αργέντη, ετοίμαζαν τα επανα­στατικά τους σχέδια.

Η κυκλοφορία της Εφημερίδος διακόπηκε πράγματι από τις αυστριακές αρχές, δύο ημέρες μετά τη σύλληψη του Ρήγα Φεραίου, στις 14 Δεκεμβρίου (με το παλιό ημερολόγιο), και ο Γεώργιος, που ήταν ο διαχειριστής της, συνελήφθη, ανακρίθηκε από τις αυστριακές αρχές, φυλακίστηκε για 4 μήνες και εξορίστηκε μαζί με τους επίσης συνεργάτες του Ρήγα, Γεώργιο Θεοχάρη και τον Σιατιστινό, Κωνσταντίνο Δούκα. Τότε, έκλεισε και το τυπογραφείο.

Ο Γεώργιος (1764-1830) εκδιώχθηκε και από τη Λειψία όπου είχε καταφύγει, μετέβη στη Φρανκφούρτη και από εκεί στην Αγκώνα, όπου συνεργάστηκε με τους Γάλλους. Εν συνεχεία, κατοίκησε στη Φιρτ της Γερμανίας και το 1814 εγκαταστάθηκε στη γειτονική Νυρεμβέργη, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του, το 1830, ως έμπορος ανατολικών ειδών, ενώ, από τα κατάστιχα του φιλελληνικού Συλλόγου «Γκριχενφεράιν» της Νυρεμβέργης, προκύπτει ότι, το 1826, είχε συνεισφέρει, για τους αγωνιζόμενους Έλληνες, 27 χρυσά φλορίνια. 

Ο μάλλον μεγαλύτερος αδελφός του, Πούλιoς ή Πούμπλιος Μ. Πούλιος, βρισκόταν στη Μολδοβλαχία για διανομή βιβλίων όταν αποκαλύφθηκε η οργάνωση. Ο Πούλιος είχε μεταβεί στο Βουκουρέστι από τις 28 Δεκεμβρίου 1796, όπου το αυστριακό προξενείο του πάντα άγρυπνου προξένου Μερκέλιους, με αναφορά του, στις 3 Φεβρουαρίου 1797, πληροφορούσε τον υπουργό Εξωτερικών της Αυστρίας ότι προέβαινε σε πώληση «λίαν επικινδύνων» γαλλικών βιβλίων. Ο Μερκέλιους τον κατήγγειλε στον ηγεμόνα Αλέξανδρο Υψηλάντη και τα βιβλία κατασχέθηκαν! Ο Πούλιος εγκαταλείπει ξαφνικά το Βουκουρέστι για το Ιάσιο, όπου ο Μερκέλιους, «καλά πληροφορημένος ή υπερβολικά καχύποπτος», συνεχίζει να τον παρακολουθεί, διότι «έχει σχηματίσει τη γνώμη ότι ο περιοδεύων αυτός  βιβλιοπώλης… δεν είχε έρθει στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες με καλές προθέσεις»[6]. Ο Πούλιος κατέφυγε εν συνεχεία στη Βενετία όπου χρησιμοποιούσε το όνομα Πούμπλιος Μάρκου Βουκολίδης.

Ευστράτιος Αργέντης, πηγή

Ο Ευστράτιος Αργέντης[7], μεγαλέμπορος και γόνος μεγάλης χιώτικης οικογένειας, βασικός χρηματοδότης του Ρήγα, μετείχε ενεργά στην επαναστατική του κίνηση ενώ είχε προκαταβάλει 1100 φλορίνια για την έκδοση του Ανάχαρση και των Χαρτών. Ο εμπορικός οίκος του λειτουργούσε ως το στρατηγείο του επαναστατικού κύκλου, διοχέτευε βιβλία του Ρήγα για κυκλοφορία και πώληση, ενώ από εκεί στάλθηκαν και τα κιβώτια στον ανταποκριτή του, Αντώνιο Νιώτη, στην Τεργέστη. Ο Αργέντης είχε αποστείλει στη Σμύρνη 50 αντίτυπα των δύο εκδοθέντων τόμων του Ανάχαρση, καθώς και αντίτυπα της Επαναστατικής Προκήρυξης, ενώ διευκόλυνε την αποστολή του Μαυρογένη στο Παρίσι. Στην επιχείρησή του, εξ άλλου, εργάζονταν ο Φίλιππος Πέτροβιτς, ο Παναγιώτης Εμμανουήλ, καθώς και οι Άμοιρος και Μασούτης, που συνελήφθησαν αρχικά αλλά μετατράπηκαν σε πληροφοριοδότες των Αυστριακών[8].

