Απόσπασμα (σσ. 308-311) από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, 1204-1922, Η διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού. 1821, Η Παλιγγενεσία τόμος Β΄ (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2015). Το ίδιο απόσπασμα, με περικοπές, είχε δημοσιευτεί στον νέο Λόγιο Ερμή τ. 12 (Φθινόπωρο 2015, σσ. 47-67) με τίτλο “Η διαμόρφωση της σκέψης του Ιωάννη Καποδίστρια” καθώς και στο Άρδην τ. 111 (Ιανουάριος – Μάρτιος 2018, σσ. 41-44), “Η συνέχεια του ελληνικού έθνους και ο Καποδίστριας“. Τα κείμενα αυτά δημοσιεύτηκαν και στην ιστοσελίδα του Άρδην το 2018 και το 2021.
Τον Απρίλιο του 1823, αφού είχε πλέον ολοκληρώσει τη θητεία του υπό τη ρωσική διοίκηση[1], απογοητευμένος από αυτήν και ενθουσιώδης υποστηρικτής της ελληνικής Επανάστασης («ἔξω τούτου, πρέπει νὰ νικήσωμεν ἢ ν’ ἀποθάνωμεν»), σε νέα επιστολή του προς τον Ιγνάτιο, μας αποκαλύπτει μια σχετικά άγνωστη πτυχή της δραστηριότητας και της ιδεολογίας του[2]: «…Ἤδη ἀπὸ τοῦ παρελθόντος ἔτους ἡ ἰδέα πονήματος τινὸς περὶ τῆς ἐνεστώσης καταστάσεως τῆς Ἑλλάδος εἶναι τὸ ἀντικείμενον τῶν τερπνοτέρων ἀσχολήσεών μου καὶ τῶν εὐχῶν μου». Για να ετοιμάσει το σύγγραμμά του, «ἐξηκολούθησ(ε) ὑπὸ τὴν σοφὴν διεύθυνσιν τοῦ φίλου (των) Μουστοξύδου ν’ ἀναγινώσκ(ῃ) τὰ παλαιὰ καὶ νέα συγγράμματα, ὅσα πραγματεύονται περὶ τῆς Ἑλλάδος». Όμως, την ίδια εποχή, έφτασε στη Γενεύη ο Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, ο οποίος του «ἐκοινοποίησε τὸ σύγγραμμα, τὸ ὁποῖον ἐτελείωσε, μὲ τὸν ἀξιότιμον σκοπόν τοῦ νὰ καταδείξῃ τὰς αἰτίας, αἵτινες ἐπέφερον τὴν ἐνεστώσαν κατάστασιν τῶν πραγμάτων τῆς πατρίδος μας». Δηλαδή, ο Ρίζος είχε ήδη προβεί στη συγγραφή ενός ανάλογου βιβλίου με εκείνο που έγραφε ο Καποδίστριας και συμφώνησε να «συγχωνευθῇ τὸ σύγγραμμά του μὲ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἔχω ἀνὰ χείρας» «ὑπὸ τὸν ὅρον τοῦ νὰ ἐπιδοκιμάσῃ ἡ Ὑμετέρα Πανιερότης τὸ σχέδιον καὶ νὰ συγκατανεύσῃ νὰ συνεισφέρῃ εἰς τὴν ἐκτέλεσίν του». Εν συνεχεία, ο Καποδίστριας –και ο Μουστοξύδης, δια των χειρών του οποίου γράφτηκε η επιστολή προς τον Ιγνάτιο– αναφέρεται στο περιεχόμενο και τις κατευθύνσεις του ήδη γραφέντος, εν μέρει τουλάχιστον, πονήματός του, που μας επιτρέπει να ολοκληρώσουμε τη σκιαγράφηση της ιδεολογικής του ταυτότητας.
Σκοπεύει τωόντι να καταδείξει πως «ἡ ἐνεστώσα κατάστασις τῆς Ἑλλάδος εἶναι συνέπεια ἀναγκαία ὅλων τῶν καταστάσεων, δι’ ὧν ἐξῆλθεν ἡ Ἑλλὰς ἀπὸ τῆς πτώσεως τῆς Αὐτοκρατορίας μέχρι τῶν ἡμερῶν μας». Ο Καποδίστριας δεν εξετάζει τη νεώτερη ελληνική ιστορία με αφετηρία την Άλωση του 1453, αλλά το 1300, όταν δηλαδή οι Οσμανλήδες έχουν καταλάβει τη Μικρά Ασία, ενώ ο ελληνισμός συνέχιζε να μάχεται εναντίον των Φράγκων.
Πρὸς ἐπίτευξιν τούτου τὸ πόνημα θέλει διαιρεθῇ εἰς τρία βιβλία. Τὸ πρῶτον θέλει δείξει τὴν κατάστασιν τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῆς προόδου τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους ἐν Εὐρώπῃ καὶ ἐν Ἀσίᾳ, ἤγουν ἀπὸ τοῦ 1300 μέχρι τοῦ 1574. Τὸ δεύτερον θέλει δείξει ὡσαύτως τὴν κατάστασιν τοῦ Ἑλληνικού ἔθνους ἐπὶ τῆς έποχῆς τῆς παρακμῆς τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους, ἤγουν ἀπὸ τοῦ 1574 μέχρι τοῦ 1823…
Οι Έλληνες συγκροτούσαν ένα έθνος πριν και μετά την οθωμανική κατάκτηση: «οὐδέποτε ἔπαυσαν νὰ ἀποτελῶσιν ἕν ἔθνος· διότι α) διέσωσαν καθαρὰν τὴν κοινήν καταγωγήν των· β) ἐσυλλογίσθησαν καὶ ὡμίλησαν εἰς τὴν γλώσσαν τῶν πατέρων αὐτῶν· γ) καὶ ὑπήκουσαν εἰς μίαν μόνην καὶ ἀμετάβλητον ἐξουσίαν, είς τὴν ἐξουσίαν τῆς Ἐκκλησίας των. Οὗτοι δὲ οἱ τρεῖς ὅροι εἶναι οἱ μόνοι, οἵτινες ἐκ μιᾶς συνενώσεως ἀνθρώπων ἀποτελοῦσιν ὅ,τι καλεῖται ἕν ἔθνος». [ ] Όπως ορθά επισημαίνει η Κωνσταντίνα Ζάνου, η αντίληψη του Καποδίστρια, του Μουστοξύδη και του Νερουλού διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη του Κοραή[3]. Για τον τελευταίο, ο ελληνισμός είναι οιονεί νεκρός μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, εκτός από ελάχιστες εκλάμψεις και εξαιρέσεις, και «αναγεννάται», με την κυριολεκτική έννοια του όρου, μετά την έκδοση, το 1766, της πρώτης πειραματικής Φυσικής (!), τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και προφανώς τη γαλλική Επανάσταση που ακολούθησε. Αντίθετα, για τον Καποδίστρια και τους ομοϊδεάτες του, το ελληνικό έθνος δεν παύει να υπάρχει, ακόμα και κατά τους πιο σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, όταν δε η οθωμανική Αυτοκρατορία παύει να επεκτείνεται, μετά το 1574, αρχίζει η ανάκαμψή του που θα οδηγήσει στην Επανάσταση. Η «Αναγέννηση» του ελληνισμού για τον Καποδίστρια και τον Νερουλό αποτελεί απλώς την περίοδο της ανθοφορίας ενός πάντα εύχυμου κορμού. Είναι ένας από τους πρώτους, μετά τον Δημητράκη Καταρτζή, που διατυπώνει θεωρητικά την ιστοριογραφική αντίληψη της συνέχειας του ελληνικού έθνους.

Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός
Αυτή η αντίληψη, που περιλαμβάνεται διαγραμματικά στην επιστολή-σχέδιο του Καποδίστρια προς τον Ιγνάτιο, διαπνέει και το βιβλίο του Νερουλού που εξεδόθη στα γαλλικά, το 1828[4]. Αποτελεί άραγε ένα κοινό πόνημά τους, όπως το προαναγγέλλει ο έκπτωτος υπουργός («Ὁ Κύριος Ρῖζος θέλει τὸ δημοσιεύσει είς τὸ ὄνομά του. Εἶναι ὁ ἀπαραίτητος ὅρος τῆς προσφερομένης συμπράξεώς μου») ή μήπως αυτή η σύμπραξη δεν ολοκληρώθηκε; Δυστυχώς, ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, που θα φώτιζε ικανοποιητικότερα την πνευματική φυσιογνωμία του και θα εξηγούσε ίσως αρκετές από τις κινήσεις του μελλοντικού Κυβερνήτη, δεν έχει ακόμα διερευνηθεί. Πάντως, κατ’ εξοχήν στον πνευματικό χώρο των Ιονίων νήσων θα αναπτυχθεί, ίσως συστηματικότερα από οπουδήποτε αλλού, η θεωρία της συνέχειας του ελληνισμού, από τον Καποδίστρια και τον Μουστοξύδη μέχρι τους Ζαμπέλιους, τον Βαλαωρίτη και τους Επτανήσιους ριζοσπάστες. Καθόλου τυχαία, ο Μουστοξύδης –ίσως ο στενότερος φίλος και συνεργάτης του Καποδίστρια– υπήρξε ο άνθρωπος που συνέδραμε ουσιωδώς τον Φωριέλ στην έκδοση των δημοτικών τραγουδιών[5], ενώ εξέδωσε και το περιοδικό Ελληνομνήμων, στην Κέρκυρα (1843-1853), το πρώτο που ασχολείται συστηματικά με το ύστερο Βυζάντιο και την πρώιμη Τουρκοκρατία.
