Από το Άρδην τ. 84, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2011
Εἶναι ὑποχρέωση, ἀλλά καί δικαίωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, νά ἐνημερώνει τό ποίμνιό Της γιά ὁρισμένα σοβαρά ζητήματα· πνευματικά, κοινωνικά, ἐθνικά, ἐκπαιδευτικά. Ὁ λαός μας δέν πρέπει νά παραπληροφορεῖται ἤ νά πέφτει θύμα ἰδεολογικῶν προπαγανδῶν καί μονομερῶν θεωρήσεων τῆς Ἱστορίας μας, στήν ὁποία ἡ προσφορά τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε σημαντική. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐκφράζει τήν ἔντονη ἀνησυχία Της γιά τήν ἐπιχειρούμενη προσπάθεια διαστρεβλώσεως τῆς Νεοελληνικῆς Ἱστορίας μέ διάφορους τρόπους.[ ]
Αὐτό δέν ὑλοποιήθηκε παντοῦ καί ἀμέσως. Ἐντούτοις καί πέρα ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη δημιουργήθηκαν νέα σχολεῖα, γιατί ἡ παιδευτική στάθμη εἶχε προηγουμένως σημειώσει πτώση. Ἔτσι, στά τέλη τοῦ 16ου αἰ., σημειώνεται στή Μακεδονία, τήν Ἤπειρο, τόν Μοριά καί τά νησιά τοῦ Αἰγαίου ἀξιόλογη ἀνάπτυξη ἐκπαιδευτικῶν κέντρων. Οἱ μοναστικές κοινότητες τοῦ Ἅγιου Ὅρους καί τῶν Μετεώρων, καί γενικά τά μοναστήρια, ἀπέβησαν πνευματικές ἑστίες, ὅπου γνώρισε ἀκμή ἡ ἁγιογραφία, λειτούργησαν βιβλιογραφικά ἐργαστήρια, φανερά καί «κρυφά σχολειά», ὅπου οἱ συνθῆκες δέν ἦταν πρόσφορες, καί πλῆθος κοινωφελῶν ἱδρυμάτων. Ὁ καθηγητής Ν. Γ. Σβορῶνος στό ἔργο τοῦ «Ἐπισκόπηση τῆς Νεοελληνικῆς Ἱστορίας» παρατηρεῖ:
«Ἡ Ἐκκλησία, ὅταν πέρασε τό πρῶτο χτύπημα τῆς κατάκτησης, θά συνεχίσει τό ἔργο τῆς ἀνασυγκρότησης τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν Ἑλλήνων. Σ’ ὅλη τήν περίοδο ἀπό τόν 15ο-17ο αἰ. ὑπῆρξε ἡ κατευθυντήρια δύναμη τοῦ ἔθνους. Ἐπικεφαλῆς τῆς ἐθνικῆς ἀντίστασης σέ ὅλες τίς μορφές της, ἐργαζόμενη γιά τό σταμάτημα τῶν ἐξισλαμισμῶν, συμμετέχοντας σ’ ὅλες τίς ἐξεγέρσεις, ἀκόμη καί διευθύνοντάς τές (ἔχει δείξει μεγάλο ἀριθμό νεομαρτύρων, πού εἶναι σύγχρονα καί ἥρωες τῆς χριστιανικῆς πίστης καί τῆς ἐθνικῆς ἀντίστασης), ρυθμίζει ἐπίσης τήν πνευματική ζωή».
Ὅπου δέν ὑπῆρχε συγκροτημένο σχολεῖο, ὅταν ἐπιθυμοῦσε κάποιος νά μορφώσει τό παιδί του, τό ἔστελνε κοντά σ’ ἕνα παπά ἤ μοναχό, γιά νά διδαχθεῖ τό ἀλφαβητάρι καί τά πρῶτα γράμματα (αὐτά πού ἀποκαλοῦσαν περιφρονητικά οἱ λόγιοι «κολλυβογράμματα», ἀλλά παρεῖχαν τίς πρῶτες βάσεις γιά τήν ἀνάγνωση καί τή γραφή).
Τά μικροκινήματα πού προηγήθηκαν
Εὔστοχα ὁ ἀείμνηστος καθηγητής-ἀκαδημαϊκός Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος ἔχει παρατηρήσει ὅτι τήν ἑπομένη κιόλας τῆς Ἅλωσης, ἡ ἀντίσταση τῶν Ἑλλήνων ἔγινε πνευματική, γιά νά ἐξελιχθεῖ καί πάλι σέ ἔνοπλη καί νά λάβει τό Εἰκοσιένα τή μορφή τοῦ μεγάλου Σηκωμοῦ. Ὥς τότε σημειώθηκαν πολλά μικροκινήματα. Ἤδη στόν 16ο αἰ. (1585) πραγματοποιήθηκε ἐξέγερση τῶν ἀρματολῶν τῆς Βόνιτσας Θεόδωρου Γρίβα καί τῆς Ἠπείρου Πούλιου Δράκου καί Μαλάμου, πού ξεσηκώθηκαν κατά τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι ὅμως κατέστειλαν τήν ἐξέγερσή τους. Ἐπικεφαλῆς τῶν κινημάτων αὐτῶν ἦταν συνήθως κληρικοί καί ἐπίσκοποι.
