του Σπύρου Κουτρούλη από τη Ρήξη φ. 88
Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Λάκης Αποστολόπουλος και Μάρτιν Χάιντεγκερ
ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης
> Η νέα ποιητική συλλογή του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, που λέγεται «Ίμερος», δηλαδή λαχτάρα, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο τον Απρίλη του 2012. Περιέχει τριάντα δύο ποιήματα, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι εμπνευσμένα από την αρχαία τέχνη και ιστορία. Όπως και ο Κάλβος, ο Καβάφης και ο Σεφέρης, εσωτερικεύει την ιστορία με σκοπό να μας μιλήσει όχι μόνο για το παρόν, αλλά και τον ίδιο τον μέσα άνθρωπο, με ό,τι μπορεί αυτός να είναι και να σημαίνει. Το δυνατό στοιχείο της ποίησης του Κυριάκου Χαραλαμπίδη είναι η γλώσσα. Δηλαδή, μπορούμε να δούμε ότι, κάθε λέξη που χρησιμοποιεί, δεν έχει μπει χωρίς λόγο, δεν είναι περιττή. Συγχρόνως είναι μια μαρτυρία των δυνατοτήτων και της διαχρονίας της ελληνικής γλώσσας.
Στο πρώτο ποίημα, με τον τίτλο «Στίγμα Θεάς», γράφει: «Χαμογελώντας με ρόδι χαμόγελο – προσηρμοσμένο στον αφρίζοντα πόντον –η Κυπρογένεια πλημμυροί τον αιθέρα.– Σφενδάμνινα φυλλώματα και όμβροι – ανέμων υπαιθρίων στροβιλίζονται – στον ασταθή ουρανό της. Εκεί τ’ άστρα ελαύνουν δεξιά, κατά τον πόλον» (σ. 13). Λέξεις παλαιότερες και νεότερες συνάσσονται σε ένα ενιαίο αρμονικό σύνολο με ρυθμό αρχαίου επιγράμματος .
Ο Έρωτας – με την πλατωνική του μάλλον περισσότερο ερμηνεία – δηλώνει έντονα την παρουσία του σε ποιήματα όπως «Μηλίτης Έρως», όπου γράφει: «Τούτο γιατί στα όρια των θεϊκών – δυνατοτήτων τους το Άπειρο μετατονίζονταν – σε ομορφιά, ωραιότητα και κάλλος-Το θείο Αιδοίο εχώνευε στην τέχνη του φωτός του – το μέγα πλεονέκτημα του μήλου-Για να το πούμε απλούστερα και με δικά τους – χρώματα, η θωριά συναπαντούσε – το σύνολο της ύλης, ξεμολύνοντας –ό,τι κακό και δύσμορφο απ’ τον κόσμο» (σ. 15).
Οι τίτλοι των ποιημάτων «Αφροδίτης Ευπάθεια», «Κυθέρεια», «Άδωνις», «Έγχειος Αφροδίτη», «Ιερά Πορνεία», «Ελένη», «Αχιλλεύς», «Μενέλαος», είναι χαρακτηριστικοί των αφετηριών του ποιητή. Αλλά και η χρήση του σαπφικού στίχου «Όραννα Χελίδω», ως τίτλου, δηλώνει τα σημεία της έμπνευσης. Στο συγκεκριμένο ποίημα, δε, παρουσιάζεται αριστοτεχνικά η διαχρονία της ελληνικής γλώσσας: «Ήταν σεμνή σαν όλες τις γυναίκες- που γίνονται θεές πριν απ’ το γιόμα.-Του ήλιου οι εκλαμπρότατες ακτίνες – διχάζονταν, θαρρείς, κι επιβουλεύονταν – την αστρική θηλή των οφθαλμών» (σ. 21).
Το τώρα της νεότερης Κύπρου υπάρχει κυρίως στο ποίημα «Για τη δωδεκάχρονη Ελένη που έσπαζε πέτρες στην κατασκευή του δρόμου προς το μοναστήρι του Απόστολου Ανδρέα, το 1928» (σ. 32-33). Αφορμή είναι ένα πραγματικό περιστατικό: η απαθανάτιση ενός μικρού κοριτσιού, από τον φωτογράφο του περιοδικού Νάσιοναλ Τζεογκράφικ τον Ιούλιο του 1928. Γράφει ο Κ. Χαραλαμπίδης, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στη μυθική και την πραγματική Ελένη, ανάμεσα στον ιστορικό χρόνο, το παρόν και τον μέσα άνθρωπο:
«Λέγαν λοιπόν πως ο καλός αργάτης – δεν είναι μόνο του χεριού του χρήστης – παρά κι ακονισμένο έχει το μυαλό – και της καρδιάς το πτέρωμα οιακίζει – ο έλικας της γνώσης. Τέτοια λέγαν – τα ριζοκαρπασίτικα πεζούλια.- Εκεί θα βρεις και την Ελένη, πρόσθεσε – ο πιο τρεμουλιαστός φτερουγιστής .-Αυτού η δόξα και η Ελένη χάρις.» (σ. 33).
–Το βιβλίο του Λάκη Αποστολόπουλου, Δημοκρατία: διάλογος ανάμεσα στον Κ. Καστοριάδη και τον Κ. Παπαϊωάννου (Εκδόσεις Κάκτος, σσ. 157) είναι ένα γλαφυρό και καλογραμμένο δοκίμιο, από έναν συγγραφέα που γνωρίζει καλά τη σκέψη των δύο στοχαστών. Αναφέρεται στον πρώτο τόμο του έργου του Καστοριάδη Η ελληνική ιδιαιτερότητα (Εκδόσεις Κριτική) και στο έργο του Κ. Παπαϊωάννου Μάζα και Ιστορία (Εναλλακτικές Εκδόσεις), ενώ συγχρόνως διαλέγεται με την εξέλιξη της νεότερης ευρωπαϊκής σκέψης, από τον Χάιντεγκερ μέχρι τον Λεβινάς. Θα άξιζε βέβαια, τώρα που έχουν κυκλοφορήσει και οι τρεις τόμοι του Καστοριάδη που αναφέρονται στην αρχαία ελληνική σκέψη, να αποτιμηθεί συνολικά το εγχείρημά του. Όμως, σαν μια παράλληλη προσέγγιση δύο σπουδαίων στοχαστών, σε μια καίρια πλευρά της σκέψης, τη δημοκρατία, αναδεικνύει μια αναμφισβήτητη σπουδαιότητα. Μάλιστα, σε μια εποχή που, ειδικά στη χώρα μας, αποκαλύπτεται δραματικά η αθλιότητα της αντιπροσώπευσης, οι προσπάθειες που δείχνουν τη σημασία της άμεσης δημοκρατίας αποκτούν μεγάλο ενδιαφέρον.
Ο Καστοριάδης θέτει το ερώτημα για ποιο λόγο η αρχαία δημοκρατία, που γι’ αυτόν δεν αποτελεί πρότυπο, αλλά «σπέρμα», δημιουργήθηκε στη συγκεκριμένη περίοδο και στον συγκεκριμένο τόπο και όχι αλλού. Για ποιο λόγο στην αρχαία Αθήνα γεννάται η τραγωδία και η φιλοσοφία γνωρίζει εξαιρετική άνθιση. Δηλαδή, για ποιους λόγους η αρχαία πόλη αυτοθεσμίζεται, δηλαδή δημιουργεί η ίδια τους θεσμούς της και δεν τους δέχεται απέξω, ή δεν τους επιβάλλει σε αυτή κάποιος τρίτος. Ο Παπαϊωάννου αναζητεί στην αρχαία τραγωδία τον χώρο όπου γεννάται η δημοκρατία και γι’ αυτό, ακολουθώντας τον Πλάτωνα, την ονομάζει θεατροκρατία, συμφωνώντας δε με τον Νίτσε αποκαλύπτει στο διονυσιακό πνεύμα το βάθρο του κλασικού πολιτισμού. Το τέλος της αθηναϊκής δημοκρατίας έχει όμως τραγικά στοιχεία. Επειδή, με τη δολοφονία των κατοίκων της Μήλου, εξετράπη εις την Ύβριν, ήρθε το τέλος της. Ο συγγραφέας θα θεωρήσει ότι, επειδή για τους Δυτικούς είναι σχεδόν άγνωστη η συνύφανση τραγωδίας και δημοκρατίας, η Δύση στάθηκε ευάλωτη στους ολοκληρωτισμούς (σελ.147).
