Αρχική » Το δημοτικό τραγούδι, το γλωσσικό ζήτημα και ο Διονύσιος Σολωμός

Το δημοτικό τραγούδι, το γλωσσικό ζήτημα και ο Διονύσιος Σολωμός

από Άρδην - Ρήξη

Ο Γ. Καραμπελιάς κλείνει το πρώτο μέρος των σεμιναρίων του για τους λόγιους και την παιδεία στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα την Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024. Παραθέτουμε μια περίληψη του περιεχομένου του Σεμιναρίου. Το σεμινάριο θα πραγματοποιηθεί στην Αίθουσα Ρήγας Βελεστινλής, Ξενοφώντος 4, και η είσοδος για το τελευταίο σεμινάριο του πρώτου κύκλου θα είναι ελεύθερη.

Βασικές πηγές της ελληνικής αναγέννησης, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, συνιστούν η αρχαιότητα, η Ορθοδοξία/Βυζάντιο, τα δυτικά νεωτερικά ρεύματα και η αυτόνομη πνευματική παραγωγή της ελληνικής λογιοσύνης, ενώ αποφασιστικής σημασίας παραμένει η συμβολή της λαϊκής παράδοσης που εκφράζεται τόσο μέσα από την πληθώρα των λαϊκών «φυλλάδων», όσο και κατ’ εξοχήν μέσα από μια πολύμορφη και πολύριζη λαϊκή πολιτισμική παραγωγή, επιστέγασμα της οποίας αποτελεί το δημοτικό τραγούδι.

Η σύνθεση των τεσσάρων πρώτων συνιστωσών, αντανακλάται και διηθείται μέσα στο λαϊκό σώμα, παίρνοντας τη μορφή μιας λαϊκής κουλτούρας. Η ελληνική λαϊκή ιδεολογία, όπως εκφράζεται στο δημοτικό τραγούδι, θα περάσει από τον κόσμο του ακριτικού τραγουδιού και των παραλογών σε εκείνον του κλέφτικου, της συναίνεσης στον «κόσμο» και της απόρριψης της «αδικίας», που μαρτυρείται και στο τραγούδι της αγάπης και στο μοιρολόι. Πρόκειται για μια μετάβαση σε έναν ύστερο ανθρωποκεντρικό κόσμο που πραγματοποιείται με την εσωτερική δυναμική της ελληνικής κοινωνίας· η οποία επιβεβαιώνει τη θέση του Κ.Θ. Δημαρά, πως ο ελληνικός Διαφωτισμός θα μπορούσε να υπάρξει και χωρίς την ύπαρξη του δυτικοευρωπαϊκού.

Ωστόσο η «ανακάλυψη» του δημοτικού τραγουδιού από τους λογίους του ελληνικού Διαφωτισμού, πραγματοποιήθηκε καθυστερημένα, μόλις στις αρχές του 19ου αι. και μάλιστα ως συνέπεια και αντανάκλαση της ανακάλυψής τους από τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό. Και αυτό παρότι η δημοτική παράδοση θα αρδεύσει, προνομιακά την λόγια κρητική λογοτεχνία, η οποία όμως, εξ αιτίας της τουρκικής κατάκτησης, το 1669, δεν πρόλαβε να μετεξελιχθεί σε πανελλήνια· θα μεταλαμπαδευτεί τέλος, στην επτανησιακή παράδοση, που θα εκραγεί δημιουργικά και συνταρακτικά στη νέα ελληνική λογοτεχνία, με τον Σολωμό.

Αυτό το γεγονός επιβεβαιώνει τον βαθύτατο διχασμό ανάμεσα στο λόγιο και το λαϊκό στοιχείο –διχασμός που κορυφώνεται με το γλωσσικό ζήτημα– και τον οποίο μόνον ελάχιστες μορφές αγωνιστώ διανοουμένων, όπως ο Ρήγας Βελεστινλής, επιχείρησαν να υπερβούν.

Οι Έλληνες λόγιοι, τόσο της διαφωτιστικής όσο και της εκκλησιαστικής πτέρυγας, όχι μόνο δεν εκτιμούσαν τα δημοτικά τραγούδια αλλά τις περισσότερες φορές τα απέρριπταν περιφρονητικά.

Έτσι το 1824, στη διάρκεια της Επανάστασης, κάνει την εμφάνισή του, στην πόλη των Φώτων, ο πρώτος τόμος της συλλογής του Κλωντ Φωριέλ (Claude Fauriel, 1772-1844), με τον τίτλο «Δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδος», ενώ τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε και ο δεύτερος τόμος[1]. Ο Φωριέλ προλόγιζε κάθε τραγούδι με λεπτομερή ενίοτε –όπως για το Σούλι– ιστορική ανάλυση, ενώ τα εκτενή προλεγόμενά του θεωρούνται από τις εμβριθέστερες αναλύσεις που έχουν γίνει ποτέ για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι.

