από το περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 12, Φθινόπωρο 2015
Τα πρώτα χρόνια
Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα, στις 10 Φεβρουαρίου 1776, δευτερότοκο παιδί του δικηγόρου Αντωνίου-Μαρία Καποδίστρια και της Διαμαντίνας Γονέμη, κυπριακής καταγωγής, που είχαν ακόμα δύο αγόρια, τον Βιάρο και τον Ιωάννη-Αυγουστίνο, και τρία κορίτσια. Η οικογένεια του πατέρα και της μητέρας του ήταν γραμμένες στο Libro d’ Oro και οι Καποδίστριες, που πιθανώς κατάγονταν από την Ίστρια της Αδριατικής (Capo d’Istria), έφεραν τον τίτλο του κόμη, που τους είχε απονείμει ο δούκας της Σαβοΐας, Κάρολος Εμμανουήλ Β΄, το 1689.
Ο Ιωάννης φοίτησε αρχικώς στο μοναστήρι της Αγίας Ιουστίνης, όπου έμαθε λατινικά, ιταλικά και γαλλικά ενώ εν συνεχεία, το 1794–1797, σπούδασε ιατρική και χειρουργική στην Πάδοβα· εκεί παρακολούθησε και μαθήματα φιλοσοφίας, αναφέρεται δε ότι μελέτησε τον Λοκ (Locke) και τον Κοντιγιάκ (Cοndillac)[1]. Σύμφωνα με τον Δημήτριο Αρλιώτη, η επιλογή του να σπουδάσει ιατρική –και όχι νομικά όπως οι γόνοι των ευγενών της Κέρκυρας–, την οποία στη συνέχεια ασκούσε δωρεάν προς χάρη των ξωμάχων και των φτωχών, αποτελεί μια πρώιμη απόδειξη της μέριμνάς του για τον λαό και της αδιαφορίας του για τα χρήματα[2].
Όσο βρισκόταν ακόμα στην Πάδοβα, τα στρατεύματα του Βοναπάρτη εισέβαλαν στην Ιταλία, κατήργησαν τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία και κατέλαβαν τη γενέτειρά του, Κέρκυρα, όπου ο νεαρός κόμης επέστρεψε και ασκούσε αμισθί την ιατρική· όμως, επειδή μέλη της οικογένειας Καποδίστρια συμμετείχαν σε αντιγαλλικές κινήσεις, όταν ο ρωσο-τουρκικός στόλος κατέπλευσε στην Κέρκυρα, το 1798, οι Γάλλοι τους συνέλαβαν, τους φυλάκισαν και καταδίκασαν τον γενάρχη, Αντώνιο, σε θάνατο. Ωστόσο, η γαλλική φρουρά, το 1799, συνθηκολόγησε και ο Ιωάννης διορίστηκε αρχίατρος του στρατιωτικού νοσοκομείου, που δημιουργήθηκε στην Κέρκυρα, ενώ συγκαταλεγόταν στους ιδρυτές της «Εταιρείας των Φίλων» και της «Εθνικής Ιατρικής Εταιρείας».
Όταν, το 1800, ιδρύθηκε η Δημοκρατία της Επτανήσου Πολιτείας, ο Αντώνιος ορίστηκε πρώτος Πρόεδρος της Γερουσίας και, μαζί με τον Νικόλαο Σιγούρο, ανέλαβαν την εφαρμογή του Συντάγματος. Όμως, λόγω κωλύματός του, αντικαταστάθηκε από τον δευτερότοκο γιο του, ο οποίος πολύ σύντομα ενεπλάκη γενικότερα στη διακυβέρνηση της Επτανήσου Πολιτείας· ως εκπρόσωπος της «μετριοπαθώς συντηρητικής» κυβέρνησης, παρενέβη κατευναστικά και κάποτε κατασταλτικά στις εσωτερικές κοινωνικές αντιθέσεις και δύο φορές, το 1800 και το 1802, απεστάλη στην Κεφαλονιά για να αποκαταστήσει την τάξη. Τον Απρίλιο του 1803, διορίστηκε «γραμματέας» του Κράτους στο τμήμα των εξωτερικών υποθέσεων, με αρμοδιότητα την αλληλογραφία με τους επιτετραμμένους της Δημοκρατίας στο εξωτερικό, εγκαινιάζοντας έτσι την ενασχόλησή του με τη διπλωματία, το δε 1805 συμμετείχε στη 10μελή επιτροπή η οποία ανέλαβε να συντάξει έκθεση με τις διατάξεις του συντάγματος που θα έπρεπε να αναθεωρηθούν.
Στις εκλογές του 1806, ο τριαντάχρονος πλέον πολιτικός εξελέγη και εν συνεχεία χρημάτισε γραμματέας της Γερουσίας και εισηγητής της επιτροπής που θα συνέτασσε το σχέδιο του νέου Συντάγματος. Παρότι διαφώνησε αρχικώς με τον πληρεξούσιο της Ρωσίας, κόμη Μοτσενίγο, οι προτάσεις του οποίου οδηγούσαν σε αναίρεση και των τελευταίων φιλελεύθερων διατάξεων του Συντάγματος, μπροστά στο αδιέξοδο, υποχώρησε και εισηγήθηκε στη Γερουσία την ψήφιση του νέου Συντάγματος. Αυτό το Σύνταγμα παραχωρούσε τα Επτάνησα στην απόλυτη διάκριση του Τσάρου, γεγονός που επέτρεψε στη συνέχεια την παραχώρησή τους, από τους Ρώσους, εκ νέου στον Ναπολέοντα και εν συνεχεία στους Εγγλέζους, χωρίς ποτέ να ρωτηθεί ο λαός των Επτανήσων.
Όπως έχει υπογραμμιστεί, ο Καποδίστριας, ήδη σε νεαρή ηλικία, μεταξύ εικοσιπέντε και τριάντα χρόνων, κατέδειξε τις μεγάλες του πολιτικές ικανότητες και κατέστη σύντομα η δεύτερη πολιτική προσωπικότητα της Επτανήσου Πολιτείας, μετά τον διορισμένο από τον τσάρο, Μοτσενίγο. Παράλληλα όμως κατέδειξε και τα όρια και την ιδιοπροσωπία του πολιτικού του δαιμονίου: ο νεαρός κόμης δεν υπήρξε επαναστάτης, ούτε τότε ούτε μετά, υπήρξε πάντοτε θεσμικός πολιτικός, χωρίς όμως ποτέ να συνταχθεί με τους «αντιδραστικούς». Από τις σπουδές του, τη μέριμνά του για τις λαϊκές τάξεις, την αδιαφορία του για τη συσσώρευση πλούτου και τη συμπάθειά του για τους Έλληνες επαναστάτες και κλεφταρματολούς, έρεπε προς τη δημοκρατία· από την καταγωγή του όμως και τις συνάφειές του με τους ευγενείς και τη ρωσική διοίκηση, ήταν υποχρεωμένος να ανέχεται αντιδημοκρατικές και απολυταρχικές επιλογές, έστω και κάποτε παρά τη θέλησή του.
Η σύναξη της Λευκάδας
Η πρώτη εμφάνισή του στο ιστορικό προσκήνιο, ως ηγέτης όλων των Ελλήνων, θα πραγματοποιηθεί στην επαναστατική σύναξη της Λευκάδας, το 1807. Πρωταγωνιστές θα είναι, από τη μία πλευρά, οι Έλληνες, υπό τον Καποδίστρια και τον Κατσαντώνη, και από την άλλη οι Τούρκοι, υπό τον Αλή, σε συμμαχία με τους Γάλλους.
Η περίοδος της ρωσο-τουρκικής συμμαχίας είχε παρέλθει και είχε αρχίσει ο νέος ρωσο-τουρκικός πόλεμος (1806-1812). Έτσι, όταν «ο Αλής ο Τεπελενλής… άγων δισμυρίους Αλβανούς»[3] άρχισε, τον χειμώνα του 1807, την περικύκλωση της Λευκάδας, με σκοπό να την καταλάβει, η διοίκηση της Πολιτείας έστειλε τον Ιωάννη Καποδίστρια να οργανώσει την άμυνα του νησιού. Επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων βρισκόταν ο Βελή πασάς, με πάνω από 11.000 στρατό, 18 μεγάλα πυροβόλα, που έφτασαν από τη Ναύπακτο, και Γάλλους τεχνικούς και πυροβολητές, ενώ ο Καποδίστριας αποβιβάστηκε στη Λευκάδα, στις 27 Μαΐου 1807, έχοντας μαζί του και τον μητροπολίτη Άρτας, Ιγνάτιο, με ένα σώμα Σουλιωτών, υπό τον Περραιβό, και 300 Ρώσους στρατιώτες· αρχιστράτηγος ορίστηκε ο Έλληνας αντιστράτηγος του ρωσικού στρατού, Εμμ. Παπαδόπουλος.
Μία από τις πρώτες ενέργειες του νεαρού ηγέτη ήταν να απευθύνει έκκληση για βοήθεια στους οπλαρχηγούς της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας. Στο κάλεσμά του θα ανταποκριθούν ο Βλαχάβας, ο Καραΐσκος, ο Νικοτσάρας, ο Αναγνωσταράς, ο Βαρνακιώτης, ο Μπουκουβάλας, ο Γρίβας, ο Σκυλοδήμος, ο Κουμπάρης κ.ά. Επικεφαλής των Σουλιωτών ήταν ο «συνετός και ανδρείος» Κίτσος Μπότσαρης, ο Φώτος Τζαβέλας, ο γιός του, Νικολός, ο Νότης Μπότσαρης κ.ά. Τέλος, ο Κατσαντώνης, που θα τεθεί επικεφαλής των κλεφταρματολών, θα φτάσει στο νησί μετά από συνεχείς μάχες με τους Τούρκους (στο μοναστήρι της Τατάρνας, χάθηκε σε μια μάχη ο καπετάν Δίπλας)[4], ενώ ο Κολοκοτρώνης συμμετείχε ενεργά στην κινητοποίηση με το σκάφος του, που ανήκε στη ναυτική δύναμη της Επτανήσου Πολιτείας, αλλά ήλθε σε πρόσκαιρη αντιπαράθεση με τον Καποδίστρια εξαιτίας κάποιων πειρατικών ενεργειών του. Στις 30 Ιουνίου 1807, συγκεντρώθηκαν όλοι σε μια ιστορική σύναξη, μαζί με τον Καποδίστρια, τον Άρτας Ιγνάτιο, τον Λευκάδας Παρθένιο και τον Παπαδόπουλο, στην ακτή του Μαγεμένου, στη Νικιάνα Λευκάδας. Γράφει σχετικά ο Βαλαωρίτης:
Αλλά το μεγαλήτερον, το θαυμαστώτερον, το ελληνικώτερον κατόρθωμα του αειμνήστου Καποδιστρίου υπήρξεν η εν Λευκάδι συγκέντρωσις όλων των ενδοξωτέρων Καπετανάτων της Ρούμελης προς υπεράσπισιν της κινδυνευούσης Λευκάδος, και ο αδελφικός σύνδεσμος, όστις προέκυψεν εκ της συγκεντρώσεως ταύτης μεταξύ των σημαντικωτέρων οπλαρχηγών. Οι Κλέφται μετεμορφώθησαν εις Κλεφτουριάν, δηλαδή απέβαλον την ιδέαν της ατομικής και κεχωρισμένης κατά των εχθρών αντιδράσεως και συνησπίσθησαν και συνετάχθησαν υπό την αρχηγίαν του Κατζαντώνη εις στρατόν εθνικόν, εν και μόνον έχοντα σύνθημα, άσπονδον κατά των τυράννων της πατρίδος πόλεμον, ένα και μόνον σκοπόν επιδιώκοντα, την απελευθέρωσιν της βασανιζομένης μητρός των.[ ] Επί κεφαλής της τραπέζης εκάθισεν ο Καποδίστριας, εγερθείς δε πριν ή αποχωρισθώσιν, προέπιεν υπέρ της ανεξαρτησίας της ελληνικής φυλής. Επί τη προπόσει ταύτη οι γενναίοι της ελληνικής τιμής πρόμαχοι σύραντες τα ξίφη ώμοσαν ν’ αποθάνωσι μαχόμενοι υπέρ Πίστεως και Πατρίδος[5].
Ο Καποδίστριας, στην αναφορά του προς την κυβέρνηση της Επτανήσου Πολιτείας, περιγράφει και αυτός την ιστορική συνάντηση: «Καθήμενοι ὑπὸ τὴν ἐκτεταμένην σκιὰν μιᾶς πολυφύλλου καρυδιᾶς, ὁ σεβ. Ἰγνάτιος, ὁ στρατηγὸς Παπαδόπουλος καὶ ἐγώ, περιεκυκλώθημεν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας ὁπλαρχηγούς, καὶ συγκεκριμμένως παρὰ τοῦ συνετοῦ καὶ γενναίου Κίτσου Μπότσαρη, τοῦ ὑπερηφάνου Κατσαντώνη καὶ πολλῶν ἄλλων[ ]. Κατηναλώσαμεν τὴν πρωΐαν ἀκροώμενοι τὴν ἀφήγησιν τῶν ἐπιχειρήσεων των, τὴν ὁποίαν ἐπηκολούθησε γεῦμα, ἔχον ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ψαλέντων ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου ἡρωικῶν συμποσίων καὶ κατόπιν ἡ μουσική, τραγοῦδι καὶ χορὸς…»[6].
Ωστόσο, η σύγκρουση δεν θα λάβει χώρα και ο Αλής θα εγκαταλείψει τα σχέδιά του για κατάληψη της Λευκάδας· εξάλλου, με τη Συνθήκη του Τιλσίτ, στις 7 Ιουλίου, τα Επτάνησα θα εκχωρηθούν στη σύμμαχό του, Γαλλία. Εν τούτοις, αυτή η συγκέντρωση, υπό την ηγεσία του Καποδίστρια, των μαχόμενων δυνάμεων του έθνους, σε μια κομβική στιγμή –εκείνη του μετασχηματισμού των κλεφταρματολών σε «ένοπλες δυνάμεις» του ελληνισμού–, προανήγγειλε τη συμμετοχή τους στην επερχόμενη Επανάσταση, επισφραγίζοντας και την ιδιαίτερη σχέση του Καποδίστρια μαζί τους. Σύμφωνα με τον Γουντχάουζ[7] –όπως φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τη μελέτη των σχετικών αναφορών του προς την κυβέρνηση και τα λοιπά γραπτά του– οι λίγοι μήνες που έμεινε ο Καποδίστριας στη Λευκάδα και όλες οι προετοιμασίες που έγιναν για την αντιμετώπιση του Αλή πασά και των Γάλλων –οχυρωματικά έργα, εκγύμναση εντοπίων–, σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις του γένους, μετέβαλαν οριστικά την οπτική του προς μια πανεθνική απελευθερωτική κατεύθυνση.