Στόν 17ο αἰ. (1611) ἔγινε στά Γιάννενα ξεσηκωμός ἀγροτῶν, πού ὑποκινήθηκε ἀπό ἕναν ἐπίσκοπο της Ἐκκλησίας, τόν πρώην Λαρίσης Διονύσιο τόν Φιλόσοφο, πού προηγούμενο ἐπαναστατικό ἐγχείρημά του κατά τῶν Τούρκων (1600) τοῦ στοίχισε τόν θρόνο. Ἡ ἐξέγερση τή φορά αὐτή (Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 1611) ἀπείλησε τά Γιάννενα, γεγονός πού ἐξόργισε τούς Τούρκους. Συνέλαβαν τόν Διονύσιο σέ ἕνα σπήλαιο, ὅπου εἶχε καταφύγει, καί τόν ἔγδαραν ζωντανό. Παραγέμισαν τό δέρμα του μέ ἄχυρα καί τόν διαπόμπευσαν ντυμένο μέ τά ἀρχιερατικά του ἄμφια στήν πόλη, γιά νά τό στείλουν μετά στήν Ὑψηλή Πύλη μαζί μέ 85 κεφάλια ἄλλων ἐπαναστατῶν. [ ]
Ἡ προσδοκία τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων νά ἀπελευθερωθοῦν δέν τούς ἐγκατέλειψε ποτέ. Τά βλέμματά τους στρέφονταν πρός τήν ὁμόδοξη Ρωσία, τό «ξανθόν γένος», γιά τό ὁποῖο μιλοῦσαν οἱ λαϊκές προφητεῖες, ὅπως ἡ ἀποδιδόμενη στόν Ἀγαθάγγελο, περιμένοντας βοήθεια. Στόν Μοριά, ὁ μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Ἀνανίας Λαμπάρδης ἀπό τή Δημητσάνα ἡγήθηκε ἐπαναστατικοῦ κινήματος, πού ἀπέβλεπε στήν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ ἀπό τήν Πελοπόννησο. Ἄλλοι ἀρχιερεῖς, ὅπως ὁ Π. Πατρών, ὁ Κορίνθου καί ὁ Κερνίτσης, συνεργάσθηκαν μαζί του. Προδόθηκαν ὅμως στούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι, τό 1764 ἤ 1767, συνέλαβαν τόν ἐπίσκοπο Ἀνανία καί τόν ἀποκεφάλισαν.
Ἁγιορείτης μοναχός, κουρά τῆς μονῆς Φιλοθέου, ὁ θρυλικός Πατροκοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779), ὁ «ἅγιος τῶν σκλάβων», ἀφοῦ πῆρε τήν εὐχή τοῦ Πατριάρχη, ὄργωσε κυριολεκτικά τήν Ἑλλάδα ἀπό τή μία ἄκρη ὥς τήν ἄλλη, ξυπνώντας συνειδήσεις καί φωτίζοντας τούς Ἕλληνες καί διακινούμενος μέ καταπληκτική ταχύτητα ἀνάμεσα σέ πεδιάδες καί βουνά. [ ] Ὁ φλογερός ἐκεῖνος λαϊκός διδάχος, πού ἀκριβοδίκαια ὀνομάστηκε «ἐθναπόστολος», πλήρωσε μέ μαρτυρικό τέλος τήν ἀνυπολόγιστης ἀξίας καί σημασίας προσφορά του στό ἑλληνορθόδοξο Γένος του.
Τό 1770, στά γνωστά Ὀρλωφικά, καί πάλι κληρικός, ὁ ἐπίσκοπος Μαυροβουνίου, μέ τόν Σταυρό στό χέρι, πήγαινε ἀπό χωριό σέ χωριό καλώντας ὅλους σέ «ἱερό πόλεμο» κατά τῶν κατακτητῶν. Στούς ἀδελφούς Ὀρλώφ πού ἦλθαν ἀπό τή Ρωσία συμπαραστάθηκαν ὅλοι οἱ τοπικοί ἐπίσκοποι, ὅπως ὁ Πατρῶν Παρθένιος, πού ἐπιτέθηκε κατά τῶν Καλαβρύτων, ὁ Κορίνθου Μακάριος πού κατέλαβε τόν Ἰσθμό, ὁ Κορώνης, ὁ Μεθώνης, τῆς Καλαμάτας.