Κλείνοντας εδώ την αναφορά στον Ιωάννη Καποδίστρια, δεν μπορούμε παρά να αναλογιστούμε για μια ακόμα φορά τον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα της συγκρότησης του ελληνισμού, τον «καημό της ρωμιοσύνης», τις «καρβουνοσακούλες» που, σύμφωνα με τον Γιώργο Σεφέρη, σκεπάζουν τον ουρανό του[6]. Ο μόνος άνθρωπος που είχε τη δυνατότητα να ενώσει τα διεστώτα μέλη του ελληνικού κόσμου κατά την Επανάσταση, ο μόνος που ήταν αναγνωρισμένος ανεπιφύλακτα από όλες τις πτέρυγές του, και θα είχε ίσως τη δυνατότητα να σιγάσει τους δαίμονες του εμφυλίου, ήταν τραγικά απών στο μεγαλύτερο μέρος του αγώνα και θα έλθει μόνο στο τέλος του για να διασώσει την ξέπνοη επανάσταση, έργο ακόμα και τότε καθοριστικό, παρότι έμελλε να πέσει θύμα του εμφυλίου που υποδαύλιζε η Αλβιών.
[1] Μετά το 1822, είχε αποσυρθεί στην Ελβετία, παρότι παρέμενε ακόμα τυπικά στην υπηρεσία της ρωσικής διοίκησης.
[2] «Επιστολή προς τον μητρ. Ιγνάτιο», 12/24 Απριλίου 1823, Αιών, Αθήνα 30-9-1850.
[3] Βλ. Κ. Ζάνου, «Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Ιακωβάκης…», ό.π. Για τις σχέσεις μεταξύ Μουστοξύδη και Καποδίστρια, βλ. Κ. Θ. Δημαράς, «Καποδίστριας-Μουστοξύδης-Κουτλουμουσιανός (Βιβλιογραφικές και άλλες αναζητήσεις)», Θησαυρίσματα/Thesaurismata,τχ.1, Βενετία 1962, σσ. 14-62.
[4] Βλ. Iacovaky Rizo Nérοulοs, Histoire Moderne de la Grèce depuis la chute de l’empire d’ Orient, Γενεύη 1828. Βλ. σχετικά M. B. Σακελλαρίου, «Νεοελληνικές Ιστορικές Σπουδές. Ιστορικό και κριτικό σχεδιάγραμμα», Nέα Eστία, 33 (1943), σσ. 26-31, 102-106, 158-162, 233-236, 290-295, 359-364, 435-440, 495-498, 548-552, 615-618, 804-813, εδώ, σ. 105· Γιάννης Κουμπουρλής, «Η Επανάσταση του 1821 και η δημιουργία του ελληνικού εθνικού κράτους στις πρώτες μεγάλες αφηγήσεις της νεότερης ελληνικής ιστορίας: από την πολυπαραγοντική ανάλυση στο σχήμα της εθνικής τελεολογίας», στο Πέτρος Πιζάνιας (επιμ.), Η ελληνική Επανάσταση του 1821. Ένα ευρωπαϊκό γεγονός, Κέδρος, Αθήνα 2009, σσ. 351-374.
[5] Βλ. Miodrac Imbrovac, Claude Fauriel et la fortune Européenne des poésies populaires Grecque et Serbe, Librairie Marcel Didier, Παρίσι 1966 και Αλ. Πολίτης, Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, Θεμέλιο, 1984. Για τον Μουστοξύδη, βλ. Ευάγγελος Μανής, Ανδρέας Μουστοξύδης (1785-1860), ο επιστήμων, ο πολιτικός, ο εθνικός αγωνιστής, δδ, Πανεπιστήμιο Αθηνών 1960· Δ. Αρβανιτάκης, εισαγ. στο Ανδρέας Μουστοξύδης-Αιμίλιος Τυπάλδος, Αλληλογραφία (1822-1860), Εκδ. Κότινος, 2005· Κ. Ζάνου, Διανοούμενοι-“γέφυρες” στη μετάβαση από την προεθνική στην εθνική εποχή, Ανάτυπο από το περ. Τα Ιστορικά, τχ. 58, Ιούνιος 2013.
[6] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Α΄ (1936-1947), Ίκαρος, Αθήνα 1974, σ. 210.