Το βιβλίο εκπλήσσει ακόμα και σήμερα για την πιστή απόδοση των τραγουδιών που παρέθετε ο συγγραφέας, χωρίς καν να έχει έλθει στην Ελλάδα, ενώ διέγνωσε τόσο πρώιμα την αξία και τη σημασία τους για τον ελληνικό πολιτισμό[2].

Ο Φωριέλ στηλιτεύει την περιφρόνηση των Ευρωπαίων λογίων για τη νεώτερη Ελλάδα και την υποτίμηση για τον λαϊκό πολιτισμό της – την οποία συμμερίζονταν και οι Έλληνες λόγιοι:

Πάνω από τέσσερις αιώνες τώρα, οι λόγιοι της Ευρώπης δεν μιλούν για την Ελλάδα παρά για να θρηνήσουν τον χαμό του αρχαίου της πολιτισμού […]. Όσο για τα επτά ή οκτώ εκατομμύρια ανθρώπους, κατάλοιπα ζωντανά του αρχαίου λαού της πολυαγαπημένης αυτής γης […] οι λόγιοι δεν τους λογάριασαν καθόλου, ή αν μίλησαν γι’ αυτούς, το έκαμαν στα πεταχτά μονάχα, και για να τους χαρακτηρίσουν φυλή τιποτένια, ξεπεσμένη σε σημείο που να αξίζει μόνο την περιφρόνηση, ή τη λύπηση των καλλιεργημένων ανθρώπων (σ. 17).

Συνεχίζοντας, επισημαίνει ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό ενός διαχρονικού μισελληνισμού, που θεωρεί «τους σημερινούς Έλληνες σαν κάτι το παράταιρο και ανίερο, ριγμένο άκαιρα ανάμεσα στα ιερά ερείπια της παλιάς Ελλάδας» (σ. 17)! Επειδή δε, σύμφωνα με τον Φωριέλ, μετά τη φραγκική κατάκτηση, το λιγότερο πολιτισμένο μέρος της Ευρώπης, η Δύση, κυριάρχησε και πολιτισμικά έναντι του πιο προχωρημένου Βυζαντίου (σ. 20), η υψηλή ελληνική παράδοση υποχρεώθηκε να καταδυθεί στη λαϊκή δημιουργία.

Οι Έλληνες λόγιοι μόνο μετά τον Σισμοντί, τον Γκριμ, τον Γκαίτε, τον Χαξτχάουζεν και, προφανώς, τον Φωριέλ, θα αρχίσουν να μεταστρέφονται, έτσι το δημοτικό τραγούδι θα αποτελέσει, κυριολεκτικώς, «ανακάλυψη» του ευρωπαϊκού ρομαντισμού και όχι της ελληνικής λογιοσύνης.

Θα πρέπει να έλθει ένας ποιητής όπως ο Σολωμός για να αλλάξει ριζικά η στάση της ελληνικής λογιοσύνης απέναντι στο δημοτικό τραγούδι. Ο Σολωμός όχι μόνο θα το μελετήσει σε βάθος και θα εμπνευστεί από αυτό, αλλά θα το θεωρήσει ως την απαρχή του νεώτερου ελληνικού λόγου, σε αντίθεση με τους λογίους που θεωρούσαν ως «απαρχή» την επιστροφή στην αρχαιότητα.

Για τις γλώσσες μπορεί να πει κανείς αυτό που λέει ο Μακιαβέλλης για όλους τους ανθρώπινους θεσμούς, πως δεν υπάρχει δηλαδή σωτηρία, όταν υπάρχει διαφθορά, παρά μόνο αν ξαναγυρίσουμε στις αρχές. Οι δάσκαλοι της Ελλάδας γυρίζουν πίσω, αυτό δεν είναι ξαναγύρισμα στις αρχές. Χαίρομαι να παίρνονται για ξεκίνημα τα δημοτικά τραγούδια…[3] 

Με τον Σολωμό μοιάζει ως εάν το δημοτικό τραγούδι να έχει βρει τον δρόμο του και να έχει αποκατασταθεί στη συνείδηση του νέου ελληνισμού, και να έχει αρχίσει η ανασύνδεση ανάμεσα στη λόγια και τη λαϊκή παράδοση.


[1] Claude Fauriel, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, 2 τ., ΠΕΚ, Ηράκλειο 2007.

[2] Για τον Φωριέλ, βλ. Μ. Imbrovac, Claude Fauriel, ό.π.,· Αλ. Πολίτης, ό.π., σσ. 199-405· J. B. Galley, Claude Fauriel, membre de lInstitut (1772-1844), Σεντ Ετιέν 1909.

[3] Διονύσιος Σολωμός, «Επιστολή προς Γεώργιο Τερτσέτη»…, ό.π., Άπαντα, τ. 3, σ. 254.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