Μέ τό αἷμα τοῦ πρωτομάρτυρα τῆς ἑλληνικῆς ἐλευθερίας, ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε΄, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, βάφτηκε στίς 10 Ἀπριλίου 1821 ἡ πανεθνική ἐξέγερση τοῦ Γένους. [ ]
Δραστήριο μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, μεταξύ ἄλλων κληρικῶν, ἦταν ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος ὁ Παγκώστας ἀπό τήν Πάτμο. Στίς 29 Ἀπριλίου 1821, οἱ κάτοικοι τῆς Σύμης ἔστειλαν στόν Δωδεκανήσιο ἱεράρχη τόν Νικήτα Χατζηϊωάννου ζητώντας ὁδηγίες γιά τόν Ἀγώνα. Ἰδού ἡ ἀπάντηση τοῦ ἐθνεγέρτη Πατριάρχη:
«Κάτοικοι τῶν νήσων, ὅσοι μένετε ἀκόμη ὑπό τόν τουρκικόν ζυγόν, ἐγέρθητε, λάβετε τά ὅπλα ὑπέρ τῆς κοινῆς ἐλευθερίας, οἱ ἔχοντες καράβια μικρά ἤ μεγάλα ὁπλίσατε αὐτά καί ἑνωθῆτε μέ τόν ἑλληνικόν στόλον συγκροτούμενον ἀπό τάς ναυτικάς δυνάμεις τῶν Ὑδριωτῶν καί Σπετζιωτῶν καί Ψαριανῶν, καί ὑποσχόμενοι ἐλευθερίαν ὅλου του Αἰγαίου πελάγους».
Ἡ πίστη τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ 1821
Ὁ Ἀγώνας δέν ἔγινε μόνο γιά τήν πατρίδα, ἀλλά καί γιά τή θρησκεία. Στήν Προκήρυξή του, ὁ Γεωργάκης Ὀλύμπιος τόνιζε: «Ἐμπρός ἀδέλφια. Ἄς πεθάνουμε κοιτάζοντας ἄφοβα τόν θάνατο στά μάτια. Ζήτω ἡ θρησκεία καί ἡ ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος. Θάνατος στούς βαρβάρους». Τά μοναστήρια τροφοδοτοῦσαν τούς ἁρματολούς καί παρεῖχαν καταφύγιο στούς διωκόμενους. Συχνά γίνονταν ἑστίες ἀντίστασης (μονή Σέκου, μονή Ἀρκαδίου κ.λπ.). Ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης μέ τόν αὐθεντικό λόγο του ἔχει γράψει: «…αὐτά τά μοναστήρια ἦταν τά πρῶτα προπύργια τῆς ἐπανάστασής μας. Ὅτι ἐκεῖ ἦταν καί οἱ τζεμπιχανέδες (πυριτιδαποθῆκες) μας καί ὅλα τ’ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου∙ ὅτ’ ἦταν παράμερον καί μυστήριον ἀπό τούς Τούρκους».
Οἱ ἁπλοί κληρικοί συγκρότησαν στίς ἐνορίες τους ἔνοπλα σώματα, τέθηκαν ἐπικεφαλῆς τους καί ἔλαβαν ἐνεργό μέρος στήν ἐξέγερση. Ἄλλοι ἀπό αὐτούς ἄφησαν τήν τελευταία τους πνοή στό πεδίο τῆς τιμῆς καί ἄλλοι μαρτύρησαν στά χέρια τῶν Τούρκων. Κι ὅσοι ἐπιβίωσαν πένονταν, ἔχοντας δώσει ὅλη τήν περιουσία τους στήν Ἐπανάσταση. Στό Ἀρχεῖο Ἀγωνιστῶν τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης, σώζονται πολλά ἔργα πού μαρτυροῦν τή συμβολή τοῦ Ὀρθόδοξου κλήρου καί μοναχισμοῦ στό Εἰκοσιένα καί ὑπογράφονται ἀπό κορυφαίους καί ἄλλους ὁπλαρχηγούς. Σέ 14 ἀριθμεῖ ὁ Μητροπολίτης πρώην Λήμνου Βασίλειος Γ. Ἀτέσης τούς ἐθνομάρτυρες ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό 1821-1869.
