Αρχική » Ο κινηματογράφος, ένα γερό σωσίβιο

Ο κινηματογράφος, ένα γερό σωσίβιο

από Κωνσταντίνος Μπλάθρας

Από το δημόσιο θέαμα στην ιδιωτική θέαση

του Κωνσταντίνου Μπλάθρα, πρόλογος από το βιβλίο του, Ταινίες με το βλέμμα του Κωνσταντίνου Μπλάθρα, Εναλλακτικές Εκδόσεις 2024.

Ο κόσμος στη διάθεση του χεριού μας,[1] έγραφαν ως μότο τα επιστολόχαρτα της «Star Film», της πρώτης κινηματογραφικής εταιρείας που ίδρυσε ο Ζωρζ Μελιές, εκεί κάπου στο γύρισμα του εικοστού αιώνα. Θα μπορούσε να είναι αυτές οι επτά λέξεις και ο γενικός τίτλος της κινηματογραφικής εμπειρίας, όπως αυτή βιώθηκε για περισσότερο από έναν αιώνα στις σκοτεινές αίθουσες, ή ακόμα ακόμα και ένας εύστοχος τίτλος για τον ίδιο τον εικοστό αιώνα. Βλέπετε, ο αιώνας που πέρασε είχε την κατ’ εξοχήν τέχνη του και ο κινηματογράφος τον αιώνα του. Ταινίες θα εξακολουθήσουν να γίνονται, αλλά το σινεμά γεννήθηκε, ανδρώθηκε και έφτασε στο απόγειο της ωριμότητάς του στον εικοστό.

Αν είναι αδύνατο να καταλάβουμε τον Έλληνα του πέμπτου π.Χ. αιώνα χωρίς το αρχαίο δράμα, άλλο τόσο είναι αδύνατο, τηρουμένων των αναλογιών, να δούμε καθαρά τον άνθρωπο του εικοστού αιώνα χωρίς τον κινηματογράφο. Χωρίς τη μαγεία του σινεμά, μαγεία με την έννοια του θαυμαστού, μα και με την κυριολεξία του γητέματος, ο εικοστός για τους επόμενους αιώνες θα παραμένει άγνωστος. Ο Μελιές υπήρξε ο πρώτος μάγος αυτής της τέχνης. Ακολούθησαν κι άλλοι πολλοί, Αμερικανοί, Εγγλέζοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Ρώσοι, Ιταλοί, Ούγγροι, Πολωνοί, Ιάπωνες, Σουηδοί, Μεξικάνοι, Ιρανοί, Κινέζοι, Έλληνες, μέχρι τον τελευταίο προφήτη της μεγάλης οθόνης, τον Αντρέι Ταρκόφσκι, ακριβώς στην αφετηρία της ψηφιακής εποχής – στην αφετηρία ενός άλλου αιώνα.

Πέθανε, λοιπόν, το σινεμά; Με τη μορφή που το γνωρίσαμε, φοβάμαι πως ναι. Ίσως να είναι ένα καπρίτσιο της Ιστορίας. Ή, η εκδίκησή της: Ο κινηματογράφος είχε δύο πατεράδες. Μάλλον τρεις: Τους αδελφούς Λυμιέρ, που γνωρίζουμε όλοι και τον Έντισον, που πιο πολύ τον ξέρουμε για άλλες του εφευρέσεις. Δύο αφετηρίες με διαφορετική στόχευση. Οι Λυμιέρ, ο Αύγουστος και ο Λουί, έκαναν την πρώτη κινηματογραφική προβολή σε κοινό, εκείνον τον Δεκέμβρη του 1895, ιδρύοντας αυτό που ως σήμερα εμείς ξέραμε ως Σινεμά – Κινηματοφωτόγραφον[2] τον ονομάζει η εφημερίδα «Άστυ», σε ρεπορτάζ για την πρώτη προβολή κινηματογράφου στην Αθήνα, στις 29 Νοεμβρίου 1896, κάπου πίσω από την παλιά Βουλή. Ο Θωμάς Έντισον, στην άλλη ακτή του Ατλαντικού, σωστότερα ο υπάλληλός του Ουίλλιαμ Ντίκσον, τελειοποίησε ένα σύστημα προβολής κινουμένων εικόνων, το Κινητοσκόπιο, όπου η προβολή γινόταν μέσα σε ένα κουτί και ένας κάθε φορά θεατής μπορούσε να δει κινούμενες εικόνες μέσα από μία οπή. Σχηματικά μπορούμε να ορίσουμε ότι τα εργαστήρια του Έντισον πρότειναν μια μηχανή ιδιωτικής θέασης, ενώ οι Λυμιέρ μια μηχανή δημόσιας προβολής. Κι έρχονται σήμερα θαρρείς τα εργαστήρια του Έντισον να πάρουν την εκδίκησή τους από τους Λυμιέρ, με τα ψηφιακά μέσα αναπαραγωγής της κινούμενης –και από τη δεκαετία του 1930, ομιλούσας– εικόνας.

