Του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Διαβάζοντας κανείς την ογκώδη και κατατοπιστική βιογραφία «Καποδίστριας. Ο θεμελιωτής της ανεξαρτησίας της Ελλάδας» (*) του γνωστού μας από την εθνική αντίσταση και τη συμμετοχή του στην ανατίναξη του Γοργοποτάμου Άγγλου Κρίστοφερ Μ. Γουντχάουζ, μένει – παρά τις όποιες διαφωνίες με τον συγγραφέα – κυριολεκτικά «σημαδεμένος» από ένα ανάμεικτο πλήθος συναισθημάτων για την τύχη μιας από τις εμβληματικότερες μορφές του νεώτερου Ελληνισμού: Οργή, θλίψη, αγανάκτηση, απογοήτευση. Αντιλαμβάνεται όμως καλύτερα και την δραματική για την Ευρώπη μεταναπολεόντια εποχή, στην οποία πανθομολογουμένως ο Ιωάννης Καποδίστριας έδρασε πρώτα ως υψηλών προδιαγραφών ανώτατος διπλωμάτης στην υπηρεσία μιας Μεγάλης Δύναμης, της τσαρικής Ρωσίας, κερδίζοντας έτσι «μια θέση στην πρωτοπορία της διεθνούς ιστορίας» και κατόπιν ως τραγικός Κυβερνήτης της μικρής Ελλάδας ή μάλλον, όπως έλεγε ο ίδιος: “Le chaos qui ressemble a la Grece” («Το χάος που μοιάζει στην Ελλάδα»).
Και στις δύο περιπτώσεις γνώρισε σημαντικές επιτυχίες αλλά και πολλές απογοητευτικές αποτυχίες, κυρίως γιατί «υπήρξε ένας οραματιστής πολιτικός που προηγήθηκε κατά πολύ της εποχής του». Και τελικά πλήρωσε με τη ζωή του τη στέρεη πεποίθησή του ότι και η Ελλάδα, παρά τις βαριές σκιές των «Προστάτιδων Δυνάμεων», είχε και η ίδια «raison d’etat» και κανείς άλλος από εκείνον δεν θα μπορούσε να την ασκήσει μέσα στον διπλωματικό κυκεώνα, στα ερείπια και τους διχασμούς εκείνης της εποχής· η Ελλάδα «πόρρω απείχε ακόμη του να είναι κράτος» και οι «κυνικοί Ευρωπαίοι» γνώριζαν καλά τι συνέβη όταν «οι Έλληνες έσμιξαν με τους Έλληνες».
Πέρα όμως από τα επιτυχή και τα αποτυχημένα πεπραγμένα του Καποδίστρια στον ευρωπαϊκό και στον ελληνικό πολιτικό στίβο, που κρίνονται από τον συγγραφέα όντως με αρκετά εξισορροπημένο τρόπο, αν και αποφεύγει (ως Άγγλος ο ίδιος) να ξεκαθαρίσει τον σημαντικό ρόλο της Αγγλίας και της Γαλλίας στην οργανωμένη συνωμοσία που οδήγησε στην δολοφονία του Καποδίστρια, ιδιαίτερο βάρος στο βιβλίο, το οποίο διαβάζεται και σαν συναρπαστικό ιστορικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, δίνεται και στον άνθρωπο Καποδίστρια. Και εδώ ο Γουντχάουζ είναι εντελώς ξεκάθαρος. Χωρίς σε καμιά των περιπτώσεων να φιλοτεχνεί μια «αγιογραφία» ανθρώπου που, όπως μαρτυρά ο Μακρυγιάννης «όλοι οι ανθρωποφάγοι ήταν εναντίον του», γράφει για τον Κυβερνήτη:
«Μολονότι δεν είχε ιδιοσυγκρασία ψυχρή ή ασυγκίνητη, διέθετε έναν τελείως αφηρημένο ανθρωπισμό. Το ένστικτό του ήταν ανάλογο εκείνου που περιγράφει ο Σίλλερ στην “Ωδή στη χαρά”· ήταν ικανός “ν΄ αγκαλιάσει εκατομμύρια” παρά να χαρίσει σε μεμονωμένα άτομα τη στοργή του. Τα εκατομμύρια που αγκάλιαζε ήταν οι Έλληνες συμπατριώτες του, οι ανώνυμοι, ταπεινοί, καρτερικοί και πιστοί.
Το βαθύτερο συναίσθημά του ήταν η υπερηφάνεια για την εθνικότητά του. Το μόνο που ήθελε ήταν οι άνθρωποι να λέγουν γι’ αυτόν, “Ιδού ένας Έλληνας πολίτης που μπορεί να υπηρετήσει τη χώρα του με αξιοπρέπεια και τιμή έναντι των ξένων”. Η παιδεία του τον δίδαξε να είναι ελεήμων, πρακτικός και φιλοσοφημένος. Κατανόησε τις δύο ζωτικές ιδέες του νέου (19ου) αιώνα: την εθνική ανεξαρτησία και τη συνταγματική διακυβέρνηση.