Ο Καποδίστριας στη Λευκάδα μετασχηματίζεται σε έναν πολιτικό ηγέτη με ευρύτερους ορίζοντες από εκείνους της Επτανήσου Πολιτείας, η οποία, στην αντίληψή του, θα μπορούσε να λειτουργήσει απλώς ως το Πεδεμόντιο του ελληνισμού.
Μια ταξική ακτινογραφία του ελληνισμού
Ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχτεί τις προτάσεις συνεργασίας των Γάλλων, οι οποίοι κατέλαβαν τα Επτάνησα, κατήργησαν την Επτάνησο Πολιτεία και την προσάρτησαν στη γαλλική Αυτοκρατορία. Οι δεκαοκτώ μήνες που παρέμεινε στην Κέρκυρα, μετά τη μεταβίβαση της εξουσίας, τον έπεισαν οριστικά για την αδυναμία συνεργασίας τόσο με τους Γάλλους όσο και με τους Άγγλους, που εποφθαλμιούσαν τα Επτάνησα και θεωρούσαν τους Έλληνες ανταγωνιστές τους στη Μεσόγειο. Η Άρκτος, εν τέλει, ήταν η μόνη, μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ευνοϊκά τα ελληνικά αιτήματα, ενώ παράλληλα προωθούσε τα εμπορικά συμφέροντα των Ελλήνων στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο – εξάλλου την ίδια εποχή βρισκόταν εκ νέου σε πόλεμο με την Τουρκία. Έτσι, επέλεξε οριστικά το στρατόπεδό του και, τον Ιανουάριο του 1809, μετά από πρόσκληση του κόμη Ρουμιάντσεφ, μετέβη στην Αγία Πετρούπολη: αρχικά επιτετραμμένος στο υπουργείο Εξωτερικών, εν συνεχεία ακόλουθος στη ρωσική πρεσβεία της Βιέννης, το 1811-1812, και αμέσως μετά πολιτικός σύνδεσμος της στρατιάς του Δούναβη, στο Βουκουρέστι.
Αν και γνωρίζουμε πλέον μάλλον επαρκώς τη ζωή και τη δράση του[8], εντούτοις, γύρω από την ιδεολογική συγκρότηση και τις πεποιθήσεις του, κυριαρχεί ακόμα μια σχετική σύγχυση και έχουν αναπτυχθεί έντονες ιδεολογικές διαμάχες που έχουν μάλλον συσκοτίσει παρά φωτίσει την ιδεολογική του φυσιογνωμία. Ιδιαίτερα στην παλαιότερη ιστοριογραφία της Αριστεράς, ο Καποδίστριας αντιμετωπίζεται ως ένας «αντιδραστικός» ευγενής, υπουργός του Τσάρου και «αυταρχικός» κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Και αυτή η παράδοση ίσως έχει ως αφετηρία της τον Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος, από την αρχική, εφεκτική ή ακόμα και φιλική στάση του, όταν ανεδείχθη σε κυβερνήτη, σύντομα θα στραφεί βίαια εναντίον του[9]. Ο Κρις Γουντχάουζ περιγράφει πως το αρχικό ενδιαφέρον του για τον Καποδίστρια, που τον οδήγησε αργότερα και στη συγγραφή της σχετικής βιογραφίας του, «πυροδοτήθηκε» κατά τη διάρκεια της πορείας του μαζί με τον Ζέρβα και τον Βελουχιώτη προς τον Γοργοπόταμο: «το μόνο πράγμα που θυμάμαι λεπτομερώς» από τα λόγια του Άρη ήταν η εμμονή του στις επιθέσεις του ενάντια στους παλαιότερους κυβερνήτες της σύγχρονης Ελλάδας. Και δύο ονόματα αποτελούσαν κατεξοχήν ανάθεμα γι’ αυτόν. «Οι Γλύξμπουργκ… και ο Καποδίστριας, τον οποίο κατήγγελλε ως έναν αυταρχικό ξένο τύραννο που διέφθειρε τους Έλληνες και στέρησε τον ελληνικό λαό από την ανεξαρτησία για την οποία είχε πολεμήσει»[10]. Εξάλλου, όλοι γνωρίζουμε τις δριμείες επιθέσεις του Γιάννη Κορδάτου εναντίον του κυβερνήτη.
Και παρότι η πλειοψηφία των Ελλήνων ιστορικών και δημοσιολόγων αποτιμούν μάλλον θετικά τη δράση και το έργο του, σε αντίθεση με την αρνητική στάση των Δυτικοευρωπαίων, ωστόσο δεν επιμένουν ιδιαίτερα στην ιδεολογική του συγκρότηση – πέρα από τις σχέσεις του με τη Φιλική Εταιρεία– και πραγματεύονται κυρίως την πολιτεία του ως του πρώτου κυβερνήτη της ελεύθερης Ελλάδας. Αυτή η συγκρότηση, όμως, αναδεικνύεται ανάγλυφα σε τέσσερα εκτενή κείμενά του και, κατ’ εξοχήν στα πρωιμότερα και λιγότερο γνωστά τρία πρώτα[11].
Στο μάλλον εκτενές υπόμνημα για την κατάσταση της Ελλάδας και της Ιλλυρίας, το οποίο έγραψε στα γαλλικά, στη Βιέννη, το 1811, και το οποίο διαβιβάστηκε στον τσάρο, αποπειράται μια αντικειμενική καταγραφή της ελληνικής πραγματικότητας που εκπλήσσει με την ειλικρίνεια και την ευθυκρισία της. Διότι, εάν είναι αναμενόμενη η σημασία την οποία αποδίδει στον ρωσικό παράγοντα και την παρέμβαση της Μ. Αικατερίνης, στην αφετηρία της ελληνικής Αναγέννησης, εκπλήσσει η θετική αναφορά του στη γαλλική Επανάσταση, σε υπόμνημα που απευθύνεται προς έναν Ρώσο τσάρο, έστω και αν είχε τη φήμη του φιλελευθέρου:
Πριν από τον πόλεμο του 1769, ο ελληνικός λαός ήταν τσακισμένος από τη μιζέρια και την άγνοια.[ ] Η δυναμική φωνή της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄, εμψύχωσε με νέα ζωή τις ωραίες περιοχές της Ελλάδας και ενέπνευσε στους Έλληνες το ευγενικό αίσθημα να εκτιμήσουν όπως πρέπει τους προγόνους τους. [ ] Από τότε άρχισε η ηθική αναγέννηση αυτού του λαού. [ ] Η Γαλλική Επανάσταση και τα εξαιρετικά γεγονότα που άλλαξαν την όψη και τις σχέσεις των ευρωπαϊκών κρατών, η παρακμή της Τουρκικής Αυτοκρατορίας και η προτεραιότητα που δίνουν μερικές Δυνάμεις για την τύχη των υπολοίπων αυτής της αυτοκρατορίας, όλα αυτά και ένα πλήθος άλλα, κάνουν τους Έλληνες να αισθάνονται ότι σε λίγο η τύχη τους θ’ αλλάξει κι ότι μια μέρα θα μπορέσουν ν’ αποκτήσουν δική τους πατρίδα.
Εν συνεχεία, εκθέτει ήδη τις βασικές κατευθύνσεις της γραμμής που επρόκειτο να ακολουθήσει καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του στη ρωσική υπηρεσία. Η Ρωσία διαθέτει ένα σημαντικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις δυτικές δυνάμεις και δεν θα πρέπει να τις αφήσει να την προλάβουν:
Ο λαός αυτός φαίνεται άξιος της προσοχής της αυτοκρατορικής σας κυβέρνησης. Η Αγγλία και η Γαλλία ενδιαφέρονται για το θέμα αυτό. Κάνουν θυσίες για να λύσουν ευνοϊκά γι’ αυτές το πρόβλημα. Η Ρωσία χρειάζεται απλώς να διατηρήσει την ευεργετική της επιρροή.
Σύμφωνα με τον Κορφιάτη ευπατρίδη, η υπηρεσία του στη ρωσική διοίκηση θα έπρεπε να εξυπηρετεί ταυτόχρονα και τα συμφέροντα της Ελλάδας. Αυτή η υπόμνηση, ήδη από τα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας του, προσελάμβανε και το νόημα μιας έμμεσης προειδοποίησης· θα συνέχιζε να υπηρετεί τη ρωσική κυβέρνηση στον βαθμό που τα συμφέροντά της θα συνέπιπταν με αυτά της πατρίδας του – δέσμευση την οποία τήρησε αποχωρώντας το 1822 από την υπηρεσία του τσάρου. Γράφει λοιπόν:
Τα στοιχεία, που συγκεντρώθηκαν με προσοχή, αποτελούν τη βάση αυτού του μνημονίου. Τολμώ να τα υποβάλλω στη φωτισμένη κρίση της Μεγαλειότητάς σας, με σκοπό να εκπληρώσω, από τη μία το καθήκον του πιστού υπηρέτη της Ρωσίας και από την άλλη το καθήκον του πολίτη, που είναι προσδεμένος σταθερά στην τίμια υπόθεση της πατρίδας του.
Ακολουθεί ένα περιεκτικό και εύστοχο μνημόνιο, που έπεισε τον Αυτοκράτορα για τη σοβαρότητα και τις γνώσεις του, ήδη έμπειρου από τη θητεία του στα Επτάνησα, διπλωμάτη: «Οι Έλληνες στην Τουρκία αποτελούν πληθυσμό εννέα εκατομμυρίων», διηρημένο σε τέσσερεις τάξεις, τους «ιδιοκτήτες και τους ευγενείς· τον κλήρο και τους επιστήμονες, τους εμπόρους και τους ναυτικούς και τους εργαζόμενους κάθε κατηγορίας και τους ανθρώπους που δεν ξέρουν άλλη τέχνη πέρα από τα άρματα». Η «ταξική ανάλυσή» του αγγίζει μάλιστα ορισμένα σημεία που δεν έχουν διερευνηθεί μέχρι σήμερα, όπως το ξερίζωμα των τελευταίων Ελλήνων μεγαλοϊδιοκτητών μετά τα Ορλωφικά: «Σχεδόν όλοι οι Έλληνες στην Τουρκία είναι μικροϊδιοκτήτες γης. Σχεδόν κανένας δεν έχει μεγάλη περιουσία», διότι, «πριν από τον πρώτο Ρωσικό πόλεμο, υπήρχαν στο Μοριά και στις οθωμανικές επαρχίες της Μαύρης Θάλασσας μεγαλοϊδιοκτήτες, που η περιουσία τους ήταν πολύ σημαντική». Οι τουρκικές διώξεις υποχρέωσαν πολλούς «να γίνουν δυστυχείς, ενώ μέχρι τότε ήταν αφέντες, και άλλους να εκπατρισθούν αναγκαστικά», η δε έξωσή τους από «τις μεγάλες έγγειες ιδιοκτησίες» τους υποχρέωσε να στραφούν προς το εμπόριο και επιτάχυνε «τα πρώτα βήματα αυτού του λαού προς την αναγέννησή του».
Κατά συνέπεια, «η αριστοκρατία έχει μηδενιστεί και διατηρείται ακόμα εκείνη του Φαναριού». Παρότι αριστοκρατικής καταγωγής, υποστηρίζει πως η «“αριστοκρατία” είναι απλώς ένα κενό όνομα, στείρο, πολλές φορές επικίνδυνο» ενώ «οι περισσότεροι Έλληνες έχουν αποποιηθεί αυτόν τον τίτλο». Μόνον οι Φαναριώτες, τους οποίους δεν δείχνει να συμπαθεί ιδιαίτερα, «προσδίδουν σ’ αυτόν μια πραγματική αξία», εξ αιτίας «της θέσης του Μεγάλου Δραγουμάνου την οποία κατέχουν», καθώς και εκείνης «του ηγεμόνα της Μολδαβίας και της Βλαχίας, που ελπίζουν να κρατήσουν», τους χαρακτηρίζει δε «μορφωμένους», με «φιλότιμο» αλλά «κενόδοξους»: «ανάμεσά τους βρίσκονται δολοπλόκοι, ορισμένοι παλιάνθρωποι και πολλοί αλαζόνες». Αντίθετα, οι «μικροϊδιοκτήτες» «μισούν τους Τούρκους» που τους εμποδίζουν «να εξουσιάσουν με την ασπίδα του νόμου» τη γη τους την οποία ελπίζουν να ανακτήσουν.
Η άποψή του για τον κλήρο ήταν προφανώς επηρεασμένη από τον στενό φίλο και οδηγό του στα πνευματικά ζητήματα, τον κατά δώδεκα χρόνια μεγαλύτερό του, Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας και υποστηρίζει πως υπέφερε από αμάθεια και «δεισιδαιμονία» την οποία μόλις έχει αρχίσει να ξεπερνά, μετά τον Ευγένιο Βούλγαρι και τον Νικηφόρο Θεοτόκη, αμφοτέρους Κερκυραίους, οι οποίοι και χρίσθηκαν μητροπολίτες από τη Μεγάλη Αικατερίνη.
Έχει την πεποίθηση πως αποτελεί «ιερή υποχρέωση για τη Σύνοδο, να επιβάλει στους νέους που μπαίνουν στις ανώτερες εκκλησιαστικές τάξεις, να αφήνουν τα ράσα και τα γένια και να ταξιδεύουν στην Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, με σκοπό να μάθουν σύγχρονες γλώσσες και να καταπιαστούν με τις επιστήμες και τα γράμματα». Συντάσσεται, δηλαδή, με τη διαφωτιστική πτέρυγα της Εκκλησίας, και προβάλλει ως πρότυπα τους μητροπολίτες «Πρώιο της Φιλαδέλφειας (επιθεωρητή των δημόσιων σχολείων)», τον Διονύσιο Σερρών και τον Θεόκλητο Σόφιας· αυτοί, αφού «ταξίδεψαν πολύ και με κοσμικό ένδυμα εντάχθηκαν στο πλήθος των μαθητών των πανεπιστημίων της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας», επέστρεψαν εν συνεχεία «στους κόλπους της εκκλησίας, για να πάρουν το αξίωμα του μητροπολίτη». Και όχι μόνον αυτοί, αλλά και «ιερείς μιμήθηκαν το παράδειγμά τους: ο Θεόφιλος [Καΐρης] απόθεσε τα ράσα του, πήγε στην Ιταλία και στη Γαλλία, όπου σπούδασε», για να επιστρέψει με «πολλά βιβλία και επιστημονικά όργανα», να ξαναβάλει τα ράσα και να δημιουργήσει «σχολή φιλοσοφίας στη Σμύρνη»· κάτι ανάλογο έπραξε και ο «Βενιαμίν [Λέσβιος], καθηγητής των επιστημών στις Κυδωνίες». Ο Δανιήλ Φιλιππίδης και ο Νεόφυτος Βάμβας, ενώ είχαν «χρηματίσει καθηγητές της φιλολογίας[ ], διαπίστωσαν κάποτε με λύπη ότι αγνοούσαν την πραγματική μέθοδο διδασκαλίας» και «αποφάσισαν να γίνουν μαθητές. Απόθεσαν τα ράσα τους και σήμερα βρίσκονται στη Γαλλία». Εισέρχεται έτσι σε ευθεία αντίθεση με τον Αθανάσιο Πάριο[12], που θεωρούσε καταστροφική την επαφή των νέων με την Εσπερία και στηλίτευε ιδιαίτερα όσους ιερωμένους ακολουθούσαν πρακτικές «αποσχηματισμού» κατά τη διάρκεια της αποδημίας τους· κάτι που είχε κάνει ο Δωρόθεος Πρώιος, καθηγητής στη Σχολή της Χίου υπό τη σχολαρχία του Αθανασίου, καθώς και ο Βενιαμίν. Προφανώς λοιπόν επέκρινε ευθέως τα κείμενα και τις απόψεις του Παρίου, που στηλίτευε ακριβώς τον Βενιαμίν, τον Θεόφιλο και τον Πρώιο.