Αν η αίθουσα ήταν ο ναός της τέχνης του κινηματογράφου για παραπάνω από έναν αιώνα, σήμερα η λατρεία του έχει διασπαρεί σε εκατομμύρια, δισεκατομμύρια ή τρισεκατομμύρια βωμούς, περίπου έναν για τον κάθε κάτοικο αυτής της γης: τηλέφωνα, υπολογιστές, τάμπλετ, ρολόγια ακόμα δείχνουν αενάως και ακατάπαυστα ταινίες ή κάτι που μοιάζει με ταινίες του σινεμά, κάτι που έχει όλα τα ψηφία του κινηματογραφικού αλφάβητου, χωρίς όμως την ψυχή του, τους θεατές. Γιατί οι ταινίες, αν μιλάμε για ταινίες κι όχι απλώς για πολυμεσικές αφηγήσεις του διαδικτύου, στερούνται ολοένα και περισσότερο τον ευκτήριο οίκο τους, τη σκοτεινή αίθουσα. Ο κινηματογράφος γεννήθηκε εκείνον τον Δεκέμβρη του 1895, ακριβώς όταν προβλήθηκαν οι ταινίες του στην αίθουσα και όχι όταν οι κάμποσοι ως τότε ευφυείς εφευρέτες επινοούσαν αυτήν ή την άλλη τεχνική καινοτομία που επέτρεπε τη φωτογραφική αναπαραγωγή της κίνησης – την ταρίχευση του χρόνου και την αέναη αναπαραγωγή του, μιας (κατακερματισμένης) χρονικής διάρκειας δηλαδή.

Ο κινηματογράφος, συνώνυμος του Σινεμά, της αίθουσας, αναμφίβολα υπήρξε η κατ’ εξοχήν ομαδική διασκέδαση του εικοστού αιώνα κι ένα είδος νέας εκκλησίας, όπου οι πιστοί συγκεντρώνονταν κάθε βράδυ για να μετέχουν σε μια ιδιότυπη ιεροτελεστία: Να ονειρευτούν μαζί –το σκοτάδι λειτουργεί υπνωτιστικά–, να γελάσουν, να κλάψουν, να μυηθούν σε μια νέα θρησκεία, με είδωλα, βωμούς και εστίες. Με πρωθιέρειες και πρωθιερείς, τους σταρ, με ευαγγελιστές, τους κινηματογραφικούς δημιουργούς, και πανίσχυρους ηγέτες, τους παραγωγούς. Αυτή του η λειτουργία κράτησε σχεδόν ως τα εκατόχρονά του. Μετά, αίφνης, ο κινηματογράφος άρχισε, αργά μα σταθερά, να μετατρέπεται σε ιδιωτική αναψυχή. Στην αρχή με συνθεατές τους κατ’ οίκον, με το βίντεο και την τηλεόραση, σήμερα στην κατά μόνας θέαση, σαν που τον φαντάστηκε ο Έντισον – μια εφεύρεση που γι’ αυτόν δεν είχε ιδιαίτερη αξία πέραν του αξιοπερίεργου μιας κλειδαρότρυπας. Ψηφιακές οθόνες κάθε είδους έχουν σχεδόν πλήρως αντικαταστήσει τη σκοτεινή αίθουσα. Με τα Σινεμά να είναι ούτε λίγο ούτε πολύ νοσταλγικά απομεινάρια μιας περασμένης εποχής, της εποχής του κινηματογράφου.

Κατά συγκυρία, το τελευταίο κινηματογραφικό σημείωμα στη «Ρήξη», απ’ όπου και οι περισσότερες κριτικές στη συλλογή αυτή –το οποίο τελικά τυπώθηκε στο «Άρδην»– ήταν για την τελευταία μέρα του κινηματογράφου «Ιντεάλ», μερικές εκατοντάδες μέτρα απ’ όπου έγινε η πρώτη κινηματογραφική προβολή στην Αθήνα, εκατόν είκοσι οκτώ χρόνια πριν. Εκεί γράφαμε πως, «το σινεμά, σχεδόν καθημερινή συνήθεια πριν από μερικές μόλις δεκαετίες, τείνει να εκλείψει ως διασκέδαση και ψυχαγωγία στη σκοτεινή αίθουσα. Ολοένα και περισσότερο οι θεατές το συναντούν στις πλατφόρμες της τιβί, στο ίντερνετ, σε οθόνες τηλεόρασης, υπολογιστή, κινητού, σε κατά μόνας θέαση».[3] Ο κινηματογράφος, ή σωστότερα η κινούμενη και ομιλούσα εικόνα, μοιάζει να επιστρέφει στην οπή της εφεύρεσης Έντισον, στον αυτισμό της αυτοκατανάλωσης. Μήπως αυτό σημαίνει και τη μετάβαση του κινηματογράφου από την εποχή της λαϊκής κατανάλωσης, στην εποχή της μαζικής απομόνωσης που φέρνουν τα νέα μέσα; Από το λαϊκό-λατρευτικό σινεμά στο αυτιστικό (αυτο)θέαμα; Κάπου μεταξύ ηδονοβλεψίας και ονείρωξης τώρα πια;