Ο Αντώνης Κορωνιός (1770-1798) έμεινε γνωστός περισσότερο ως ο δεύτερος Χιώτης έμπορος μετά τον Αργέντη που μαρτύρησε μαζί με τον Ρήγα, ενώ είχε αναλάβει και τις επαφές με τους Γάλλους και τον Ναπολέοντα και υπήρξε πιθανότατα ο στενότερος σύντροφος εν όπλοις του Ρήγα. Όμως, εκτός από την επαναστατική του δράση, κατά τη σύντομη ζωή του, είχε έντονη φιλολογική δραστηριότητα και πρόλαβε να μεταφράσει ή να εκδώσει αρκετά έργα. Το 1794, τυπώνεται Ἡ ψυχολογία πρὸς χρῆσιν τῶν παίδων, μετάφραση από γερμανικό πρωτότυπο του Γερμανού παιδαγωγού Κάμπη (Joachim Heinrich Campe), ενώ υπάρχουν πληροφορίες πως μετέφρασε και άλλο έργο του ιδίου, καθώς και το Πε­ρὶ παί­δων Ἀ­γω­γῆς («Ἐκ τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς εἰς τὴν ἡ­με­τέ­ραν ἁ­πλῆν δι­ά­λε­κτον») του Πλουτάρχου[9] τέλος, το 1796, είχε εκδώσει τη Γαλάτεια του Φλοριάν (Jean Pierre Claris de Florian, Galatée). Ο Κορωνιός δεν μετέφρασε απλώς το έργο του Φλοριάν αλλά συμπεριέλαβε σε αυτό και 28 στιχουργήματα, τα περισσότερα άσχετα με το κείμενο του Φλοριάν («ἐδικὰ μας τραγούδια»), που καταλαμβάνουν 60 σελίδες, σε ένα σύνολο 147 σελίδων. Το πιο αξιοσημείωτο είναι πως, στην εισαγωγή του βιβλίου, ο Κορωνιός παρέθετε ένα είδος «λογοτεχνικού μανιφέστου» στο οποίο καταδικάζεται η αρχαιοελληνική στιχουργία των λογίων, «οἱ ὁποῖοι κρύπτοντες τὴν στειρότητα τῆς φαντασίας τους ὑπὸ ἕνα πλῆθος σκωριασμένων λέξεων, ὀνομάζονται ποιηταὶ καὶ ραψῳδοὶ ἀντὶς νὰ ὀνομασθοῦν τὸ πολὺ-πολὺ στιχουργοὶ καὶ λεξοράπται». Και ο Λ. Βρανούσης παραθέτει ολόκληρο το κείμενο αυτού του όντως σημαντικού προλόγου –που μέχρι πρόσφατα παρέμενε εντελώς αγνοημένος–, από το ένα, μοναδικό και δυσπρόσιτο, αντίτυπο που διασώζεται:

Κα­τὰ δύ­ο λό­γους εἶναι ἄ­ξια νὰ κοι­νο­λο­γοῦν­ται τὰ τρα­γού­δια ἑ­νὸς γέ­νους ὄ­χι μό­νον δια­τὶ πε­ριέ­χουν γεν­νή­μα­τα νο­ὸς ὑ­ψη­λό­τε­ρα τῶν συ­νει­θι­σμέ­νων, ἀλ­λά, τὸ πε­ρισ­σό­τε­ρον, ἐ­πει­δὴ εὑ­ρί­σκε­ται εἰς αὐ­τὰ τὸ ἄν­θος τῆς γλώσ­σης καὶ οἱ κα­νό­νες, τοὺς ὁ­ποί­ους λαμ­βά­νει ὕ­στε­ρα ἡ γραμ­μα­τι­κὴ διὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα.