–Το έργο του Μάρτιν Χάιντεγκερ ΝΙΤΣΕ: Η βούληση για ισχύ ως τέχνη (Εισαγωγή Γ. Μαγγίνη, μετάφραση Γ. Ηλιόπουλος, επιστημονική θεώρηση Γ. Ξηροπαϊδης σελ. 376), που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πλέθρον, αποτελεί κλασικό και απαραίτητο έργο για τη μελέτη του Φ.Νίτσε, αλλά και αντιπροσωπευτικό της εξέλιξης που έλαβε η σκέψη του Χάιντεγκερ από τα πρώτα της βήματα μέχρι τη μεταπολεμική στροφή. Ο Νίτσε ερμηνεύεται ως μεταφυσικός στοχαστής και μάλιστα ως τελευταίος μεταφυσικός στοχαστής. Συγχρόνως ερευνάται η βιογραφική και εργογραφική του εξέλιξη, για να υποδειχθεί ο τρόπος που φτάνει στο τελευταίο χρονικά βιβλίο του, το «Βούληση για ισχύ», που ερμηνεύεται ως βούληση για τέχνη. Συγχρόνως, θα απορρίψει την προσέγγιση στον Νίτσε από τον θεωρητικό του εθνικοσοσιαλισμού Α. Μπόιμλερ, αλλά και αυτή που θα συνθέσει ο Κ. Γιάσπερς. Για τον Χάιντεγκερ, η νιτσεϊκή βούληση για ισχύ «δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ουσία της βούλησης.
Η βούληση για ισχύ είναι επομένως βούληση για βούληση, δηλαδή το να βούλεσαι σημαίνει: να βούλεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό» (σελ. 92), που όμως δεν σημαίνει έναν εγκλεισμό «του Εγώ στις δικές του καταστάσεις» (σ. 106), αλλά «αποφασιστική ανοικτότητα» (σ. 106). Σε αυτό το σημείο ο Χάιντεγκερ θα προσεγγίσει τον στοχασμό του Νίτσε διά μέσου του Αριστοτέλη και της πραγματείας του «Περί Ψυχής», αλλά και του πλατωνικού Φαίδρου. Βεβαίως, για να συνδέσει τη βούληση για ισχύ με την Τέχνη, θα καταφύγει σε ένα από τα πρώτα έργα του Νίτσε, Η γέννηση της τραγωδίας, όπου θεωρείται ότι η ύπαρξη διασώζεται ως τέχνη και γι’ αυτό «η τέχνη είναι η εξέχουσα αντίρροπη κίνηση κατά του μηδενισμού» (σ. 141). Διευκρινίζει μάλιστα ότι η νιτσεϊκή ισχύς δεν έχει σχέση με τα «μυώδη μπράτσα» (σ. 192), αλλά με την ικανότητα να πραγματωθεί ο ύψιστος προσδιορισμός της ουσίας του Είναι –εδώ. Επισημαίνει δε, ότι για τον Νίτσε «είναι αδύνατο να είναι κανείς καλλιτέχνης, χωρίς να είναι ασθενής» (σ. 194), ενώ προσπαθεί να συλλάβει τη διαφορά κλασικού και ρομαντικού (σελ. 223).