του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 67, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2007
Σήμερα δυστυχώς με την αλλοπρόσαλλη πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, έχουν παγιωθεί τα αρνητικά χαρακτηριστικά.
Αυτό που σήμερα πλέον μπορεί να γίνει είναι, από τη μία να επιμείνουμε στο σύνθετο όνομα, ενός γεωγραφικού και μόνο προσδιορισμού, που αποτελεί την έσχατη υποχώρηση που μπορούμε να κάνουμε –διότι βέβαια δεν μπορούμε να χαρίσουμε τη Μακεδονία στους Σλαβομακεδόνες– και από την άλλη να προωθήσουμε μια πολιτική σύσφιγξης των βαλκανικών σχέσεων και απομόνωση των Σκοπίων σε όλα τα διεθνή φόρουμ. Μια τέτοια πολιτική θα υποχρεώσει σταδιακά την κυβέρνηση των Σκοπίων σε αναθεώρηση της σοβινιστικής της πολιτικής, δεδομένου ότι θα παραμένει έξω από τις βαλκανικές και ευρωπαϊκές διεργασίες – έρμαιο των καλών διαθέσεων της Αλβανίας και της Τουρκίας. Γιατί οι Σλαβομακεδόνες απειλούνται κυρίως από τη συμπαγή παρουσία και τον αλυτρωτισμό της αλβανικής κοινότητας. έτσι, μια σταθεροποίηση των σχέσεών τους με την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία είναι απολύτως αναγκαία για να παραμείνει βιώσιμο το κράτος τους. Μια διαδικασία βαλκανικής συνεννόησης είναι όρος ζωής ή θανάτου για τους Σλαβομακεδόνες.
Και δεν εννοούν να το κατανοήσουν μέχρι σήμερα, διότι η Ελλάδα δεν έχει πράξει τίποτε για να τους υποχρεώσει να το κάνουν. Όταν τα Σκόπια απολαμβάνουν όλα τα κέρδη από την Ελλάδα –οικονομική βοήθεια και επενδύσεις– και την ίδια στιγμή δεν χρειάζεται να παραχωρήσουν τίποτε, τότε για ποιο λόγο άραγε να κάνουν οποιαδήποτε υποχώρηση; Αντίθετα αποθρασύνονται, φτάνοντας πλέον να διεκδικούν και τον… Μέγα Αλέξανδρο ή την αρχαία Μακεδονία!
Η Ελλάδα πρέπει να καταγγείλει σε όλα τα διεθνή φόρα και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον σλαβομακεδονικό αλυτρωτισμό, να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις στα Σκόπια και βέβαια να βάλει βέτο στην είσοδό τους και με το όνομα FYROM στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Διότι καθόλου δεν ενοχλεί τα Σκόπια αν για ένα διάστημα τουλάχιστον αποκαλούνται FYROM στα επίσημα όργανα των διεθνών οργανισμών, αφού όλοι εκτός από εμάς θα τους αποκαλούν με το όνομα Μακεδονία. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να εισέλθουν σε αυτούς τους οργανισμούς. Και εμείς πρέπει να είμαστε αταλάντευτοι. Όσο δεν αποδέχονται έναν συμβιβασμό, οδυνηρό πρωτίστως για μας, δεν υπάρχει περίπτωση εισδοχής τους σε αυτούς. Και μια και σήμερα οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι καίγονται να εντάξουν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., διότι φοβούνται την επανεμφάνιση της Ρωσίας στην περιοχή και επιπλέον θέλουν να λύσουν το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου, η Ελλάδα διαθέτει ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά. Εξ ου και η αλλαγή της στάσης των Αμερικανών και των Εγγλέζων, που αίφνης ανακάλυψαν τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων!
Οι δε καθημερινές προκλήσεις των Σκοπίων αυτή την περίοδο, όπως η μετάβαση αντιπροσωπείας στα κατεχόμενα της Κύπρου ή η παρεμπόδιση των Ελλήνων αθλητών στα σύνορα αποσκοπούν ακριβώς στο να δημιουργηθεί κλίμα που αποκλείει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, μέσα σε ένα σχετικά αρνητικό για τα Σκόπια κλίμα. Και οι δικοί μας «Άνθιμοι» που διαθέτουν μυαλό κοκόρου «τσιμπάνε» στις προκλήσεις των Σκοπίων.
Μια τέτοια πολιτική για πολλούς φίλους μοιάζει αντιφατική. Και μας λένε πως είτε γέρνει προς τον Συνασπισμό, όταν μιλάμε για συμφέρον της Ελλάδας στην ύπαρξη του κράτους των Σκοπίων, είτε προς τον εθνικισμό, όταν αναφερόμαστε στην ανάγκη ενός αταλάντευτου βέτο ή οικονομικών αντιποίνων.
Προφανώς δεν κάνουμε διμέτωπο με ίσες αποστάσεις. Το κύριο πρόβλημα είναι ο ενδοτισμός, είναι οι δηλώσεις Αλαβάνου περί «ελληνικού αλυτρωτισμού», είναι η ακηδία των ελληνικών κυβερνήσεων. Είναι ο βάσιμος φόβος πως η “Ντόρα” θα τα κάνει πλακάκια με Αμερικανούς και Σκοπιανούς. Και γι’ αυτό δεν πρέπει καθόλου να υποστείλουμε τη σημαία των κινητοποιήσεων, ούτε να πάψουμε να απαιτούμε ανυποχώρητα την άσκηση του ΒΕΤΟ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αν δεν υποχωρήσουν όχι μόνο στο θέμα του ονόματος αλλά και της αλυτρωτικής προπαγάνδας. Όμως δεν μπορούμε να ξεχνάμε πως υπάρχουν και οι αψυχολόγητες κορόνες ενός Άνθιμου, οι οποίες απαγορεύουν στον πατριωτικό χώρο να χαράξει μια πορεία σύνθεσης. Μια σύνθεση που θα μας επιτρέψει και να περιορίσουμε τη ζημιά που μας έχει προκαλέσει το Μακεδονικό και να αναπτύξουμε μια αναγκαία βαλκανική πολιτική, ως το μοναδικό αντίβαρο στον νεο-οθωμανισμό. Και προφανώς μια δήθεν ανυποχώρητη στάση, του τύπου “χαμένα τα έχουμε που τα έχουμε, γιατί να συνομιλούμε”, λύνει τα χέρια της κυβέρνησης, και του ενδοτικού στρατοπέδου, που έτσι ξεφεύγουν χωρίς να αναλαμβάνουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις.
Γι’ αυτό λοιπόν θα πρέπει να απορρίψουμε τις τάσεις στον «μικροεθνικισμό», του τύπου: «αγώνας εναντίον όλων των γειτόνων μας, ως εχθρών της Ελλάδας», τη στιγμή που είναι αναγκαία μια μεγάλη εθνική αντισοβινιστική πολιτική στα Βαλκάνια, που θέτει έναν κεντρικό στόχο, την αντιμετώπιση του νεο-οθωμανισμού. Ιδού η Ρόδος λοιπόν, ιδού και το πήδημα.