Και «ἡ­μεῖς ἔ­χο­μεν τρα­γού­δια εἰς τὴν γλῶσ­σάν μας ἄ­ξια διὰ νὰ καυ­χη­θῇ εἰς αὐ­τὰ κά­θε πε­πο­λι­τι­σμέ­νον γέ­νος», αλλά, πο­λύ συ­χνά, «ἄλ­λα ἔ­θνη ἐκ­θειά­ζουν τὰ τρα­γού­διά μας, ὁ­ποὺ ἡ­μεῖς τὰ ἔ­χο­μεν διὰ μέ­τρια»![10]

Ο Κύπριος Ιωάννης Καρατζάς, νεωκόρος της ελληνικής εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Πέστη –είκοσι πέντε χρονών το 1792–, εκδίδει, μαζί με τον συνομήλικό του Ψαλίδα, τη Λογική του Σουγδουρή και, στην «προσφώνηση προς τον αναγνώστη», αφήνει να ξεχειλίσει το μίσος του κατά των τυράννων:                                                

Δε­χθῆ­τέ το λοι­πὸν ὢ φι­λό­λο­γοι Ἕλ­λη­νες, ἀ­πό­γο­νοι ἐ­κεί­νων τῶν πά­λαι πε­ρι­φή­μων καὶ ἐν ᾠ­δῇ ποι­η­τῶν, μύ­ρια, ἀν­δρῶν, φι­λο­φρό­νως, καὶ συν­δρά­με­τε μὲ τὴν τα­χεῖ­αν αὐ­τοῦ ὤ­νη­σιν, διὰ νὰ λά­βω καὶ ἐγὼ προ­θυ­μί­αν με­γα­λυ­τέ­ραν εἰς τὸ νὰ ἐκ­δώ­σω καὶ ἄλ­λα, ὁποὺ να ἀ­πο­βλέ­πουν εἰς ὠ­ρα­ϊ­σμὸν τε καὶ ὠ­φέ­λειαν τοῦ δυ­στυ­χοῦς ἡ­μῶν γέ­νους, τὸ ὁ­ποῖ­ον ἀ­πε­στή­ρε­ται παν­τὸς κάλ­λους, ὡς τοῖς πᾶ­σι πρό­δη­λον ὂν καὶ τῷ τυ­ραν­νι­κῷ τοῦ βαρ­βά­ρου ζυ­γῷ κα­θυ­πο­βέ­βλη­ται[11].

Ο Καρατζάς επιμελείται και μεταφράζει στα νέα ελληνικά ένα ακόμα βιβλίο, που εκδίδεται από το τυπογραφείο του Μπαουμάιστερ (Κέ­βη­τος τοῦ Θη­βαί­ου Πλα­τω­νι­κοῦ Φι­λο­σό­φου, Πί­ναξ), ενώ το γνωστότερο έργο του είναι το λογοτέχνημα Έρωτος Αποτελέσματα[12], το οποίο περιλαμβάνει τρία αφηγήματα που έχουν χαρακτηριστεί «τα πρώτα πρωτότυπα διηγήματα της Κυπριακής και Νεοελληνικής λογοτεχνίας»[13], καθώς και 135 κωνσταντινουπολίτικα στιχουργήματα. Ο Καρατζάς είχε πραγματοποιήσει και άλλες εκδόσεις, ανάμεσά τους και την Ἱε­ρὰ Ἱστο­ρί­α τῆς Πα­λαι­ᾶς καὶ Νέ­ας Δι­α­θή­κης. Λίγο πριν συλληφθεί, θέλοντας να διαδώσει ευρύτερα το επαναστατικό μήνυμα του «κύκλου» της Βιέννης, επιχείρησε να ανατυπώσει στην Πέστη την Επαναστατική Προκήρυξη, το Σύνταγμα και τον Θούριο[14], αλλά συνελήφθη και μοιράστηκε την τραγική τύχη των συντρόφων του.


[1] Κατά τα Ορλωφικά, μάλιστα, την πρωτοβουλία των κινήσεων θα έχουν οι ίδιοι οι Ρώσοι, με τη φυσική παρουσία των στρατευμάτων τους, και οι Έλληνες που θα συμμετέχουν σ’ αυτές –πρόκριτοι, κληρικοί, πολεμιστές και αγρότες– ακολουθούν.

[2] Βλέπε, Εφημερίς, ό.π., τ. 1ος, έτος 1791, σσ. 56-57.

[3] Βλέπε, Εφημερίς, ό.π., Λ. Βρανούσης, «Άγνωστα πατριωτικά…», ό.π. Γ. Λάιος, «Οι αδελφοί Πούλιου…», ό.π. Γ. Λάιος, Ο ελληνικός τύπος…, ό.π.Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Συμβολαί …, ό.π.,κ.λπ.

[4] Βλέπε αναλυτικά Εφημερίς, ό.π., τ. 5ος, έτος 1797, Προλεγόμενα, σσ. 35-63.                                                 

[5] Ντ. Πάντελιτς, Η εκτέλεση του Ρήγα…, ό.π.,σ. 108.

[6] Βλ. Ε. Hurmuzaki, Documente privitoare…, ό.π, τ. ΧΙΧ/Ι σσ. 814-816, αρ. 748, σ. 821, αρ. 753 Εφημερίς, ό.π.,τ. 5ος,Λ. Βρανούση,  Προλεγόμενα…, σσ. 34, 35.

[7] Βλέπε σχετικά, Γεωργίου Λαῒου, «Ο εν Βιέννη εμπορικός οίκος Αργέντη: ανέκδοτα έγγραφα εκ των αρχείων της Βιέννης», στο Εις μνήμη Κ. Αμάντου, Αθήνα 1960, σσ. 165-186.

[8] Λεγράνδ, Ανέκδοτα…, ό.π., σσ. 75-81.

[9] Γεώργιος Ζαβίρας, Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον, Επιμ. Τάσος Γριτσόπουλος, ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη, 1972, σ. 198 Γιώργος Κεχαγιόγλου, Πεζογραφική ανθολογία: αφηγηματικός γραπτός νεοελληνικός λόγος, τ. Β΄, Από τη γαλλική επανάσταση ως τη δημιουργία του ελληνικού κράτους,  ΙΝΣ-ΙΜΤ, Θεσσαλονίκη  2001, σ. 883.

[10] Εφημερίς, ό.π., τ. 5ος (Προλ. Λ. Βρανούση), σσ. 327-333, 707-711.

[11] Λαδά-Χατζηδήμου, Ελληνική βιβλιογραφία…, ό.π.,σσ. 127-128.

[12]Βλ. Ι*** Κ***,  Έρωτος αποτελέσματα, Ιστορίαι ηθικοερωτικαί (1792), (επιμ., εισ. Mario Vitti), Οδυσσέας 2009.

[13] Γιώργος Κεχαγιόγλου, «Από τα Έρωτος Αποτελέσματα του Ι. Καρατζά ως τον Θέρσανδρο του Ε. Φραγκούδη: στις απαρχές της Νεοελληνικής και της νεότερης κυπριακής πεζογραφίας», Σημείο 4, 1996, σ. 115.

[14] Βλ. Λεγράνδ, ό.π.,σσ. 105-107. Για τη ζωή και το έργο του Καρατζά, βλ. Γιώργος Μύαρης, «Όψεις του νεοελληνικού διαφωτισμού και ο Ιωάννης Καρατζάς ο Κύπριος», ΕΚΕΕ, ΧΧΧ, Λευκωσία 2004, σσ. 259-303, όπου και η σχετική βιβλιογραφία για τον Καρατζά.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