Το σκοτάδι και το φως, η σκοτεινή αίθουσα και ο φανός, ο προβολέας είναι τα δύο στοιχεία που συνέθεσαν τη νέα τέχνη.

Δυαδικό σύστημα κωδικοποίησης, καταγραφής και ερμηνείας του κόσμου εγκαινίασε πρώτος ο κινηματογράφος. Θα ακολουθήσουν, έναν αιώνα μετά, τα κομπιούτερ. Από τον αιώνα του κινηματογράφου στον αιώνα των υπολογιστών που μόλις μπήκαμε, η κινούμενη και ομιλούσα εικόνα μοιάζει να παραιτείται από τη δημόσια θέαση και να κατακτά, παρ’ όλα αυτά, ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του ιδιωτικού μας και αντιδοτικά του δημόσιου χρόνου. Να γίνει, ακόμα περισσότερο, ο κυρίαρχος κάθε επικοινωνίας, ακόμα και της πιο προσωπικής.

Φαντάζομαι ότι ένας θεωρητικός του κινηματογράφου θα μπορούσε να γράψει πολλά πάνω σ’ αυτή τη μετάβαση. Ζούμε ολοφάνερα σε ένα τέλος εποχής. Και, «επί του παρόντος, η πολλά υποσχόμενη έβδομη τέχνη είναι καταδικασμένη να υπηρετεί την απεχθή, για την ευτέλειά της, θεότητα που ακούει στο όνομα mass media»,[4] όπως λέει κάπου ο δάσκαλός μας Δήμος Θέος. Ακόμα περισσότερο, μοιάζει αυτό που ήταν ένα παράδοξο εφεύρημα κάποτε, η αναπαραγωγή κινούμενης εικόνας και ήχου με τεχνικά μέσα, να είναι σήμερα ένα εργαλείο στα χέρια της καθημερινότητας του καθενός. Γιατί σαν να μην υπάρχει πια ο κινηματογράφος. Ή, όπως θα το λέγανε οι παλιοί: Ο κινηματογράφος πέθανε! Ζήτω το πόντκαστ και το τικτόκ! Το ατομικό κινητοσκόπιο του Έντισον, όπως το ονομάζει ο Μπαζέν παίρνει επιτέλους την εκδίκησή του. Μαζί του κι αυτοί, που πριν ακόμα ο κινηματογράφος γεννηθεί, δεν οραματίζονταν «τίποτε λιγότερο απ’ αυτόν τον απόλυτο κινηματογράφο, δημιουργό μιας πλήρους ψευδαίσθησης της ζωής». Από αυτή την πλήρη ψευδαίσθηση της ζωής, έγραφε ο Μπαζέν στη δεκαετία του 1950, «πολύ απέχουμε ακόμη και σήμερα»[5] και ως φαίνεται θα απέχουμε για πάντα, ακόμα και μετά την εισαγωγή ενός νέου κυνηγητού ψευδαίσθησης της ζωής, της τεχνητής νοημοσύνης. Ή, αντιστρόφως, αντικαθιστά ολοένα και περισσότερο η ψευδαίσθηση τη ζωή. Η αυτοϊκανοποίηση και ο ναρκισσισμός της αυτοφωτογράφησης την εγκάρδια δημιουργία. Αλλ’ ας μείνουμε στον κινηματογράφο. Ας μείνουμε στις ταινίες.

Και οι ταινίες απ’ αρχής κατοικούν στις αίθουσες, στα Σινεμά. Σε αυτό το λυκόφως της κινηματογραφικής τέχνης βαδίζοντας, μέσα στη δεκαετία που πέρασε, σταθήκαμε σε κάποιες ταινίες που έδωσαν το στίγμα τους, το στίγμα των χρόνων που ζήσαμε, πασχίζοντας, θαρρείς να επιζήσουν σ’ αυτή την πραγματικότητα, να κρατήσουν ζωντανή τη συγκίνηση μέσα στις σκοτεινές αίθουσες. Υπάρχει, βέβαια, και μια νόθα κατάσταση ταινιών που γυρίστηκαν για λογαριασμό μεγάλων ψηφιακών μέσων και στηρίχτηκαν στην κατανάλωσή τους από τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες κυρίως. Από την παλαιστινιακή ιστορία του Ομάρ (2013) έως τον πυρηνικό εφευρέτη Οπενχάιμερ (2023), απ’ την αρχή έως το τέλος αυτού του βιβλίου, ο κόσμος του σινεμά δεν άλλαξε και πολύ. Ο κόσμος όμως άλλαξε άρδην, καθώς στη δεκαετία αυτή μεσολάβησε μια πραγματική πληγή για το δημόσιο θέαμα (σινεμά, θέατρο, συναυλίες κ.λπ.): η καραντίνα της πανδημίας. Ο κορωνοϊός οδήγησε ταχύτερα σε ένα τέλος εποχής στα μήντια και στην έναρξη μιας άλλης. Η συμμετοχή στον δημόσιο χώρο δεν θα είναι ποτέ πια η ίδια.