Δεν θεωρούσε αναγκαίο να επιδιώξει να είναι δημοφιλής. Επειδή δεν προσδοκούσε τη φιλία των άλλων, παρέμεινε ασυγκίνητος από τις μηχανορραφίες και την εχθρότητά τους. Ήταν πιστός στο καθήκον του, στον Θεό και στον ελληνικό λαό…. Το στοιχείο της ψυχολογίας του ήταν η μυστικιστική φλέβα, η “πνευματική διάσταση της ψυχής του”, η οποία έβρισκε ανάπαυση και ικανοποίηση σε ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον. Για έναν άτεκνο άνδρα με βαθιά στοργική καρδιά, τα παιδιά της Ελλάδας ήταν απλούστατα το μέλλον της Ελλάδας. “Η μοναδική παρηγοριά μου” όπως έγραψε το 1830, “είναι να αφοσιωθώ στα παιδιά και στα σχολεία τους”. Δεν νοιάζονταν όμως μόνο για την ελληνική εκπαίδευση, στο πλαίσιο μιας σταθερά ορθόδοξης παράδοσης, αλλά και για την αναγέννηση και προώθηση ενός εθνικού, διακριτού πολιτισμού.
Ο αυστηρός προσωπικός τρόπος ζωής του όπου πάντα υπερίσχυε η ίδια χωρίς ανέσεις λιτότητα απέκλειε στην πραγματικότητα κάθε είδους διασκέδαση. Παρέμενε όπως πάντοτε ένας εκ φύσεως μοναχικός άνθρωπος που έταξε στον εαυτό του μια ζωή μελαγχολική κι ένοιωθε μια σχεδόν ασκητική ευχαρίστηση με τον σπαρτιατικό χαρακτήρα της ρουτίνας του. Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός, προσπάθησε να είναι προσιτός σε όλους. Αποφασισμένος να είναι αυτός υπεύθυνος για τα πάντα, να αρνηθεί κάθε αδικαιολόγητο προνόμιο, να είναι γενναιόδωρος με αυτούς που υπέφεραν στον πόλεμο, να είναι ευγενής και υπομονετικός αλλά δίκαιος, να θυσιάσει ό,τι είχε και δεν είχε – τα χρήματά του, την υγεία του, την υπόληψή του, και τη ζωή του ακόμα – στην υπηρεσία της Ελλάδας.
Και τότε και πάντοτε, οι Έλληνες χωρικοί συγκινούνταν βαθιά στη σκέψη ότι ένας άνθρωπος της δικής του περιωπής κατέβαινε από το βάθρο του πλούτου και της άνεσης για να συμμεριστεί τη φτώχεια τους και να την ανακουφίσει. Η αφοσίωσή τους όμως ήταν μια ανεπαρκής ασπίδα απέναντι στους πιο εξεζητημένους εχθρούς του», όπως η λεγόμενη «φατρία της Ύδρας».
Ο Ιωάννης Καποδίστριας έμοιαζε, όπως έλεγε ο συνάδελφός του Νέσελροντ, «με άγγελο στο πυρ της Κολάσεως», ενώ μόνο σαν τίτλος τιμής πρέπει να εκληφθεί η λοιδορία του Μέτερνιχ που τον θεωρούσε «μάστιγα της Ευρώπης» ή του Κάσλρεϊ που τον αποκαλούσε «ημίαιμο υπουργό». Και «πέθανε όπως έζησε· μόνος». Εντούτοις, ήταν περιτριγυρισμένος από πανίσχυρους εξωτερικούς εχθρούς, όπως ο Αυστριακός Μέτερνιχ ή ο Άγγλος Γουέλιγκτον, που έλεγε: «Κάντε ότι θέλετε με την Ελλάδα, αρκεί να ξεφορτωθείτε τον Καποδίστρια», αλλά και από μια «δράκα μηχανορράφων κάθε είδους και χρώματος», τους εσωτερικούς εχθρούς (Πετρόμπεης, Ζαΐμης, αδελφοί Κουντουριώτη, Λόντος, Μαυροκορδάτος, Κωλέττης, Φαρμακίδης κ.ά.), οι οποίοι, «για εγωιστικούς λόγους – με πρόσχημα το «συνταγματικό» – «υπέσκαπταν τα θεμέλια του κράτους, που ο Καποδίστριας προσπαθούσε να δημιουργήσει».
Ωστόσο, όπως σημειώνει και ο συγγραφέας, παρότι χάθηκε πολύ νωρίς για τη δοκιμαζόμενη παντοιοτρόπως πατρίδα του, ο κυβερνήτης δεν άφησε «το έθνος του τελείως απαρασκεύαστο να επιβιώσει μετά από απίστευτες δοκιμασίες». Τους τελευταίους μήνες της ζωής του είχε ως μοναδικό του στήριγμα τον απλό λαό (και μερικούς καπεταναίους)· και τους βοσκούς στους λόφους, που την ημέρα της δολοφονίας του φώναζαν ο ένας στον άλλον, με τις φωνές τους ν΄ αντηχούν πάνω από λαγκάδια και κοιλάδες: «Αδέλφια, φυλάξτε τα κοπάδια σας. Σκοτώσαν τον κυβερνήτη, τον πατέρα μας!».
1 ΣΧΟΛΙΟ
Οποιος ηγέτης της Ελλάδας προσπάθησε πραγματικά να τη σώσει στοχοποιήθηκε λυσσασμένα ως τύραννος, εναντίον του συσπειρώθηκαν όλοι, ακόμα και οι πιο αντίθετοι μεταξύ τους, ακόμα και αφοριστηκε, δολοφονήθηκε η επιχειρήθηκε να δολοφονηθεί.