του Σ. Ψαρρού, από το Άρδην τ. 85, Απρίλιος-Μάιος 2011
Μετά την κήρυξη της «ενώσεως» και την κατάργηση της αρμοστείας από τους Κρήτες τον Σεπτέμβριο του 1908, που ακολούθησε την επανάσταση των Νεοτούρκων, η ελληνική σημαία υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά, τη δε προσωρινή διακυβέρνηση της Κρήτης είχε αναλάβει πενταμελής επιτροπή, στην οποία μετείχε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Προς στιγμήν απειλήθηκε ελληνοτουρκικός πόλεμος, παρ’ όλο που η κυβέρνηση Θεοτόκη τηρεί «άψογη στάση», άγημα δε ναυτών των προστάτιδων δυνάμεων κατέρριψε τον ιστό της σημαίας.
Η εξελικτική διαδικασία προς την ενωτική λύση του κρητικού ζητήματος, ακόμη και μετά την αποχώρηση των ευρωπαϊκών στρατευμάτων (1908) και την ολοκλήρωση της αυτονομίας, ερχόταν να υπογραμμίσει την αναπόσπαστη σχέση του με το γενικότερο πρόβλημα της Βαλκανικής και την ισορροπία στην ανατολική Μεσόγειο.
Μετά τη διάψευση της μακρόχρονης προσδοκίας του Ελευθέριου Βενιζέλου ότι το τέλος του καθεστώτος της στρατιωτικής παρουσίας στην Κρήτη θα καθιστούσε δυνατή την επιβολή της ενώσεως, εκτίμησε και δήλωσε ότι το κρητικό ζήτημα ήταν ήδη θέμα στρατιωτικής ισχύος. Μέχρις όμως το ελεύθερο βασίλειο να εξισορροπήσει τις τουρκικές πιέσεις, όφειλε να μην οξυνθούν οι σχέσεις με την Πύλη, η οποία δεν είχε διερρηγμένες σχέσεις με τις προστάτιδες δυνάμεις. Αυτός ήτανε και ο βασικός λόγος της αντιθέσεώς του στη διατήρηση της ελληνικής σημαίας πάνω στον ιστό του φρουρίου του Φιρκά, μετά την κατηγορηματική αντίθεση των προστάτιδων δυνάμεων, αλλά και στον εξαναγκασμό των μουσουλμάνων βουλευτών, μετά τις εκλογές για την κρητική εθνοσυνέλευση τον Μάρτιο του 1910, να δώσουν όρκο πίστεως προς τον Έλληνα βασιλιά. Απέναντι δε στην αδυναμία της ελληνικής κυβερνήσεως να δώσει λύση, και στην υπόδειξή της για προσαρμογή στις απόψεις των προστάτιδων δυνάμεων, που απείλησαν στρατιωτική κατάληψη της Κρήτης σε περίπτωση εξαναγκασμού των βουλευτών μουσουλμάνων να δώσουν όρκο, ο Βενιζέλος, ως πρόεδρος της προσωρινής κυβερνήσεως, εξέφραζε την ίδια αντίληψη. «Πάσα πολιτική πλην της υποκύψεως εις τας αξιώσεις των δυνάμεων θα ήτο πολιτική αυτοκτόνος», τόνιζε στις 29-6-1910 από το βήμα της συνελεύσεως και κατέληγε: «Η κυβέρνησις, γνωρίζουσα ότι ο εθνικός ημών αγών δεν είναι δυνατόν να λήξει αισίως, ουδέ μετά αρτίαν στρατιωτικήν παρασκευήν του Ελευθέρου Βασιλείου, εφ’ όσον δε συνέτρεχε και η ευμένεια των δυνάμεων, έθηκε ως βάσιν της πολιτικής της ότι δεν έπρεπε να πραχθή, όπερ ηδύνατο να αποξενώση τον κρητικόν λαόν της ευμενείας ταύτης». Η κρητική συνέλευση βέβαια δεν παρέλειψε να εκφράσει, σε ειδικό υπόμνημα, τις ζωηρές επιφυλάξεις της για τη χρήση του όρου «κυριαρχικά δικαιώματα» στην τελευταία ανακοίνωση των Δυνάμεων, υπενθυμίζοντας ότι επί δεκατρία χρόνια γινόταν αναφορά σε μόνη την «επικυριαρχία του σουλτάνου».
Εδώ βέβαια θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η πολιτική μεγαλοφυία και η επαναστατική δράση του Ελευθέριου Βενιζέλου στην Κρήτη τον είχαν καταστήσει προσωπικότητα μεγάλης ακτινοβολίας και ήταν η εποχή που στην Ελλάδα χρειαζόταν ένας ηγέτης για την ανασύνταξη του έθνους, όπως το οραματιζόταν ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος κι η επανάσταση του 1909. Γι’ αυτό κρίθηκε ο πιο κατάλληλος ο Ελευθέριος Βενιζέλος και κλήθηκε από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο στην Αθήνα, όπου έφτασε στο τέλος του 1909, ως διαιτητής ανάμεσα στους «επαναστάτες», το στέμμα και τα κόμματα. Εισηγείται τη συγκρότηση υπηρεσιακής κυβέρνησης για εκλογές αναθεωρητικής βουλής και ξαναγυρνά στην Κρήτη, όπου αναδεικνύεται πρόεδρος της Ελληνικής Συνελεύσεως των Κρητών και πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας, τον Απρίλιο του 1910. Στις εκλογές του 1910, όντας στην Ελβετία, εκλέγεται βουλευτής στην Αθήνα.
Επιστρέφει στην Κρήτη, παραιτείται από πρωθυπουργός και έρχεται στην Αθήνα (Σεπτέμβριος 1910). Παρουσιάστηκε σε μεγαλειώδη συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος, ανέλαβε αρχηγός του νέου κόμματος Φιλελευθέρων και έλαβε από τον Γεώργιο Α΄ την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως (Οκτώβριος 1910). Διέλυσε τη βουλή, διενήργησε εκλογές αναθεωρητικής βουλής (Δεκέμβριος 1910), και το κόμμα του κυριάρχησε, όπως θριάμβευσε και στις εκλογές, τον Μάρτιο του 1911, που έγιναν σύμφωνα με το νέο σύνταγμα του 1911. Στη συνέχεια προγραμματίζει το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας και αναδιοργανώνει τη χώρα και τον στρατό της, δεν φεύγει δε ποτέ από τους οραματισμούς του η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Ο Βενιζέλος γνώριζε πολύ καλά ότι η εκβιαστική πίεση της Τουρκίας, προς μια Ελλάδα στρατιωτικά απαράσκευση και απομονωμένη, όσο και των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ιδιαίτερα ευαίσθητων στη διατήρηση της ισορροπίας στα Βαλκάνια και στην Εγγύς Ανατολή, επιδρούσε ανασταλτικά στην αυτοδιάθεση του κρητικού λαού.
Στην αδυναμία του να λύσει το κρητικό ζήτημα, προστέθηκε τότε και η άκαμπτη απόφαση των Κρητών βουλευτών να μετάσχουν στις εργασίες του ελληνικού κοινοβουλίου, που πίστευαν ότι μετά τη μονομερή κήρυξη της ενώσεως το 1908 θα συνέβαλλαν στην τυπική επικύρωσή της και θα εκβίαζαν τελικά τη διεθνή αναγνώριση.
Με πόνο ψυχής ο Βενιζέλος αντέταξε κατηγορηματική άρνηση, διαβλέποντας ότι η είσοδος Κρητών βουλευτών στη βουλή, που αξίωναν να παρεδρεύσουν στη συνεδρίαση της 19-5-1912, θα αποτελούσε αιτία πολέμου με την Τουρκία, και ανέβαλε τη συνεδρίαση για την 1-10-1912. Στη συνέχεια, διαπιστώνοντας τις επεκτατικές και εθνικιστικές διαστάσεις που έπαιρνε το κίνημα των Νεοτούρκων, αναγκάζεται να δηλώσει: «Αν οι Νεότουρκοι επιμένουν να ακολουθούν έναν εθνικισμόν ολέθριον για τη χώρα τους, αν μας καταδιώκουν, αν μας κακομεταχειρίζονται, τότε η συμφωνία θα καταστεί αναγκαία μεταξύ των Ελλήνων και των σλαβικών λαών. Ως προς εμέ, δεν έχω καμία έχθρα κατά των Σέρβων και των Βουλγάρων. Είμαι έτοιμος, ενώπιον κοινού κινδύνου, να τείνω προς αυτούς την χείραν».
Είναι προφανές από τα λόγια αυτά του Βενιζέλου ότι σήμαινε πλέον η ώρα για την έναρξη του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Οι μεγάλες δυνάμεις, που ήταν πλέον ενήμερες για τις προπαρασκευαστικές του πολέμου αυτές πράξεις, τήρησαν τελείως αρνητική στάση και με διάβημά τους προς την Αθήνα, Σόφια και Βελιγράδι, δήλωναν κατηγορηματικά ότι δεν θα επέτρεπαν σε καμία περίπτωση, έστω και μετά τυχόν νικηφόρο έκβαση του πολέμου, τη μεταβολή του εδαφικού καθεστώτος στον βαλκανικό χώρο. Αλλά οι λαοί των χριστιανικών κρατών της Βαλκανικής Χερσονήσου είχαν λάβει αμετάκλητη απόφαση να διεκδικήσουν στο πεδίο της μάχης τα εθνικά δίκαιά τους.
Με τη μεγάλη διορατικότητά του, ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν ήταν δυνατόν να αφήσει ελεύθερο το θέατρο του πολέμου στους Σέρβους και τους Βουλγάρους, γιατί, αν νικούσαν μόνοι τους την Τουρκία, θα καταλάμβαναν τις βόρειες επαρχίες μας μια για πάντα, οπότε και πρωτοστάτησε στη σύναψη της συμμαχίας.
Ο πόλεμος άρχισε στις 25 Σεπτεμβρίου 1912 με κήρυξή του από το Μαυροβούνιο κατά της Τουρκίας. Στις 30 Οκτωβρίου 1912 εισήλθαν στον πόλεμο η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία. Στη διάρκεια του πολέμου αυτού η Κρήτη, καίτοι αυτόνομη, συνεισέφερε τη μερίδα του λέοντος σε εθελοντικά σώματα, εβδομήντα επτά (77), που επισήμως αποκλήθηκαν «πρόσκοποι». Αυτοί οι εθελοντές ναι μεν δεν κατετάγησαν ως στρατιώτες, αλλά, υπό ορισμένους αξιωματικούς ή ιδιώτες οπλαρχηγούς, ανέλαβαν πολλές δύσκολες αποστολές, «συχνάκις συμπολεμήσαντες και ενισχύσαντες τον τακτικό στρατό», όπως αναφέρει σχετική έκθεση του Γ.Ε.Σ. Η αναμέτρηση κατέληξε σε ήττα της Τουρκίας και ο πόλεμος τερματίστηκε με τη Συνθήκη του Λονδίνου (19-5-1913), με την οποία η Τουρκία έχανε τα νησιά του Αιγαίου και όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη της τα κείμενα δυτικότερα της γραμμής του Αίνου – Μήδειας. Από κει και πέρα, μέχρι 14 χιλιόμετρα ανατολικά της Θεσσαλονίκης, ολόκληρη η περιοχή τέθηκε υπό βουλγαρική κατοχή.