Αν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και τα επακόλουθά του, μεταξύ αυτών η αλλαγή των κοινωνικών δομών και η μετανάστευση στις μεγαλουπόλεις, σφράγισαν την απόλυτη κυριαρχία του κινηματογράφου ως θεάματος μέχρι το τέλος του αιώνα, η πανδημία σφραγίζει την απόλυτη κυριαρχία του ψηφιακού κόσμου σε όλους τους τομείς του δημόσιου και του ιδιωτικού, από τη λειτουργία του πολιτεύματος έως την καθημερινή διανομή φαγητού. Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο περιλαμβάνεται και ο κινηματογράφος είτε ως σύγχρονη μορφή ψυχαγωγίας είτε ως θησαυροφυλάκιο μεγάλων έργων της έβδομης τέχνης. Θέλεις να δεις έναν Όζου ή έναν Αγγελόπουλο; Δεν χρειάζεται να περιμένεις το επόμενο αφιέρωμα της Ταινιοθήκης. Πατάς απλώς ένα κουμπί. Οι αλλαγές αυτές, ωστόσο, δεν αφήνουν ανεπηρέαστο τον τρόπο που βλέπουμε τις ταινίες ή μάλλον την ίδια την ψυχή των ταινιών. Το να δεις Αγγελόπουλο, επί παραδείγματι, στην οθόνη ενός λάπτοπ ή έστω στην οθόνη πλάσματος της τηλεόρασης, αφαιρεί από το έργο τα τέσσερα πέμπτα του αισθήματος και της συγκίνησης. Μένει έτσι η ταινία απλώς ως αφήγηση μιας ιστορίας πιθανώς και υποβαθμίζονται ή χάνονται όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, εκείνα ίσα ίσα που συγκροτούν τον κινηματογράφο ως τέχνη. Ένα αφηγηματικό μονοπλάνο, φερ’ ειπείν, που ιδρύει έναν κόσμο στις πλήρεις διαστάσεις του ορατού –αυτή είναι η λειτουργία του σκοταδιού στα Σινεμά, στην προβολή στην αίθουσα και σε μεγάλη οθόνη–, καθώς πέραν αυτού το μάτι δεν συλλαμβάνει τίποτε άλλο, αφοπλίζεται όταν όλο το δωμάτιο γεμίζει την περιφερειακή σου όραση ή, ακόμα χειρότερα, όταν αποσπάται η προσοχή σου από κάποια άλλη οθόνη ή οθόνη μέσα στην οθόνη, σε αυτή τη λειτουργία της τυχαίας συνειρμικής αλληλουχίας που βασίζονται τα νέα μέσα. Είναι σαν να αναγιγνώσκεται το Ευαγγέλιο μέσα σε έναν κατάμεστο σταθμό του Μετρό την ώρα που καταφθάνει ο συρμός: Δεν θα ακουστεί τίποτα! Ένας θόρυβος ίσως μέσα στη γενική χλαπαταγή. Έτσι είναι. Το κάθε τι έχει τον τόπο του και την ώρα του. Και η ταινία χρειάζεται το Σινεμά της.


[1] Lo Duca, Ιστορία του κινηματογράφου (1895-1964), μτφ. Κώστα Ζαρούκα, εκδ. Ιωάν. Ν. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι 1967, σελ. 20.               

[2] Η σωστότερη μεταγραφή του γαλλικού cinématograph, ως αντιδάνειο, στα ελληνικά θα ήταν κινησιογράφος.         

[3] Άρδην, τ. 127, Δεκ. 2023 – Ιαν. 2024.           

[4] Στο Δήμος Θέος, Ο Κινηματογράφος ως Μαθητεία και Βίωμα, επιμ. Γ. Γεράσης, εκδ. New Star, Αθήνα 2015, σ. 2

[5] Αντρέ Μπαζέν, Τι είναι ο κινηματογράφος. 1. Οντολογία και γλώσσα, Ο μύθος του απόλυτου κινηματογράφου, μτφ. Κώστας Σφήκας, εκδ. Αιγόκερως, σ. 30.      

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