Η σημασία που αποδίδει στο ζήτημα της εκπαίδευσης προσομοιάζει με εκείνη του Κοραή. Επιμένει ιδιαίτερα στην τάξη των λογίων η οποία έχει καταστεί «πολυάριθμη και αξίζει ιδιαίτερης εκτίμησης», απαριθμεί δε λεπτομερώς τα «18 δημόσια σχολεία, κατά το πρότυπο των μικρών Πανεπιστημίων και Λυκείων της Ιταλίας και της Γαλλίας». Ωστόσο, από τον κατάλογό του απουσιάζει μάλλον σκανδαλωδώς η Χίος, που διέθετε την μεγαλύτερη και πλέον οργανωμένη σχολή του ελληνικού κόσμου, γεγονός που δεν μπορούσε να αγνοεί – προφανώς επειδή ακόμα σχολαρχούσε σε αυτήν ο Αθανάσιος Πάριος! Στο υπόμνημά του περιλαμβάνονται στοιχεία για τους καθηγητές, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, τις βιβλιοθήκες, τις εκδόσεις και τη χρηματοδότηση των σχολείων· για τους σπουδαστές υποστηρίζει: «μπορώ να υπολογίσω ότι το κάθε σχολείο έχει γύρω στους 200 μαθητές και πρέπει να υπάρχουν συνολικά 3.600 μαθητές το χρόνο.» Διαμορφώνεται σταδιακώς μια πεπαιδευμένη άρχουσα τάξη και, παρότι οι επιστήμονες είναι «λίγο εγωιστές, άπληστοι για δόξα, συχνά φτωχοί, και πολλές φορές παθιασμένοι για χρήμα», εν τούτοις είναι «καλοί πατριώτες, επειδή δεν έχουν πατρίδα».
Τους εμπόρους της διασποράς τους εκτιμά γύρω στις 110.000: 90.000 στην Αυστροουγγαρία και «4.000-5.000 ψυχές» στη Ρωσία. «Διαφυλάσσουν την ιδέα για επιστροφή στη χώρα τους», «θεωρούν τους εαυτούς τους ξένους στις χώρες όπου έχουν τις περιουσίες τους», όμως, εξαιτίας του «πάθους του πλούτου», χαρακτηρίζονται από «μειωμένο πατριωτισμό» –εκτίμηση η οποία έμελλε να διαψευσθεί μετά από λίγα χρόνια–, παρότι «μέρος των ποσών που διατίθενται για τα σχολεία, προέρχονται από τα ταμεία των εμπόρων».
Οι «Έλληνες κατέχουν 5.000 εμπορικά πλοία, κατασκευασμένα στα νησιά του Αρχιπελάγους (Αιγαίου) και σ’ όλη σχεδόν την υπόλοιπη Ελλάδα», στα οποία απασχολούνται «γύρω στους 50.000 ναύτες το χρόνο.» Θεωρεί δε ακριβή αυτόν τον υπολογισμό, δοθέντος ότι «τα Ιόνια Νησιά, με τους 280.000 κατοίκους που είχαν στα χρόνια της Ιόνιας Δημοκρατίας, διέθεταν 500 εμπορικά πλοία, στα οποία απασχολούνταν 5.000 ναύτες», χωρίς να υπολογίζονται τα μικρά σκάφη.
Επιμένει ιδιαίτερα στο γεγονός πως «όλοι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα έχουν όπλα και είναι σε θέση να τα χρησιμοποιούν με γενναιότητα» ενώ υπάρχουν και επαγγελματίες ένοπλοι – «οι άνθρωποι που είναι γνωστοί ως αρματολοί, μπορούν να υπολογιστούν σε 100.000 ψυχές».
Στο τέλος, εξετάζει τη στάση των Τούρκων και των μεγάλων δυνάμεων: Η στάση των πρώτων έχει αρχίσει να γίνεται ανεκτικότερη από «τις αρχές της βασιλείας του Σελίμ Γ΄», ενώ ένας «Τούρκος ελληνικής καταγωγής, ο Βαλιδέ Κεσκάγια» (επιμελητής της περιουσίας της βασιλομήτορος), έπεισε τον σουλτάνο ότι, για «να στερήσει τη Ρωσική Αυτοκρατορία από την αφοσίωση των Ελλήνων», «θα έπρεπε η Τουρκία να τους παραχωρήσει» «όλα όσα τους παραχωρούσε και η Ρωσία». «Κάποιος τολμηρός» προχώρησε περισσότερο και «πρότεινε στην τουρκική κυβέρνηση να δεχτεί τους Έλληνες σε σημαντικές θέσεις της διοίκησης και του στρατού».
Η Γαλλία επιδιώκει επίσης να αποσπάσει τους Έλληνες από την επιρροή της Ρωσίας και «τα ταξίδια που έκαναν οι Γκυ, Σουαζέλ-Γκουφιέ, Σονίνι, Ολιβιέ και πολλοί άλλοι Γάλλοι σοφοί, ποτέ δεν ήταν καθαρά φιλολογικά», θεωρεί δε μισθοδοτούμενους από τη Γαλλία τον Αδαμάντιο Κοραή, τον Κοδρικά κ.ά. Πάντως, «το γαλλικό κόμμα δεν μπορεί να αποκτήσει ευρύτητα στην Ελλάδα, μια και ο κλήρος στέκεται ανοικτά πολέμιός του», παρότι «τα ταξίδια των ιερωμένων στην Ιταλία και στη Γαλλία αξίζουν κάποιας προσοχής».
Ανάλογο χαρακτήρα έχουν και τα ταξίδια των Εγγλέζων, που προσπαθούν «να πείσουν τους Έλληνες, ότι η Ρωσία» δεν θα «εκδιώξει τους Τούρκους από την Ευρώπη: “Οι Ρώσοι θα σας εγκαταλείψουν τη στιγμή που δε θα έχουν την ανάγκη σας. Φυλαχτείτε λοιπόν”. Αυτό είναι το ρεφραίν των κυρίων Μοριέρ και Ληκ». Εν τούτοις, «οι Έλληνες δεν είναι αφοσιωμένοι στους Άγγλους» και η πρόσδεσή τους σε αυτούς «αποβλέπει μόνο στα προσωρινά πλεονεκτήματα που τους παρέχει» η Αγγλία καθώς και στην «ανοιχτή προστασία» που τους προσφέρει ο «αντιπρόσωπός της στην Κων/πολη». Αντίθετα, η «Ρωσία διαθέτει αποδείξεις για την αφοσίωση των Ελλήνων». Εξάλλου, όταν ο Καποδίστριας συνέτασσε την αναφορά του[13], η Ρωσία βρισκόταν ακόμα σε πόλεμο με την Τουρκία, τον οποίο θα διακόψει για να αντιμετωπίσει τον Ναπολέοντα, τον Μάιο του 1812. Ήδη όμως κυκλοφορούσαν φήμες για μια ενδεχόμενη ανακωχή εξ ου και ο Καποδίστριας θα κλείσει το μνημόνιο παράτολμα και ελάχιστα «διπλωματικά», υπογραμμίζοντας πως λυδία λίθο για την επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης των Ελλήνων θα αποτελέσει «η ειρήνη με την Τουρκία και η τύχη των Σέρβων»· αυτή και θα απαντήσει «σ’ ένα ερώτημα που βάζουν μεταξύ τους οι Έλληνες: “θέλει να μας προστατέψει η Ρωσία, ή θα μας εγκαταλείψει στους Τούρκους;”»!
Σε αυτή την εκτενή ραδιογραφία της Ελλάδας, οι στόχοι του συντάκτη της αναδεικνύονται ανάγλυφοι: προβολή της οικονομικής και πληθυσμιακής ισχύος της –ίσως και καθ’ υπερβολήν–, εμμονή στα «εκσυγχρονιστικά» και φιλελεύθερα χαρακτηριστικά της, υπογράμμιση της σημασίας της για το σύνολο των μεγάλων δυνάμεων, και για τους Οθωμανούς, και κατά συνέπεια έκκληση προς τον τσάρο να δράσει αποφασιστικότερα υπέρ των Ελλήνων. Η ιδεολογική φυσιογνωμία του όπως αναδύεται από αυτήν –σε μια εποχή που δεν βρίσκεται πλέον στην πρώτη νεότητα, είναι ήδη 35 ετών και μάλιστα σε επίσημη έκθεση με τελικό αποδέκτη τον ίδιο τον Τσάρο–, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την εικόνα του «αντιδραστικού αριστοκράτη» που καλλιεργούσε μια κλασική «προοδευτική» αντίληψη – εν πολλοίς έντεχνα φιλοτεχνημένη από τους δυτικούς ιστοριογράφους του 19ου αιώνα[14].
Οι τύχες των Επτανήσων και η αγγλική κατοχή
Ο Καποδίστριας θα εκδιπλώσει τις μεγάλες πολιτικές του ικανότητες, αρχικώς, στην Ελβετία όπου, ως μυστικός απεσταλμένος του τσάρου και εν συνεχεία ως πληρεξούσιος υπουργός, συνέβαλε ενεργά στη δημιουργία του ελβετικού κράτους και τη θέσπιση ενός συντάγματος, που θεσμοθετούσε τα αυτόνομα καντόνια ως μέλη της ομοσπονδίας. Συντασσόμενος μάλλον με τις δημοκρατικότερες τάσεις των καντονίων, ήλθε σε σύγκρουση με τους ευγενείς της Βέρνης και τον Αυστριακό απεσταλμένο, και δι’ αυτού με τον Μέττερνιχ, εγκαινιάζοντας μια μακρά περίοδο αντιπαλότητας[15].
Από εκεί επέστρεψε στη Βιέννη όπου, στις αρχές Οκτωβρίου του 1814, άρχισε το περιβόητο Συνέδριο· αρχικώς συμμετείχε ως απλό μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας αλλά, από τα τέλη του 1814 μέχρι την ολοκλήρωσή του, τον Ιούνιο του 1815, χρημάτισε αντιπρόσωπος της Ρωσίας στις επίσημες συνεδριάσεις· σύμφωνα δε με τον σύμβουλο του Μέττερνιχ, Φον Γκεντς, η τελική πράξη του Συνεδρίου υπήρξε δημιούργημα του Καποδίστρια και του ιδίου[16].
Εκεί θα προσκρούσει για πρώτη φορά στην απροθυμία του τσάρου να θέσει αποφασιστικά το ελληνικό ζήτημα, μη θέλοντας να συγκρουστεί με τις λοιπές μεγάλες δυνάμεις.
Ιδιαίτερα οδυνηρή υπήρξε η εμπειρία του σχετικά με την τύχη των Ιονίων νήσων, τα οποία μετά την κατάρρευση του Ναπολέοντα τα είχαν ήδη καταλάβει οι Βρετανοί, χωρίς όμως να έχει ακόμα ρυθμιστεί οριστικά το καθεστώς τους, αφήνοντας μια νομική βάση για τη διεκδίκηση της αυτονομίας τους. Το ζήτημα τέθηκε για πρώτη φορά στη συνθήκη ειρήνης των Παρισίων (20 Μαΐου 1814), αλλά η πρόταση της Ρωσίας να καταστεί η Επτάνησος ανεξάρτητο και ουδέτερο κράτος, απορρίφθηκε από Αυστριακούς και Βρετανούς που υποστήριξαν ότι τα νησιά θα έπρεπε να παραχωρηθούν στην Αυστρία – ως νόμιμη διάδοχο της Βενετίας! Εξ αιτίας της ασυμφωνίας, το ζήτημα παραπέμφθηκε για οριστική ρύθμιση στο Συνέδριο της Βιέννης, όπου θα παρέμβει και η Γερουσία των Επτανήσων, διεκδικώντας την επιστροφή στο status quo ante της «Επτανήσου Πολιτείας», ενώ εξουσιοδότησε τον Καποδίστρια να χειριστεί το θέμα εν λευκώ. Αυτός, με υπόμνημα του προς τον τσάρο, στις 5 Οκτωβρίου 1814, αφού εξέταζε όλες τις πιθανές λύσεις, πρότεινε ως ιδεωδέστερη την ανασύσταση, αναδιοργάνωση και αναγνώριση της Επτανησιακής Δημοκρατίας, υπό την προστασία των μεγάλων δυνάμεων, με αποκατάσταση του συνταγματικού χάρτη του 1803 ή έστω εκείνον του1806[17].
Επειδή ο τσάρος έδειχνε απροθυμία να αντιπαρατεθεί με τη Μεγάλη Βρετανία, ο Καποδίστριας πρότεινε τελικώς τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, υπό το όνομα Πολιτεία των Επτά Ηνωμένων Νήσων, διατηρώντας τη σημαία που ήδη είχε, ενώ η Μεγάλη Βρετανία θα ανελάμβανε απλώς την προστασία του και τη φρουρά των λιμένων. Αντίθετα, όμως, ο Κάσλρη (ο Καστελρήγος ή Καστελερής των Ελλήνων του 19ου αι.) επέμενε στην κατοχή των νήσων «εν πλήρει και αποκλειστική κυριαρχία» (in piena ed integra sovranita). Επειδή οι διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο, επανελήφθησαν μετά από παρέμβαση του Ουέλινγκτον και επιτεύχθηκε μια συμβιβαστική λύση, στις 5 Νοεμβρίου 1815, με τη Συνθήκη των Παρισίων. Ο Καποδίστριας είχε επιλέξει, ως τελευταία γραμμή αμύνης, την επιβολή όρων στην Αγγλία που θα διασφάλιζαν ένα βαθμό αυτονομίας στην κυβέρνηση των Ιονίων νήσων. Έτσι δημιουργήθηκε το «ενιαίο, ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος των Ηνωμένων Ιονίων Νήσων», αλλά η Αγγλία αποκτούσε το δικαίωμα να ορίζει τον Μέγα Αρμοστή, για να διοικεί τη νήσο, και τον αρχηγό του στρατού.
Ο Καποδίστριας μάλλον εξαπατήθηκε έχοντας υποτιμήσει την αγγλική πανουργία και τις αληθινές προθέσεις των Άγγλων. Το γεγονός καταδεικνύεται και από τη λανθασμένη εκτίμησή του για τη στάση του Άγγλου ταγματάρχη, Ρίτσαρντ Τσέρτς (Church), που στη Βιέννη υποστήριζε την προσάρτηση των Επτανήσων στην Αγγλία. Γράφει τωόντι σε επιστολή προς τον πατέρα του, Αντωνομαρία, τον Απρίλιο 1815, από τη Βιέννη: «Ὁ Συνταγματάρχης Church ἀπέδωκεν δικαιοσύνην ἡμῖν καὶ ὑπῆρξεν τὰ μάλα ἐπωφελῆς δι’ ἡμᾶς»[18]. Όπως όμως τονίζει ο Γουντχάουζ στην περισπούδαστη, ογκώδη –και αμετάφραστη στα Ελληνικά– βιογραφία του:
Θα δειχνόταν πολύ λιγότερο ενθουσιώδης αν γνώριζε τις αληθινές προθέσεις του Τσερτς, ο οποίος υπέβαλε δύο υπομνήματα προς τον Κάσλρη στα οποία επέμενε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να εγκαταλειφθούν τα νησιά. Η επιχειρηματολογία του στηριζόταν στην σημασία τους για τη ναυτική ισχύ των Βρετανών και για την ανάγκη να προστατεύεται η Οθωμανική Αυτοκρατορία εναντίον οποιασδήποτε πιθανής ρωσικής ή γαλλικής επιβουλής[19].
Ο Καποδίστριας, καθ’ όλη την περίοδο από το 1806-1807, τη σύναξη της Λευκάδας, μέχρι και τον Νοέμβριο 1815, όταν θα επισφραγιστεί με τη Συνθήκη των Παρισίων η αποικιακή υπαγωγή των Επτανήσων στη Βρετανία, θα πασχίζει απεγνωσμένα να διατηρήσει ζωντανό το όνειρο της απελευθέρωσης των Ελλήνων, με μοχλό μια ανεξάρτητη επτανησιακή πολιτεία. Ήδη, σε υπόμνημά του προς τον τσάρο, τον Ιούλιο 1813, πρότεινε την επανεπιβεβαίωση της ρωσικής επιρροής στα Επτάνησα ώστε να εμποδιστεί μια βρετανική κατοχή της Κέρκυρας, την οποία θεωρούσε ως «το επίκεντρο μιας κομβικής σημασίας επιρροής στις υποθέσεις της Ανατολής»[20] και, στα τέλη του 1813, επανέρχεται τονίζοντας πως «εάν τα νησιά εγκαταλειφθούν στην Αγγλία ή στην απόλυτη ηγεμονία κάποιας άλλης ξένης προς τα συμφέροντά μας δύναμης, τότε μόνο με τη βία θα μπορέσει η Ρωσία να ξαναβρεί το δρόμο προς την Ελλάδα…»[21] Ο Καποδίστριας επιχειρούσε να λύσει το ζήτημα της εξόδου της Ρωσίας προς τις «θερμές θάλασσες», συνδέοντάς την άρρηκτα με τα ελληνικά συμφέροντα, μέσω των Επτανήσων. Δύο αιώνες αργότερα, αυτό το σχέδιο θα παραμένει άπιαστο όνειρο, για Έλληνες και Ρώσους.
Εν τέλει, το επτανησιακό κράτος θα έχει δική του σημαία και στρατό, όμως, το Σύνταγμα του 1817, το οποίο επέβαλαν οι Άγγλοι, παρότι προέβλεπε Βουλή και Γερουσία, στην πραγματικότητα αναιρούσε την ανεξαρτησία των νησιών και εγκαθίδρυε την απόλυτη και τυραννική εξουσία των Βρετανών. Ο περιβόητος Τόμας Μαίτλαντ, πρώην αποικιακός αξιωματούχος των Ινδιών, πρώτος Αρμοστής έως το 1824, συγκέντρωσε όλες της εξουσίες, διατηρώντας και το δικαίωμα της αρνησικυρίας· στην πράξη, τα Επτάνησα μεταβλήθηκαν σε βρετανική αποικία. Ο Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος περιγράφει αυτό το τερατούργημα της αγγλικής αποικιοκρατικής «επιστήμης»:
Το υπό της Αγγλικής Προστασίας εγκαθιδρυθέν εις την Επτάνησον Σύνταγμα κατά το έτος 1817 ήτο μοναδικόν εις το είδος του και ιδιογενές εις την κατασκευήν του· αλλότριον εις την επιστήμην και εις την ιστορίαν[ ]. Ήτο αλλόκοτόν τι κράμα ετεροειδών στοιχείων, θεμελιακών θεσμών, οργανικών νόμων και απλών κανονισμών, παραδόξως μεν, αλλ’ επιδεξίως συνδυασμένων. Η δε απανταχού επικρατούσα εις το ύφος του τεχνική ασάφεια και αοριστία και η ελαστική και διφορούμενη εις τας διατάξεις του έννοια, συνεπλήρουν ούτως ειπείν το τερατώδες αυτό της ψευδοπολιτικής ύφασμα[22].
Αργότερα, το 1819, μετά την παράδοση της Πάργας στον Αλή Πασά από τον Μαίτλαντ, ο Καποδίστριας αναφέρεται με οργή στη συμπεριφορά των Άγγλων:
Ὁ στρατηγὸς Μαίτλανδ μεταχειρίζεται τοὺς συμπατριώτας μου ὡς Ἰνδούς. Ἀλλ’ οὗτοι θὰ ἀντιδράσουν καὶ θὰ ἔχετε σοβαρὰς δυσχερείας εἰς ἥν στιγμὴν δὲν θὰ τὸ περιμένετε. Τέλος πάντων προσέξατε καὶ ὑπολογίσατε ἐκ τῶν προτέρων τοὺς καρποὺς τῆς ἀπελπισίας. Τὸ ἰδικὸν σας σύστημα κυβερνήσεως θέτει τοὺς γειτονεύοντας Ἕλληνας εἰς τὸ δίλημμα ἢ νὰ καταστραφοῦν ἢ νὰ λάβουν τὰ ὅπλα. Μοιραίως θὰ προστρέξουν εἰς τὸ τελευταῖον καὶ θὰ σᾶς ἐμβάλουν εἰς περιπλοκὰς[23].
Όταν ήλθε στην Κέρκυρα, τον Μάρτιο 1819, από τη Βαλέτα της Μάλτας, για να δει την οικογένειά του, συνάντησε όλους τους αντιπάλους του Μαίτλαντ, ο οποίος μάλιστα τον υποπτεύτηκε ως υποκινητή της εξέγερσης των Λευκαδίων αγροτών που εκδηλώθηκε μερικούς μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, και οργάνωσε την παρακολούθησή του, από κοινού με τους πράκτορες του Μέττερνιχ.
Ο Αρμοστής αυτός τα μένεα έπνεε κατά του Καποδιστρίου, και των οικείων του πάντων, ους όργανα Ρωσσικά εξελάμβανε, και ως ραδιούργους της Ρωσσικής πολιτικής παρά τω Ιονίω και τη Ιταλία κατά Αγγλίας και Αυστρίας [ ]. Διό συνηνώθη ο Μαίτλανδ μετά της εν Βενετία αυστριακής αστυνομίας, και διέβαλλεν τον Καποδίστριαν και Μουστοξύδην, ως επιβούλως ενεργούντας εν τω Ιονίω και υποκινήσαντας την εν Λευκάδι στάσιν του 1819, και υποθάλποντας τας αντιπαθείας Μαυροβουνιωτών και Δαλματών κατά Αυστρίας. Εντεύθεν επείσθη ο αστυνόμος της Βενετίας να θέση κατάσκοπον. Ούτος δε παρηκολούθει τον Καποδίστριαν καθ’ όλην τότε την διάβασίν του εν Ιταλία, και υπεκρίνετο φιλίαν προς αυτόν και μίσος κατά της Αυστριακής και Αγγλικής πολιτικής, και περιέθαλπε την εγκάρδιον στοργήν του Καποδιστρίου προς το Ελληνικόν και Ιταλικόν έθνος και τον πόθον του υπέρ ανεξαρτησίας αυτών. Επομένως ο τότε εν Βενετία αστυνόμος Σελδνίτσκυς (Seldnisky) και πρόεδρος του αυλικού δικαστηρίου της αστυνομίας έγραφε προς τον Κυβερνήτην της Βενετίας τας 12 Ιανουαρίου 1820. – «Αι του λαού στάσεις εκκραγείσαι το παρελθόν έτος εις την Ιονικήν νήσον Αγίας Μαύρας [ ] υπάρχουσι τεκμήρια του να υποθέσωμεν ότι η προετοιμασία, η αρχή και η διαγωγή τοιούτων συμβάντων δεν είναι άγνωστα εις το Ρωσσικόν μυστικοσυμβούλιον, ή μάλλον ειπείν πρέπει να αποδοθώσι εις τας ραδιουργίας του γραμματέως του Ρωσσικού Κράτους κόμητος Καποδιστρίου, όστις το παρελθόν έτος μετέβη εις Κέρκυραν υπό πρόφασιν του να επισκεφθή την οικογένειάν του, και όστις δια τοιαύτης Ρωσσικής επιρροής ήθελε δυνηθή ν’ αποπειραθή, όπως φθάση με τον ίδιον σκοπόν του Μαυροβουνίου εις τας Ιονίους Νήσους και να περιλάβη τας περιχώρους Κατάρου και Ραγούσης και προς τούτοις και αυτήν την Δαλματίαν… Υπογεγραμμένος Σελδνίσκυς[24].
Την ίδια εποχή, σε υπόμνημά του προς τον Άγγλο υπουργό Πολέμου και Αποικιών, «Βαθούρστ» (Henry Bathurst) –«Περί της ενεστώσης καταστάσεως του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων νήσων», το Φθινόπωρο του 1819–, ο Καποδίστριας διεκτραγωδεί την κατάσταση των Επτανήσων και καταγγέλλει τον Μαίτλαντ για ανοικτή παραβίαση των συνθηκών. Επιχειρεί δε μία σύγκριση μεταξύ της βρετανικής και των προηγουμένων διοικήσεων, καταδεικνύοντας πως η βρετανική κατοχή ήταν η απεχθέστερη όλων, καθώς αφαιρούσε κάθε στοιχείο αυτοδιοίκησης από τα νησιά.
Ενετική κυβέρνησις
Επί της Ενετικής κυριαρχίας η Επτάνησος επλήρωνε τάλληρα 360.000. Δια την διοίκησιν αυτής [ ] εδαπανώντο τάλληρα 440.080. Οι κάτοικοι των Επτά Νήσων είχον όλην την δημοτικήν διοίκησιν των πόλεων. Αι πρόσοδοι του τόπου εδιοικούντο υπό επιχωρίου αρχής. Το ταμείον ήτο ωσαύτως επιτετραμμένον εις Ιόνιον υπήκοον. Οι υπάλληλοι, ως οι πρόεδροι ή σύνδικοι του τόπου, καθώς και άλλαι αρχαί εξελέγοντο ελευθέρως υπό των γενικών συμβουλίων υπό την προεδρείαν Βαΐλου Ενετού επάρχου.
Επτανήσιος Πολιτεία
Η Επτάνησος επλήρωνε τάλληρα 329.213. Δια την διοίκησιν αυτής, περιλαμβανομένης και της στρατιωτικής υπηρεσίας, εδαπανώντο τάλληρα 101.294. [ ] Η υπερτάτη αρχή η τε νομοθετική και η διοικητική από του 1796 ανήκεν αποκλειστικώς εις τον τόπον. Ο πληρεξούσιος, τον οποίον η αυλή της Ρωσσίας εσύστησε, ήτο και αυτός Επτανήσιος. [ ] Παν το αφορών την εσωτερικήν Κυβέρνησιν, την δικαιοσύνην, την αστυνομίαν και τας προσόδους της πολιτείας ήτο πάντη αλλότριον του πληρεξουσίου της Ρωσσίας, και η επιρροή αυτού περιωρίζετο εις την εκλογήν των κυριωτέρων δημοσίων υπαλλήλων. [ ] Τα φρούρια των νήσων κατείχοντο υπό Ρωσσικής φρουράς, αλλ’ όμως η κυβέρνησις είχε τα στρατεύματά της υπηρετούντα ηνωμένως μετά των Ρωσσικών, είχε δε και τινά πολεμικά πλοία. Μισθώνουσα άπαντας τους δημοσίους υπαλλήλους, [ ] έχουσα τρεις υπουργούς εκτός του κράτους, τον μεν εις Κωνσταντινούπολιν, τον δε εις Ρωσσίαν, και τον έτερον εις Παρισίους, τροφοδοτούσα Επτανήσια στρατεύματα, η Κυβέρνησις κατά το 1807 αφήκεν εις το ταμείον της 180.000 ταλλήρων[ ]. Η πολιτεία είχεν εμπορικόν ναυτικόν ακμάζον. Εις το βραχύ διάστημα 7 ετών η κυβέρνησις αυτής είχε δώσει υπέρ τας 400 σημαίας εις πλοία κατασκευασμένα εις τας νήσους. Διό η Ιθάκη έσχε πόλεις εκεί όπου πρότερον ήσαν καλύβαι. Η Κεφαλληνία ωσαύτως. Η εμπορική σημαία του μικρού τούτου κράτους έχαιρε μεγάλην υπόληψιν. [ ] Αι Δυνάμεις της πρώτης τάξεως ετίμων την πολιτείαν με την εύνοιάν των.
Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων υπό την Βρεταννικήν Προστασίαν
… το πλείστον μέρος των δημοσίων θέσεων αφηρπάσθησαν από των ιθαγενών και εδόθησαν τοις αλλογενέσιν. Οι πόροι τους οποίους η ναυτιλία, το εμπόριον και η βιομηχανία εχορήγουν τοις Επτανησίοις είναι εις χείρας των ξένων ή κατεστράφησαν. Το Κράτος τέλος πάντων επλήρονεν ανέκαθεν και μέχρι των τελευταίων χρόνων 329.213 τάλληρα κατ’ έτος και ήδη πληρώνει 730.000.
Δικαιώματα ακυρωθέντα
Αι εκλογικαί συνελεύσεις δεν έχουσι το ελεύθερον δικαίωμα να εκλέγωσι τους αντιπροσώπους των, ουδέ την γενικήν κυβέρνησιν, αλλ’ ούτε αύτη έχει το ελεύθερον δικαίωμα να εκλέγη τους υπουργούς της, ούτε τους διοικητάς, ούτε τους δικαστάς, πάντες οι διορισμοί υπόκεινται εν τέλει εις την έγκρισιν του Αρμοστού.
Επαγγέλματα διδόμενα εις τους αλλογενείς
Η αρχική Γραμματεία της βουλής και της Γερουσίας, το γενικόν ταμείον, η κυβέρνησις των νήσων, το υπέρτερον δικαστήριον, πάσαι αι θέσεις αύται [ ] απονέμονται υπό του χάρτου εις Βρεταννικούς υπηκόους. [ ] Ο συνταγματικός χάρτης αφήνων εις τον αρμοστήν την διεύθυνσιν παντός ό,τι αφορά την αστυνομίαν, το υγειονομείον και την των λιμένων επιστασίαν, εις αυτόν μόνον δίδει ειδικώτερον το δικαίωμα του διορίζειν υπαλλήλους, και τούτους Βρεττανικούς υπηκόους. Τα αυτά και περί των τελωνείων.
Πόροι του εμπορίου και της ναυτιλίας
Η σιτοεμπορεία ήτο μεν ελευθέρα, τώρα δε υπόκειται εις μονοπωλείον. Μονοπώλης είναι ο εισπράκτωρ των προσόδων της Κερκύρας, ο συνταγματάρχης Ροβινσών. Εν γένει το εσωτερικόν εμπόριον είναι εις χείρας του αυτού πράκτορος. Ως διοικητής των τελωνείων [ ] οικειοποιήται πάσαν πραγματείαν φθάνουσα εις τον λιμένα, δίδων εις τον ιδιοκτήτην 15% υπεράνω της τιμής της αγοράς.[ ]πάσα εμπορική επιχείρησις απενεκρώθη· πολλοί κεφαλαιούχοι εγκατέλιπον τας νήσους και επορεύθησαν αλλαχού να ζήσωσι. [ ] Ως δε προς την ναυτιλίαν, όχι μόνον αι νήσοι δεν έχουσι πλοία εμπορικά, αλλ’ επειδή η εσωτερική ναυτιλία είναι βεβαρυμένη από υπέρογκους φόρους, οι επιχώριοι ναύται ηναγκάσθησαν να εγκαταλείψωσι τα επιτηδεύματά των. Διό οι λιμένες των νήσων οι πάλαι ποτέ ακμάζοντες είναι σήμερον έρημοι. [ ]
Διαχείρισις των οικονομικών
Των νήσων αι πρόσοδοι διοικούνται ανεξελέγκτως και ανευθύνως. [ ] Αι πρόσοδοι άλλοτε ενοικιάζοντο, και επομένως το εξαγόμενον αυτών ήτο γνωστόν, νυν δε, τουλάχιστον καθ’ όσον αφορά την Κέρκυραν, διαχειρίζονται υπό του συνταγματάρχου Ροβινσώνος. Ο υπάλληλος ούτος εξαρτάται κατ’ ευθείαν εκ του Αρμοστού μη υποκείμενος εις ουδεμίαν εγχώριον αρχήν[25].
Το υπόμνημα αυτό, εκτός από το μόνιμο και σταθερό ενδιαφέρον του για τα Ιόνια, μαρτυρεί και για το υψηλό επίπεδο των οικονομικών και δημοσιονομικών γνώσεών του, στο επίπεδο μιας σύγχρονης διοίκησης που τόσο θα λείψει από τον ελληνισμό στη συνέχεια.
Η απελευθέρωση μέσω της παιδείας
Η αποτυχία του να ρυμουλκήσει τον τσάρο –και την Ευρώπη– σε μια ευνοϊκή για τα ελληνικά συμφέροντα τοποθέτηση, υπήρξε καθοριστική για τη μελλοντική ιδεολογική του εξέλιξη και την τοποθέτησή του έναντι της Φιλικής Εταιρείας. Ο Καποδίστριας πείστηκε πως οι διεθνείς συγκυρίες ήταν τόσο αρνητικές ώστε δεν επέτρεπαν οποιαδήποτε άμεση πολιτική κίνηση, γι’ αυτό και θα στραφεί προνομιακά προς την προσπάθεια της ενίσχυσης της εκπαίδευσης των Ελλήνων. Υποτροφίες, ενδιαφέρον για τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα[26], ενίσχυση στο παιδευτικό έργο του Ιγνάτιου, προπαντός δε –κορωνίδα των προσπαθειών του– η δημιουργία της Φιλομούσου Εταιρείας στη Βιέννη, μια ελάχιστη ανταμοιβή για τα χαμένα του όνειρα. Αυτή η διάσταση αναδεικνύεται και από τη σχετική στιχομυθία του Καποδίστρια με τον τσάρο, ο οποίος του έδωσε την άδεια να ιδρύσει την Εταιρεία:
–Τι δυνάμεθα να πράξωμεν όπως αποδείξωμεν την συμπάθειάν μας προς τους Έλληνας; Εν Βιέννη ουδέν εκ των ζητημάτων των δύναται να ρυθμιστή…
–Δυνάμεθα παρά ταύτα, Μεγαλειότατε, χωρίς να εξέλθωμεν της γραμμής ήν εχαράξατε, να πράξωμεν κάτι τι δι’ αυτούς (τους Έλληνες). Οι Άγγλοι ίδρυσαν ήδη εν Αθήναις εταιρείαν με τον φαινομενικόν σκοπόν της συλλογής και της διατηρήσεως των αρχαιοτήτων. Ας ακολουθήσωμεν το παράδειγμα τούτο, εφαρμόζοντες αυτό ουχί προκειμένου περί του παρελθόντος, αλλά περί του παρόντος και του μέλλοντος, και παρέχοντες βοήθειαν τινά εις τους πτωχούς Έλληνας νέους τους διψώντας παιδείας[27].
Η Εταιρεία των Φιλομούσων, χωρίς να προκαλεί άμεσες αντιδράσεις, μπορούσε να διαφωτίζει την κοινή ευρωπαϊκή γνώμη για τις συνθήκες διαβίωσης του ελληνικού λαού· ανέλαβε τη διάδοση της παιδείας και του πνευματικού πολιτισμού και διενεργούσε εράνους για να σπουδάζουν οι Έλληνες στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Η απήχησή της ήταν πολύ μεγάλη και πρώτος συνδρομητής της υπήρξε ο τσάρος Αλέξανδρος, ο οποίος προσέφερε διακόσια δουκάτα ετησίως, και ακολούθησε η αυτοκράτειρα, με εκατό δουκάτα. Πολλοί ηγεμόνες, ευγενείς, υπουργοί και διπλωμάτες έσπευσαν να μιμηθούν το παράδειγμα του τσάρου[28]· μοναδικός Αυστριακός συνδρομητής δε ήταν ο ίδιος ο Μέττερνιχ! Όλα τα μέλη της εταιρείας έφεραν «μετ’ ιδιαιτέρας τιμής τον χρυσόν δακτύλιον, τον φέροντα εγχάρακτον το όρνεον της Αθηνάς και τον Κένταυρον»[29].
Παρά ταύτα, οι Αυστριακοί δεν πείστηκαν ποτέ για τις αγαθές προθέσεις του ιδρυτή της. Σύμφωνα με έκθεση πληροφοριοδότη της αυστριακής αστυνομίας προς τον υπουργό της Αστυνομίας, Χάγκερ, της 5ης Φεβρουαρίου 1815, ο Καποδίστριας μιλούσε για τη Φιλόμουσο Εταιρεία και, σε ερώτηση του συνομιλητή του για τη στάση των Τούρκων, απάντησε:
Δεν λέγουν τίποτε, αλλ’ όταν ξυπνήσουν μία μέρα και θα σφάξουν μερικούς – οι άλλοι θα σωθούν. Η Εταιρεία όμως θα εξαπλωθή και σιγά-σιγά θα μπορέση η Ελλάς να εγερθή. Το Έθνος είναι πάντοτε το αυτό, δεν αναπνέει παρά δια την Ελευθερίαν. Έλληνες σκλάβοι δεν υπάρχουν εκτός από εκείνους των Πριγκιποννήσων, απέναντι της Κωνσταντινουπόλεως (δηλαδή οι Φαναριώται). Αυτοί οι αξιολύπητοι που θέλουν να πλουτήσουν και ν’ ανέβουν και καταλήγουν να χάσουν το κεφάλι τους όταν γίνουν ισχυροί. Οι άλλοι Έλληνες των βουνών είναι ένα άλλο είδος ανθρώπου. Και ακριβώς εις αυτούς στηρίζεται και απευθύνεται το εν Αθήναις Λύκειον της Εταιρείας των Φιλομούσων[30].
Επειδή η Φιλόμουσος Εταιρεία επεκτάθηκε και στο Σεμλίνο (Ζεμούν), όπου υπήρχε ισχυρή ελληνική παροικία, ο ταγματάρχης της Εθνοφρουράς, Ιωσήφ Τσέρβενκα, σε έκθεση του, στις 16 Φεβρουαρίου 1816, παρουσιάζει τη δράση της Εταιρείας και όσα πληροφορήθηκε για τις προθέσεις του Καποδίστρια:
Εξ όσων μου λέγουν περί των σκοπών τους οποίους επιδιώκει ο κόμις Καποδίστριας διά της εν λόγω προσπαθείας η βάσις επί της οποίας θέλει να στηρίξη εκ νέου την ευτυχίαν και την δόξαν των συμπατριωτών του είναι η απόλυτος πολιτική αυτονομία της Ελλάδος. Η Ελλάς πρέπει κατά τον Καποδίστριαν να κηρυχθή ομοφώνως υφ’ όλων των Δυνάμεων χώρα αφιερωμένη αποκλειστικώς και μόνον εις τα επιστήμας και την διαφώτισιν του ανθρωπίνου γένους, το έδαφός της να κηρυχθή εκ των έξω απρόσβλητον, εσωτερικώς δε να κρατηθή μακράν πάσης ξένης αναμίξεως. Κειμένη μεταξύ Ασίας και Ευρώπης ευκόλως θα κατανοή η Ελλάς το νόημα της μυστικοπαθούς ζωής της Ανατολής, ενώ από την άλλην πλευράν θα δέχεται το εκλεπτυσμένον πνεύμα των Ευρωπαίων, δημιουργούσα κατ’ αυτόν τον τρόπον μίαν δι’ ολόκληρον την ανθρωπότητα σωτήριον ισορροπίαν[31].
Δύο τακτικές
Η εξαιρετικά εχθρική στάση των Άγγλων απέναντι σε οποιαδήποτε φιλελληνική κίνηση, σε άμεση συνάρτηση πλέον και με το γεγονός ότι οποιαδήποτε αλλαγή θα απειλούσε τον έλεγχό τους επί των Επτανήσων, ερχόταν να προστεθεί στο γενικότερο αποπνικτικό κλίμα που είχε διαμορφώσει η Ιερά Συμμαχία στην Ευρώπη. Επιπλέον, η καθημερινή επαφή του Καποδίστρια με τον τσάρο και η ευθυγράμμιση του τελευταίου με την πολιτική του Μέττερνιχ τον είχαν πείσει πως οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα υποστήριζαν ένα οποιοδήποτε επαναστατικό διάβημα των Ελλήνων. Εξ ου και η αρνητική στάση του απέναντι σε οποιοδήποτε άμεσο επαναστατικό εγχείρημα, διότι θεωρούσε τη στήριξη της Ρωσίας απαραίτητη για την ευτυχή έκβασή του. Εξάλλου, είχε δοκιμάσει πολλές φορές να επηρεάσει θετικά τη ρωσική πολιτική έναντι της Ελλάδας και των χριστιανών της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως και έναντι των καταπιεζόμενων από τους Άγγλους Επτανήσιων συμπατριωτών του, αλλά συναντούσε τις επανειλημμένες αρνήσεις του τσάρου.
Το 1815-1816, είχε προσπαθήσει να πείσει τον τσάρο για την ανάγκη αναθεώρησης της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812) ώστε να επιβληθεί στην Τουρκία η δημιουργία μιας ομοσπονδίας μεταξύ Μολδαβίας, Βλαχίας και Σερβίας, υπό την εγγύηση των δυνάμεων, και κατ’ εξοχήν της Ρωσίας, που ουσιαστικά θα τις ανεξαρτητοποιούσε και θα άνοιγε τον δρόμο για την μετέπειτα απελευθέρωση της Ελλάδας. Ο Αλέξανδρος όμως του απάντησε πως:
Αι σκέψεις αύται είναι πολύ λογικαί, αλλά διά να τας εκτελέση τις πρέπει να προσφύγη εις το τηλεβόλον, τουθ’ όπερ δεν επιθυμώ. Αρκετούς πολέμους έσχομεν επί του Δουνάβεως.[ ]Αφ’ ετέρου η ειρήνη της Ευρώπης δεν έχει εισέτι στερωθή, οι δε υποκινηταί των επαναστάσεων ουδέν θα επεθύμουν τόσον όσον να με ιδούν εις ρήξιν προς τους Τούρκους. Καλή ή κακή η σύμβασις του Βουκουρεστίου πρέπει να τηρηθή. Πρέπει να την δεχθώμεν, ιδίως ίνα οι Τούρκοι μη μας ενοχλούν δια των αξιώσεων αυτών επί της ασιατικής ακτής[32].
Ο τσάρος, απέναντι στον ιδεαλισμό του Καποδίστρια, που προσπαθεί ακόμα και μέσω των βορείων Βαλκανίων να φθάσει… στην Ελλάδα, δεν αντιτάσσει μόνο τον αντιδραστικό πραγματισμό της Ιεράς Συμμαχίας, αλλά εισάγει και μία παράμετρο που συνήθως αγνοείται κατά την ερμηνεία της ρωσικής πολιτικής: τον φόβο αντιπερισπασμού της Τουρκίας στον Καύκασο, ίσως και στην Κριμαία, όπου οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί δεν είχαν αποδεχτεί την πρόσφατη ρωσική κατάκτηση και βρίσκονταν σε συνθήκες ενδημικής εξέγερσης καθ’ όλον τον 19ο αιώνα, έως το 1864 τουλάχιστον· το 1817, μάλιστα, θα ενταθούν οι συγκρούσεις των Ρώσων με τις φυλές του Καυκάσου.
Η ρωσική άρνηση και η εδραίωση της Ιεράς Συμμαχίας, σε πλήρη αντίθεση με την αυξανόμενη αδημονία των Ελλήνων για άμεση απελευθερωτική διέξοδο, θα οδηγήσουν σε μια πρόσκαιρη ρήξη ανάμεσα στις πιο ριζοσπαστικές πατριωτικές πτέρυγες –κατ’ εξοχήν τη Φιλική Εταιρεία– και τις ελίτ του ελληνικού κόσμου· ο Κοραής, ο Ιγνάτιος, ο Καποδίστριας, το Πατριαρχείο, επιμένουν μάλλον στην εκπαιδευτική «προετοιμασία» του ελληνισμού. Την «εκπαιδευτική στροφή» του Καποδιστρία, αποτυπώνει και η προαναφερθείσα «Εγκύκλια επιστολή με παρατηρήσεις πάνω στα “μέσα” βελτίωσης της μοίρας των Ελλήνων», την οποία απέστειλε από την Κέρκυρα, στις 6/18 Απριλίου 1819, προς τον Γενικό Πρόξενο της Ρωσίας στην Πάτρα. Πλέον, ο προβληματισμός του στρέφεται στην επιδίωξη μιας «σύνθεσης» ανάμεσα στη θρησκευτική και ηθική παράδοση των Ελλήνων και την παιδεία και τις φιλελεύθερες ιδέες:
Τέκνα της Αγίας Μητέρας μας Εκκλησίας, είμαστε όλοι αδελφοί· [ ] φτάσαμε ήδη σε κάποιο βαθμό ωριμότητας, γιατί όλοι εξίσου διακατεχόμαστε από την ευτυχή πεποίθηση, ότι οφείλουμε ν’ αλληλοβοηθούμαστε, χωρίς ν’ αποκοπούμε όμως από τις αρχές που καθιέρωσε η ηθική της ιερής αυτής θρησκείας, και που μόνο σ’ αυτή οφείλουμε το ότι υπάρχουμε σαν έθνος. [ ] Η φιλολογική μόρφωση, παρ’ όλα αυτά, δεν είναι η μόνη την οποία έχουμε ανάγκη· η πατρίδα αναζητά και κάποια άλλη. Είναι η ηθική για την οποία τίθεται θέμα[33].
Οι Έλληνες απέτυχαν να απελευθερωθούν και «οι καιροί, όταν όλα υπόσχονταν στην πατρίδα μας το πιο τιμητικό και ευτυχές μέλλον, παρήλθαν παρασύροντας μαζί τους τις καλύτερες ελπίδες μας»· αυτό οφείλεται πρωτίστως στο ότι «τα άτομα από τα οποία έπρεπε να έχει συντεθεί η πατρίδα, δεν ήταν ακόμη ώριμα, [ ] λίγα φώτα, καμιά απολύτως εμπειρία, καμιά επικοινωνία με τον κόσμο». Η απελευθέρωση δεν επετεύχθη και προφανώς δεν θα επιτευχθεί και κατά τις πιθανές νέες απόπειρες παρά μόνο εάν προηγηθεί μία σύνθεση μεταξύ ηθικής και φιλελευθέρων ιδεών, θρησκείας και παιδείας.
Οποιαδήποτε κι αν είναι η έκβαση των γεγονότων, είτε η σημερινή κατάσταση της πατρίδας μας πρόκειται να διατηρηθεί αναλλοίωτη για πολλά χρόνια, είτε η Ελλάδα πρόκειται να υποστεί, μια κρίση, υπάρχει πάντοτε μεγάλο ενδιαφέρον: Να είναι το έθνος ολοκληρωτικά αφοσιωμένο στην Εκκλησία του [ ].
Να εξομοιωθεί η δημόσια εκπαίδευση με εκείνη του κλήρου και η μια να μην μπορέσει ν’ αποδεσμευθεί ποτέ από την άλλη, λιγότερο ακόμη να βρεθούν σε διαφωνία. Ευνοώντας την εκπαίδευση της νεολαίας και προσελκύοντας [ ]τα διαπλασμένα στα σχολεία του πανεπιστημίου και του κόσμου άτομα, θα πρέπει να φροντίζουμε πολύ μη επιτρέποντας σ’ αυτά να παίρνουν αντίθετη απέναντι στην εκκλησία θέση.
Είναι προφανές πως ο Έλληνας πολιτικός φοβάται μία ρήξη μεταξύ των διαφωτιστών διανοουμένων και των επαναστατών με την Εκκλησία και τον κλήρο, που –όπως θα δούμε στον επόμενο τόμο– φαινόταν πιθανή εκείνη την εποχή. Συνεχίζοντας, διευκρινίζει τη σκέψη του και προτείνει στους Έλληνες να κινηθούν προς μία σύνθεση Ανατολής και Δύσης!
Στη Ρωσία μπορούμε να διαπιστώσουμε πως η εθνική ευημερία και η πρόοδος του πολιτισμού πηγάζουν από την Εκκλησία. Στην Ελβετία, την Αγγλία και την Αμερική μπορούμε, με τα θέλγητρα του παραδείγματος, να διδαχτούμε την επιστήμη και την τέχνη της ελευθερίας. [ ] μερικοί νέοι μεταξύ των δικών μας να τύχουν μιας καλής διαπαιδαγώγησης στη Ρωσία, την Ελβετία, την Αγγλία και την Αμερική.
Τέλος, στρέφεται για μια ακόμα φορά, έμμεσα, ενάντια σε οποιαδήποτε «τυχοδιωκτική ενέργεια», αντλώντας πιθανότατα και από την πρόσφατη εμπειρία του με τον Γαλάτη και την πρόταση του τελευταίου να αναλάβει την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας. Οι προειδοποιήσεις του είναι περισσότερο από σαφείς: Οι τύχες της Ελλάδας δεν πρέπει να πέσουν στα χέρια τυχοδιωκτών, διότι τότε «τα επακόλουθα των σφαλμάτων» θα πέσουν «πάνω στις κεφαλές» όλων.
Οι μορφωμένοι άνθρωποι ανάμεσα μας που έχουν καλή θέληση και είναι ειλικρινείς χριστιανοί μπορούν να απαρτίσουν το κέντρο. [ ]Τη μέρα που θα αποστούμε από τη γραμμή αυτή, ασπαζόμενοι μια διαφορετική θεωρία, οι θυσίες μας θα προσθέσουν συμφορές στην πατρίδα μας. Δεν θα πρόκειται πια για το γενικό καλό. Θα συντελέσουμε επιπλέον ώστε τα συμφέροντα της γενέτειρας γης να εξυπηρετήσουν τη φιλοδοξία και τη ματαιοδοξία ορισμένων ατόμων. Ελπίζουμε να παραμείνουμε προφυλαγμένοι από αυτόν τον μεγάλο κίνδυνο.
Όλες οι αρνητικές διπλωματικές του εμπειρίες εδραίωσαν την πεποίθηση πως δεν είχαν ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Όπως αφηγείται ο ίδιος, το 1818, οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Πανταζόγλου, απεσταλμένοι των ηγεμόνων της Βλαχίας και της Μολδαβίας, ήλθαν στο Κισίνιεφ της Βεσσαραβίας, για να υποβάλουν τα σέβη τους στον Αυτοκράτορα κατά την εκεί επίσκεψή του, και «προσεπάθησαν να μοι αποδείξουν ότι η διατήρησις της μετά των Τούρκων ειρήνης ήτο αδύνατος, και ότι, ως Έλληνες, ήσαν ανυπόμονοι να μάθουν ότι τα Ρωσικά στρατεύματα ήσαν έτοιμα να διαβούν τον Προύθον». Η απάντησή του ήταν πως «η κοινή ημών πατρίς ευρίσκεται ακόμη μακράν» από την ελευθερία, ο δε «Αυτοκράτωρ έχει την σταθεράν και αμετάτρεπτον πρόθεσιν να στερεώση την μετά των Τούρκων ειρήνην»[34]. Είναι γνωστή η απόρριψη των προτάσεων του Γαλάτη να αναλάβει την αρχή της Εταιρείας, για τις οποίες πληροφόρησε και τον ίδιο τον τσάρο, φοβούμενος ίσως την εμπλοκή του σε κάποια πλεκτάνη εναντίον του[35].
Ωστόσο, για τις επόμενες επαφές του με τη Φιλική Εταιρεία, και κατ’ εξοχήν εκείνη με τον Ξάνθο, τον χειμώνα του 1820, πολύ πιο σοβαρές από την πρώτη, δεν αναφέρει τίποτε στην Επισκόπησή του. Και γνωρίζομε τουλάχιστον μία ακόμα κρούση που του έγινε από την Εταιρεία, το 1818, όπως αποκαλύφθηκε από επιστολή του Θεόδωρου Νέγρη ως εκπροσώπου της και η οποία βρίσκεται στα αρχεία της αυστριακής αστυνομίας[36]. Είχε, άραγε, αρχίσει να αμφιβάλλει και ο ίδιος για την ορθότητα της γραμμής του; Πάντως, δεν φαίνεται να αποδοκίμασε με ιδιαίτερη ζέση –αν την αποδοκίμασε καθόλου, όπως ισχυρίζεται στην Επισκόπηση[37]– την πρόθεση του Υψηλάντη να αναλάβει την ηγεσία, μετά τη δική του άρνηση. Εξάλλου, εάν ήθελε να εμποδίσει τον Υψηλάντη, θα μπορούσε να ειδοποιήσει τον τσάρο, ή έστω να απειλήσει ο ίδιος τον Υψηλάντη, και δεν έκανε τίποτε από τα δύο. Και μέχρι το 1822, παρά την καταδίκη της Επανάστασης από τον τσάρο, προσπαθούσε να τον πείσει για την ανάγκη επέμβασης της Ρωσίας υπέρ της Ελλάδας, και μόνο όταν απέτυχε οριστικά, υπέβαλε την παραίτησή του.
Το 1821, κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου του Λάιμπαχ, έφθασε η είδηση για την είσοδο στη Μολδοβλαχία του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο οποίος και απέστειλε επιστολή στον τσάρο ζητώντας βοήθεια. Η απάντηση του Αλεξάνδρου Α΄ ήταν η επίσημη καταδίκη της Επανάστασης, η απόταξη του Υψηλάντη και η άδεια εισόδου του τουρκικού στρατού στις Ηγεμονίες,ενώ ο Καποδίστριας έδωσε μάχη ώστε τουλάχιστον να μην αποσταλεί βοήθεια προς την οθωμανική Αυτοκρατορία και οι μεγάλες δυνάμεις να τηρήσουν ουδετερότητα.
Ωστόσο, ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και οι σφαγές των Ελλήνων θα οδηγήσουν σε ένα γενικευμένο κύμα συμπάθειας υπέρ των ομοδόξων, εξ ου και το τελεσίγραφο που επέδωσε ο Ρώσος πρεσβευτής στον Σουλτάνο. Στην Επισκόπηση, ο Καποδίστριας περιγράφει αναλυτικά την ύστατη προσπάθειά του –από τον Αύγουστο του 1821 μέχρι τον χειμώνα του 1821-1822– να πείσει τον Αλέξανδρο να παρέμβει ενεργά, με στρατό, στις παρίστριες ηγεμονίες, να κινητοποιήσει τον στόλο στον Εύξεινο Πόντο και να απαιτήσει από στην Πύλη την εγγύηση της ζωής και της ασφάλειας των Ελλήνων, των Σέρβων, των Μολδαβών και των Βλάχων· οι σχετικές διπλωματικές ενέργειες όμως κατέληξαν σε αποτυχία εξ αιτίας και της ανάμειξης της Αυστρίας και της Αγγλίας, που ενίσχυσαν την αδιαλλαξία της Τουρκίας:
…επανηρχόμην κατ’ επανάληψιν εις τας ιδιαιτέρας συνομιλίας μου μετά του Αυτοκράτορος επί της απαραιτήτου ανάγκης να δράσωμεν. Η αναβολή της δράσεως θα συνεπλήρωνε την δήωσιν και καταστροφήν των παριστρίων ηγεμονιών· οι Έλληνες θα έπαυον ευρισκόμενοι εντός της σφαίρας της ρωσσικής επιρροής, τα συμφέροντα της Ρωσσίας εν Ανατολή θα ευρίσκοντο εν προφανεί κινδύνω· τότε η Α. Μεγαλειότης θα ηναγκάζετο να προστατεύση ταύτα ουχί μόνο έναντι της τυφλής ωμότητος των Τούρκων αλλά και έναντι του εμπορικού εγωισμού της Αγγλίας και της ζηλοτύπου ανησυχίας της Αυστρίας…[38]
Τα επιχειρήματα και οι θέσεις του υπήρξαν όντως προφητικές. Η αδυναμία της Ρωσίας να δράσει στο πλευρό των Ελλήνων έμελλε να ανοίξει τον δρόμο στην αγγλική διείσδυση, δύο χρόνια μετά, με αποτέλεσμα να αποκοπεί οριστικά η διέξοδος της Ρωσίας προς τις θερμές θάλασσες και, παρεμπιπτόντως, να κουτσουρευτεί το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Και παρότι, όπως θα δούμε, προς στιγμήν φάνηκε να πείθει τον Αλέξανδρο[39], εν τούτοις θα ηττηθεί και, τον Αύγουστο του 1822, θα εγκαταλείψει οριστικά τη ρωσική υπηρεσία. Για μια ακόμα φορά είχε ελπίσει, ματαίως, πως θα μετέστρεφε τον ρου της ρωσικής πολιτικής και της ιστορίας. Το ότι διατηρούσε ακόμα ανάλογες ελπίδες φαίνεται καθαρά από το μάλλον σπαρακτικό, αλλά πάντα εύστοχο, υπόμνημα που έστειλε στον Ιγνάτιο, τον Ιούλιο του 1821:
Ἡ Ἐπανάστασις ἄρχισε νὰ κάμνῃ ταχείας προόδους· μόνον κακοὶ ἢ ἀμαθεῖς ἠμποροῦν νὰ θεωρήσουν τὰ εἰς τὰς Ἡγεμονίας γινόμενα ὡς δεῖγμα τῶν γενησομένων εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἢ Ἀλβανίαν, ἢ εἰς τὰς Νήσους τοῦ Ἀρχιπελάγους. Οἱ Μολδαυοὶ καὶ Βλάχοι ἔμειναν δι’ ὅλου ξένοι εἰς τὴν ἐπανάστασιν. Πλὴν τί κοινὸν εἶναι μεταξὺ τούτων καὶ τῆς καταστάσεως τῆς Πελοποννήσου, τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ Ἀρχιπελάγους; Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὅστις ἐπῆρε τὰ ὄπλα εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἔχει ἕνα τάφον, μίαν οἰκίαν, μίαν γενεὰν νὰ ὑπερασπισθῇ· ὁ κάθε ναύτης, εἰς τὴν παροῦσαν τῶν πραγμάτων κατάστασιν, ἔχει ἢ νὰ νικήσῃ ἢ νὰ ἀποθάνῃ, ἔξω ἂν οἱ ναῦται μᾶς διεφθάρησαν δὶ’ ὅλου. Δὲν βλέπω λοιπὸν πιθανότητα διαλλαγῆς μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Τούρκων· ἡ μόνη, ἡ ὁποία ἤθελε φανῇ ὀλίγον δυνατή, ἤθελεν εἶναι ἀποτέλεσμα ξένης μεσιτείας, καὶ μάλιστα ἂν ἡ Ρωσία ἦτον ἡ μεσιτεύουσα. Ἔξω τούτου, πρέπει νὰ νικήσωμεν ἢ ν’ ἀποθάνωμεν. [ ] Ἠξεύρω, ὅτι οἱ ἐδικοί μας θέλουν μὲ εἴπει: Διὰ τί λοιπὸν δὲν διαμοιράζεσαι; ἢ διὰ τί δὲν δίδεσαι ὁλόκληρος εἰς τὴν πατρίδα σου; Ἡ ἀπόκρισίς μου εἶναι εὔκολος· (Ἀον) εἶμαι μικρός, διὰ νὰ μοιρασθῶ, καὶ μοιραζόμενος ἤθελα ἀξίζει ὀλιγώτερον τοῦ μηδενὸς ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων, ἤθελα τοὺς βλάψει. (Βὸν) μένω εἰς τὸν τόπον μου καὶ θέλω μείνει ἐν ὄσῳ θέλω ἐλπίζει νὰ τοὺς εἶμαι ὠφέλιμος. Ὁποίαν ἡμέραν ἴδω, ὅτι τὰ χρέη τοῦ ὑπουργήματός μου εἶναι ἀσυμβίβαστα μὲ τὰ χρέη τὰ ὁποῖα μὲ ἀπαιτεῖ ἡ πατρίς, πιστεύσατε μέ, Κύριέ μου, ὅτι δὲν θέλω ἀναβάλει οὐδεποσῶς ν’ ἀκολουθήσω τὸν δρόμον, τὸν ὁποῖον πρέπει ν’ ἀκολουθήση πᾶς τίμιος ἄνθρωπος[40].
Μέχρι το 1822 θα συνεχίσει, άραγε, να τρέφει αυταπάτες για τη δυνατότητα να μεταπείσει τον τσάρο, ή μήπως στην πραγματικότητα δεν τολμούσε να κάνει το απαραίτητο βήμα ώστε να δοθεί «ὁλόκληρος εἰς τὴν πατρίδα» του, που εκείνη τη στιγμή τον χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ; Ο Καποδίστριας ήταν μεγάλος πολιτικός και πατριώτης αλλά δεν ήταν δυστυχώς ο επαναστάτης ηγέτης που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή η Ελλάδα. Και όμως, την ίδια στιγμή είχε συνείδηση πως η «πανουργία της ιστορίας» τον είχε μεταβάλει, άθελά του, σε όργανο της επαναστατικής αφύπνισης των συμπατριωτών του. Σε επιστολή του προς την κόμισα Στούρτζα-΄Εντλινγκ, στις 5/17 Νοεμβρίου 1821, υπερηφανεύεται πως «χωρίς να θέλω να παρακινήσω τους Έλληνας εις την αποτίναξιν του ζυγού, τους ώθησα εν τούτοις χωρίς να το γνωρίζω και χωρίς να το θέλω εις ότι σήμερον πράττουσιν. Είμαι ένοχος δια τούτο;… ελπίζω ότι όχι»[41].
Οι Έλληνες δεν θα ξεχάσουν τον ευπατρίδη πατριώτη και θα τον καλέσουν να αναλάβει τις τύχες ενός παραπαίοντος κράτους. Δεν είχε θελήσει να ηγηθεί στην Επανάσταση, και ίσως ήταν ο μόνος που διέθετε το κύρος και την ικανότητα να επιβάλει μια ενιαία ηγεσία, εν τούτοις τώρα θα θέσει στην υπηρεσία του νεοσύστατου κράτους, στη δύσκολη στιγμή της γέννησής του, την ανιδιοτέλεια και το κύρος του. Υπήρξε μια προσωπικότητα μεγάλου διαμετρήματος, και θα επανέλθουμε στο κεφάλαιο για τη Φιλική Εταιρεία, και προπαντός στο τελευταίο μέρος της μελέτης μας (Η μεγάλη Ιδέα, 1821-1922).
Η συνέχεια του ελληνικού έθνους
Τον Απρίλιο του 1823, αφού είχε πλέον ολοκληρώσει τη θητεία του υπό τη ρωσική διοίκηση[42], απογοητευμένος από αυτήν και ενθουσιώδης υποστηρικτής της ελληνικής Επανάστασης («ἔξω τούτου, πρέπει νὰ νικήσωμεν ἢ ν’ ἀποθάνωμεν», σε νέα επιστολή του προς τον Ιγνάτιο, μας αποκαλύπτει μια σχετικά άγνωστη πτυχή της δραστηριότητας και της ιδεολογίας του[43]: «…Ἤδη ἀπὸ τοῦ παρελθόντος ἔτους ἡ ἰδέα πονήματος τινὸς περὶ τῆς ἐνεστώσης καταστάσεως τῆς Ἑλλάδος εἶναι τὸ ἀντικείμενον τῶν τερπνοτέρων ἀσχολήσεών μου καὶ τῶν εὐχῶν μου». Για να ετοιμάσει το σύγγραμμά του, «ἐξηκολούθησ(ε) ὑπὸ τὴν σοφὴν διεύθυνσιν τοῦ φίλου (των) Μουστοξύδου ν’ ἀναγινώσκ(ῃ) τὰ παλαιὰ καὶ νέα συγγράμματα, ὅσα πραγματεύονται περὶ τῆς Ἑλλάδος». Όμως, την ίδια εποχή, έφτασε στη Γενεύη ο Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, ο οποίος του «ἐκοινοποίησε τὸ σύγγραμμα, τὸ ὁποῖον ἐτελείωσε, μὲ τὸν ἀξιότιμον σκοπόν τοῦ νὰ καταδείξῃ τὰς αἰτίας, αἴτινες ἐπέφερον τὴν ἐνεστώσαν κατάστασιν τῶν πραγμάτων τῆς πατρίδος μας». Δηλαδή, ο Ρίζος είχε ήδη προβεί στη συγγραφή ενός ανάλογου βιβλίου με εκείνο που έγραφε ο Καποδίστριας και συμφώνησε να «συγχωνευθῇ τὸ σύγγραμμά του μὲ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἔχω ἀνὰ χείρας» «ὑπὸ τὸν ὄρον τοῦ νὰ ἐπιδοκιμάσῃ ἡ Ὑμετέρα Πανιερότης τὸ σχέδιον καὶ νὰ συγκατανεύσῃ νὰ συνεισφέρῃ εἰς τὴν ἐκτέλεσίν του». Εν συνεχεία, ο Καποδίστριας –και ο Μουστοξύδης, δια των χειρών του οποίου γράφτηκε η επιστολή προς τον Ιγνάτιο– αναφέρεται στο περιεχόμενο και τις κατευθύνσεις του ήδη γραφέντος, εν μέρει τουλάχιστον, πονήματός του, που μας επιτρέπει να ολοκληρώσουμε τη σκιαγράφηση της ιδεολογικής του ταυτότητας.
Σκοπεύει τωόντι να καταδείξει πως «ἡ ἐνεστώσα κατάστασις τῆς Ἑλλάδος εἶναι συνέπεια ἀναγκαία ὅλων τῶν καταστάσεων, δι’ ὧν ἐξῆλθεν ἡ Ἑλλὰς ἀπὸ τῆς πτώσεως τῆς Αὐτοκρατορίας μέχρι τῶν ἡμερῶν μας». Ο Καποδίστριας δεν εξετάζει τη νεώτερη ελληνική ιστορία με αφετηρία την Άλωση του 1453, αλλά το 1300, όταν δηλαδή οι Οσμανλήδες έχουν καταλάβει τη Μικρά Ασία, ενώ ο ελληνισμός συνέχιζε να μάχεται εναντίον των Φράγκων.
Πρὸς ἐπίτευξιν τούτου τὸ πόνημα θέλει διαιρεθῇ εἰς τρία βιβλία. Τὸ πρῶτον θέλει δείξει τὴν κατάστασιν τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῆς προόδου τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους ἐν Εὐρώπῃ καὶ ἐν Ασίᾳ, ἤγουν ἀπὸ τοῦ 1300 μέχρι τοῦ 1574. Τὸ δεύτερον θέλει δείξει ὡσαύτως τὴν κατάστασιν τοῦ Ἑλληνικού ἔθνους ἐπὶ τῆς έποχῆς τῆς παρακμῆς τοῦ Όθωμανικοῦ κράτους, ἤγουν ἀπὸ τοῦ 1574 μέχρι τοῦ 1823…
Οι Έλληνες συγκροτούσαν ένα έθνος πριν και μετά την οθωμανική κατάκτηση: «οὐδέποτε ἔπαυσαν νὰ ἀποτελῶσιν ἕν ἔθνος· διότι α) διέσωσαν καθαρὰν τὴν κοινήν καταγωγήν των· β) ἐσυλλογίσθησαν καὶ ὡμίλησαν εἰς τὴν γλώσσαν τῶν πατέρων αὐτῶν· γ) καὶ ὑπήκουσαν εἰς μίαν μόνην καὶ ἀμετάβλητον έξουσίαν, είς τὴν ἐξουσίαν τῆς Ἐκκλησίας των. Οὗτοι δὲ οἱ τρεῖς ὅροι εἶναι οἱ μόνοι, οἵτινες ἐκ μιᾶς συνενώσεως ἀνθρώπων ἀποτελοῦσιν ὅ,τι καλεῖται ἕν ἔθνος». [ ] Όπως ορθά επισημαίνει η Κωνσταντίνα Ζάνου, η αντίληψη του Καποδίστρια, του Μουστοξύδη και του Νερουλού διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη του Κοραή[44]. Για τον τελευταίο, ο ελληνισμός είναι οιονεί νεκρός μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, εκτός από ελάχιστες εκλάμψεις και εξαιρέσεις, και «αναγεννάται», με την κυριολεκτική έννοια του όρου, μετά την έκδοση, το 1766, της πρώτης πειραματικής Φυσικής (!), τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και προφανώς τη γαλλική Επανάσταση που ακολούθησε. Αντίθετα, για τον Καποδίστρια και τους ομοϊδεάτες του, το ελληνικό έθνος δεν παύει να υπάρχει, ακόμα και κατά τους πιο σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, όταν δε η οθωμανική Αυτοκρατορία παύει να επεκτείνεται, μετά το 1574, αρχίζει η ανάκαμψή του που θα οδηγήσει στην Επανάσταση. Η «Αναγέννηση» του ελληνισμού για τον Καποδίστρια και τον Νερουλό αποτελεί απλώς την περίοδο της ανθοφορίας ενός πάντα εύχυμου κορμού. Είναι ένας από τους πρώτους, μετά τον Δημητράκη Καταρτζή, που διατυπώνει θεωρητικά την ιστοριογραφική αντίληψη της συνέχειας του ελληνικού έθνους.
Αυτή η αντίληψη, που περιλαμβάνεται διαγραμματικά στην επιστολή-σχέδιο του Καποδίστρια προς τον Ιγνάτιο, διαπνέει και το βιβλίο του Νερουλού που εξεδόθη στα γαλλικά, το 1828[45]. Αποτελεί άραγε ένα κοινό πόνημά τους, όπως το προαναγγέλλει ο έκπτωτος υπουργός («Ὁ Κύριος Ρῖζος θέλει τὸ δημοσιεύσει είς τὸ ὄνομά του. Εἶναι ὁ ἀπαραίτητος ὅρος τῆς μετά ἀπεριορίστου εὐχαριστήσεως προσφερομένης συμπράξεώς μου») ή μήπως αυτή η σύμπραξη δεν ολοκληρώθηκε; Δυστυχώς, ένα τόσο σημαντικό ζήτημα που θα φώτιζε ικανοποιητικότερα την πνευματική φυσιογνωμία του και θα εξηγούσε ίσως αρκετές από τις κινήσεις του μελλοντικού Κυβερνήτη δεν έχει διερευνηθεί όσο θα έπρεπε. Πάντως, κατ’ εξοχήν στον πνευματικό χώρο των Ιονίων νήσων θα αναπτυχθεί, ίσως συστηματικότερα από οπουδήποτε αλλού, η θεωρία της συνέχειας του ελληνισμού, από τον Καποδίστρια και τον Μουστοξύδη μέχρι τους Ζαμπέλιους, τον Βαλαωρίτη και τους Επτανήσιους ριζοσπάστες. Καθόλου τυχαία, ο Μουστοξύδης –ίσως ο στενότερος φίλος και συνεργάτης του Καποδίστρια– υπήρξε ο άνθρωπος που συνέδραμε ουσιωδώς τον Φωριέλ στην έκδοση των δημοτικών τραγουδιών[46], ενώ εξέδωσε και το περιοδικό Ελληνομνήμων, στην Κέρκυρα (1843-1853), το πρώτο που ασχολείται συστηματικά με το ύστερο Βυζάντιο και την πρώιμη Τουρκοκρατία.
Κλείνοντας εδώ την αναφορά στον Ιωάννη Καποδίστρια, δεν μπορούμε παρά να αναλογιστούμε για μια ακόμα φορά τον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα της συγκρότησης του ελληνισμού, τον «καημό της ρωμιοσύνης», τις «καρβουνοσακούλες» που, σύμφωνα με τον Γιώργο Σεφέρη, σκεπάζουν τον ουρανό του[47]. Ο μόνος άνθρωπος που είχε τη δυνατότητα να ενώσει τα διεστώτα μέλη του ελληνικού κόσμου κατά την Επανάσταση, ο μόνος που ήταν αναγνωρισμένος ανεπιφύλακτα από όλες τις πτέρυγες του και θα είχε ίσως τη δυνατότητα να σιγάσει τους δαίμονες του εμφυλίου, ήταν τραγικά απών στο μεγαλύτερο μέρος του αγώνα και θα έλθει μόνο στο τέλος του για να διασώσει την ξέπνοη επανάσταση, έργο ακόμα και τότε καθοριστικό, παρότι έμελλε να πέσει θύμα του εμφυλίου που υποδαύλιζε η Αλβιών.
* Ελαφρώς συμπυκνωμένη εκδοχή από σχετικό κεφάλαιο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του συγγραφέα, 1821, Η δυναμική της Παλιγγενεσίας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2015.
[1] C. M. Woodhouse, Capodistria: The Founder of Greek Independence, Oxford UP, Λονδίνο 1973, σσ. 9· Adre Papadopoulo-Bretos, Mémoires biographiques-historiques sur le président de la Grèce, le comte Jean Capodistrias, τ. Ι, Παρίσι 1837.
[2] Demetrio Arliotti, La vita di Giovanni conte Capodistria, Scritta nel 1833, Κέρκυρα 1859, σ. 3.
[3] Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Μία κατά τον Β΄ προ Χριστού αιώνα εθνική εν Λευκάδι συνέλευσις», Εστία, τ. 4, τχ. 98, Αθήνα 1877, σσ. 725-730.
[4] Βαλαωρίτης, ό.π., σ. 730· Γιώργος Σκλαβούνος, «Η άμυνα της Λευκάδας ως πρόβα τζενεράλε του 1821», 19/3/2011, http://anadrastos.blogspot.com/2011/03/1821. html.
[5] Α. Βαλαωρίτης, ό.π., σ. 729.
[6] Θ. Μακρής, Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η προκυβερνητική πατριωτική του δράσις, Κέρκυρα 1964, σ. 34· N. Pappas, Greeks in Russian military, ό.π.,σσ. 240-245.
[7] C. M. Woodhouse, Capodistria,ό.π., σσ. 35-46.
[8] Βλ. σχετικά και Δημήτριος Βερναρδάκης, Καποδίστριας και Όθων, 1η έκδ. 1874, Γαλαξίας, Αθήνα 1962· Τρύφων Ευαγγελίδης, Ο Ιωάννης Καποδίστριας, Αθήναι 1894· Ανδρέας Ιδρωμένος, Ο Κυβερνήτης της Ελλάδος Καποδίστριας, Αθήναι 1900· Δημήτριος Γατόπουλος, Ιωάννης Καποδίστριας, Αθήνα 1923· Ι. Βασδραβέλλης, Η Φιλική Εταιρεία, ο Καποδίστριας και η ρωσική πολιτική, ΕΜΣ, Θεσ/νίκη 1968· Π. Ζούβας, Ιωάννης Καποδίστριας. Η διπλωματική του δραστηριότης και η Ελληνική Επανάστασις, Αθήναι 1972· Παύλος Πετρίδης, Η διπλωματική δράσις του Ιωάννου Καποδίστρια υπέρ των Ελλήνων 1814–1831, ΙΔΔΔ, Θεσ/νίκη 1974· Εμμ. Πρωτοψάλτης, Ιωάννης Καποδίστριας, Εταιρεία Φίλων του Λαού, Αθήνα 1977· Αλέξ. Δεσποτόπουλος, Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η απελευθέρωση της Ελλάδος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996· Ελένη Κούκου, Ιωάννης Καποδίστριας. Ο άνθρωπος, ο διπλωμάτης (1800–1828), Πατάκης, Αθήνα 2005.
[9] Αδαμάντιος Κοραής, Τι συμφέρει εις την ελευθερωμένην από Τούρκους Ελλάδα να πράξη εις τας παρούσας περιστάσεις, διά να μη δουλωθή εις Χριστιανούς τουρκίζοντας: Διάλογος δύο γραικών, Παρίσι 1830· Aδ. Κοραής, Τι συμφέρει εις την ελευθερωμένην από Τούρκους Ελλάδα να πράξη εις τας παρούσας περιστάσεις, διά να μη δουλωθή εις Χριστιανούς τουρκίζοντας: Διάλογος δύο γραικών δεύτερος, Παρίσι 1831· Απ. Δασκαλάκης, Κοραής και Καποδίστριας, Αθήνα 1958.
[10] C. M. Woodhouse, Capodistria, ό.π., σ. vii.
[11] Το πρώτο είναι το «Υπόμνημα περί της σημερινής καταστάσεως των Ελλήνων», Βιέννη 1811 (βλ. ΑΙΚ-ΕΚΣ, τ. Ζ΄, Κέρκυρα 1986, γαλλικό κείμενο, σσ. 188-207, ελληνικό κείμενο, σσ. 208-232). Το δεύτερο είναι η «Εγκύκλια επιστολή με παρατηρήσεις πάνω στα “μέσα” βελτίωσης της μοίρας των Ελλήνων» (Κέρκυρα, 6/18 Απριλίου 1819), [Βλ. ΑΙΚ-ΕΚΣ, τ. ΣΤ΄, Κέρκυρα 1985, σσ. 11-20. Το γαλλικό πρωτότυπο δημοσιεύτηκε από τον G. Waddinglon, A visit to Greece in 1823 and 1824, Λονδίνο 1825, σσ. XXXIV – XLVI· Ελ. Πρεβελάκης, «Η εγκύκλια επιστολή του Ιωάννη Καποδίστρια της 6/18 Απριλίου 1819», Πρακτικά του 3ου Πανιονίου συνεδρίου, 1967, σσ. 228-328.] Το τρίτο αποτελεί επιστολή που έστειλε από τη Γενεύη προς τον Ιγνάτιο, στην Πίζα, στις 12/24 Απριλίου 1823. Το ημιτελές γαλλικό πρωτότυπο του «Αρχείου Μουστοξύδη», δημοσιεύτηκε από την Κων. Ζάνου [«Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός και η Νεότερη ιστορία της Ελλάδας», Μνήμων, τχ. 30, Αθήνα 2009, σσ. 141-177]· στα ελληνικά, δημοσιεύτηκε στην εφημ. Αιών (30/9/1850). Το τέταρτο, και γνωστότερο κείμενο είναι η Αυτοβιογραφία. Η «Επισκόπησις της πολιτικής μου σταδιοδρομίας από του 1798 μέχρι του 1822» (Aperçu de ma carrière publique depuis 1798 jusqu’ à 1822), ήταν υπόμνημα που υπέβαλε το 1826 στον Νικόλαο Α΄, όταν ζήτησε να γίνει δεκτή η εκκρεμής από τον Αύγουστο του 1822 παραίτησή του από τη ρωσική υπηρεσία. Ο καθηγητής Μιχ. Λάσκαρις, που την μετέφρασε, την απέδωσε εύστοχα ως «Αυτοβιογραφία». [Βλ. Ι. Καποδίστριας, Αυτοβιογραφία, Αθήναι 1962. Στο ΑΙΚ-ΕΚΣ,τ. Α΄, Κέρκυρα 1976, σσ. 1-83.]
[12] Βλ. Αθανάσιος Πάριος, Περί της αληθούς φιλοσοφίας, ή Αντιφώνησις προς τον παράλογον ζήλον των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων και επί αφιλοσοφία το ημέτερον γένος ανοήτως οικτειρόντων. Τούτοις προσετέθη και Παραίνεσις προς τους αδεώς πέμποντας εις Ευρώπην τους παίδας. Αμφότερα συγγραφέντα υπό Ναθαναήλ Νεοκαισαρέως του εν τω Αγίω Όρει ησυχάζοντος, Τεργέστη 1802.
[13] Το πρωτότυπο είναι αχρονολόγητο· η ρωσική μετάφραση έχει ημερομηνία 25/11-7/12/1811.
[14] Γράφει ο Γιάννης Κορδάτος: «Ο Καποδίστριας… συντηρητικός ως το κόκκαλο και πιστός υπηρέτης της ρωσικής πολιτικής» (Γ. Κορδάτος, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, τ. Β΄, σ. 592). «Τέτοιος ήταν ο Καποδίστριας. Αντιδραστικός ως το κόκκαλο» (στο ίδιο, σ. 599). Και πιο κάτω: «Σχετικά με την κυβερνητική δράση του Καποδίστρια, οι ξένοι ιστορικοί ομόφωνα την καταδικάζουν. Από τους Έλληνες ερευνητές μερικοί έχουν αντίθετη γνώμη, γι’ αυτό χαρακτηρίζουν τον Καποδίστρια σαν έναν καλό κυβερνήτη που πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στον τόπο. Η αντίληψη αυτή δεν έχει κανένα στήριγμα στις πηγές. Ο Καποδίστριας ήταν όπως είπαμε αντιδραστικός και το πέρασμά του δεν σημείωσε εποχή» (ό.π., σ. 601).
[15] Γρ. Δαφνής, Ιωάννης Α. Καποδίστριας, η γένεση του ελληνικού κράτους, Ίκαρος, Αθήνα 1975, σσ. 270-272· Σ. Θ. Λάσκαρις, «Ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Ρώσος διπλωμάτης και υπουργός των εξωτερικών», ΗΜΕ, τ. 11, Αθήνα 1932, σσ. 100-102· Αυτοβιογραφία Ιωάννου Καποδίστρια, Γαλαξίας, Αθήνα 1971, σσ. 38-55.
[16] Σ. Θ. Λάσκαρις, ό.π.,σ. 107· Χαρ. Νικολάου, Διεθνείς πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες-συμφωνίες και συμβάσεις, Στρατηγικές εκδόσεις, Αθήνα 1996, σσ. 58-59.
[17] ΑΙΚ-ΕΚΣ, τ. Ε΄, Κέρκυρα 1984, σσ. 3-9.
[18] Βιέννη, 30 Μαρτίου / 11 Απριλίου 1815, Βλ. ΑΙΚ, ό.π., τ. Γ΄, 1980, σσ. 284, 285.
[19] C. M. Woodhouse, Capodistria,ό.π., σ. 117.
[20] Βλ. Vneshniaia politika Rosii xix I nachala xx veka, t. VII, Μόσχα 1970, σσ. 310-312.
[21] Patricia Kennedy Grimsted, Foreign ministers of Alexander I, California UP, Μπέρκλεϋ – Λ. Άντζελες 1969, σ. 231.
[22] Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος, Η επί της αγγλικής προστασίας Επτάνησος Πολιτεία και τα κόμματα, επιμ. Χρίστου Θεοδωράτου, Αθήνα 1969, σ. 9.
[23] Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, Κέρκυρα 1976, σσ. 57-58.
[24] Βλ. Π. Χιώτης, Ιστορία του Ιονίου Κράτους, Από Συστάσεως Αυτού Μέχρις Ενώσεως (Έτη 1815-1864), τ. 2, Ζάκυνθος 1874, σσ. 303-304.
[25] Βλ. Π. Χιώτης, Ιστορία του Ιονίου Κράτους…, ό.π., σσ. 257-262· Ανδρέας Ιδρωμένος, Ο υπέρ εθνικής αποκαταστάσεως αγών των Επτανησίων 1815-1864, Πολιτική Ιστορία της Επτανήσου επί της Αγγλικής προστασίας, Κέρκυρα 1889, σσ. 10-19.
[26] Στην Ελβετία, το 1814, μελέτησε τα πρωτοπόρα εκπαιδευτικά συστήματα των Πεσταλότσι και Φέλλενμπεργκ και έγραψε μάλιστα ένα εκτενές μνημόνιο για τον τσάρο, το οποίο κυκλοφόρησε με τη μορφή βιβλίου, βλ. Jean Capodistria, Rapport présenté à Sa Majesté l’Empereur Alexandre sur les établissements de M. de Fellenberg à Hofwyl, en Octobre 1814, Παρίσι-Γενεύη 1815.
[27] Αυτοβιογραφία…,ό.π., σσ. 57-59.
[28] Βλ. Comtesse Edling, née Stourdza, Mémoires, Μόσχα 1888, σ. 211.
[29] Βλ. Ε. Κούκου, Ο Καποδίστριας και η παιδεία (1803-1822) – Α΄ Η Φιλόμουσος Εταιρεία της Βιέννης,δδ, Αθήνα 1958· Γ. Λάιος, «Η “Φιλόμουσος Εταιρεία” της Βιέννης (1814-1820). Νέα έγγραφα», ΕΜΑ 12 (1962)· Εμμ. Πρωτοψάλτης, Ιγνάτιος, μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας 1766-1828, ΜΕΙ, ΑΑ, Αθήνα 1959-1962, τχ. Ι, σσ. 127-164, τχ. ΙΙ, σσ. 55-62.
[30] Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Ρήγας-Υψηλάντης-Καποδίστριας, Έρευναι εις τα αρχεία της Αυστρίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ελλάδος, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1965, σ. 184.
[31] Πολ. Ενεπεκίδης, Ρήγας-Υψηλάντης…, ό.π.,σσ. 196-197.
[32] Ι. Καποδίστριας, Αυτοβιογραφία, ό.π., σ. 79.
[33] «Εγκύκλια επιστολή με παρατηρήσεις πάνω στα “μέσα” βελτίωσης της μοίρας των Ελλήνων», ό.π.
[34] Ι. Καποδίστριας, Αυτοβιογραφία, ό.π., σσ. 99-100.
[35] Ι. Καποδίστριας, Αυτοβιογραφία, ό.π., σσ. 82-87.
[36] Πολ. Ενεπεκίδης, Ρήγας-Υψηλάντης, ό.π., σσ. 203-204.
[37] Ι. Καποδίστριας, Αυτοβιογραφία, ό.π., σ. 131.
[38] Ι. Καποδίστριας, Αυτοβιογραφία, ό.π., σ. 152.
[39] Βλ. Μέρος Δ΄, κεφ. ΙΙΙ, σσ. 601-603.
[40] «Υπόμνημα περί της τύχης της Ελλάδος» (17 Ιουλίου 1821), ΑΙΚ, τ. Στ΄, ΕΚΣ, Κέρκυρα 1984, σσ. 176-177.
[41] Νέα Ημέρα Τεργέστης, 1/14 Σεπτεμβρίου 1901.
[42] Μετά το 1822, είχε αποσυρθεί στην Ελβετία, παρότι παρέμενε ακόμα τυπικά στην υπηρεσία της ρωσικής διοίκησης.
[43] «Επιστολή προς τον μητρ. Ιγνάτιο», 12/24 Απριλίου 1823, Αιών, Αθήνα 30–9–1850.
[44] Βλ. Κ. Ζάνου, «Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Ιακωβάκης…», ό.π. Για τις σχέσεις μεταξύ Μουστοξύδη και Καποδίστρια, βλ. Κ. Θ. Δημαράς, «Καποδίστριας–Μουστοξύδης–Κουτλουμουσιανός (Βιβλιογραφικές και άλλες αναζητήσεις)», Θησαυρίσματα/ Thesaurismata,τχ.1, Βενετία 1962, σσ. 14-62.
[45] Βλ. Iacovaky Rizo Nérοulοs, Histoire Moderne de la Grèce depuis la chute de l’ empire d’ Orient, Γενεύη 1828. Βλ. σχετικά M. B. Σακελλαρίου, «Νεοελληνικές Ιστορικές Σπουδές. Ιστορικό και κριτικό σχεδιάγραμμα», Nέα Eστία, 33 (1943) σσ. 26-31, 102-106, 158-162, 233-236, 290-295, 359-364, 435-440, 495-498, 548-552, 615-618, 804-813, εδώ, σ. 105· Γιάννης Κουμπουρλής, «Η Επανάσταση του 1821 και η δημιουργία του ελληνικού εθνικού κράτους στις πρώτες μεγάλες αφηγήσεις της νεότερης ελληνικής ιστορίας: από την πολυπαραγοντική ανάλυση στο σχήμα της εθνικής τελεολογίας», στο Πέτρος Πιζάνιας (επιμ.), Η ελληνική Επανάσταση του 1821. Ένα ευρωπαϊκό γεγονός, Κέδρος, Αθήνα 2009, σσ. 351-374.
[46] Βλ. Miodrac Imbrovac, Claude Fauriel et la fortune Européenne des poésies populaires Grecque et Serbe, Librairie Marcel Didier, Παρίσι 1966 και Αλέξης Πολίτης, Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, Θεμέλιο, Αθήνα 1984. Για τον Μουστοξύδη, βλ. Ευάγγελος Μανής, Ανδρέας Μουστοξύδης (1785-1860), ο επιστήμων, ο πολιτικός, ο εθνικός αγωνιστής, δδ, Πανεπιστήμιο Αθηνών 1960· Δ. Αρβανιτάκης, εισαγ. στο Ανδρέας Μουστοξύδης-Αιμίλιος Τυπάλδος, Αλληλογραφία (1822-1860), Εκδ. Κότινος, Αθήνα 2005· Κ. Ζάνου, Διανοούμενοι-“γέφυρες” στη μετάβαση από την προεθνική στην εθνική εποχή, Ανάτυπο από το περ. Τα Ιστορικά, τχ. 58, Αθήνα Ιούνιος 2013.
[47] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Α΄ (1936-1947), Ίκαρος, Αθήνα 1974, σ. 210.