Καί ποιός μπορεῖ νά λησμονήσει τά πρωτοπαλίκαρα τῆς λευτεριᾶς μας, τόν Ἀθανάσιο Διάκο (Ἀλαμάνα), τόν Γρηγόριο Δικαῖο-Παπαφλέσσα (Μανιάκι), τόν καλόγερο Σαμουήλ (Κούγκι). Καί ἀκόμη πλῆθος ἱερωμένων πού ἔδρασαν στόν Ἱερό Ἀγώνα τοῦ ἔθνους μας, ὅπως ὁ Βρεσθένης Θεοδώρητος, ὁ Ἄρτης Πορφύριος, ὁ Ἀθηνῶν Θεόφιλος, ὁ Ἕλους Ἄνθιμος, ὁ Σαλώνων Ἠσαΐας, ὁ Ρωγῶν Ἰωσήφ κ.α., οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος στίς διάφορες φάσεις τῆς Ἐπανάστασης. Τούς ὁπλαρχηγούς τῆς Ἀχαΐας ὅρκισε ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός. Στήν πρώτη ὁμάδα ἐθνομαρτύρων ἀρχιερέων ἀνήκουν ὁ πρώην Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος, ὁ Δέρκων Γρηγόριος, ὁ Ἀγχιάλου Εὐγένιος, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, οἱ ἐπίσκοποι Πάφου, Κιτίου, Κυρηνείας. Συνήθως οἱ Τοῦρκοι τούς ἀποκεφάλιζαν ἤ τούς κρεμοῦσαν.
Ἡ εὐόδωση τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821 εἶναι πραγματικό θαῦμα. [ ] Ὁ Μακρυγιάννης γράφει σέ ἄλλο σημεῖο τῶν «Ἀπομνημονευμάτων» του: «Τοῦ λέγω· Κοπίασε ἡ γενναιότη σου καί σ’ αὐτήνε τήν μπατάγια τήν σημερινή θά γένει ὁ Θεός ἀρχηγός, καί μέ τήν δύναμή του θά λυπηθεῖ ἐμᾶς καί τήν πατρίδα μας… Τί θά κάνεις, μοῦ λέγει, σέ τόσο πλῆθος Τούρκων; Εἶναι ὁ Θεός τοῦ λέγω, καί κάνει ὁ ἴδιος!».
[ ] Στά «Ἀπομνημονεύματά» του ὁ ἡρωικός Γέρος τοῦ Μοριᾶ, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σημειώνει: «…Ἔκατσα ἕως πού ἐσκαπέτισαν μέ τά μπαϊράκια τους, ὀπέ ἐκατέβηκα κάτου, ἦταν μιά ἐκκλησιά εἰς τόν δρόμον (ἡ Παναγιά εἰς τό Χρυσοβίτζι) καί τό καθησιό μου ἦτον ὁπού ἔκλαιγα τήν Ἑλλάς∙ Παναγία μου, βοήθησε καί τούτην τήν φοράν τούς Ἕλληνας νά ἐμψυχωθοῦν· καί ἐπῆρα ἕνα δρόμο κατά τήν Πιάνα…». Παρακάτω ὁ ἴδιος γράφει: «23 ὧρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος. Ἐκείνην τήν ἡμέρα ἦτον Παρασκευή, καί ἔβγαλα λόγον ὅτι∙ Πρέπει νά νηστεύωμε ὅλοι διά δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας, καί νά δοξάζεται αἰῶνας αἰώνων ὥς οὗ στέκει τό ἔθνος, διατί ἦτον ἡ ἐλευθερία τῆς πατρίδος…».
[ ]Ὅπως ὁ λιονταρόψυχος Καραϊσκάκης, πού κατέφυγε στή βοήθεια τῶν Ἁγίων, σάν τότε πού βρέθηκε στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ, πάνω ἀπό τή Λιβαδιά, κι ἔπεσε στά πόδια μαζί μέ τούς ἄντρες του καί τοῦ ἔταζε· «Βοήθησέ μας, Ἅγιε Σεραφείμ, νά διώξουμε τόν Κιούταγα ἀπό τήν Ἀθήνα, νά γλιτώσουμε τούς κλεισμένους Χριστιανούς καί νά κάνουμε τούς Τούρκους δεύτερη Ἀράχωβα, καί νά σοῦ φέρω χρυσό καντήλι στόν τάφο σου καί λαμπάδες ἑκατό ἴσα μέ τό κορμί μου καί νά στολίσω σάν παλάτι τό μοναστήρι σου…».
Στό ὄνομα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπιχειροῦσε κάθε ἐξόρμησή του ὁ γενναῖος ναυμάχος τῆς Ὕδρας Ἀνδρέας Μιαούλης. Στόν «Ἄρη» του εἶχε τοποθετήσει ἕνα μεγάλο ξύλινο Σταυρό, ὅπου ἔβαλε νά χαράξουν κάθετα: «Σταυροῦ τύπος, ἐχθροῖς τρόμος» καί ὁριζόντια∙ «Σταυρός πιστῶν στήριγμα». [ ]
Ὅπως ἔγραφε ὁ ἀείμνηστος Φώτης Κόντογλου· «Σ’ αὐτό τόν τόπο Ὀρθοδοξία καί Ἑλλάδα πᾶνε μαζί».
Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος