Αρχική » Εκκλησία και φιλοσοφία στον νεοελληνικό διαφωτισμό: Μία κριτική στον Π. Κονδύλη

Εκκλησία και φιλοσοφία στον νεοελληνικό διαφωτισμό: Μία κριτική στον Π. Κονδύλη

από Μιχάλης Μερακλής

του Μ. Μερακλή, από το Άρδην τ. 50, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004

Έχουν γρα­φει πολ­λα για την κα­ταρ­χήν αρ­νη­τι­κή στά­ση που τή­ρη­σε η Εκ­κλη­σί­α α­πέ­να­ντι στο κί­νη­μα του Δια­φω­τι­σμού, γε­νι­κό­τε­ρα α­πέ­να­ντι στο ά­νοιγ­μα προς τα φώ­τα της Ευ­ρώ­πης. Έ­χουν γρα­φεί τό­σα πολ­λά, ώ­στε έ­χει μάλ­λον δια­μορ­φω­θεί μια πε­ποί­θη­ση, ό­τι η αρ­νη­τι­κή αυ­τή στά­ση υ­πήρ­ξε α­πό­λυ­τη.

Α­ντι­στι­κτι­κά ε­πι­χει­ρώ ε­δώ τον με­τρια­σμό της ε­ντύ­πω­σης αυ­τής, με την πα­ρά­θε­ση τεκ­μη­ρί­ων που συ­νη­γο­ρούν, ό­πως νο­μί­ζω, υ­πέρ μιας δια­φο­ρε­τι­κής (ας μην πω α­ντί­θε­της) εκ­δο­χής.

Έ­χω και σε άλ­λα ση­μεί­α υ­πεν­θυ­μί­σει, ό­τι οι κλη­ρι­κοί υ­πήρ­ξαν ο­πα­δοί ή, κα­λύ­τε­ρα, α­πό τους πρω­τα­γω­νι­στές του νε­ο­ελ­λη­νι­κού δια­φω­τι­σμού. Ο εκ­δό­της του Λό­γιου Ερ­μή (Λ.Ε.), ο Άν­θι­μος Γα­ζής, δεν ή­ταν η μο­να­δι­κή πε­ρί­πτω­ση – κά­θε άλ­λο. Ο έ­νας α­πό τους δύ­ο δια­δό­χους του στην έκ­δο­ση του πε­ριο­δι­κού, ο Θε­ό­κλη­τος Φαρ­μα­κί­δης, ή­ταν ε­πί­σης κλη­ρι­κός (ο άλ­λος, ο Κων­στα­ντί­νος Κοκ­κι­νά­κης, ή­ταν έ­μπο­ρος). Α­νά­με­σά τους συ­γκα­τα­λέ­γο­νται και μο­να­χοί. Ο Γα­ζής π.χ. πλη­ρο­φο­ρεί (Λ.Ε., 1814-1815, σ. 93), ό­τι τα μο­να­στή­ρια στην Α­θή­να “ε­σύ­στη­σαν έ­τι και φι­λο­σο­φι­κόν σχο­λεί­ον, των ο­ποί­ων οι η­γού­με­νοι και οι πε­ρί αυ­τούς μο­να­χοί, αι­σθαν­θέ­ντες τα α­πό της φι­λο­σο­φί­ας κα­λά, οι­κεί­α προ­αι­ρέ­σει, πλη­ρώ­νου­σι τον ε­τή­σιον μι­σθόν του φι­λο­σό­φου δι­δά­σκα­λου”. Και κα­τα­λή­γει: “Εί­θε να ε­μι­μού­ντο το κα­λόν τού­το πα­ρά­δειγ­μα και ό­λοι οι η­μέ­τε­ροι Εκ­κλη­σια­στι­κοί! Και τη α­λη­θεί­α τό­τε ευ­δο­κι­μή­σει το γέ­νος, ό­ταν οι Ιε­ρείς φι­λο­σο­φή­σω­σιν ή οι φι­λό­σο­φοι ιε­ρα­τεύ­σω­σιν.” (ό.π., σ. 132)

Η “Εκ­κλη­σί­α της ορ­θο­δό­ξου πί­στε­ως των Γραι­κών”, στο Λι­βόρ­νο, α­πό πα­λιά συ­ντη­ρού­σε “δι’ ι­δί­ων αυ­τής ε­ξό­δων” τρεις νέ­ους ο­μο­γε­νείς για να σπου­δά­ζουν “εις τας κυ­ριω­τέ­ρας και κα­λυ­τέ­ρας της Ι­τα­λί­ας Α­κα­δη­μί­ας”. Αυ­τό κά­νει και το 1816 με τους “εν Λι­βόρ­νω Γραι­κούς της Α­να­το­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας” κα­λώ­ντας, σε συ­νε­ννό­η­ση με τις “σχο­λές” της Α­θή­νας, των Ιω­αν­νί­νων και της Χί­ου, α­πό έ­να για κα­θε­μιά, βε­βαιω­μέ­να ορ­θό­δο­ξο χρι­στια­νό νέ­ο, για τε­τρα­ε­τείς σπου­δές, “ό­που θέ­λουν κα­τα­γί­νου­νται για να τε­λειο­ποι­η­θώ­σιν εις τα μα­θή­μα­τα της Γε­ω­γρα­φί­ας, Λο­γι­κής, Με­τα­φυ­σι­κής, Φυ­σι­κής Ι­στο­ρί­ας, Μα­θη­μα­τι­κών, Α­στρο­νο­μί­ας, Βο­τα­νι­κής, Χη­μεί­ας, Α­να­το­μί­ας και Φυ­σιο­λο­γί­ας, εις τους ο­ποί­ους διό­λου δεν α­πα­γο­ρεύ­ο­νται τα της Ια­τρι­κής και Χει­ρουρ­γί­ας μα­θή­μα­τα”. Μπο­ρούν α­κό­μα, αν υ­πάρ­χει η κλί­ση, “να σπου­δά­σω­σιν οι νέ­οι, α­ντί των ει­ρη­μέ­νων ε­πι­στη­μών, την Αρ­χι­τε­κτο­νι­κήν, Γλυ­πτι­κήν και Ζω­γρα­φι­κήν” (Λ.Ε., 1816, σελ. 200-201).

Στη σχε­τι­κή α­να­κοί­νω­ση των ε­πι­τρό­πων της Εκ­κλη­σί­ας δια­βά­ζου­με στην τε­λευ­ταί­α πα­ρά­γρα­φο: “Αύτη, φίλ­τα­τοι ο­μο­γε­νείς, η μι­κρά συ­νει­σφο­ρά γί­νε­ται υ­πέρ την δύ­να­μίν μας δια τα υ­περ­βο­λι­κά της Εκ­κλη­σί­ας μας έ­ξο­δα και α­δια­κό­πους βο­η­θεί­ας και ε­λε­η­μο­σύ­νας, προς τους καθ’ η­μέ­ραν ε­δώ ερ­χο­μέ­νους πτω­χούς και δυ­στυ­χού­ντας ο­μο­γε­νείς μας, ό­μως να βο­η­θή­σω­μεν και εκ του υ­στε­ρή­μα­τός μας α­πε­φα­σί­σα­μεν, ό­χι μό­νον δια να κά­μω­μεν το α­παι­τού­με­νον χρέ­ος μας, αλ­λά και να σας εν­θαρ­ρύ­νω­μεν προς την έν­δο­ξον των κοι­νω­φε­λών α­γώ­νων σας ε­ξα­κο­λού­θη­σιν.” (ό.π., σελ. 103).

“Ο έ­ρως της παι­δεί­ας” δια­βά­ζου­με στο Λ.Ε. (1818, σελ. 463), “α­νά­πτει ε­πί μάλ­λον και δια­δί­δε­ται εις την Ελ­λά­δα, και ο α­ριθ­μός των εις την διά­δο­σιν αυ­τήν συ­ντε­λού­ντων μέ­σων αυ­ξά­νει κα­θη­με­ρι­νώς. τα σχο­λεί­α πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται, οι σο­φοί δι­δά­σκα­λοι πλη­θύ­νο­νται, βι­βλιο­θή­και συ­στή­νο­νται και οι πλού­σιοι έ­μπο­ροι, πα­τριω­τι­κώ κι­νού­με­νοι ζή­λω, α­νοί­γου­σι προ­θύ­μως τους θη­σαυ­ρούς των (…) το ιε­ρα­τεί­ον συ­ντρέ­χει και συμ­βου­λεύ­ει και η κοι­νή Μή­τηρ, η με­γά­λη Εκ­κλη­σί­α, ευ­λο­γεί, ε­φο­ρεύ­ει και διοι­κεί σο­φώς των τέ­κνων της τα έρ­γα”.

Το πε­ριο­δι­κό κη­ρύσ­σει “τα ευαγ­γέ­λια”, πλη­ρο­φο­ρεί ευ­φό­συ­να για τον εν­θρο­νι­σμό, για τρί­τη φο­ρά, στον “οι­κου­με­νι­κόν πα­τριαρ­χι­κόν θρό­νον της Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως” του Γρη­γο­ρί­ου, ο ο­ποί­ος γνώ­ρι­ζε “εκ πεί­ρας” ό­τι “μό­νη η παι­δεί­α στε­ρε­ώ­νει την θρη­σκεί­αν εις τα έ­θνη”, γι’ αυ­τό “ε­φρό­ντι­σε κα­τά τας προ­λα­βού­σας ε­πο­χάς δια την διά­δο­σιν της ελ­λη­νι­κής παι­δεί­ας”. Στην πρώ­τη πα­τριαρ­χί­α του “ε­σύ­στη­σε το ελ­λη­νι­κόν τυ­πο­γρα­φεί­ον της Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως”, στη δεύ­τε­ρη “ε­φρό­ντι­σε πε­ρί συ­στά­σε­ως και α­νε­γέρ­σε­ως σχο­λεί­ων ελ­λη­νι­κών καθ’ ό­λον το γέ­νος” (Λ.Ε., 1819, σελ. 113 κ.ε.). Σε ε­πό­με­νο τεύ­χος της ί­διας χρο­νιάς (του Μα­ΐ­ου) α­φιε­ρώ­νε­ται και “Ω­δή ο­φει­λο­μέ­νη εις τον Πα­να­γιώ­τα­τον, θειό­τα­τον και Οι­κου­με­νι­κόν πα­τριάρ­χην κύ­ριον κύ­ριον Γρη­γό­ριον”, α­πό τον κρυ­πτώ­νυ­μο Ν.Δ. (σελ. 309-310). α­πο­σπώ τους στί­χους:

Η της Εκ­κλη­σί­ας Μού­σα, και η θύ­ρα­θεν (η κο­σμι­κή) αυ­τή,
Ή­δη ευ­τυ­χώς σκο­πεύ­ουν,
Την α­μά­θειαν το­ξεύ­ουν.

Πα­ρα­πέ­μπω (σ’ αυ­τήν την α­πλώς εν­δει­κτι­κή πα­ρά­θε­ση πα­ρα­δειγ­μά­των) και σε ε­γκύ­κλιο συ­νο­δι­κό γράμ­μα (1819, 6 & 9), ό­που ε­ξαί­ρε­ται η “κα­θο­μι­λου­μέ­νη διά­λε­κτος” ως “χα­ρα­κτη­ρι­στι­κόν του Ελ­λη­νι­κού και Χρι­στια­νι­κού γέ­νους”, το ο­ποί­ο πρέ­πει να μεί­νει “κα­θα­ρόν και α­κέ­ραιον”, και χαι­ρε­τί­ζε­ται η ί­δρυ­ση “κοι­νής σχο­λής των Ελ­λη­νι­κών μα­θη­μά­των ε­πί κοι­νή ε­πι­δό­σει των ε­κεί ο­μο­γε­νών”, ε­νώ ζη­τεί­ται η συν­δρο­μή α­πό ό­σους “α­δελ­φούς” μπο­ρούν.
Με­λέ­τη­μά του παι­δα­γω­γι­κό ο Κων­στα­ντί­νος Κού­μας το τε­λειώ­νει ως ε­ξής: “Υ­μέ­τε­ρον εί­ναι το έρ­γον, ΓΡΗ­ΓΟ­ΡΙΕ ΚΛΕΙ­ΝΕ, εις τον ο­ποί­ον ε­νε­πί­στευ­σεν η θεί­α Πρό­νοια την ευ­τυ­χί­αν και σω­τη­ρί­αν του ορ­θο­δό­ξου πλη­ρώ­μα­τος(…). Ε­κτέ­λε­σον το λα­μπρό­τα­τον τού­το έρ­γον, και αι­νέ­σου­σί σε πά­σαι αι γε­νε­αί” (Λ.Ε., 1819, σελ. 748). Για τον Γρη­γό­ριο εί­ναι βέ­βαιος ο Κού­μας, ό­τι θα συ­στή­σει, μορ­φώ­νο­ντας α­νά­λο­γα, “θε­ο­λο­γι­κά σχο­λεί­α”, απ’ τα ο­ποί­α θα προ­κύ­ψει γε­νι­κό­τε­ρη βο­ή­θεια, για­τί θα πά­ψουν οι παι­δα­γω­γοί “των κοι­νών σχο­λεί­ων” να δι­δά­σκουν στα παι­διά “ν’ α­να­γινώ­σκω­σι μη­χα­νι­κώς την Ο­κτώ­η­χον και το Ψαλ­τή­ριον, τρί­βο­ντες εις αυ­τά ι­κα­νόν μέ­ρος του χρό­νου της η­λι­κί­ας των” (σελ. 740).

Ο για­τρός Πέ­τρος Η­πή­της, σε γράμ­μα του α­πό την Ο­δησ­σό, ό­που τον ε­ντυ­πω­σί­α­σε η δρα­στη­ριό­τη­τα της ελ­λη­νι­κής πα­ροι­κί­ας, γρά­φει στον Κο­πι­τάρ: “Προ­χθές ε­δέ­χθην ε­πι­στο­λήν εκ Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως δη­λω­τι­κήν, ό­τι εις την Άν­δρον ε­σύ­στη­σε σχο­λεί­ον ο Ιε­ρο­λο­γιώ­τα­τος δι­δά­σκα­λος Σα­μου­ήλ, το ο­ποί­ον ε­προι­κί­σθη πα­ρά του Πα­να­γιω­τά­του μας Πα­τριάρ­χου με το Μο­να­στή­ριον των Τρ(ο)ω­μαρ­χιών ο­νο­μα­ζό­με­νον. Ε­πει­δή δε ε­ξεύ­ρω, ό­τι υ­πε­ρα­γα­πάς τους Γραι­κούς, και ε­πι­θυ­μείς την εις τα κα­λά προ­κο­πήν των, και εις τού­το προ­θυ­μεί­σαι, ό­σον δύ­να­σαι, να τους συν­δρά­μης και με λό­γον και με έρ­γον, διά τού­το σ’ ε­μπε­ρι­κλεί­ω το πε­ρί ταύ­της της α­φιε­ρώ­σε­ως2 ίσον α­πα­ράλ­λα­κτον του συ­νο­δι­κού Σι­γι­λί­ου δια να κη­ρύ­ξης, ό­τι τοιού­τος η­μίν έ­πρε­πεν Αρ­χιε­ρεύς, και διά να α­πο­στο­μώ­σης τους ό­σους φλυα­ρούν, ό­τι οι υ­πη­ρέ­ται του Πα­τρός των φώ­των α­γα­πούν το σκό­τος, διά να μην φαί­νο­νται τά­χα αι ρυ­τί­δες των” (Λ.Ε., 1818, σελ. 588).

Α­πό την άλ­λη με­ριά, κο­σμι­κοί δια­φω­τι­στές κά­νουν φα­νε­ρή τη διά­θε­ση και την πρό­θε­σή τους σύ­μπλευ­σης με την Εκ­κλη­σί­α στο έρ­γο τους. Δί­νω και ε­δώ με­ρι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα. Το 1812 εκ­δί­δο­νται στη Βιέν­νη τρεις Φυ­σι­κές: του Κού­μα, του Βαρ­δα­λά­χου, του Δη­μή­τριου Δάρ­βα­ρη. Και οι τρεις, ο­μο­λο­γεί­ται, “σκο­πού­σιν εν ταυ­τώ να πο­λε­μή­σω­σι την ά­λο­γον δει­σι­δαι­μο­νί­αν του ό­χλου”. Στον Λό­γιον Ερ­μή πα­ρα­τί­θε­ται ο­λό­κλη­ρο α­πό­σπα­σμα α­πό το προ­οί­μιο της Φυ­σι­κής του Δάρ­βα­ρη, ό­που κα­τα­δι­κά­ζο­νται τέ­τοιες δει­σι­δαι­μο­νι­κές προ­λή­ψεις (για βρυκό­λα­κες, κο­μή­τες κ.λπ.). Ω­στό­σο ζη­τεί­ται η συν­δρο­μή των “ιε­ρο­κη­ρύ­κων”, α­φού τέ­τοιες προ­λή­ψεις εί­ναι α­ντί­θε­τες “και στην ιε­ράν η­μών θρη­σκεί­αν” (1817, σελ. 581. σημ. [των εκ­δο­τών] α’3).
Οι εκ­δό­τες του πε­ριο­δι­κού δεν πα­ρα­λεί­πουν κά­θε τό­σο να το­νί­ζουν τον θε­τι­κό ρό­λο της Εκ­κλη­σί­ας (και της Θεί­ας Πρό­νοιας) στην κα­τα­πο­λέ­μη­ση της α­μά­θειας, που ε­κτρέ­φει τη δει­σι­δαι­μο­νί­α: “αν και το Γέ­νος πά­σχη πολ­λά και δει­νά, των ο­ποί­ων αρ­χή και ρί­ζα εί­ναι η α­μά­θεια, μ’ όλον τούτο η Θεί­α Πρό­νοια δεν το ε­γκα­τέ­λι­πε πα­ντά­πα­σιν, αλ­λά κι­νεί κα­τά και­ρούς τοιού­τους ευερ­γε­τι­κούς άν­δρας” -ό­πως εί­ναι οι φί­λοι και φο­ρείς των ι­δε­ών του Δια­φω­τι­σμού (Λ.Ε., 1818, σελ. 84).

Ε­πι­γραμ­μα­τι­κά το­νί­ζει την α­νά­γκη σύ­μπλευ­σης και συ­ντο­νι­σμού σχο­λεί­ων και Εκ­κλη­σί­ας ο Κων­στα­ντί­νος Α­σώ­πιος, στην Τερ­γέ­στη, τον Α­πρί­λιο του 1817: “εις την ση­με­ρι­νήν η­μών κα­τά­στα­σιν άλ­λο δεν ε­μπο­ρού­μεν να πρά­ξω­μεν, ί­να πο­λι­τι­σθώ­μεν, ό­σον το δυ­να­τόν, πα­ρά τα δύ­ο ταύ­τα να ε­πι­με­λη­θώ­μεν, τον ιε­ρό άμ­βω­να και πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο τα σχο­λεί­α” –α­φού δεν μπο­ρού­με, λέ­ει στη συ­νέ­χεια, να έ­χου­με θέ­α­τρο και δι­κα­στή­ρια (η υ­πο­γράμ­μι­ση δι­κή μου) (Λ.Ε., 1817, σελ. 366).

Και ο Πε­τρά­κης Ηπή­της σε ο­μι­λί­α του ε­να­ντί­ον της δει­σι­δαι­μο­νί­ας, –στην ο­ποί­α πα­ρα­θέ­τει πλεί­στες ό­σες, σε λει­τουρ­γί­α τό­τε, πρα­κτι­κές λα­ϊ­κής ια­τρι­κής, συ­να­φείς δο­ξα­σί­ες κ.λπ.– ζη­τά­ει α­πό τον ιε­ρο­κή­ρυ­κα να συ­στρα­τευ­θεί στον α­γώ­να για την κα­τα­πο­λέ­μη­σή της (Λ.Ε., 1816, σελ. 403, κ.ε.) (…).
Θέ­λω να κλεί­σω το κε­φά­λαιο για την εκ­κλη­σί­α με τον Πα­να­γιώ­τη Κον­δύ­λη κα­τε­ξο­χήν, με το βι­βλί­ο του για τον Νε­ο­ελ­λη­νι­κό Δια­φω­τι­σμό4, ε­ξε­τα­ζό­με­νου α­πό τη σκο­πιά της φι­λο­σο­φί­ας. Μι­λά­ει για τις φι­λο­σο­φι­κές ι­δέ­ες του νε­ο­ελ­λη­νι­κού δια­φω­τι­σμού, στο βαθ­μό ό­που α­να­γνω­ρί­ζει κά­ποιαν α­ξί­α, με δε­δο­μέ­νη, κα­τά την κρί­ση του συγ­γρα­φέ­α, τη “γε­νι­κή κα­χε­ξί­α” του κι­νή­μα­τος (ο λό­γος εί­ναι πά­ντα για τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή πε­ρί­πτω­ση), α­πό την πλευ­ρά της φι­λο­σο­φι­κής προ­ό­δου και προ­σφο­ράς, σε α­ντί­θε­ση με ό­,τι συ­νέ­βη στην Ευ­ρώ­πη, ό­που ση­μειώ­θη­κε “η πλή­ρης α­να­καί­νι­ση της μορ­φής της φι­λο­σο­φί­ας, α­νοί­γο­ντας τον δρό­μο της ά­με­σης ε­πα­φής με τις ευ­ρύ­τε­ρες ε­κεί­νες κοι­νω­νι­κές ο­μά­δες, που προ­βάλ­λουν στο πνευ­μα­τι­κό προ­σκή­νιο με­τά την κα­τάρ­ρευ­ση της ι­δε­ο­λο­γι­κής κυ­ριαρ­χί­ας της Εκ­κλη­σί­ας” (σελ. 11 και 16).

Κα­τά τον Κον­δύ­λη, το κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του Ευ­ρω­πα­ϊ­κού Δια­φω­τι­σμού συ­νί­στα­ται σ’ αυ­τόν τον ε­κτο­πι­σμό της εκ­κλη­σια­στι­κής – θρη­σκευ­τι­κής – δογ­μα­τι­κής σκέ­ψης και ε­πι­βο­λής και με βά­ση αυ­τό το κρι­τή­ριο α­ντι­με­τω­πί­ζει και τον νε­ο­ελ­λη­νι­κό Δια­φω­τι­σμό, δια­πι­στώ­νο­ντας την “κα­χε­ξί­α” και την “ήτ­τα” του, α­φού η Εκ­κλη­σί­α και η ε­ξου­σί­α της πα­ρέ­μει­νε α­λώ­βη­τη. Τη δια­φο­ρά αυ­τή του νε­ο­ελ­λη­νι­κού α­πό τον Ευ­ρω­πα­ϊ­κό Δια­φω­τι­σμό θε­ω­ρεί λοι­πόν ως υ­στέ­ρη­ση, α­πο­τέ­λε­σμα εν­δη­μού­σας υ­πα­νά­πτυ­ξης του ελ­λη­νι­κού χώ­ρου, στον ο­ποί­ον ά­ρα δεν ή­ταν δυ­να­τό να πα­ρα­κο­λου­θη­θεί η συ­ντε­λε­σμέ­νη στη Δύ­ση πρό­ο­δος. Δεν φαί­νε­ται να τον α­πα­σχο­λεί κα­θό­λου το ζή­τη­μα, μή­πως η δια­φο­ρά αυ­τή δεν εί­ναι υ­στέ­ρη­ση, ι­στο­ρι­κή α­δυ­να­μί­α πρό­σλη­ψης ό­σων συ­νέ­βαι­ναν έ­ξω, αλ­λά, α­ντί­θε­τα, μια κρι­τι­κή, ε­πι­λε­κτι­κή, δυ­να­μι­κή α­φο­μοί­ω­σή τους, ευ­συ­νεί­δη­τη στρα­τη­γι­κή προ­σαρ­μο­γή ή και α­νά­πλα­σή τους, σύμ­φω­να με τις ι­στο­ρι­κές-πο­λι­τι­σμι­κές α­νά­γκες και α­παι­τή­σεις του ελ­λη­νι­κού χώ­ρου.
Η βά­ση του Νε­ο­ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού δεν ή­ταν ε­πι­στη­μο­νι­κή και φι­λο­σο­φι­κή (πιο πά­νω έ­δει­ξαν τα πα­ρα­θέ­μα­τα5 πως η φι­λο­σο­φί­α, που ο Κον­δύ­λης με έμ­φα­ση και έ­ντα­ση ε­πι­κα­λεί­ται, έ­χει έ­να ι­διαί­τε­ρο, πρα­κτι­κής σκέ­ψης και ζω­ής πε­ριε­χό­με­νο). Ή­ταν ρο­μα­ντι­κή και δυ­νά­μει ε­πα­να­στα­τι­κή. Ο ελ­λη­νι­κός Δια­φω­τι­σμός έ­πλα­σε με τα υ­λι­κά της Ευ­ρώ­πης κά­τι άλ­λο, δι­κό του. Γι’ αυ­τό και δεν “α­πο­θε­ο­λο­γι­κο­ποι­ή­θη­κε”, συ­νυ­πήρ­ξε με τη “θε­ο­λο­γί­α” την ο­ποί­α χρεια­ζό­ταν.


Με τα κρι­τή­ρια που θέ­τει ο Κον­δύ­λης α­πο­φαί­νε­ται, ό­πως εί­πα, ό­τι “ο ελ­λη­νι­κός Δια­φω­τι­σμός δεν βγή­κε νι­κη­τής α­πό τη μά­χη ό­που έ­δω­σε”. Ό­μως ήτ­τα, αν δε­χθού­με –ό­πως και πρέ­πει, νο­μί­ζω– πως ο ρό­λος του ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού στην προ­ε­τοι­μα­σί­α της Ε­πα­νά­στα­σης δεν υ­πήρ­ξε α­σή­μα­ντος, δεν νο­εί­ται.

Ο­πωσ­δή­πο­τε τις ε­ξέ­χου­σες στιγ­μές του ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού α­να­γνω­ρί­ζει ο Κον­δύ­λης στα πρό­σω­πα ε­κεί­να τα ο­ποί­α, εν­στερ­νι­ζό­με­να στον έ­να ή τον άλ­λο βαθ­μό τις προ­ό­δους της δυ­τι­κής φι­λο­σο­φι­κής σκέ­ψης, –πραγ­μα­το­ποι­η­μέ­νης ε­κεί, πά­ντα, σε πλή­ρη ρή­ξη με την Εκ­κλη­σί­α, την “πα­λιά με­τα­φυ­σι­κή” και την εν γέ­νει “πα­ρα­δο­σια­κή” σκέ­ψη– τις πέ­ρα­σαν στα προ­γράμ­μα­τά τους: Ευ­γέ­νιος Βούλ­γα­ρης, Δη­μή­τριος Κα­ταρ­τζής, Ιώ­ση­πος Μοι­σιό­δαξ, Βε­νια­μίν Λέ­σβιος, Χρι­στό­δου­λος Πα­μπλέ­κης, Α­θα­νά­σιος Ψα­λί­δας, Δα­νι­ήλ Φι­λιπ­πί­δης, Νι­κη­φό­ρος Θε­ο­τό­κης, Νι­κό­λα­ος Ζερ­ζού­λης (πβ. σ. 114), Ρή­γας, Νε­ό­φυ­τος Βάμ­βας, Με­θό­διος Αν­θρα­κί­της και βέ­βαια Κο­ρα­ής.


Αλ­λά και στις πε­ρι­πτώ­σεις αυ­τές, ό­που η πρό­σλη­ψη του δυ­τι­κού (γαλ­λι­κού) Δια­φω­τι­σμού υ­πάρ­χει και κα­τά τον Κον­δύ­λη, εί­ναι με­ρι­κή ή δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νη, που ση­μαί­νει κατ’ αυ­τόν α­νε­πάρ­κεια ή α­ντι­φα­τι­κό­τη­τα. Π.χ. “ο ε­κλε­κτι­σμός του Βούλ­γα­ρη, μο­λο­νό­τι α­πό τη μια συμ­βάλ­λει ου­σια­στι­κά στην υ­πέρ­βα­ση του δογ­μα­τι­κού α­ρι­στο­τε­λι­σμού, α­πό την άλ­λη χρη­σι­μεύ­ει στην άμ­βλυν­ση των α­ντι­θέ­σε­ων α­νά­με­σα στο πα­λιό και στο και­νούρ­γιο, ε­πι­βο­η­θώ­ντας έ­τσι την ε­πι­βί­ω­ση του πρώ­του” (σελ. 22). Και βέ­βαια αυ­τή η ε­πι­βί­ω­ση του πα­λιού εί­ναι κα­τά τον Κον­δύ­λη κά­τι κα­κό – δεν πι­στεύ­ει σε μια σκό­πι­μη δη­μιουρ­γι­κή σύν­θε­ση, έ­ναν συ­γκε­ρα­σμό του πα­λιού με το και­νούρ­γιο. Α­νά­λο­γη πα­ρα­τή­ρη­ση κά­νει, για να δώ­σω κι έ­να δεύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα, για τον Ιώ­ση­πο Μοι­σιό­δα­κα, μο­λο­νό­τι αυ­τός έ­χει “πλή­ρη συ­νεί­δη­ση της νέ­ας κα­τά­στα­σης, που δη­μιούρ­γη­σε στον χώ­ρο της φι­λο­σο­φί­ας η φυ­σι­κή ε­πι­στή­μη του 17ου αι.” (σελ. 28).


Η ί­δια το­πο­θέ­τη­ση, σε ε­λα­φρές πα­ραλ­λα­γές, γί­νε­ται για ό­λους, ό­σους ξε­χώ­ρι­σε: τα έρ­γα τους πε­ριέ­χουν πα­λι­νω­δί­ες και α­ντι­φά­σεις. Ε­πι­μέ­νω ω­στό­σο στην ά­πο­ψη, ό­τι η “α­ντι­φα­τι­κό­τη­τα” αυ­τή του νε­ο­ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού συ­νι­στά τον δυ­να­μι­σμό του, ο­ρί­ζει έ­να νέ­ο προ­τει­νό­με­νο πρό­τυ­πο για τη δια­μόρ­φω­ση ε­νός νέ­ου πο­λι­τι­σμού στο α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νο, αύ­ριο, απ’ τη μα­κραί­ω­νη δου­λεί­α, έ­θνος, ε­νός σχή­μα­τος και τρό­που ζω­ής στο νέ­ο ξε­κί­νη­μα της ι­στο­ρί­ας του.


Θα μπο­ρού­σε κα­νείς α­κό­μα να υ­πο­στη­ρί­ξει ό­τι, α­ντί­θε­τα, μια μεί­ζων α­ντί­φα­ση –ό­πως προ­κύ­πτει α­πό μια ση­μα­ντι­κήν α­πο­σιώ­πη­ση– διέ­πει την ί­δια τη συλ­λο­γι­στι­κή του Κον­δύ­λη: οι πιο πολ­λοί α­πό ε­κεί­νους, που ο ί­διος τους ξε­χω­ρί­ζει ως τα πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­ο­δευ­τι­κά πνεύ­μα­τα στον χώ­ρο των δια­φω­τι­στών, εί­ναι ε­νταγ­μέ­νοι ε­πί­ση­μα στην Εκ­κλη­σί­α: εί­ναι κλη­ρι­κοί, ιε­ρω­μέ­νοι (στη ση­μεί­ω­ση 16 της σε­λί­δας 51 α­να­φέ­ρε­ται, πως η πρώ­τη δη­μο­σιευ­μέ­νη ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση του Locke έ­γι­νε α­πό έ­ναν ιε­ρο­μό­να­χο, τον Ζα­κυν­θη­νό Ιω­άν­νη Λί­τι­νο).


Το δε­δο­μέ­νο αυ­τό ο Κον­δύ­λης ε­πι­χει­ρεί συ­στη­μα­τι­κά να το ε­ξου­δε­τε­ρώ­σει με τον ι­σχυ­ρι­σμό, ό­τι ο­ποιεσ­δή­πο­τε α­να­κο­λου­θί­ες ε­κεί­νων στην ορ­θή κα­τεύ­θυν­ση του δια­φω­τι­σμού ο­φεί­λο­νται σε πιέ­σεις που α­σκή­θη­καν α­πό την Εκ­κλη­σί­α. Π.χ. “Ο Ιώ­ση­πος δεν φτά­νει, βέ­βαια, ί­σα­με τον α­πο­κλει­σμό της με­τα­φυ­σι­κής α­πό την ‘υ­γι­ή’ του φι­λο­σο­φί­α, ό­μως οι ε­πα­νει­λημ­μέ­νες ει­ρω­νι­κές του α­πο­στρο­φές σε σχέ­ση με τους ‘πο­μπώ­δεις’ και ‘με­γα­λο­πρε­πείς’ τί­τλους της (‘θεί­ον τι μά­θη­μα’, ‘φι­λο­σο­φί­α γε­νι­κή’, ‘ε­πι­στή­μη ε­πι­στη­μών’ κ.λπ.) α­φή­νουν να εν­νο­η­θεί ό­τι ο δι­σταγ­μός του αυ­τός ο­φεί­λε­ται σε ευ­νό­η­τες ό­σο και πιε­στι­κές σκο­πι­μό­τη­τες” (σελ. 30)!


“Το αί­τη­μα της στε­νής σύν­δε­σης της φι­λο­σο­φί­ας με τις μα­θη­μα­τι­κές και φυ­σι­κές ε­πι­στή­μες έ­μει­νε ζω­ντα­νό ί­σα­με τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια του ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού”, γρά­φει ο Κον­δύ­λης (σελ. 31), πα­ρα­τη­ρώ­ντας στη συ­νέ­χεια πως το αί­τη­μα αυ­τό “το ξα­να­βρί­σκου­με εμ­φα­τι­κά δια­τυ­πω­μέ­νο” στον Βε­νια­μίν Λέ­σβιο, ιε­ρω­μέ­νο, ως γνω­στόν, που “δεν α­πέ­φυ­γε την κλή­ση του στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη για να α­πο­λο­γη­θεί πά­νω στις ι­δέ­ες του”, ω­στό­σο στη Φυ­σι­κή του πρε­σβεύ­ει και “α­ντι­τεί­νει το αί­τη­μα της ε­λεύ­θε­ρης, δηλ. αυ­τορ­ρυθ­μι­ζό­με­νης και αυ­το­ε­λεγ­χό­με­νης φι­λο­σο­φι­κής έ­ρευ­νας” (σελ. 32). Μπο­ρού­σε λοι­πόν να “α­ντι­τεί­νει”. Και εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει μπο­ρού­σε να φύ­γει, να βγά­λει τον ιε­ρο­μο­να­χι­κό τρί­βω­να. Δεν τον έ­βγα­λε. Για­τί; Δεν εί­ναι εύ­λο­γο έ­να τέ­τοιο ε­ρώ­τη­μα;


Την α­πό­φα­σή του να πο­λε­μή­σει ο Πα­μπλέ­κης τη δει­σι­δαι­μο­νί­α, την ο­ποί­α ε­ντού­τοις δεν θέ­λει με τί­πο­τα να ταυ­τί­σει με την α­θε­ΐ­α, ο Κον­δύ­λης θα την ε­ξη­γή­σει με το ί­διο ε­πι­χεί­ρη­μα της α­στυ­νό­μευ­σης: “Νο­μί­ζο­ντας, ό­πως και ο Κα­ταρ­τζής, ό­τι η α­πε­ρί­φρα­στη α­πόρ­ρι­ψη της α­θε­ΐ­ας του ε­ξα­σφα­λί­ζει το ε­πι­θυ­μη­τό άλ­λο­θι α­πέ­να­ντι στην Εκ­κλη­σί­α, ο Πα­μπλέ­κης –με προ­φα­νείς σκο­πούς– α­φιε­ρώ­νει την α­νά­λυ­ση που α­κο­λου­θεί στην κα­τα­πο­λέ­μη­ση της δει­σι­δαι­μο­νί­ας” (σελ. 33, βλ. και σελ. 34-35). Η α­κοί­μη­τη αυ­τή α­στυ­νό­μευ­ση έ­χει γί­νει κοι­νός τό­πος στο βι­βλί­ο του Κον­δύ­λη. Κά­θε πε­ρί­πτω­ση δια­φο­ρο­ποί­η­σης α­πό τη γραμ­μή του ευ­ρω­πα­ϊ­κού Δια­φω­τι­σμού κρί­νε­ται, μο­νό­το­να, ως προ­ϊ­όν τέ­τοιας α­σφυ­κτι­κής πί­ε­σης (πα­ρα­πέ­μπω, ό­χι ε­ξα­ντλη­τι­κά, και στις σε­λί­δες 50, 55, 81, 83, 89, 92, 132, 141, 214).


Νο­μί­ζω πά­ντως ό­τι το πρό­βλη­μα δεν λύ­νε­ται τό­σο α­πλά. Ό­χι μό­νο για­τί, α­κό­μα κι αν δε­χθού­με τις πιέ­σεις και τις α­πει­λές, πα­ρα­μέ­νει το γε­γο­νός, ό­τι ο χώ­ρος της Εκ­κλη­σί­ας α­να­δει­κνύ­ε­ται σ’ ό­λη τη διάρ­κεια του Δια­φω­τι­σμού φυ­τώ­ριο και προ­ο­δευ­τι­κών –με το πνεύ­μα που θα ή­θε­λε και ο Κον­δύ­λης– ι­δε­ών και των φο­ρέ­ων τους, αλ­λά και για­τί πα­ρέ­με­ναν στους κόλ­πους της –χω­ρίς προ­φα­νώς να τους α­να­γκά­ζει να πα­ρα­μεί­νουν, το α­ντί­θε­το θα ή­ταν πιο λο­γι­κό– και με­τά την πί­ε­ση που δέ­χο­νταν (κά­πο­τε μά­λι­στα έ­ντο­νη, ό­πως για τον Με­θό­διο Αν­θρα­κί­τη ή τον Χρι­στό­δου­λο Πα­μπλέ­κη). Θέ­τω ξα­νά το ε­ρώ­τη­μα: Για­τί; Μή­πως για­τί αυ­τή η, τρό­πον τι­νά, πα­λι­νω­δί­α δεν ή­ταν πα­ρά μια ει­λι­κρι­νής, α­πό τα βά­θη της συ­νεί­δη­σης, προ­σπά­θεια να συν­δυα­σθούν αυ­τά που ο ευ­ρω­πα­ϊ­κός Δια­φω­τι­σμός έ­κρι­νε αλ­λη­λο­α­ναι­ρού­με­να, να συ­γκε­ρα­σθούν σε μια νέ­α, αλ­λιώς προ­ο­δευ­τι­κή σύν­θε­ση, τα θε­ω­ρού­με­να ό­λως α­ντί­θε­τα – φυ­σι­κές και μα­θη­μα­τι­κές ε­πι­στή­μες και “με­τα­φυ­σι­κή”;


Πα­ρα­θέ­τω και μιαν α­να­φο­ρά του Κον­δύ­λη στον Κο­ρα­ή: “ο Κο­ρα­ής α­κο­λου­θεί την τα­κτι­κή, που ή­δη συ­να­ντή­σα­με στους Κα­ταρ­τζή και Πα­μπλέ­κη και που πα­ρα­μέ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή για το κύ­ριο (α­στι­κό) ρεύ­μα του δυ­τι­κού Δια­φω­τι­σμού: η α­θε­ΐ­α α­πορ­ρί­πτε­ται α­πε­ρί­φρα­στα, αλ­λά ως α­ντί­τι­μο ζη­τεί­ται η κα­τα­πο­λέ­μη­ση της ‘δει­σι­δαι­μο­νί­ας’, δηλ. η α­πο­κο­πή του πα­ρα­δο­σια­κού χρι­στια­νι­σμού α­πό τη ‘σχο­λα­στι­κή’ και η προ­σαρ­μο­γή του στο η­θι­κό και κοι­νω­νι­κό πρό­γραμ­μα των δια­φω­τι­στών. Η ‘λο­γι­κή λα­τρεί­α του Θε­ού’ πρέ­πει να α­πο­τε­λέ­σει, κα­τά τον Κο­ρα­ή, τη βά­ση για τη συμ­φω­νί­α φι­λο­σο­φί­ας και (α­να­νε­ω­μέ­νης) θρη­σκεί­ας” (σελ. 38-39). Ξαφ­νι­κά πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε, ό­τι και στον δυ­τι­κό (τον α­στι­κό) Δια­φω­τι­σμό η α­θε­ΐ­α α­πορ­ρί­πτε­ται, μά­λι­στα α­πε­ρί­φρα­στα, ε­νώ βέ­βαια κα­τα­πο­λε­μεί­ται η δει­σι­δαι­μο­νί­α, και πως την τα­κτι­κή αυ­τή α­κο­λου­θεί και ο Κο­ρα­ής (αλ­λά και ο Κα­ταρ­τζής και ο Πα­μπλέ­κης –δεν εί­ναι λοι­πόν μό­νο οι πιέ­σεις της Εκ­κλη­σί­ας που ε­νερ­γούν δρα­στι­κά;). Βέ­βαια ή­ταν δύ­σκο­λο να α­πο­δο­θεί η “μέ­ση ο­δός”, ό­σον α­φο­ρά και την φι­λο­σο­φί­α του Κο­ρα­ή, στους ί­διους ε­σω­τε­ρι­κούς λό­γους (πιέ­σεις της Εκ­κλη­σί­ας), για­τί αυ­τός δεν θα εί­χε ε­πι­τέ­λους τί­πο­τα να φο­βη­θεί και το έ­δει­ξε πολ­λές φο­ρές το θάρ­ρος της γνώ­μης του. Ο ί­διος ο Κον­δύ­λης στην πα­ρα­πά­νω σε­λί­δα α­να­φέ­ρει, σε υ­πο­ση­μεί­ω­ση, ό­σα γρά­φει ο Κο­ρα­ής στα προ­λε­γό­με­να των Η­θι­κών Νι­κο­μα­χεί­ων “για τους μο­να­χούς και τους ευ­γε­νείς ως τους δύ­ο στύλους ο­λι­γαρ­χι­κών πο­λι­τευ­μά­των”.

Ναι, το πιο ορ­θό εί­ναι να πα­ρα­τη­ρή­σουμε, δί­νο­ντας μά­λι­στα έμ­φα­ση στην πα­ρα­τή­ρη­ση αυ­τή, πως ο Κο­ρα­ής εί­ναι ο κα­τε­ξο­χήν κή­ρυ­κας της –στη­ριγ­μέ­νης στην ί­δια την ι­στο­ρί­α και την πο­λι­τι­σμι­κή πα­ρά­δο­ση των Ελ­λή­νων– μέ­σης ο­δού. Κι αν αυ­τός μι­λού­σε για γλώσ­σα, αυ­τό δεν ση­μαί­νει, ό­τι δεν εν­νο­ού­σε τη μέ­ση ο­δό διευ­ρυ­μέ­νη σ’ ό­λο το πο­λι­τι­σμι­κό φά­σμα: η γλώσ­σα εί­ναι ο βα­σι­κός φο­ρέ­ας του πο­λι­τι­σμού.

Τα ί­δια τα πραγ­μα­τι­κά δε­δο­μέ­να υ­πο­χρε­ώ­νουν κά­πο­τε τον Κον­δύ­λη να κλί­νει προς μια τέ­τοιαν α­να­γνώ­ρι­ση. Α­κό­μη και για τον υ­λι­σμό –ως πρό­βλη­μα της φι­λο­σο­φί­ας– γρά­φει: “Το πρό­βλη­μα του υ­λι­σμού στη φι­λο­σο­φί­α του ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού παίρ­νει (…) δύ­ο ό­ψεις: α­πό τη μια έ­χου­με να κά­νου­με με τη ρη­τή α­πο­κή­ρυ­ξη του υ­λι­σμού (δηλ. της ο­ντο­λο­γι­κής αυ­το­νο­μί­ας της ύ­λης), ό­χι μό­νον α­πό φό­βο μπρο­στά στην υ­λι­κή δύ­να­μη της θε­ο­λο­γι­κής κο­σμο­θε­ώ­ρη­σης, αλ­λά κι α­πό τη συ­νει­δη­τή α­πο­δο­χή της πα­ρα­δο­σια­κής σύν­δε­σης πνεύ­μα­τος και η­θι­κών α­ξιών. κι α­πό την άλ­λη πρέ­πει να δια­πι­στώ­σου­με τη δει­λή, και κά­πο­τε α­συ­νεί­δη­τη, διείσ­δυ­ση θέ­σε­ων, ά­με­σα ή έμ­με­σα, υ­λι­στι­κών σε κεί­με­να που α­πό πρώ­τη ό­ψη δεν δί­νουν κα­μιά τέ­τοια ε­ντύ­πω­ση” (η υ­πο­γράμ­μι­ση εί­ναι δι­κή μου) (σελ. 61-62).

Ο­πωσ­δή­πο­τε την α­δυ­να­μί­α του νε­ο­ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού εν προ­κει­μέ­νω (που εί­ναι και “ήτ­τα” έ­να­ντι του δυ­τι­κού Δια­φω­τι­σμού) ε­ντο­πί­ζει ο Κον­δύ­λης σε τε­λευ­ταί­α α­νά­λυ­ση, στο γε­γο­νός, ό­τι ο πρώ­τος δεν α­πέ­βα­λε τον θε­ό α­πό τη θε­ω­ρί­α της φύ­σης, α­πό την κο­σμο­λο­γι­κή φι­λο­σο­φί­α του. Α­κό­μα και ο στε­νά πιε­σμέ­νος α­πό το εκ­κλη­σια­στι­κό κα­τε­στη­μέ­νο Πα­μπλέ­κης έ­χει μια συ­νει­δη­τή “α­ντι­υ­λι­στι­κή το­πο­θέ­τη­ση”, “με (με­ρι­κή) ε­ξαί­ρε­ση τον Ψα­λί­δα” (σελ. 68-69).

Εί­ναι φα­νε­ρό, ό­τι ο Κον­δύ­λης δέ­χε­ται τη φι­λο­σο­φί­α μο­νο­σή­μα­ντα και μο­νο­διά­στα­τα, σε στε­νό ε­να­γκα­λι­σμό (μέ­χρι ταυ­τί­σε­ως) με την ε­πι­στή­μη, δη­λα­δή με τη φυ­σι­κή και τα μα­θη­μα­τι­κά. Ό­μως μό­νο αυ­τή εί­ναι η φι­λο­σο­φί­α; Και εν τοιαύ­τη πε­ρι­πτώ­σει για­τί χρειά­ζε­ται; Αν ή­ταν έ­τσι, ό­λες τις α­πα­ντή­σεις θα τις έ­δι­νε η ε­πι­στή­μη – με α­πο­τέ­λε­σμα πολ­λά ε­ρω­τή­μα­τα να μέ­νουν α­να­πά­ντη­τα (η σχε­δόν βέ­βαι­η α­πά­ντη­ση του Κον­δύ­λη θα ή­ταν πως α­πα­ντή­σεις που δεν δί­νει η ε­πι­στή­μη, πα­ρά “μια πα­ρα­δο­σια­κή με­τα­φυ­σι­κή”, εί­ναι ά­χρη­στες, δεν είναι α­πα­ντή­σεις).

Ε­ντού­τοις υ­πάρ­χει και η άλ­λη φι­λο­σο­φί­α. Και στον χώ­ρο του Δια­φω­τι­σμού του νε­ο­ελ­λη­νι­κού. Ό­πως την εκ­φρά­ζει π.χ. ο Κα­ταρ­τζής. Α­ντι­γρά­φω α­πό τον Κον­δύ­λη, α­πό την α­νά­λυ­ση των το­πο­θε­τή­σε­ων και αρ­χών του σχε­τι­κά με το πρό­βλη­μα του υ­λι­σμού: “Ό­ποιος (…) πα­ραι­τεί­ται α­πό την υ­πε­ραι­σθη­τή γνώ­ση του όντος αδιαφορεί και για την εξίσου υπεραισθητή γνώση των η­θι­κών α­ξιών και δεν δέ­χε­ται αρ­χές ρυθ­μι­στι­κές των αν­θρώ­πι­νων πρά­ξε­ων, ‘για τού­το ό­λα εί­ναι θε­μι­τά γι’ αυ­τόν, κι ό­λα τα κά­μνει, αν τον α­φή­σουν’, χω­ρίς να έ­χει συ­νει­δη­σια­κές τύ­ψεις και νιώ­θο­ντας χα­ρά που ε­πι­στρέ­φει σε μια ζω­ώ­δη κα­τά­στα­ση δί­χως έλ­λο­γους πε­ριο­ρι­σμούς” κ.λπ. (σελ. 69). Το “υ­πε­ραι­σθη­τό”, λοι­πόν, το­πο­θε­τη­μέ­νο στο κέ­ντρο της κο­σμο­λο­γί­ας του Κα­ταρ­τζή, έ­στω κι αν ο Έλ­λη­νας στο­χα­στής δεν πα­ραι­τεί­ται α­πό την α­στυ­νο­μι­κή ερ­μη­νεί­α τέ­τοιων δυ­ι­στι­κών, ας πού­με, φαι­νο­μέ­νων: “ο­νο­μα­στι­κά α­πο­δο­κι­μά­ζο­νται ε­δώ ο Rousseau και ο Voltaire, και στ’ α­λή­θεια δυ­σκο­λευό­μα­στε να πού­με τι εί­ναι πι­θα­νό­τε­ρο, αν δη­λα­δή ο Κα­ταρ­τζής α­γνο­ού­σε σε τό­ση έ­κτα­ση το πραγ­μα­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο των έρ­γων τους ή αν ή­θε­λε με μια πα­νη­γυ­ρι­κή α­πο­κή­ρυ­ξη δια­βό­η­των –για την Εκ­κλη­σί­α– δια­φω­τι­στών να ε­ξα­σφα­λί­σει τί­τλους χρι­στια­νι­κής ορ­θο­φρο­σύ­νης αρ­κε­τούς για να του δώ­σουν ε­λευ­θε­ρί­α κι­νή­σεων σε το­μείς α­με­σό­τε­ρου πρα­κτι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος (τον εκ­παι­δευ­τι­κό λ.χ.)” (σελ. 69-70).

Τε­λι­κά θέ­λει να θε­ω­ρή­σει ό­λους αυ­τούς τους Έλ­λη­νες δια­φω­τι­στές πε­ρί­που κρυ­πτα­θέ­ους, που κα­τα­φεύ­γουν α­πό σκο­πι­μό­τη­τα σε μια δή­λω­ση α­πο­κή­ρυ­ξης της α­θε­ΐ­ας, για να βρουν την η­συ­χί­α τους! Κι αυ­τό για­τί υ­πάρ­χει μια εμ­μο­νή στην ι­δέ­α, ό­τι ο δυ­τι­κός Δια­φω­τι­σμός εί­ναι το α­πο­κλει­στι­κό και δε­σμευ­τι­κά α­πό­λυ­το πρό­τυ­πο και μέ­τρο, σύμ­φω­να προς το ο­ποί­ο πρέ­πει να κρι­θεί και να βαθ­μο­λο­γη­θεί ο νε­ο­ελ­λη­νι­κός, ο ο­ποί­ος “δεν εί­ναι πα­ρά η θα­μπή α­ντα­νά­κλα­ση του δυ­τι­κο­ευ­ρω­πα­ϊ­κού, και ο ε­σω­τε­ρι­κός του δια­φο­ρι­σμός συ­ντε­λεί­ται κι αυ­τός –πα­ρά την ευ­νό­η­τη ι­διο­μορ­φί­α της κοι­νω­νι­κής του αι­τιο­λο­γί­ας– σε α­ντι­στοι­χί­α ή α­να­λο­γί­α με τα ρεύ­μα­τα ι­δε­ών, στα ο­ποί­α δια­κλα­δί­ζε­ται κι ο δυ­τι­κο­ευ­ρω­πα­ϊ­κός” (σελ. 132). Εί­ναι κρί­μα που, ε­νώ ο Κον­δύ­λης α­να­γνω­ρί­ζει –τη θε­ω­ρεί μά­λι­στα “ευνόητη”– την “ι­διο­μορ­φί­α της κοι­νω­νι­κής αι­τιο­λο­γί­ας” και τον ρό­λο της για την πρό­σλη­ψη του δυ­τι­κού Δια­φω­τι­σμού α­πό τους Έλ­λη­νες δια­νο­ού­με­νους, δεν α­πέ­δω­σε τε­λι­κά κα­μιά ση­μα­σί­α στη δυ­να­τό­τη­τα που εύ­λο­γα εί­χε, η κοι­νω­νι­κή αυ­τή ι­διο­μορ­φί­α, να ε­πι­φέ­ρει βα­θύ­τε­ρες με­τα­βο­λές, δο­μι­κές εν πολ­λοίς, στο προ­σλαμ­βα­νό­με­νο ι­δε­ο­λο­γι­κό υ­λι­κό. Ω­στό­σο και μό­νο η με­τα­κί­νη­σή του “α­να­το­λι­κό­τε­ρα” –για να μην α­να­φέ­ρω ξε­ρά τυ­πι­κά το α­ντι­θε­τι­κό αλ­λά και δυ­να­μι­κά συ­νε­νού­με­νο δί­πο­λο Εκ­κλη­σί­ας και Αρ­χαιό­τη­τας– α­να­με­νό­ταν να δια­φο­ρο­ποι­ή­σει κα­θο­ρι­στι­κά το υ­λι­κό αυ­τό, ώ­στε να α­να­δει­χτεί μια ου­σιώ­δης πα­ραλ­λα­γή του αρ­χι­κού υ­πο­δείγ­μα­τος.

Προ­σω­πι­κά δεν θα εί­χα α­ντίρ­ρη­ση να συμ­φω­νή­σω μ’ αυ­τό που λέ­ει ο Κον­δύ­λης στα “Ει­σα­γω­γι­κά”, πως “η ‘ελ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α’ ως α­διά­σπα­στη συ­νέ­χεια θε­μά­των και τά­σε­ων με ει­δο­ποιά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά α­πο­τε­λεί κε­νό λό­γο, ο ο­ποί­ος ω­στό­σο σή­με­ρα βρί­σκει κι αυ­τός συ­χνά κά­ποιαν α­πή­χη­ση κο­ντά στα άλ­λα α­νι­στό­ρη­τα φλη­να­φή­μα­τα των δια­φό­ρων κα­τευ­θύν­σε­ων του ‘ελ­λη­νο­κε­ντρι­σμού’” (σελ. 10). Αλλά αυ­τή η εκ­δο­χή δεν είναι και η μό­νη που δια­τυ­πώ­νε­ται κα­τά τη θε­ώ­ρη­ση της ελ­λη­νι­κής ι­στο­ρί­ας –συ­νή­θως ό­μως αυ­τή η εκ­δο­χή, την ο­ποί­α ο Κον­δύ­λης γε­νι­κεύ­ει, δια­τυ­πώ­νε­ται α­πό α­σχο­λού­με­νους, πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο, με τη μια ή την άλ­λη μορ­φή πο­λι­τι­κής ρητορείας, στα κράσπεδα ή και εκτός επιστήμης και ιστορίας. Την ιστορία άλλωστε γενικά, ποιος λίγο, ποιος πολύ, διαχειριζόμαστε οι περισσότεροι όχι με την αναγκαία προσοχή και “βάσανον”, συνειδητά ή και υποσυνείδητα.

ΣΧΕΤΙΚΑ

2 ΣΧΟΛΙΑ

Χαράλαμπος Παπαδόπουλος 30 Ιουλίου 2020 - 16:49

Ο νεοελληνικός διαφωτισμός αποτελεί συνέχεια της βυζαντινής και της αρχαίας φιλοσοφίας. Οι Έλληνες διανοητές πάντοτε έμοιαζαν πολύ περισσότερο με τον Παπαϊωάννου και όχι με τον Κονδύλη. Δεν προσπαθούσαν να στήσουν όπως ο Κονδύλης και οι περισσότεροι δυτικοί φιλόσοφοι, κλειστά φιλοσοφικά συστήματα που να είναι συνεπή με τον εαυτό τους, αλλά που δεν έχουν πολλά να πουν για τα μεγάλα μυστήρια του υλικού κόσμου, του μαθηματικού κόσμου, της αισθητικής, της ηθικής, της ανθρώπινης διάνοιας, της ιστορίας, της φύσης του ανθρώπου κτλ. Οι Έλληνες φιλόσοφοι ήταν ανοιχτοί και δεν απέφευγαν να αντιμετωπίσουν τις πλευρές της πραγματικότητας που δεν ταίριαζαν με τη θεωρία ή που δεν μπορούσε η θεωρία να τις συμπεριλάβει.
Άλλωστε ακόμα και στη μαθηματική λογική ο Γκέντελ απέδειξε, με το θεώρημα της μη πληρότητας, ότι καμιά θεωρία δεν μπορεί να είναι συνεπής και πλήρης, αλλά πάντα θα υπάρχει σε αυτήν κάποια αυθαίρετη παραδοχή την οποία δεν θα μπορεί να αποδείξει με τα δικά της μέσα.
Αφού αυτό ισχύει για τα μαθηματικά, κατά μείζονα λόγο ισχύει και για τις φιλοσοφικές θεωρίες.
Γι΄ αυτό οι Έλληνες διανοητές δεν ήταν ποτέ μηχανιστικοί υλιστές, επειδή όντας ανοιχτοί σε όλα τα ερωτήματα, καταλάβαιναν ότι ο μηχανιστικός υλισμός δεν μπορεί να είναι η πραγματική απάντηση για τον κόσμο.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Εθελοντισμός Πετρου 2 Αυγούστου 2020 - 15:02

Κ.Παπαδόπουλε πολυ ενδιαφέρον το σχόλιο σας!

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