Η βουλγαρική όμως επεκτατική πολιτική, που παρά την έξοδο της Βουλγαρίας στο Αιγαίο, εποφθαλμιούσε τη Θεσσαλονίκη και σερβικά εδάφη, τράχυνε τις σχέσεις της Βουλγαρίας με τους πρώην συμμάχους της και σημειώθηκαν πολλά συνοριακά επεισόδια, που οδήγησαν στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο.
Με πρωτοβουλία του Ελευθέριου Βενιζέλου συνήφθη συμμαχία μεταξύ Ελλάδος – Σερβίας και Μαυροβουνίου, κατά της Βουλγαρίας. Οι πολεμικές επιχειρήσεις άρχισαν στις 15-6-1913. Οι Βούλγαροι εισβάλλουν στα σερβικά εδάφη, αλλά συγκρατούνται από τους Σέρβους στη μάχη της Μπρεγκάλνιτσας (19-26 Ιουνίου 1913). Επειδή στη συνέχεια οι επιχειρήσεις ατόνησαν, έριψαν οι Βούλγαροι το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους κατά των Ελλήνων και της Θεσσαλονίκης. Αλλά οι Έλληνες, με θυελλώδη αντεπίθεσή τους και με επικεφαλής τους τον θρυλικό Σφακιανό στρατηγό Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκη, τους συνέτριψαν στη μάχη του Κιλκίς-Λαχανά. Η δε ελληνική στρατιά, κινηθείσα προς βορράν και μετά από σκληρές μάχες, έφτασε στα στενά της Κρέσνας (15-17 Ιουλίου 1913). Η Τουρκία επωφελήθηκε και κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας και κατέλαβε την Αδριανούπολη. Η δε Ρουμανία, χωρίς κήρυξη πολέμου, εισέβαλε στο βουλγαρικό έδαφος και στις 18 Ιουλίου τα ρουμανικά στρατεύματα ευρέθησαν 30 χλμ. βόρεια της Σόφιας.
Ο πόλεμος τερματίστηκε με τη συνθήκη ειρήνης του Βουκουρεστίου, με την οποία η Βουλγαρία έχανε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, καταλαμβανόμενο από τους Σέρβους και τους Έλληνες. Η Δοβρουτσά παραχωρήθηκε στους Ρουμάνους και οι περιοχές Αδριανουπόλεως και Σαράντα Εκκλησιών επιστράφηκαν στην Τουρκία. Με την ξεχωριστή δε συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε κατόπιν μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας (14 Νοεμβρίου 1913), ο σουλτάνος παραιτήθηκε των κυριαρχικών δικαιωμάτων του επί της Κρήτης, η οποία προσαρτήθηκε στην Ελλάδα. Σημειώνουμε εδώ ότι από 14-2-1913, αγγλικό πολεμικό απόσπασμα που είχε αποβιβαστεί στη Σούδα, είχε αφαιρέσει τις σημαίες των προστάτιδων δυνάμεων και τη λευκοσιδηρά ημισέληνο.
Την 1η Δεκεμβρίου 1913, ο βασιλεύς Κωνσταντίνος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετέβησαν στην Κρήτη, με τη συνοδεία μοίρας του ελληνικού στόλου, και μέσα σ’ ένα παραλήρημα του ενθουσιώντος λαού, ύψωσαν με επίσημη τελετή την ελληνική σημαία στο φρούριο του Φιρκά των Χανίων. Έτσι, μετά από αιώνες σκληρής σκλαβιάς, η πολυβράβευτη Κρήτη βρισκόταν στην αγκαλιά της μητέρας Ελλάδος και γινόταν πραγματικότητα το όνειρο του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά, όπως το εκφράζει στους συγκλονιστικούς στίχους του:
Ω Κρήτη όπως ολόχαρη σε βλέπουν
τα μάτια τα θεϊκά της φαντασίας
άμποτε και τα μάτια τα δικά μας
να σε δουν της ελεύθερης πατρίδας
τρανή κορώνα.